Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Ο φλογερός έρωτας του Γιάννη και της Κλημεντίνης

 


Ο φλογερός έρωτας του Γιάννη και της Κλημεντίνης

Ένα μύθο θα σας πω

Που τον άκουσα κι’ εγώ

Μα ώρα δρόμο από το ιστορικό χωριό των Ανωγείων, βρισκόταν μια λίμνη, που τροφοδοτούσαν τα νερά της βροχής.......

 

Γράφει η  Εύα Λαδιά

Κάποτε, όταν ο Γιάννης Κεφαλογιάννης μου υπαγόρευε τη βιογραφία του, μου έδωσε κι ένα έντυπο με επιμέλεια έκδοσης του Νικήτα Κεφαλογιάννη (Ηράκλειο-Μάρτιος 1974) με στοιχεία για την ιστορική γενιά του.

Ήταν μια εργασία ενδιαφέρουσα του γιατρού Γεωργίου Δακανάλη, ευεργέτη των Ανωγείων.

Από το έντυπο αυτό μου τράβηξε την προσοχή μια ιστορία, που αρχικά πατά στο χώρο του μύθου και στη συνέχεια με ακριβή στοιχεία επιβεβαιώνεται η ιστορική της αλήθεια.

Η δική μας παρέμβαση κρίθηκε απαραίτητη, καθώς και η διασκευή, με απόλυτο σεβασμό στο περιεχόμενο, επειδή η γραφή είναι στην αρχαΐζουσα και η έκταση μεγάλη. Να σημειωθεί ότι αν δημοσιευόταν, ολόκληρη, θα ήταν σε οκτώ συνέχειες.

Ας ανοίξουμε λοιπόν τα φτερά της φαντασίας κι ας μεταφερθούμε στ’ Ανώγεια, που μια φορά κι έναν καιρό….

Μα ώρα δρόμο από το ιστορικό χωριό των Ανωγείων, βρισκόταν μια λίμνη, που τροφοδοτούσαν τα νερά της βροχής. Μια απέραντη καταπράσινη έκταση την πλαισίωνε και πέντε λόφοι τριγύρω της, σαν άγρυπνοι φρουροί μιας θεσπέσιας ομορφιάς. Εκεί έρχονταν οι ορεινοί πολεμιστές να λουστούν, πριν ξεκινήσουν για τη μάχη, αλλά και μετά για να ξεκουράσουν τα ταλαιπωρημένα μέλη τους και να μοιράσουν τα λάφυρά τους.

 Εκεί λούζονταν οι μελλόνυμφοι πριν από το γάμο τους και εκεί πάλι κάτω από τους αιωνόβιους δρυγιάδες και τις πλατύφυλλες καρυδιές, ζούσαν τον έρωτά τους οι νεόνυμφοι.

Που να εύρισκαν καλύτερο τόπο διαμονής οι νεράιδες από τη λίμνη αυτή;

Έτσι όσοι «αλαφροΐσκιωτοι» βρέθηκαν εκεί περασμένα μεσάνυχτα, έτυχε, λένε, να δουν πανέμορφες κοπέλες με ξανθά μαλλιά να λούζονται, άλλες στη λίμνη κι άλλες να κάθονται γύρω από αυτή, τραγουδώντας και χορεύοντας με χάρη. Έμοιαζαν, κατά τους ακούσιους θεατές, σαν πνοές, σαν ψυχές ασπροντυμένες, που στο άκουσμα μιας υπερκόσμιας μουσικής γέμιζαν τον αιθέρα με τις χαρούμενες φωνές τους.

Σαν γνήσιοι τώρα Ανωγειανοί, οι μάρτυρες του φαινομένου, ορκίζονταν ότι είχαν ξαναδεί νεράιδες αλλά σαν κι αυτές της λίμνης πουθενά.

 


 

Αυτή κυρίως που έσερνε το χορό δεν μπορούσε να περιγραφεί σε χάρη και ομορφιά. Ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, με μεγάλα γαλανά μάτια και καστανά μαλλιά που έπεφταν ξέμπλεκα στη φιλντισένια πλάτη της.

Αρκετοί νέοι, παρασυρμένοι από τις περιγραφές, επιδίωξαν να πλησιάσουν στη λίμνη, αλλά μόλις έβλεπαν τις νεράιδες, ένοιωθαν μια ακατανίκητη έλξη και μόλις νόμιζαν πως τις αγγίζουν, έχαναν τα λογικά τους.

Έτσι οι γονείς έδιναν ευχή και κατάρα στους γιους τους, να μην πλησιάζουν στη λίμνη, πριν από το ξημέρωμα, για να μην έχουν την τύχη των άλλων.

Έλεγαν αλλά ήξεραν και μια προφητεία πως μια μέρα ο καλύτερος του χωριού θα έκανε την πανέμορφη βασίλισσα νεράιδα να τον ερωτευτεί και μαζί της θα παντρεύονταν κι οι άλλες νεράιδες με λεβέντες του χωριού.

Πέρασαν τα χρόνια με τις αναφορές αυτές που έμοιαζαν παραμύθι πια. Στο χωριό ζούσε ένας πανέμορφος ντελικανής που τον έλεγαν Γιάννη. Σε κάθε ανάγκη του χωριού έτρεχε πρώτος να βοηθήσει.

Αν γινόταν καβγάς, έτρεχε να τους ξεχωρίσει. Αν γινόταν αδικία έσπευδε να δώσει το δίκιο του αδικημένου.

Αν πήγαινε στον πόλεμο, πρώτος αυτός τραβούσε και τους άλλους κι ήταν τιμή για τα παλικάρια να πολεμούν μαζί του.

 Ο Γιάννης στα 18 του χρόνια, έπαιρνε το νου των κοριτσιών με την ομορφιά του. Ήταν ψηλός και λεβέντης με κορμί Απόλλωνα. Τον έβλεπαν οι γέροι κι έλεγαν, κρυφομιλώντας, πως ένας τέτοιος μόνο άξιζε της βασίλισσας νεράιδας.

Αμέριμνος αυτός κι αλώβητος από τα βέλη του έρωτα, συνέχιζε τα γλέντια με τους φίλους του.

Θα ήταν 20 χρόνων όταν έπεσε στα δίχτυα της μοίρας. Κατέβαινε μια νύχτα, του Μάρτη, βιαστικά στο χωριό που τον καλούσαν οι φίλοι του, για μια σπουδαία υπόθεση, όταν βρέθηκε στο τρίτο λάλημα του πετεινού κοντά στη στοιχειωμένη λίμνη.

Και τότε είδε στο φως του φεγγαριού ένα χέρι να βγαίνει από τα νερά και μια οπτασία στη συνέχεια να του στέλνει ένα φιλί.

 


 

Ο Γιάννης νιώθοντας μια ακατανίκητη έλξη έπεσε στη λίμνη και κολυμπώντας, με γρήγορες απλωτές, προσπάθησε να πλησιάσει στο σημείο που του φάνηκε πως είδε την οπτασία. Μάταια. Ούτε και βουτώντας στο βυθό είδε αποτέλεσμα.

Χάραζε η μέρα όταν, τουρτουρίζοντας από το πρωινό αγιάζι, πήρε το δρόμο για το χωριό. Δεν είχε πια την παλιά του αφροντισιά. Κάτι τον απασχολούσε. Έφτασε μεσημέρι στο χωριό με ύφος παραλογισμένο, χωρίς να θυμάται γιατί κατέβηκε, ούτε πως τον περίμεναν οι φίλοι του.

Η ξεκούραση του έκανε καλό. Κάθισε ψύχραιμα να σκεφτεί τι είχε συμβεί και να το εξηγήσει, γιατί είχε και ορθή κρίση και μεστή σκέψη. Επειδή δεν κατέληξε σε συμπέρασμα, σκέφτηκε να ερευνήσει το θέμα, επιτόπου, για να λύσει το μυστήριο.

Με προσοχή λούστηκε και φρόντισε τον εαυτό του, έστρωσε τα μαλλιά του κι έτσι πιο όμορφος, από κάθε άλλη φορά, έφυγε κρυφά για τη λίμνη. Δεν ήθελε να ξέρουν οι συγχωριανοί του το σκοπό του, για να μη φοβηθούν τα χειρότερα γι’ αυτόν.

Μεσημέρι έφτασε στη λίμνη και είδε πράγματι να αναδύεται από τα νερά μια πανέμορφη κοπέλα.

Σχεδόν με μια δρασκελιά την πλησίασε και την έσφιξε με θέρμη στην αγκαλιά του. Εκείνη έκανε στην αρχή τα νάζια της, αλλά δεν άργησε να αφεθεί στα χάδια του. Κάποια στιγμή πάντως σαν να ανέκτησε τα λογικά της και τον παρακάλεσε να την αφήσει να γυρίσει αγνή στις αδελφές της και θα του έδινε ένα καλάμι μετάξι που δεν θα τέλειωνε ποτέ όσο κι αν το ξετύλιγαν. Ο Γιάννης ούτε άκουγε, ούτε καταλάβαινε.

 Έτσι με το «σύρε με κι ας κλαίω» την έφερε στην όχθη.

Πόσες ώρες έμειναν εκεί να χαίρονται τον έρωτά τους ποιος ξέρει;

Κάποια στιγμή κλαίγοντας από ευτυχία η νεράιδα εξομολογήθηκε στο Γιάννη ότι τον είχε δει κάποτε να πλένεται στη λίμνη κι από τότε δεν τον έβγαλε από το νου της. Κι ήταν τώρα τρισευτυχισμένη που τον απέκτησε.

 Η σκέψη όμως των αδελφών της θόλωσε την ευτυχία της. Και τώρα τι θα γινόταν;

Μετά από περιπέτειες και κρυφές συναντήσεις, τα μεσάνυχτα, του Γιάννη με την καλή του, φαίνεται πως και οι άλλες νεράιδες κατάλαβαν και σεβάστηκαν τον έρωτα της βασίλισσάς τους με τον όμορφο Ανωγειανό.

Κι έτσι το παραμύθι είχε αίσιο τέλος. Ένα πρωί του φθινοπώρου έφτασε στο χωριό ο Γιάννης χαρούμενος, σαν πρώτα, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια πανέμορφη κοπέλα που τους θάμπωσε με τα κάλλη της. Ξωπίσω ακολουθούσαν οκτώ άλλες όμορφες κοπέλες λευκοφορεμένες κι αυτές.

Βέβαια το τίμημα για τη βασίλισσα ήταν ακριβό. Γιατί η άρνηση του κόσμου της, της στοίχισε τη μιλιά της. Εκείνη όμως δεν ένιωθε παρά τη μεγάλη της ευτυχία κοντά στον καλό της. Και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Αυτός ήταν ο μύθος που έχει όμως και την ιστορική του αλήθεια.

 

Η ιστορική αλήθεια

 


 
Οι περήφανοι Ανωγειανοί μετά την άλωση του Ρεθύμνου, χωρίς να δηλώσουν υποταγή στον Τούρκο, άρχισαν να πιάνουν τις δασώδεις πλαγιές του Ψηλορείτη. Από τις απρόσιτες αυτές θέσεις ο Τοπάρχης τους, που εκκαλείτο Κάπος κατά τη λατινική μετάφραση της λέξης Κεφαλάς, έκανε συχνές επιδρομές στις τούρκικες εγκαταστάσεις του Μυλοποτάμου ή έσπευδε για βοήθεια στους Ηρακλειώτες που κρατούσαν ακόμα αντίσταση.

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι Κρητικοί, αν και είχαν δεκάξι φορές ως τότε επαναστατήσει κατά των Ενετών, αναγκάστηκαν τώρα να συμμαχήσουν με αυτούς διαισθανόμενοι ότι ο ζυγός των Τούρκων θα ήταν πιο βαρύς. Στο κάτω κάτω Χριστιανοί ήταν οι μέχρι τώρα δυνάστες τους. Οι Τούρκοι προκειμένου να καταλάβουν το κάστρο προσπάθησαν να κάνουν την τελική έφοδο από θαλάσσης. Αυτή η προετοιμασία έδωσε την ευκαιρία στους πολιορκημένους να ανασυνταχθούν, αλλά ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης είχε πέσει σε βαθειά συλλογή. Τι θα γινόταν η οικογένειά του;

Η μεγαλύτερη έγνοια του ήταν η μονάκριβη κόρη του, η 18χρονη Κλημεντίνη. Έπρεπε να την αποκαταστήσει έγκαιρα γιατί ήξερε πως οι Τούρκοι ήταν πια πολύ κοντά στην κατάρριψη και του τελευταίου οχυρού.

Μετά από μεγάλη σκέψη κατάλαβε πως μια και μόνο λύση του έμενε. Να την εμπιστευθεί στο νεαρό Κεφαλά τον Γιάννη, Τοπάρχη των ελεύθερων ακόμα τμημάτων του Μυλοποτάμου και του Μαλεβυζίου. Ήταν 25-26 χρόνων, γενναίος και πανέμορφος. Είχε πρόσφατα διαδεχθεί τον πατέρα του Καλλέργη που είχε σκοτωθεί έξω από την πόλη του Ηρακλείου σε μια έφοδο των Τούρκων.

Έδωσε λοιπόν οδηγίες στη γυναίκα του και σε λίγο μια συνοδεία έπαιρνε το δρόμο για το μέρος που θα εύρισκαν το Γιάννη. Εκείνος εκτίμησε την εμπιστοσύνη του Ενετού στρατάρχη και για να προστατέψει την κουστωδία των Ενετών, από τα φιλικά ή και ειρωνικά πειράγματα των Ανωγειανών, τους οδήγησε στη λίμνη όπου κι στρατοπέδευαν απαγορεύοντας στους νεαρούς, κυρίως, συγχωριανούς την προσέγγιση με οποιαδήποτε αφορμή. Ήταν άνοιξη του 1668. Έτσι δημιουργήθηκε το ειδύλλιο της νεράιδας και του παλικαριού, που διέσωσε η παράδοση κι επειδή ο Γιάννης απέφευγε για μεγάλο διάστημα τις συντροφιές με τους συγχωριανούς του, όπως έκανε παλιά, για να μη δίνει εξηγήσεις, η ζωηρή φαντασία δημιούργησε το θρύλο και την εντύπωση πως οι νεράιδες κλέψανε το λογικό του νεαρού τοπάρχη.

Κάποια στιγμή η μητέρα της Κλημεντίνης ειδοποιήθηκε να σπεύσει κοντά στο σύζυγό της. Είχε τραυματιστεί βαριά σε μια μάχη με τους Τούρκους και την καλούσε.

Ο Γιάννης άφησε την Κλημεντίνη σε έμπιστους συγχωριανούς και φίλους να την προσέχουν και συνόδευσε την αρχόντισσα μητέρα της, κοντά στον ετοιμοθάνατο σύζυγό της. Εκείνος δεν άργησε να υποκύψει στα τραύματά του, αφήνοντας τις τελευταίες του εντολές με πρώτη βασικά την εξασφάλιση της Κλημεντίνης.

Η αρχόντισσα μητέρα δεν άντεξε για πολύ το χαμό του συζύγου της. Κάλεσε τον Γιάννη και του εμπιστεύθηκε τη θυγατέρα της. Κι έπειτα πήγε να συναντήσει το σύντροφό της στον Άδη.

Ο Γιάννης αφού τους κήδευσε με τις τιμές που τους άξιζαν γύρισε, πίσω, παντρεύτηκε την καλή του και αμέσως μετά επέστρεψε στην πολιορκία για να πολεμήσει Το Κάστρο όμως έπεφτε. Σε μια μάχη τραυματίστηκε τόσο σοβαρά που έχασε την ακοή του. Επέστρεψε τότε κοντά στην όμορφη γυναίκα του για να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του προετοιμαζόμενος για μελλοντικούς αγώνες κατά των Αγαρηνών αυτή τη φορά.

Η σιωπή τώρα της ενετής αρχοντοπούλας, που αποδόθηκε στο τίμημα για τη συνένωση νεράιδας με θνητό, δεν ήταν παρά η πλήρης άγνοια της γλώσσας.

Η καημένη η Κλημεντίνη είχε και ατυχίες στην πρώτη γέννα της. Μετά από δέκα χρόνια γάμου όμως απέκτησε τον Άγγελο που από το Κεφαλάς και Γιάννης, του πατέρα του, ονομάστηκε Κεφαλογιάννης.

Κι έμεινε να δίνεται το όνομα του παππού Γιάννη, σε κάθε πρωτότοκο αγόρι, που έδινε έκτοτε συνέχεια στην ιστορική οικογένεια των Κεφαλογιάννηδων.

http://rethnea.gr/ο-φλογερός-έρωτας-του-ανωγειανού-γιάν/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου