Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Θάνατος και ανταπόδοση στον αρχαίο και στον πρωτοχριστιανικό κόσμο



Θάνατος και ανταπόδοση στον αρχαίο και στον πρωτοχριστιανικό κόσμο

(Η ιστορία της... Κόλασης)

Μια εμπεριστατωμένη μελέτη για την αντιμετώπιση του «βασιλείου των ίσκιων» από τις θρησκείες.

Ίσως ένας από τους λόγους που έκαναν τον χριστιανισμό την μακροβιότερη θρησκεία είναι το ότι έδωσε απάντηση στο βαθύτερο ίσως ερώτημα του ανθρώπου. Για την μετά θάνατον ζωή, όπου ανταμείβεται ή τιμωρείται ανάλογα με τις πράξεις του στη γη.
Στα 1994 στην Αγγλία αναδύθηκε, σαν θέμα που προκάλεσε αντιμαχίες, η ύπαρξη ή όχι της Κόλασης, πράγμα που αντανακλά μια βαθύτερη ασυμφωνία σχετικά με την φύση του Θεού και της θρησκείας. Υπάρχουν εκείνοι που δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει ένας Θεός που προκαλεί ανείπωτο πόνο και υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν αφενός ότι η Θεία Δίκη συνεπιφέρει και απαιτεί την αιώνια τιμωρία και αφετέρου υποστηρίζουν ότι η περί Κολάσεως θεωρία είναι αναπόσπαστο μέρος των διδαγμάτων της Αγίας Γραφής.
Συμπτωματικά ή όχι εκδόθηκε την περίοδο εκείνη και ένα βιβλίο που συνδέεται με το ζήτημα. Είναι το «Η δημιουργία της κόλασης: Θάνατος και ανταπόδοση στον αρχαίο και πρωτοχριστιανικό κόσμο» του ιστορικού Αλαν Μπέρνστιν (εκδ. UCL Press, 392 σελ). Όπως γράφει στην κριτική της βρετανική εφημερίδα, πρόκειται για μια εμπεριστατωμένη και λεπτολόγα εργασία για την πρώιμη ιστορία της Κόλασης, στην οποία ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι πολύ λίγο συμφωνούν για την μεταθανάτια ζωή, οι εβραϊκές και οι χριστιανικές γραφές.
Τονίζει ότι στον παγανιστικό, ειδωλολατρικό κόσμο, οι πρώτες εικόνες του Κάτω Κόσμου που ανευρίσκονται στην αρχαία Μεσοποταμία και στην Ελλάδα, είναι ηθικά ουδέτερες, ανέγγιχτες από κρίσεις ηθικής τάξεως. Στον Άδη του Ομήρου, στην «Νέκυϊα» της Οδύσσειας, οι σκιές των νεκρών υφίστανται όλες την ίδια μοίρα. Οι εικόνες αυτές, αν και πολύ φτωχές απαντήσεις στο βαθύ ερώτημα, προσφέρουν όμως στους ζωντανούς ένα αίσθημα ασφάλειας. Από το να κρίνεις τους νεκρούς, είναι καλύτερο ν' απομονωθούν σε ένα ξεχωριστό βασίλειο, το βασίλειο των ίσκιων, απ' όπου δεν μπορούν να ενοχλήσουν τους ζωντανούς.
Αλλά, καθώς γράφει ο ιστορικός, μαζί με το αίτημα για μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην κοινωνία, αναπτύχθηκε και η ηθική άποψη για την μεταθανάτια ζωή όπου ο καθένας ανταμείβεται ή τιμωρείται ανάλογα με τις πράξεις του στη γη. Η κοινωνική χρησιμότητα της έννοιας αυτής ήταν ότι η μοίρα των νεκρών, βοηθούσε στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων αφού ο κάθε άνθρωπος προτιμά την αιώνια ευτυχία από την αιώνια τιμωρία. Κατ' επέκταση λοιπόν, δημιουργούσε πιο εύτακτες κοινωνίες. Οι αρχαίοι συγγραφείς όμως είχαν επίγνωση του μυθικού χαρακτήρα της αντίληψης αυτής που άλλωστε δεν υποκατέστησε την παλιά εικόνα του ηθικά ουδέτερου Άδη και η οποία συνέχισε να επιζεί. Άλλοι πάλι ήσαν εντελώς αντίθετοι προς τέτοια  φιλοσοφικο-θρησκευτικά συστήματα, πιστεύοντας ότι σαφή όρια και διαχωρισμός μεταξύ ζωντανών και νεκρών, δεν υπάρχουν.
Παρόμοια ασυμφωνία παρατηρείται και στις Εβραϊκές Γραφές. Οι Δευτερονομιστές πίστευαν ότι οι κακοί τιμωρούνται σε αυτόν τον κόσμο, ενώ άλλοι που πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή φαντάζονταν την Σεόλ, σαν είδος Άδη, όπου όλοι υφίσταντο την ίδια μοίρα.
Αυτή η άποψη για πολύ έμεινε αναλλοίωτη μέσα στις Γραφές, αλλά η ολοένα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της αδικίας στον κόσμο αυτό, ώθησε άλλους συγγραφείς να επικαλεσθούν τη θεία επέμβαση στον άλλο κόσμο. Έτσι, μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 586 μ.Χ. ορισμένοι προφήτες οραματίσθηκαν ένα ξεχωριστό μέρος μέσα στην Σεόλ, έναν τόπο ντροπής για κείνους που είχαν επαρθεί από τη στρατιωτική τους δύναμη και την είχαν άδικα χρησιμοποιήσει. Άλλοι οραματίσθηκαν την Κόλαση αμεσότερα και εγγύτερα. Ο Ιερεμίας κηρύσσει ότι η πολιτική καταστροφή εκείνη δεν ήταν παρά η τιμωρία για την εθνική αποστασία υπό τον βασιλέα Μανασσή, όταν οι Ισραηλίτες άρχισαν να προσφέρουν ανθρωποθυσίες στον παγανιστή θεό Μολόχ, στην κοιλάδα Γέενα, κάτω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Άλλοι κήρυσσαν ότι οι κακοί θα καούν εκεί σαν τα θύματα των ανθρωποθυσιών, και άλλοι, άρχισαν να προσβλέπουν σε μια Ημέρα Κρίσεως όταν θα ανασταίνονταν οι νεκροί και θα υφίσταντο τη Θεία Δίκη. Οι περισσότεροι πάντως συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης αντλούν από την έννοια της τιμωρίας μετά το θάνατο, ενώ η πίστη για την αιώνια Γέενα του πυρός αναπτύχθηκε σχετικά αργότερα και παρέμεινε περιθωριακό στοιχείο στον Ιουδαϊσμό.
Η Καινή Διαθήκη ρέπει προς την αποκαλυπτική αυτή εβραϊκή αντίληψη, αλλά ούτε κι εκεί, καθώς γράφει ο Μπέρνστιν, η εικόνα είναι σταθερή και ομοιόμορφη. Ο Απόστολος Παύλος δεν έχει σαφή αντίληψη της Κόλασης, αλλά μάλλον δείχνει μια προτίμηση προς τα θετικότερα στοιχεία της Θείας Δίκης. Η μόνη αναφορά που κάνει στον Άδη, είναι για να υμνήσει την αδυναμία και την ήττα του. Στο ίδιο πνεύμα ο Αγιος Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του προσβλέπει προς μια τελική ενότητα, όπου όλοι θα σωθούν.  Ο  Ματθαίος,  ο  Μάρκος  και ο Λουκάς άμεσα αναφέρονται στην αιώνια Γέενα του πυρός, αλλά εμφαίνουν την τελική σωτηρία όπου όλοι θα συγχωρηθούν, εάν έχουν συγχωρήσει και θα κριθούν όπως έχουν κρίνει.
Αργότερα όμως, όταν η Εκκλησία άρχισε να υφίσταται τις διώξεις της Ρώμης, οι απόψεις σκλήρυναν. Στην Αποκάλυψη μια νέα τάξη επιβάλλεται στον παλιό μύθο, με την πιο οργανωμένη και αποτελεσματική μεταθανάτια ανταπόδοση, εναντίον των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών.
Η πρώτη χριστιανική Εκκλησία όμως δεν είχε σχηματίσει μια ομοιόμορφη θεολογία της Κόλασης. Ορισμένοι Χριστιανοί πρέσβευαν τη σκληρή ανταπόδοση όπου η αιώνια τιμωρία αντιστοιχούσε προς το διαπραχθέν έγκλημα. Άλλοι έθεταν το ερώτημα, πώς γίνεται ένας πανίσχυροος Χριστός να μη συγχωρεί τους καταδικασμένους.
Ο μεγάλος θεολόγος Ωριγένης αναβίωσε το όνειρο του Αγίου Ιωάννη για την τελική σωτηρία, ενώ ο Ιερός Αυγουστίνος πρέσβευε ακλόνητα την αιώνια καταδίκη. Το γλαφυρό χρονικό του Μπέρνστιν δείχνει ότι η Βίβλος, και ο Χριστιανισμός, συγχώνευσαν πολλές αντικρουόμενες λαϊκές αντιλήψεις για την κόλαση και τη μεταθανάτια ζωή. Οι δογματισμοί για την αυθεντικότητα τους δεν δικαιολογούνται ιστορικά. Όλες οι θρησκείες, στις καλύτερες στιγμές τους, τείνουν προς το ιδανικό της ευσπλαχνίας.
Η επιθυμία πιστών για υπερουράνια εκδίκηση βρίσκεται, καταλήγει η κριτική, στη ρίζα όλων των ονείρων για αιώνια καταδίκη. Το πρόβλημα των κάθε είδους εκκλησιών είναι το πώς να αντιμετωπίσουν και να ελέγξουν την επιθυμία αυτή.
Επί αιώνες έχουν τρομοκρατήσει τους Χριστιανούς, οι φανταστικές εικόνες της κόλασης. Άλλοι χαίρονται προσβλέποντας στην Ανάσταση των Δικαίων και την τιμωρία των Αδίκων. Και τα δύο όμως αυτά είναι ίσως αισθήματα που εμποδίζουν την αληθινή φώτιση. Ίσως γι' αυτό, η θεωρία για την αιώνια καταδίκη προκαλεί, ακόμη και σήμερα, συζητήσεις

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου