Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Διαχείριση κρίσεων με την Τουρκία



Με αφορμή την προ ημερών  «αβλαβή διέλευση» του τουρκικού ερευνητικού σκάφους  Oruc Reis μέσα από την ελληνική υφαλοκρηπίδα ας ενημερωθούμε σχετικά με τι συνέβηκε σε ανάλογες ελληνοτουρκικές κρίσεις του παρελθόντος μέσα από ένα σχετικό  άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή» που δημοσιεύτηκε την 1η Ιανουαρίου 2020

Διαχείριση κρίσεων με την Τουρκία

Γράφει ο Μάνος Καραγιάννης*


Η προσάραξη ενός πλοίου στις βραχονησίδες των Ιμίων έφτασε τον Ιανουάριο του 1996 στην ένοπλη αμφισβήτηση της ελληνικής θαλάσσιας κυριαρχίας από την Τουρκία και το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου.

Έχουν περάσει τριάντα δύο χρόνια από την ελληνοτουρκική κρίση του 1987 και είκοσι τρία από εκείνη των Ιμίων το 1996. Τώρα που βρισκόμαστε αντιμέτωποι ξανά με το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη γειτονική χώρα, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε τα μαθήματα που πήραμε από τις δύο κρίσεις.
Τον Μάρτιο του 1987, η έξοδος του τουρκικού σκάφους «Σισμίκ» για σεισμογραφικές έρευνες στο Αιγαίο έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου. Η Αθήνα κατόρθωσε να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα για τέσσερις λόγους. Πρώτον, το προσωποπαγές σύστημα λήψης αποφάσεων αποθάρρυνε φαινόμενα διγλωσσίας εντός της κυβέρνησης. Ο τότε πρωθυπουργός έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα για τις κόκκινες γραμμές της χώρας. Το ταξίδι του Κάρολου Παπούλια για διαβουλεύσεις στη Βουλγαρία και το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη προκάλεσαν ανησυχίες στην Ουάσιγκτον για ρήγμα εντός του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, η πιθανή δημιουργία ενός στρατιωτικού άξονα μεταξύ Αθήνας και Σόφιας ανέτρεψε τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Τέλος, το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης επέτρεψε στην πολιτική ηγεσία να αποφύγει τις διαρροές και να συσπειρώσει την ελληνική κοινή γνώμη.
Αντιθέτως, τίποτα δεν πήγε καλά στην κρίση των Ιμίων για επίσης τέσσερις λόγους. Μετά την αποχώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, η ενδοκομματική σύγκρουση δημιούργησε ένα κλίμα καχυποψίας. Σημαίνοντα μέλη της κυβέρνησης ακολούθησαν προσωπικές στρατηγικές. Ταυτόχρονα, η παντοδυναμία των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα μείωσε δραματικά τα περιθώρια ελιγμών της ελληνικής πλευράς. Η αμερικανική κυβέρνηση λειτούργησε περισσότερο ως ουδέτερος διαμεσολαβητής παρά ως υπέρμαχος των ελληνικών θέσεων. Η επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης ήταν προβληματική από όλες τις απόψεις. Τα ιδιωτικά ΜΜΕ έσπειραν τον πανικό στους πολίτες και αποσυντόνισαν τους λήπτες αποφάσεων.
Σημειώνεται ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η ελληνική πλευρά επεδίωξε τη στρατιωτική κλιμάκωση. H αποφασιστικότητα της Αθήνας στην κρίση του 1987 αιφνιδίασε τον αντίπαλο· για παράδειγμα, η εκκένωση πληθυσμού από τον Βόρειο Εβρο, η μετακίνηση στρατευμάτων προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα και η μερική επιστράτευση σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έδειχναν ότι η Ελλάδα προετοιμαζόταν σοβαρά για πόλεμο. Η κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων κρίνεται γενικά ως ικανοποιητική στα Ιμια, αλλά παρουσιάστηκαν ελλείψεις και αδυναμίες. Στο σύνθετο αρχιπελαγικό περιβάλλον, η επιτυχημένη διεξαγωγή ειδικών επιχειρήσεων για την ανακατάληψη βραχονησίδων απαιτεί μεγάλη ταχυκινησία και άριστη πληροφόρηση. Η απουσία αυτών των δύο στοιχείων υπονόμευσε την ελληνική επιχείρηση προστασίας των Ιμίων.
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα που χρήζουν άμεσων απαντήσεων. Το πρώτο αφορά τα χαρακτηριστικά της επόμενης ελληνοτουρκικής κρίσης. Σήμερα η τουρκική στρατηγική έχει υιοθετήσει ορισμένα υβριδικά στοιχεία που την καθιστούν πιο επικίνδυνη από ποτέ. Η χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών μπορεί να αποκρύψει την ταυτότητα του επιτιθέμενου και να δημιουργήσει σύγχυση στον αμυνόμενο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δράση ιδιωτικών εταιρειών μισθοφόρων. Η εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα ασφάλειας στην ελληνική πλευρά που καταπονεί τις Ενοπλες Δυνάμεις. Με άλλα λόγια, η επόμενη κρίση που θα προκύψει μπορεί να εμπλέξει μη κρατικούς δρώντες ή αυτόνομες πλατφόρμες τελευταίας τεχνολογίας που δεν είμαστε ακόμα σε θέση να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον ορισμό της νίκης και της ήττας. Η επιστροφή του «Σισμίκ» στα τουρκικά χωρικά ύδατα θεωρήθηκε νίκη της Ελλάδας, ενώ η προσωρινή κατάληψη των δυτικών Ιμίων αντιμετωπίστηκε ως ήττα. Εντούτοις, οι πολιτικές ηγεσίες αντέδρασαν με το ίδιο τρόπο στη μετά την κρίση περίοδο. Προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με την τουρκική κυβέρνηση για να μειωθεί η στρατιωτική ένταση και να εξομαλυνθούν οι διμερείς σχέσεις. Η συνάντηση στο Νταβός το 1988 και το ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997 συνιστούσαν μια απέλπιδα προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να ενισχύσει την ασφάλεια και την ειρήνη στην περιοχή. Πλέον, όμως, μνημονεύονται από σχεδόν όλους ως τεκμήρια υποχωρητικότητας και αφελών προσδοκιών.
Εξάλλου, στην ομιλία του προς το υπουργικό συμβούλιο στα τέλη Μαρτίου του 1987, ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου περιέγραψε με σαφήνεια τα όρια μιας πιθανής διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά: «Εμείς έχουμε καλέσει την Τουρκία σε αποδοχή της πρότασής μας να πάμε στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα. Πολιτικό διάλογο με την Τουρκία για άλλα θέματα δεν είναι δυνατόν να κάνουμε γιατί αφορούν αποκλειστικά το ποια κυριαρχικά δικαιώματα η Ελλάδα θα παραχωρήσει στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος, αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο. Ούτε είναι ηττημένη η Ελλάδα ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη η Ελλάδα». Δεν υπάρχουν νίκες χωρίς μάχες και μάχες χωρίς θυσίες.

* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου