Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Μια ανασκαφή στο Σίσι




Μια ανασκαφή στο Σίσι

Το Σίσι είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό στις βόρειες ακτές του δήμου Αγίου Νικολάου (πρώην Επαρχία Μιραμπέλλου). Υπαγεται στήν Κοινότητα Βραχασίου. Βρίσκεται κοντά στα Μάλια, στα όρια των νομών Λασιθίου και Ηρακλείου και έχει πληθυσμό 1003 κατοίκους.(απογραφή 2011). Απέχει 22 χιλιόμετρα από τον Άγιο Νικόλαο και 35 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο.
Η περιοχή κατοικούνταν από την μινωική εποχή, πράγμα που αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στον λόφο Κεφάλι.
Η Βέλγικη Αρχαιολογική Σχολή και το πανεπιστήμιο της Leuven, υπό τον καθηγητή Jean Driessen, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων πραγματοποιεί ανασκαφές, οι οποίες έφεραν στο φως μία μικρή μινωική πόλη και ένα νεκροταφείο. Σύμφωνα με τις έρευνες, η περιοχή διοικούνταν από το ανάκτορο των Μαλίων και βρισκόταν σε θέση μεγάλης στρατηγικής και εμπορικής σημασίας. Αργότερα, το Σίσι λειτουργούσε ως το επίνειο του Βραχασίου, απ' όπου γινόταν η μεταφορά των αμυγδάλων, βασικού εξαγωγικού προϊόντος ολόκληρου του Μεραμβέλλου. Κατά την επανάσταση του 1821 υπήρξε καταφύγιο αγωνιστών και το φυσικό λιμανάκι του χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά πολεμοφοδίων. Τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω του τουρισμού, γνώρισε τεράστια ανάπτυξη με αποτέλεσμα να γίνει ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός κυρίως λόγω των παραλιών και των ξενοδοχειακών μονάδων.
Η ανασκαφή 


Από το 2007, η Βελγική Σχολή Αθηνών(EBSA), διεξάγει ανασκαφές στο Σίσι,  στη  βόρεια  ακτή  της  Κρήτης με κύριο  ερώτημα τη διερευνήση  του κατά πόσο  οι δευτερευούσης σημασίας αρχαιολογικές θέσεις σχετίζονται με  κύριες  αρχαιολογικές  θέσεις,  κυρίως  σε  ότι αφορά  τα  υλικά τους κατάλοιπά.
Το Σίσι είναι ένας μικρός παραλιακός λόφος που βρίσκεται 4 χλμ. ανατολικά των  Μαλίων.  Ο οικισμός  του,  θα αποτελούσε σίγουρα τμήμα της «πολιτείας» των Μαλίων. Ένας μινωικός δρόμος έχει εντοπισθεί ανάμεσα στις δύο θέσεις.
Η στρατηγική θέση  του  λόφου  Κεφάλι στο  Σίσι,  γνωστός  στους  ντόπιους  με  το  όνομα  Μπούφος, δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Είναι γεγονός, πως ανατολικά της Αμνισού, υπάρχουν πολύ λίγοι παράλιοι λόφοι. Η ύπαρξη απάνεμων παραλιών προσέφερε επίσης  ενδιαφέρουσες εγκαταστάσεις  ελλιμενισμού.  Επιπλέον, ο  λόφος  βρίσκεται  ακριβώς  απέναντι  από  την είσοδο στο φαράγγι του Σεληναρίου το οποίο, τότε όπως και σήμερα άλλωστε, αποτελούσε μία από τις λίγες διαδρομές που ένωναν την κεντρική με την ανατολική Κρήτη.
Από το λόφο Κεφάλι περνούσε αναγκαστικά  και  ο  δρόμος  που  συνέδεε  τα Μάλια  με  τη  Μίλατο. Οι απότομες  πλαγιές  του  λόφου διευκόλυναν  την  άμυνα  της  θέσης, οπότε  δεν  προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι επιλέχθηκε για ανθρώπινη κατοίκηση από την πρώιμη εποχή του Χαλκού ή ίσως και νωρίτερα.
Οι ανασκαφείς της Βελγικής Σχολής δεν ήταν οι πρώτοι που συνειδητοποιούμε την αρχαιολογική σημασία του λόφου. Ήδη από τη δεκαετία του 1920, ο Andre Dessenne, δουλεύοντας για τη Γαλλική Σχολή Αθηνών (EFA) στα γειτονικά Μάλια, ανακάλυψε στο Σίσι έναν αποθέτη με μινωικά ειδώλια, ενώ στη δεκαετία του ’50, ο Paul Faure εξερεύνησε τη διάτρητημ ε αρκετά σπήλαια περιοχή. Το  1962, ο  Κωστής  Δαβάρας  της  ΚΔ ́  εφορείας  αρχαιοτήτων  έκανε  μερικές δοκιμαστικές  τομές αποδεικνύοντας ξεκάθαρα τον  αρχαιολογικό  χαρακτήρα  του  λόφου.
Αρχικά  κηρύχθηκε αρχαιολογική  ζώνη Α ́και  στη  συνέχεια  απαλλοτριώθηκε  από  το ελληνικό  κράτος.
Το 2007 χάριν  στην  ευγενική  συνεργασία  των  κκ. Β. Αποστολάκου  και Β. Ζωγραφάκη  της  ΚΔ ́  εφορείας αρχαιοτήτων, δόθηκε  στη Βελγική Σχολή μία  πενταετής  άδεια  ώστε  να μελετηθεί η αρχαιολογική θέση.
Το έργο τους είχε και έναν επείγοντα χαρακτήρα, καθώς τόσο η διάβρωση του εδάφους όσο και οι εξορμήσεις των τουριστών προκαλούσαν ζημιές στην πλαγιά του λόφου προς τη θάλασσα, όπου και βρίσκεται ένα μινωικό νεκροταφείο.
Στο έργο αυτό υπήρξε μια ευρύτατη συνεργασία Πανεπιστημίων και μία σειρά ιδιωτικών χορηγών προκειμένου να προχωρήσει. Από Ελληνικής πλευράς συνέδραμαν  η κοινότητα Βραχασίου και ο πολιτιστικός σύλλογο Σισίου.
Οι μέχρι σήμερα τέσσερις ανασκαφικές περίοδοι διασαφήνισαν την ιστορία της κατοίκησης του λόφου.
Στην Προανακτορική ΙΙΑ εποχή, στην κορυφή του λόφου βρισκόταν σε λειτουργία ένας οικισμός με μερικούς τάφους σε μορφή οικίας (housetombs) στα  βόρεια.  Υπάρχουν  αναφορές  επίσης για  έναν  ακόμη  προγενέστερο οικισμό,  στο Χάρκωμα, αμέσως στα βορειοανατολικά, ο οποίος εντοπίστηκε από Βρετανούς μελετητές M.S. F. Hood, P. M. Warrenκαι G. Cadogan(Driessen2009,  24) στη δεκαετία του ’60, ο οποίος όμως έχει  πλήρως  εξαφανιστεί.
Στο  τέλος  της  προανακτορικής  περιόδου, το νεκροταφείο επεκτείνεται με περισσότερους  οικιακούς  τάφους, ενώ  είναι  ήδη  πιθανή  η  δημιουργία  μιας  μεγαλύτερης κατασκευής  στην  κορυφή  του  λόφου,  στο  σημείο όπου  εντοπίστηκε  το  κύριο  κτήριο μεταγενέστερων περιόδων.
Νέες κατασκευές δεν φαίνονται να κτίζονται κατά την ύστερη Μέση εποχή του Χαλκού (Μεσομινωική ΙΙ), αν και διαπιστώνεται συνέχεια στη χρήση του νεκροταφείου:  νεκροί,  σε  λάκκους  ή  σε  πίθους (εγχυτρισμοί),  εξακολουθούσαν  να τοποθετούνται σε υπάρχοντες παλαιότερους τάφους. Κατά την περίοδο αυτή μαρτυρείται επίσης κατοίκηση στην κορυφή του λόφου.
Τα Μάλια καταστράφηκαν από φωτιά στο τέλος της Μεσομινωικής ΙΙΒ περιόδου, αλλά η ταυτόχρονη καταστροφή στο Σίσι δεν φαίνεται να προκλήθηκε από φωτιά.
Κατά  τη  διάρκεια  της  επόμενης  περιόδου,  ένα  κυκλώπειο  οχυρωματικό  τείχος προστέθηκε  στη  νοτιοδυτική  πλευρά  του  λόφου, ενώ  το  νεκροταφείο  δείχνει  να  έχει εγκαταλειφθεί χωρίς, ωστόσο, να έχουν βρεθεί ξεκάθαρα ίχνη κατοίκησης του λόφου.
Κατά την Υστερομινωική Ι (ΥMI), φαίνεται πως ένα νέο κτήριο κατασκευάστηκε στην κορυφή  του  λόφου, όπως επίσης και κτήρια  (που  αναγνωρίζονται  ως  εργαστήρια) στο  μεσαίο άνδηρο, στα  βορειοδυτικά. Ο  οικισμός αυτής  της  φάσης καταστράφηκε  μερικώς  από πυρκαγιά στην Υστερομινωική ΙΒ περίοδο.
Υπάρχουν επίσης ίχνη μιας προγενέστερης καταστροφής που πιθανολογείται ότι σχετίζεται με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Από εκείνη τη χρονική περίοδο και στο εξής, η κατοίκηση περιορίζεται αποκλειστικά στο ανώτερο σημείο της κορυφής του λόφου, με  λείψανα που χρονολογούνται σε επόμενη περίοδο.
Η  μεγάλη ανοικοδόμηση χρονολογείται σε μεταγενέστερη περίοδο, όταν στην κορυφή του λόφου κτίζονται  σημαντικά αρχιτεκτονήματα, τα οποία καταστράφηκαν τελικά, εν μέρει  από  πυρκαγιά,  στην  Υστερομινωική  ΙΙΙΒ  περίοδο.
Προς  το  παρόν,  δεν έχουν εντοπιστεί μεταγενέστερα ίχνη χρήσης και κατοίκησης του λόφου έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν Ιταλοί στρατιώτες τον μετέτρεψαν σε πολυβολείο.
Σχετικά μα τα ευρήματα και για περισσότερες πληροφορίες θα σας συνιστούσαμε να κατεβάσετε την σχετική μελέτη από εδώ : https://www.academia.edu/2908317/Ανασκαφές_στο_Σίσι_2007-2010_Excavations_at_Sissi_2007-2010
Για περισσότερες πληροφορίες,μπορείτε να ανατρέξετε στον ιστότοπό μας www.sarpedon.be, όπως επίσης και στον πρώτο τόμο των ανασκαφών για τα έτη 2007-2008, ο οποίος εκδόθηκε το 2009 (Driessenetalii2009).

Πηγή :
Ανασκαφές στο Σίσι, 2007-2010; Excavations at Sissi, 2007-2010 (Jan Driessen)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου