Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Λευτέρη Παπαδόπουλου : Η συγκίνηση της Μεγάλης Παρασκευής και τα κορίτσια του Επιταφίου



Η συγκίνηση της Μεγάλης Παρασκευής και τα κορίτσια του Επιταφίου

Του Λευτέρη Παπαδόπουλου

Περισσότερο απ' όλες τις μέρες, περισσότερο απ' όλες τις γιορτές με συγκινεί η Μεγάλη Παρασκευή. Κι αμέσως μετά η Λαμπρή. Ίσως γιατί μπαίνει κι η άνοιξη στη μέση. Ίσως γιατί τα πάθη και η Ανάσταση ζωντανεύουν τον χριστιανό που κρύβω βαθιά μου. Ίσως γιατί έχω πολλές μνήμες απ' αυτές τις δυο γιορτές. Μνήμες από βιώματα των παιδικών μου χρόνων. Έγραφα πριν από μια δεκαετία: «Όσο φεύγουν μακριά σου τα παιδικά σου χρόνια τόσο η Μεγάλη Παρασκευή, όπως κι όλα τα μεγάλα πράγματα σ' αυτό τον τόπο — οι μυρωδιές, ο ουρανός με τα γαλάζια του, τα δειλινά στις αρχαίες κολόνες, το φεγγάρι μέσα στη θάλασσα — χάνουν ολοένα κάτι από τη μαγεία τους. Τη μαγεία εκείνη που σε έφερνε αντίκρυ στο Θεό και στα ζεστά του μάτια.
Βάζω μπροστά μπροστά τις μυρωδιές. Γιατί, τότε, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μύριζε άνοιξη. Οι γλάστρες, οι κήποι, οι πορτοκαλιές γύρω γύρω από την εκκλησία και τα στεφάνια του Επιταφίου, μαζί με τη μυρωδιά του κεριού που έλιωνε, αναμμένο στο χέρι σου, ευωδίαζαν τόσο που νόμιζες πως το «ω γλυκύ μου έαρ» των ψαλτάδων ήταν περισσότερο ένας ύμνος για τον Απρίλη, παρά μοιρολόι για τον αδικοσκοτωμένο γιο του Θεού.
Κι ήταν και τα κορίτσια, βέβαια. Με τα κάνιστρά τους γεμάτα γιασεμάκια. Κι ήταν και οι φαντάροι με τα όπλα «υπό μάλης» και το βλέμμα στο χώμα. Κι ήταν και οι μουσικές. Κι η πομπή με τις λαμμπάδες που είχε ατέλειωτο μάκρος. Κι ήταν και οι ψαλμωδίες που, χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί, σου 'φερναν δάκρυα στα μάτια. Μα πάνω απ' όλα, επιμένω, ήταν οι μυρωδιές.
Αυτές που θα γυρεύεις απόψε στο νυχτερινό αεράκι και δεν θα τις βρίσκεις. Όχι μόνο γιατί δεν έχεις πια την ψυχή για να τις ανακαλύψεις. Αλλά και διότι, πράγματι, δεν υπάρχουν. Να το 'ξερα τότε, θ' άκουγα τον ποιητή που συμβούλευε: «Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία...».
Τώρα, που είμαι σκυμμένος στα χαρτιά μου αλλά και στην ψυχή μου, βλέπω ότι δεν περνούσε Μεγάλη Παρασκευή χωρίς να της αφιερώσω ένα χρονογράφημα. Δείτε και τούτο παρακαλώ. Είναι γραμμένο πριν από δεκαπέντε χρόνια: «Κάθε Μεγάλη Παρασκευή καβαλάω το πράσινο τραμ της Αχαρνών και ξαναγυρίζω στα εφηβικά μου χρόνια, στον Άγιο Παντελεήμονα. Για ν' ανασάνω πάλι, ώρα δειλινού, την ευωδία της άνοιξης και του λιωμένου κεριού. Για να ξανάντικρίσω τα μαγευτικά κορίτσια του Επιταφίου.
Φορούσαν μπλε - μαύρη φούστα κι άσπρο πουκάμισο. Κρατούσαν στα χέρια κονίστρα, γεμάτα γιασεμάκια. Και βάδιζαν αργά πίσω από τους στρατιώτες. Στο ρυθμό του «Αι γενεαί πάσαι». Με το κεφάλι ολόισια μπροστά. Και το βλέμμα παραδομένο ποιος ξέρει σε ποιον τρυφερό άγγελο του Απρίλη, που με το σπαθί στο χέρι οδηγούσε τη νεκρική πομπή.
Δεν πρέπει να 'ταν μεγαλύτερες από δεκάξι - δεκαεφτά χρόνων κοπελίτσες. Κι όλες όμορφες. Τις πιο πολλές «δεν τις είχε πάρει το φιλί» ακόμη. Γι' αυτό κρυφογελούσαν και κοκκίνιζαν κάθε που διασταύρωναν τα βλέμματα τους με τα δικά μας. Εκεί στο προαύλιο του ναού, που μαζευόμαστε τ' αγόρια της γειτονιάς. Για να κλέψουμε τις ματιές τους και να νιώσουμε άντρες από την αμηχανία τους. Κι ύστερα να 'χουμε όλη τη νύχτα δικιά μας, για να τις ονειρευτούμε.
Απόψε, κάποια άλλα κορίτσια — πολλά απ' αυτά ίσως να «τα 'χει πάρει το φιλί» μια και οι εποχές αλλάζουν — με την ίδια φορεσιά, τα ίδια κάνιστρά στα χέρια, βαδίζοντας πάντα στο ρυθμό του «Αι γενεαί πάσαι» διασχίζοντας ένα δάσος από αναμμένα κεριά, σ' όλες τις γειτονιές της Αθήνας, θα συνοδεύσουν το νεκρό Χριστό στο μικρό ταξίδι του για την Ανάσταση.
Βλέπω το γιο μου να ξυρίζεται. Να φοράει το άσπρο του πουκάμισο. Να λάμπει στο μεσημεράκι. Να ετοιμάζεται για να συναντήσει τους φίλους του. Και να με λυπάται, έτσι καθώς μ' αντικρίζει, σκυμμένο στα χαρτιά μου.
Μα δεν ξέρει ότι εγώ σε λίγο θα φορέσω το πρώτο μακρύ μου παντελόνι, θα καβαλήσω το πράσινο τραμ της Αχαρνών και θα βρεθώ στον Άγιο Παντελεήμονα. Μαζί με τ' άλλα παιδιά. Πλάι στα μαγευτικά κορίτσια του Επιταφίου της νιότης μας.
Τότε που τα 'γραφα αυτά ήταν αγέννητη η κόρη μου, η Υακίνθη. Τώρα είναι κι αυτή μ' ανοιγμένα μια στάλα τα φτεράκια της. Μια κοπελίτσα είναι. Που συγκινείται, επίσης, με τον Επιτάφιο. Γιατί τον έχει ζήσει από μικρή, σε διάφορες επαρχίες, όπου πηγαίνουμε οικογενειακώς για το Πάσχα. Και ιδίως στην Κρήτη, στον Βάμο, τον Αποκορώνα.
Είναι όμορφα στο Βάμο τούτες τις μέρες. Πάνω στο πράσινο των δέντρων και των θάμνων χτυπάει το κατακίτρινο των ασπαλάθων. Η φύση είναι ξετρελαμένη. Και οι άνθρωποι, παρασυρμένοι απ' όλην αυτή την ευτυχία, γίνονται καλύτεροι. Πιο προσηνείς, πιο χαρούμενοι. Σαν τον δήμαρχο τους, τον Γιάννη Χατζηδάκη.
Στον Βάμο, κρατάει ακόμα το έθιμο του Ιούδα: οι νέοι μαζεύουν ξύλα από τη Μεγάλη Τετάρτη κι ύστερα τα τοποθετούν σε μια ανοιχτωσιά. Μιλάμε για τεράστιες ποσότητες που το ύψος τους φτάνει τα 20 μέτρα. Πάνω στα ξύλα αυτά, στην κορυφή, «φυτεύεται» ο Ιούδας που καίγεται τη νύχτα της Ανάστασης.
Το έθιμο θέλει τα παιδιά, οι νέοι να φυλάνε τα ξύλα, νύχτα και μέρα, για να μην έρθουν από άλλα χωριά και τα κλέψουν. Όσο για τον Ιούδα είναι ένα σκιάχτρο, με παλιόρουχα και παλιοπάπουτσα, που τον βάζουν το Μεγάλο Σάββατο σ' ένα γαϊδούρι και τον γυροφέρνουν στο χωριό, μαζεύοντας συγχρόνως αυγά, τσουρέκια, κρασί, καλτσούνια κ,λπ. για το τραπέζι της Ανάστασης. Τραπέζι στο οποίο κάθεται και λέει το «Χριστός Ανέστη» ολόκληρο το χωριό.
Μόλις χτυπήσει η καμπάνα κι αρχίσει ο παπάς να ψέλνει πως ο Χριστός αναστήθηκε, οι άντρες βγάζουν τα περίστροφα κι αρχίζουν να πυροβολούν. Την ίδια στιγμή κάποιος νέος βάζει φωτιά στα ξύλα και πριν καλά καλά το καταλάβεις φουντώνει μια πελώρια γλώσσα που ανεβαίνει ίσαμ' εκεί πάνω και κατακαίει τον Ιούδα τον προδότη.
Όταν πρωτοπήγα την Υακίνθη στο Βάμο ήταν τριών ετών. Την είχα βάλει σ' ένα γαϊδουράκι, τη Μεγάλη Παρασκευή, κι ακολουθούσε την πομπή μ' ένα κεράκι στο χέρι, ευτυχισμένη. Και κάθε φορά που σταματούσαμε μπρος σε κάποιο σπίτι, για να μας κεράσουν τσικουδιά, έβρεχε κι εκείνη το χειλάκι της κι ευχόταν και του χρόνου. Και, βέβαια, στεκόταν μαγεμένη μπρος στον Ιούδα που καιγόταν και διόλου δεν φοβόταν από τις πιστολιές και τα πυροτεχνήματα.
Εύχομαι «Καλή Ανάσταση» σε όλους. Και σκέφτομαι πως το Πάσχα, το «Πάσχα των Ελλήνων» όπως γράφει και ο Σικελιανός, είναι δική μας ρωμέικη γιορτή. Και μου 'ρχονται στο νου οι στίχοι του Σολωμού «έστησ' ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη...». Και, συγχωρέστε με, δακρύζω...

ΤΗΛΕΘΕΑΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου