Μανώλας : Ένας άγιος χαμάλης!
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με την παρουσία τους, την ιδιαιτερότητά τους, τα έργα τους –φανερά και κρυφά – σημαδεύουν την ζωή και τις αναμνήσεις των ανθρώπων μιας πόλης. Είναι αυτοί που αν και δεν σου γεμίζουν το μάτι με την πρώτη ματιά, όμως με τον τρόπο τους σε κάνουν, όταν φεύγουν από την ζωή, να τους αναθυμάσαι και να λες σε συζητήσεις με συνομηλίκους σου. Θυμάσαι βρε παιδί μου τον ……. Και ξεκινάς να κάνεις αναδρομές χωρίς τελειωμό.
Ένα τέτοιο άνθρωπο μου θύμισε ο δικηγόρος Πέτρος Μηλιαράκης με τις αναμνήσεις του και με ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε και αναπαράχτηκε πριν μερικές μέρες σε διάφορα ιστολόγια της Κρήτης. Μου ξανάφερε στο μυαλό μου χαρακτηριστικές εικόνες ενός καλοκάγαθου αχθοφόρου που τον είχα δει με τα ξαδέλφια μου στην δεκαετία του 50 με 60 κάποιες φορές να περιφέρεται στους δρόμους του Ηρακλείου πριν πολλά χρόνια.
Σύμφωνα με μαρτυρία Τάκη Μηλιαράκη – ξαδέλφου του Πέτρου - για τον αχθοφόρο Μανώλα, το αρχικό επάγγελμα του δεν ήταν χαμάλης αλλά παλαιστής! Το επάγγελμα όμως αυτό δεν του απέδιδε εισόδημα και έτσι ο Μανώλας άλλαξε επάγγελμα.
Για όσους βεβαίως δεν γνώρισαν το Μανώλα να πούμε ότι πράγματι ήταν εντυπωσιακός στην εμφάνιση ως προς το μέγεθος του σώματός του. Σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία, του λόγιου και εξαίρετου επιστήμονα Ιατρού-Ψυχιάτρου Μανώλη Πασπαράκη, όταν έβλεπε μικρό παιδί τον Μανώλα στην αγορά, έτσι όπως ήταν εύσωμος, τον φοβόταν. Δεν αργούσε όμως κάθε παιδί να καταλάβει ότι αυτός ο εύσωμος γίγαντας, είχε καρδιά μικρού παιδιού !
Γυρίζοντας πίσω τα χρόνια στις δεκαετίας του 50-60 θυμήθηκα τους αχθοφόρους που είτε περίμεναν στο λιμάνι για να σε βοηθήσουν κατά την επιβίβασή ή την αποβίβασή σου από τα πλοία είτε, όπως ο Μανώλας έβγαζαν το μεροκάματό τους βοηθώντας στην μεταφορά αποσκευών και στη διακίνηση αγαθών και προϊόντων άμεσης ανάγκης, μέσα στην πόλη. Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους μεροκαματιάρηδες ήταν και ο Μανώλας που όμως σαν κίνητρο στη ζωή του είχε το πως καμιά τίμια δουλειά δεν είναι ντροπή!
Ποιός όμως ήταν αυτός ο άνθρωπος θα αναρωτηθούν οι νεότεροι;
Ο Μανώλας, γράφει ο Πέτρος Μηλιαράκης, δεν ήταν μια «κοινή προσωπικότητα». Είχε χαρίσματα, δίδαξε ήθος και το προσωπικό του ύφος ήταν τέτοιο που δεν αφορούσε απλά μια από τις «γραφικότητες του Ηρακλείου» της εποχής, όπως θα τον ήθελαν μερικοί που δεν τον γνώριζαν ως άνθρωπο, αλλά αφορούσε μία από τις προσωπικότητες εκείνες όπου σήμερα στην κοινωνία με δυσκολία μπορεί να συναντήσουμε.
Πολλά άτομα της κοινωνίας του Ηρακλείου σώθηκαν με την προσφορά του αίματος του, που το έδινε αφειδώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα, παρά το ό,τι το επάγγελμα του απαιτούσε αυξημένες φυσικές δυνάμεις! Λέγεται μάλιστα πως στο τελευταίο περίπου στάδιο της ζωής του, εξαντλημένος, πένης και επαίτης βρέθηκε απέναντι σε κάποιο παιδί που όταν τον είδε στα χάλια του θέλησε να τον ειρωνευθεί. Τον πρόλαβε όμως ο πατέρας του λέγοντας του: «όταν έκανες την εγχείρηση σώθηκες με το αίμα αυτού του ανθρώπου!»
Σωματικά ο Μανώλας ήταν θηριώδης και μπορούσε να μεταφέρει με το δανεικό καρότσι του πολύ πιο πολλά από τους άλλους. Έτσι και λόγω της εργατικότητας του είχε καλό μεροκάματο. Το μεροκάματο του όμως δεν το σπαταλούσε αλλά το αξιοποιούσε με κάποιους τρόπους ασυνήθιστους στην σημερινή εποχή μας.
Για παράδειγμα, συνεχίζει ο Μηλιαράκης, ο Μανώλας γνώριζε «συγκεκριμένα άτομα» στη Βίγλα (στα τότε παραπήγματα) όπου κατοικούσε, και κατά κανόνα τα στήριζε με τον τρόπο του. Επρόκειτο για άνεργους, καθώς και κοπέλες πολύ φτωχές, για τις οποίες να σημειώσουμε και κατά κοινή μαρτυρία, ποτέ δεν τις είδε ή τις κοίταξε πονηρά!
Έτσι με τα χρήματα που έβγαζε από το μεροκάματό του και με όσα του «περίσσευαν» αγόραζε τρόφιμα, από γνωστά «στέκια» του Ηρακλείου και κάθε βράδυ τα μετέφερε, εκεί που εκείνος ήξερε. Και δεν περιοριζόταν μόνο σε τρόφιμα αλλά και από το φαρμακείο Χαλκιαδάκη, επί της οδού Έβανς, αγόραζε φάρμακα τα οποία έδινε σε εκείνους που γνώριζε ότι τα είχαν ανάγκη.
Όσο για το καρότσι με το οποίο έκανε μεταφορές δεν ήταν δικό του! Το είχε ενοικιάσει!!! Ιδιοκτήτης του καροτσιού του ήταν ο Γιάννης Σμυρλής, που ήταν υπάλληλος της «Οινοποιείας Μηλιαράκη – Μίνως». Να σημειώσουμε ότι ο Γιάννης Σμυρλής ήταν ο ιδιοκτήτης-εκμισθωτής όλων των καροτσιών της εποχής, τα οποία μίσθωναν οι τότε αχθοφόροι. Παράλληλα όμως ήταν και εργαζόμενος στην «οινοποιεία Μηλιαράκη». Ο Μανώλας λοιπόν, κάθε μήνα κατέβαλε το μίσθωμα του στον Γιάννη Σμυρλή, στο κατάστημα της «οινοποιείας Μηλιαράκη» επί της οδού Γιαννιτσών.
Αξίζει όμως να αναφερθεί και ένα ακόμη περιστατικό που δείχνει πόσο έντιμος και φιλότιμος ήταν.
Στο Μανώλα δόθηκε παραγγελία να μεταβεί στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της Χρυσούλας Μπουρλώτου για να παραλάβει «κάτι». Ωστόσο το αντικείμενο που θα έπρεπε να μεταφέρει ο Μανώλας δεν μπορούσε να γίνει «μέσω καροτσιού». Έτσι επέστρεψε ο Μανώλας χωρίς να έχει φορτώσει. Ο εντολέας της παραγγελίας προθυμοποιήθηκε αμέσως να του καταβάλει την σχετική αμοιβή. Ο Μανώλας όμως ήταν ανένδοτος: «δεν έκανα αγώι, λεφτά δεν παίρνω»! Έτσι εκτιμούσε την εργασία του ο ανεπανάληπτος Μανώλας.
Ο Μανώλας ήταν θρήσκος. Όχι με τρόπο φανατικό αλλά με ένα τρόπο πολύ πιο χρηστό από πολλούς θρησκευόμενους. Κάθε πρωί που ξεκινούσε για τη δουλειά του ο Μανώλας, έκανε το σταυρό του και πολλές φορές, ανάλογα με το δρομολόγιο, άναβε κεράκι σε μη κεντρικές Εκκλησίες του Ηρακλείου, όπως τον Άγιο Ματθαίο, τον Άγιο Δημήτριο και την Αγία Παρασκευή. Όταν τον ρωτούσαν, γιατί δεν πήγαινε και στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, απαντούσε με απλοϊκότητα ότι εκεί πηγαίνει πολύς κόσμος και δεν θέλω να με βλέπουν. Το γιατί; Όπως αποκάλυψε ο πατέρας Μηλιαράκης στο γιό του « ο Μανώλας θεωρούσε ότι θα έπρεπε, από σεβασμό, όταν θα έμπαινε μέσα στον συγκεκριμένο ναό να φορούσε τα πολύ καθαρά ρούχα του καθώς «ο Άγιος Μηνάς είναι η Μητρόπολη!.».
Ο Μανώλας όμως είχε και κάποιες άλλες «ιδιαιτερότητες», που τον έκαναν πολύ λαοφιλή ειδικότερα στα μικρά παιδιά. Ο Μανώλας δεν σύχναζε σε νυχτερινά κέντρα, σε ταβέρνες ή σε υποβαθμισμένα «στέκια». Ήταν φίλος του κινηματογράφου και αφού έκανε το μπάνιο του κι άλλαζε τα ρούχα του, μετέβαινε στους κινηματογράφους του Ηρακλείου.
Όμως η αγάπη του για τον κινηματογράφο είχε μια ιδιαιτερότητα. Ο Μανώλας προτιμούσε τα έργα της εποχής, του γνωστού τότε ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και όταν μπήκαν στην τότε κουλτούρα τα «γουέστερν», τα προτιμούσε και αυτά έναντι άλλων ξενόφερτων προβολών.
Συχνά λοιπόν πήγαινε σε έργα απλά ελληνικά της εποχής, τα κατά συνθήκη λεγόμενα «κοινωνικά» και ειδικά σε αυτά που χαρακτηρίζονταν ως «κατάλληλα» και παθιαζόταν με τις στιχομυθίες-διαλόγους των ηθοποιών ασκώντας κριτική σε ό,τι λεγόταν γινόμενος υπερασπιστής του δίκαιου απέναντι στο άδικο, του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, του καλού χαρακτήρα απέναντι στον υποκριτή! Αλίμονο δε στον/στην ηθοποιό που υποδυόταν ένα χαρακτήρα που αποδοκίμαζε ο Μανώλας! Ο λόγος του Μανώλα ήταν καταγγελτικός, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί υβριστικές ή αθυρόστομες εκφράσεις! Ήταν από τη φύση του ευγενής!
Τα χρόνια εκείνα του 1950 με 1960 η μαθητιώσα νεολαία της εποχής δεν επιτρεπόταν να πηγαίνει στο σινεμά. Η περίοδος όμως των διακοπών ήταν ιδεώδης για σινεμά, οπότε με την ακαθόριστη στις τοπικές κοινωνίες επικοινωνία «όποιος πιτσιρικάς» γνώριζε ότι ο Μανώλας κατευθύνεται σε κάποιο κινηματογράφο ειδοποιούσε τους άλλους οπότε σε εκείνο το σινεμά γινόταν συναγερμός! Οι πιτσιρικάδες έκοβαν εισιτήριο για να παρακολουθήσουν, όχι το έργο, αλλά το Μανώλα, τον οποίο και περιστοίχιζαν.
Ο Μανώλας βλέπετε όπως προαναφέραμε είχε τη συνήθεια να παρεμβαίνει φωναχτά στις συνομιλίες των ηθοποιών!!!! Σχολίαζε και αντιδρούσε στις σκηνές που έβλεπε και τον εντυπωσίαζαν! Έτσι τα παιδιά διασκέδαζαν πιο πολύ με τις αντιδράσεις του Μανώλα παρά με το ίδιο το έργο! Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν όταν ο υποδυόμενος το ρόλο του ηθοποιός (κατά κανόνα πλούσιος) επιδίωκε να ξελογιάσει μια (κατά κανόνα φτωχή) κοπέλα, σε γνώση του ότι την ξελογιάζει χωρίς να την αγαπά. Τότε αλίμονο στην σχετική προβολή! Ο Μανώλας διαμαρτυρόταν έντονα και η νεολαία του συμπαραστεκόταν!..
Κάποια άλλη φορά σε γουέστερν της εποχής, ο Μανώλας είχε συμπαθήσει πολύ τον πρωταγωνιστή, και όταν σε «κάποια φάση» του έργου, κάποιος πήγαινε να τον χτυπήσει πισώπλατα, ο Μανώλας πετάχτηκε και με την στεντόρεια φωνή του και φώναξε : «πρόσεξε τον από πίσω» (!) και ο πρωταγωνιστής αυτομάτως λες και τον άκουσε αντέδρασε (!)οπότε αντιλαμβάνεται κανείς «τι» (!) επακολούθησε στην αίθουσα του κινηματογράφου!
Απίθανες παραστάσεις του παλιού καλού καιρού, ανεπανάληπτες για το σήμερα.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του Μανώλα ήταν ότι κάθε καλοκαίρι, ένα μήνα περίπου, τον διέθετε σε διακοπές άγνωστου προορισμού. Ταξίδευε με τα πλοία «Κανάρης» ή «Καραϊσκάκης» της Εταιρείας Νομικού που ήταν τότε στη γραμμή της Κρήτης. Κάποια από τα παιδιά που είχαν πρόσβαση στην ημερομηνία επιστροφής του Μανώλα, σήμαιναν συναγερμό στην πιτσιρικαρία οπότε στο Λιμάνι του Ηρακλείου γινόταν το εξής αξιοθαύμαστο: Περίπου στις 6 το πρωί ένα πλήθος νέων ήταν ακροβολισμένοι στην προβλήτα για να υποδεχτούν τον Μανώλα, και τότε ο Μανώλας έβγαινε πλάι στον πλοίαρχο (!), που έδινε εντολές για να πλευρίσει το καράβι, και ο Μανώλας χαιρετούσε τους πιτσιρικάδες που τον χειροκροτούσαν!..Ανεπανάληπτες στιγμές!
Όμως ο Μανώλας δεν ταξίδευε μόνο στο εσωτερικό. Όπως μαρτυρά ο Τάκης Μηλιαράκης, λόγω των συνεχών επισκέψεων του Μανώλα στην οδό Γιαννιτσών για να καταβάλει το μίσθωμα του στον Σμυρλή, είχε την πληροφορία ότι ο Μανώλας τα καλοκαίρια μετέβαινε συστηματικά και στο εξωτερικό!
«Ερχόταν, λέει ο Τάκης Μηλιαράκης, κάθε μήνα - στην οδό Γιαννιτσών- να πληρώσει το νοίκι και τον φώναζε ο πατέρας μου Νίκος Μηλιαράκης και καθόταν και συζητούσαν και μέσα στα άλλα του έλεγε που πήγε στις διακοπές του και πως πέρασε.
Ντυνότανε με τα καλά του και ταξίδευε κάθε φορά και σε άλλο μέρος. Κάποτε που είχε πάει στο Λονδίνο έλεγε : «Κύριε Νίκο σέρ με ανέβαζαν σέρ με κατέβαζαν, να έβλεπες υποκλίσεις!».
Έτσι εξηγούνται και τα «εκάστοτε σπαστά αγγλικά του», που τα επιφύλασσε, όπως έλεγε, για τους «Αμερικανούς της Βάσης»…για τους οποίους όμως έλεγε: «ίντα ζυγώνουν αυτοί επαέ»! (Για τους αγνοούντες τα κρητικά σημαίνει: «τι θέλουν αυτοί και βρίσκονται εδώ»).
Ο Πέτρος Μηλιαράκης καταθέτοντας και την προσωπική μαρτυρία του γράφει :
«Ο πατέρας μου, γνωστός δικηγόρος του Ηρακλείου, χειριζόταν μια υπόθεση κάποιου εμπόρου ο οποίος είχε πτωχεύσει. Ο Μανώλας σύμφωνα με μαρτυρία του πατέρα μου, είχε πάρει αρκετά «αγώγια» από τον έμπορο αυτό και είχε κερδίσει αρκετά χρήματα. Όταν ο Μανώλας πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας μου χειριζόταν την υπόθεση του -αφορούσε έξωση από το σπίτι του- ζήτησε αυτός να πληρώσει τα ενοίκια του «κυρ Λευτέρη», αλλά με δόσεις.
Ο πατέρας μου αιφνιδιασμένος και συγκινημένος από την προσφορά του Μανώλα, του είπε «ας το κάνουμε μαζί μισά-μισά». Επουδενί όμως δεν υποχωρούσε ο Μανώλας σε αυτό.
Όταν κάλεσαν τον ιδιοκτήτη, εάν θυμάμαι καλά το επίθετό του ήταν Παχιαδάκης, να του δώσουν τα χρήματα για να αποτραπεί η έξωση και ο πατέρας μου του είπε ότι τα πρώτα χρήματα ήταν του Μανώλα, ο Παχιαδάκης τόσο πολύ συγκινήθηκε που παραιτήθηκε από την διαδικασία της έξωσης και άφησε τον «κυρ Λευτέρη» χωρίς καταβολή μισθωμάτων για περίπου ένα χρόνο μέχρι που ανάσανε ο άνθρωπος. Αυτός ήταν ο Μανώλας!
Γενικά ο Μανώλας ουδεμία σχέση είχε με τα Δικαστήρια. Δεν είχε ποτέ εμπλακεί σε κάποια αντιδικία. Ήταν μοναχικός άνθρωπος και στερείτο οποιασδήποτε κοινωνικής εξωστρεφούς συμπεριφοράς, εκτός από τις πράξεις αγαθοεργίας που επιτελούσε σε ανέργους, φτωχούς και ανήμπορους. Κάποτε όμως είχε «εμπλακεί» σε μία υπόθεση, όπου ο εισαγγελέας τον είχε κλητεύσει ως μάρτυρα. Ο Μανώλας λοιπόν, στο παράπηγμα όπου διέμενε αφού έκανε το πρωινό του μπάνιο, με τις γνωστές (τότε) πρωτόγονες μεθόδους και συνθήκες, φόρεσε τα καλά του και προσήλθε στο Δικαστήριο. Είχε όμως προηγουμένως ξεκαθαρίσει ότι με κανένα τρόπο, δεν θα έμπαινε στην Αίθουσα «άμα δε κάμει το σασμό» προηγούμενα. Έτσι επέβαλε στους δύο αντιδίκους να δώσουν τα χέρια και η δίκη «ακυρώθηκε». «Δεν λέμε ονόματα, γράφει ο Πέτρος Μηλιαράκης γιατί αυτοί οι δύο αντίδικοι αργότερα έγινα συνέταιροι! Ο πατέρας μου, παλαιός δικηγόρος του Ηρακλείου, ήταν εκείνος που έφτιαξε το καταστατικό της εταιρείας τους».
Το μεγαλείο του ΑΝΘΡΩΠΟΥ φαίνεται και από το εξής περιστατικό που συνέβηκε στις στερνές μέρες της ζωής του
Κάποτε ένα μικρό κοριτσάκι που επαιτούσε, απευθύνθηκε στο Μανώλα για να του δώσει ό,τι προαιρείται. Ο Μανώλας στα τελευταία στάδια της ζωής του, καταβεβλημένος και επαίτης, χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε στη χούφτα του όσα χρήματα είχε περισυλλέξει και τα έδωσε στο κοριτσάκι λέγοντάς του: «πάρτα και εγώ διακονιάρης είμαι»!
Και συνεχίζει ο Πέτρος Μηλιαράκης:
Γνωρίζω και άλλα περιστατικά αλλά δε χωράνε στο παρόν περίγραμμα. Εκείνο όμως που με θλίβει βαθύτατα είναι ότι τέτοιες προσωπικότητες, ο Δήμος Ηρακλείου, όφειλε να μην τους αφήσει να πεθάνουν στο περιθώριο, στην επαιτεία-στην διακονιά! Ο Μανώλας ήταν από τους μικρούς-μεγάλους ανθρώπους που μας δίδαξαν ότι η παιδεία και το αντικείμενο εργασίας, καθώς και το «τι» περιβαλλόμεθα ως άνθρωποι, δεν μετράνε μπρος στην αξία της καρδιάς!.. Στα αισθήματα του ανθρώπου!..
Αν το παράδειγμα και το ήθος του Μανώλα ως απλοϊκού και χωρίς επιτήδευση ανθρώπου μας προβληματίσει σήμερα διαβάζοντας αυτές τις γραμμές τότε μπορεί να ελπίζουμε σε μια κοινωνία, μιας άλλης ποιότητας. Μιας κοινωνίας ανθρωπιάς!
Χριστός Ανέστη!
________________________________________
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).
Πηγή των αρχικών κειμένων και των φωτογραφιών:
https://www.politikakritis.gr/irakleio-o-petros-miliarakis-thymatai-ton-axechasto-manola/
https://www.candiadoc.gr/2019/10/13/siesta-stin-kriti-toy-1950-i-diadromi-enos/
Πολύ ωραίο και νοσταλγικό το άρθρο. Πολλά μπορεί να προσθέσει κανείς, αλλά τι να πρωτοθυμηθεί; Ένα ξεχάστηκε, όμως, στο άρθρο. Η υπέροχη φωνή βαρυτόνου τού Μανώλα, μία φωνή ηχηροτάτη, αλλά και πολύ γλυκιά, που τού έβγαινε εντελώς αβίαστα και που θα έκανε άλλους διάσημους ακόμη (κυρίως, θα έλεγα) και στην όπερα! Όταν τού ερχόταν η όρεξη, τραγουδούσε και τότε τα παιδιά σωπούσαμε να τον ακούσουμε. Πολλές φορές μάς ζητούσε βοήθεια να σπρώξουμε να βγάλει την ανηφόρα τού Πανανείου (εκεί που ήταν παλιά). Τότε τού λέγαμε "θα μάς πεις όμως ένα τραγούδι μετά;", ή το πρότεινε ο ίδιος: "Βάλτε ένα χεράκι, βρε, κι εγώ θα σάς πω και τραγουδάκι μετά". Προς μεγάλη μας χαρά, ποτέ δεν αθέτησε τον λόγο του. Καθόταν μετά το ξεφόρτωμα σε κανένα πεζούλι, εμείς τριγύρω και μάς ρώταγε τι θέλουμε να μάς πει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς είστε καλά, με το άρθρο σας με συγκινήσατε. Σάς εύχομαι ολοψύχως Καλή Μεγαλοβδομάδα.