Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ - ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ

 



Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός

 

Ο Κύριος, στην επί του Όρους ομιλία του, είπε: «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ΄ 36). Να γίνεστε, δηλαδή, σπλαχνικοί προς τον πλησίον και συμπονετικοί στις δυστυχίες και στις ανάγκες του, καθώς και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι ευσπλαχνικός προς όλους. Μια τέτοια προσωποποίηση της χριστιανικής ευσπλαχνίας υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος, o Αρχιεπίσκοπος Μύρων και Λυκίας του οποίου την μνήμη τιμά τόσο η Ορθόδοξη όσο και η Καθολική Εκκλησία στις 6 Δεκεμβρίου.

Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο θαυματουργός Άγιος των ναυτικών μας και δεν υπάρχει ελληνικό νησί χωρίς εκκλησιά στο όνομά Του, όπως και δεν υπάρχει και ελληνικό πλοίο χωρίς το εικόνισμά Του με το ακοίμητο καντήλι.

Ο ναυτικός λαός μας και το Ναυτικό μας, γενικά, τον καθιέρωσαν ως προστάτη τους, για τα πολλά θαύματα που έκανε σε περιπτώσεις που άνθρωποι και πλοία κινδύνευαν να καταποντιστούν από θαλασσοταραχή ή από άλλες αιτίες.

Ο Άγιος Νικόλαος δεν ήταν ναυτικός. Υπήρξε, όμως, η προσωποποίηση της χριστιανικής ευσπλαχνίας και η ενσάρκωση της ελεημοσύνης προς τους στερημένους και σε όσους κινδύνευαν, είτε στη στεριά είτε στη θάλασσα.

Γόνος διακεκριμένης οικογένειας, γεννήθηκε στα βάθη της Ανατολής. Στα Πάταρα της Λυκίας, στην αρχή σχεδόν του τρίτου, μετά Χριστόν, αιώνα και από μικρό παιδί έδειξε πόσο καλός Χριστιανός θα γινόταν. Η παράδοση, μάλιστα, αναφέρει, πως σαν ήταν βρέφος, δεν θήλαζε την Τετάρτη και την Παρασκευή.

Υπήρξε μοναχοπαίδι, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που δικαίωσε τις ελπίδες των γονιών του με το ήθος του. Ορφάνεψε σε νεαρή ηλικία και κληρονόμησε αρκετή περιουσία. Δεν την κράτησε όμως για τον εαυτό του. Τη μοίρασε στους φτωχούς και, μάλιστα, κρυφά.

Έκανε συντροφιά με μεγάλους και σοφούς ανθρώπους και συνεχώς βρισκόταν στην εκκλησία, όπου προσευχόταν. Η αγάπη των συμπολιτών του, απέναντι του, ήταν απεριόριστη και όλοι είχαν καταλάβει πως ο αθέατος φιλάνθρωπος που τους συνέτρεχε στις δύσκολες στιγμές του ήταν ο Νικόλαος.

Ο θείος του - αδελφός του πατέρα του - που κι αυτός ονομαζόταν Νικόλαος ήταν Αρχιερέας της επαρχίας του. Βλέποντας λοιπόν τη σωφροσύνη του ανιψιού του, τον χειροτόνησε ιερέα. Από τότε, η ζωή του έγινε ένα αληθινό υπόδειγμα αρετής και εγκράτειας, ενώ συνέχιζε τις φιλανθρωπίες του.

Η παράδοση λέγει ότι κάποτε, θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα , για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Καθώς ταξίδευε για τους Αγίους Τόπους, μ' ένα αιγυπτιακό πλοίο, έπιασε φοβερή θαλασσοταραχή. Είπε, τότε, σε όλους να μη φοβούνται γιατί θα προσευχηθεί και θα τους γλιτώσει ο Θεός. Έτσι και έγινε. Η τρικυμία δεν βούλιαξε το πλοίο. Ο Νικόλαος, σε μια γωνιά, προσευχόταν συνεχώς στο Θεό. Την άλλη μέρα κόπασε η τρικυμία. Μόνο ένας ναύτης, την ώρα που ανέβηκε στο κατάρτι να διορθώσει τα σχοινιά, γλίστρησε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Όλοι άρχισαν τότε να κλαίνε για το χαμένο παλικάρι. Ο Άγιος Νικόλαος προσευχήθηκε θερμά στο Θεό και ο ναύτης αναστήθηκε. Τότε όλοι θαύμασαν αυτό τον άγιο άνθρωπο και συνταξιδιώτη τους και όταν έφθασαν στον τόπο τους άρχισαν να μιλούν για τα θαύματά του.

Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας συγκεντρώθηκαν οι επίσκοποι της επαρχίας για να εκλέξουν το διάδοχο του. Η απόφαση ήταν δύσκολη και την ανέβαλαν για την άλλη μέρα. Τη νύχτα, όλοι είδαν το ίδιο όραμα: Άγγελος Κυρίου τους είπε ότι ο καταλληλότερος για την αρχιεπισκοπή ήταν ο ιερέας από τα Πάταρα, ο Νικόλαος. Οι επίσκοποι συνεμορφώθησαν με τις υποδείξεις του αγγέλου και ανέδειξαν τον Νικόλαο Μητροπολίτη Μύρων.

Μετά την εκλογή του ο Άγιος Νικόλαος συνέχισε με περισσότερη θέρμη ψυχής το φιλανθρωπικό του έργο. Έφτιαξε γηροκομεία, πτωχοκομεία, νοσοκομεία. Η πραότητά του, όμως, δεν τον εμπόδιζε να είναι αυστηρός εκεί που έπρεπε και να είναι «ο ποιμήν, ο βαστάζων ράβδον».

Όταν ο Μαξιμιανός και ο Διοκλητιανός εκήρυξαν άγριο διωγμό κατά των Χριστιανών, και, κυρίως κατά των επισκόπων, ο Νικόλαος δεν θορυβήθηκε. Συνέχιζε να διδάσκει με περισσότερο πάθος την πίστη στον ένα και μοναδικό Θεό και την αγάπη στο συνάνθρωπο. Παράλληλα, κατηγορούσε τα ψεύδη και την υποκρισία της ειδωλολατρίας. Κάποιοι τον πρόδωσαν και καταδικάστηκε σε εξορία και φυλάκιση. Ελευθερώθηκε, όταν τη βασιλεία ανέλαβε ο Χριστιανός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας, γιος της Αγίας Ελένης, ο οποίος ελευθέρωσε όλους τους φυλακισμένους και πολέμησε την ειδωλολατρία. Ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε και πάλι στη Μητρόπολή του.

Πολλά είναι τα θαύματά του. Πολλοί ναυτικοί, που ταξίδευαν στην περιοχή εκείνη και κινδύνευαν, έβλεπαν έναν ολόσωμο ιερέα, πάνω στη πρύμνη του πλοίου τους. Κι όταν έφθαναν στα Μύρα, για να προσκυνήσουν, έβλεπαν τον ίδιο, τον θαυματουργό ιερέα, που τους έσωσε, να λειτουργεί.

Πήρε μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, με 318 Πατέρες. Όλοι καταδίκαζαν τον αιρετικό Άρειο, ο οποίος αμφισβητούσε τον Υιό και Λόγο του Θεού. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Επίσκοπος Νικόλαος τον χαστούκισε δυνατά, μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και για το λόγο αυτό φυλακίστηκε. Αλλά, το βράδυ, παρουσιάστηκε στο κελί του ο Χριστός και του έδωσε το Ευαγγέλιο, ενώ η Θεοτόκος του χάρισε αρχιερατικό ωμοφόριο. Λυμένο από τα δεσμά του και με τα ιερά αυτά κειμήλια στους ώμους και στα χέρια, τον βρήκαν όσοι τον επισκέφθηκαν το άλλο πρωί. Όταν τον ρώτησαν πού τα βρήκε , τους είπε την αλήθεια. Αμέσως, το 'μαθε ο αυτοκράτορας και διέταξε να τον αποφυλακίσουν.

Παρά τα γηρατειά του, δεν σταματούσε το φιλάνθρωπο έργο του. Πριν να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε τους αγγέλους, που έρχονταν να τον παραλάβουν. Και, τότε, ψιθύρισε: «Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου» και έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Ήταν το 330 μ. Χ.

Το λείψανο του Αγίου απόκειται στο Μπάρη της Ιταλίας. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου. Η επίκληση της μεσιτείας Του προς τον Φιλάνθρωπο Θεό εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να συντελεί σε πολλά θαύματα, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα.

 

Η κοίμησή του

 

Ο άγιος Νικόλαος πέθανε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 330 μ. Χ. (Κατ’ άλλους του 345 ή 352 μ.Χ.) Μετά την κοίμησή του ονομάστηκε «μυροβλύτης», καθώς τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν άγιο Μύρο, όπως και άλλων αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα έως και τον ενδέκατο αιώνα. Το 1087 κάποιοι ναύτες τα αφαίρεσαν και τα μετέφεραν στην Ιταλία, στην πόλη Μπάρι και τοποθετήθηκαν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου. Λέγεται ότι κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.

Πηγές:

Το συναξάρι των Αγίων της Αγγελικής Δαμίγου,

Βικιπαιδεία,

Χριστιανική Φοιτητική Ένωση

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου