Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

«Προσκύνημα» στους Δελφούς

 


«Προσκύνημα» στους Δελφούς

 

Το είχε τάμα ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζον Μπάνβιλ, την επόμενη φορά που θα ερχόταν στην Ελλάδα να επισκεφθεί τους Δελφούς. Το έκανε, την επομένη της διάλεξής του στο Μέγαρο Μουσικής (13 Μαΐου 2010). Μόνο που δεν πήγε μόνος αλλά μαζί με τον δημοσιογράφο Ηλία Μαγκλίνη, και με τη μεταφράστριά του, την Τόνια Κοβαλένκο, και τον φωτογράφο της Καθημερινής, τον Νίκο Κοκκαλιά.

Τιμημένος με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Μεγάλης Βρετανίας, το βραβείο Μπούκερ το 2005, για το μυθιστόρημά του «Η θάλασσα», ο 65χρονος σήμερα Τζον Μπάνβιλ ξεχωρίζει ως συγγραφέας που σκύβει με δέος πάνω από τις μεγάλες, οδυνηρές απορίες του ανθρώπου: ταυτότητα, μνήμη, θάνατος, έρωτας, απώλεια, μοναξιά – μερικά από τα μοτίβα που διατρέχουν το έργο του.

Βρεθήκαμε να ανηφορίζουμε καταμεσήμερο της Παρασκευής στον υποβλητικό αρχαιολογικό χώρο, με τον ήλιο κυκλοδίωκτο να μας αφανίζει ανελέητα. Παίρνουμε μιαν ανάσα στη σκιά ενός δέντρου, απέναντι από το ιερό του Απόλλωνα. Ο βόρειος Μπάνβιλ φορά ριγέ πουκάμισο, στρογγυλά γυαλιά ηλίου κι ένα ψαθάκι.

 «Γιατί τέτοιο πάθος με τους Δελφούς;» τον ρωτώ.

«Επρεπε να συμβουλευθώ την Πυθία», αποκρίνεται χαμογελώντας με νόημα.

Δεν του το είπα εκείνη τη στιγμή, ίσως όμως και να το γνωρίζει, αλλά ο συχνότερος λόγος για τον οποίο οι αρχαίες κοινότητες έρχονταν στο μαντείο των Δελφών ήταν για να τους αποκαλύψει για ποιες αμαρτίες μαστίζονται από λοιμό. Από ποιο εσωτερικό, συμβολικό λοιμό μαστίζεται αυτός ο ευγενής μα βαρύς Ιρλανδός; Ίσως να έχει να κάνει με συγγραφικούς πόνους που, στην περίπτωση του Μπάνβιλ, αφορούν την αρχαία Ελλάδα: το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Άπειροι κόσμοι», είναι η ιστορία ενός ετοιμοθάνατου ο οποίος, εκτός από τους συγγενείς του, στο νεκροκρέβατό του περιστοιχίζεται από τους αόρατους αρχαίους θεούς, ενώ το βιβλίο που ετοιμάζει τιτλοφορείται, όπως μας είπε, «Περσεφόνη». «Σε δύο χρόνια θα το έχω τελειώσει».

Αλλά δεν είναι ακριβώς η βάσανος της γραφής που έφερε τον Τζον Μπάνβιλ στους Δελφούς. Είναι κάτι ευρύτερο, πιο καθημερινό και γι’ αυτό πιο βαθύ. Το αποκαλύπτει μόνος του λίγο μετά, όταν τον καταλαμβάνει μια διάθεση εξομολογητική. «Ένα τέτοιο τόπο όπως οι Δελφοί, δεν είναι δυνατόν να μην θέλει κάποιος να τον επισκεφθεί. Είναι μέρος στο οποίο το παρελθόν εισβάλλει από παντού. Όλο αυτό το μυστηριακό φορτίο που κρύβει».

Παράξενο. Λίγα λεπτά πριν, το αυτί μου είχε αρπάξει μια κουβέντα ανάμεσα στην Τόνια και τον Μπάνβιλ. Άκουσα μόνο την απάντησή του. «Όχι, δεν πιστεύω στον Θεό ούτε στη μετά θάνατο ζωή. Πιστεύω ότι είμαστε μόνον εμείς, εμείς και αυτές οι πέτρες». Όσο κι αν συμφωνούσα μαζί του, διέκρινα κάτι απόλυτο στον λόγο του, έναν δογματισμό που πήρε ο ίδιος να κλαδεύει όταν ξαποστάσαμε στη σκιά, όταν έγινε εξομολογητικός και άμεσος.

 


 

Λες και κάποιος αόρατος σκηνοθέτης γύριζε ταινία: οι ομάδες των τουριστών και των λαλίστατων ξεναγών εξαφανίζονται για λίγα λεπτά και το λουσμένο στο φως τοπίο ολόγυρα αποκτά κάτι απρόσμενα μυστηριακό. «Αυτό που αισθάνομαι εδώ, τώρα», λέει ο Ιρλανδός συγγραφέας, «το έχω ξανανιώσει ελάχιστες φορές στη ζωή μου. Μία ήταν στον αρχαίο ναό της Εγέστας, στη βορειοδυτική Σικελία. Ήταν απόγευμα και ταξιδεύαμε με τη γυναίκα μου, με το αυτοκίνητο. Σταματήσαμε και βγήκαμε έξω για λίγο. Ήταν κάτι το τρομακτικό. Αυτή η αίσθηση του εξωπραγματικού. Όπως και σ’ ένα παμπάλαιο πηγάδι στο αγρόκτημα φίλων στην Ιρλανδία, από την εποχή των Δρυίδων» (το «ιερό πηγάδι» που κάνει την εμφάνισή του και στο μυθιστόρημα «Άπειροι κόσμοι»).

«Όταν έχασα τη μητέρα μου», συνεχίζει ο Μπάνβιλ, «λίγη ώρα μετά στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου της όταν ένιωσα για μια στιγμή κάτι να περνάει από πίσω μου. Θα ορκιζόμουν ότι ήταν εκείνη. Δε λέω ότι ήταν, απλώς τι αισθάνθηκα». «Φοβήθηκες;» ρωτάει η Τόνια. «Ήταν ανατριχιαστικό. Το αστείο είναι ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια από τον θάνατο της μητέρας μου, δεν την έχω κλάψει ούτε μια φορά. Όταν όμως ένα βράδυ με φιλοξένησε ένα φιλικό ζευγάρι στο σπίτι του, ονειρεύτηκα ότι έκλαιγα με λυγμούς κι εκείνη ήταν εκεί, μαζί μου. Διηγήθηκα το όνειρο στην οικοδέσποινα και το βρήκε πολύ φυσικό: είχα κοιμηθεί στο ντιβάνι όπου ξαπλώνουν οι ασθενείς του συζύγου της, ο οποίος είναι ψυχοθεραπευτής και μάλιστα γιουνγκιανός!»

Γέλια. Και μετά σιωπή πάλι. Καθώς προχωράμε, ρωτάω τον Μπάνβιλ αν έχει υπόψη του μια κλασική σήμερα μελέτη, το «Οι Έλληνες και το παράλογο» του Ιρλανδού φιλολόγου E. R. Dodds. «Φυσικά!», απαντά αμέσως. «Ένα από τα πιο συναρπαστικά βιβλία που έχω διαβάσει». Αντιγράφω από το βιβλίο του Dodds: «Οι Έλληνες πίστευαν στο Μαντείο τους, όχι διότι ήσαν δεισιδαίμονες και μωροί, αλλά επειδή τους χρειαζόταν αυτή η πίστη».

Περί πίστης λοιπόν ο λόγος. «Δεν ξέρω», λέει σκεφτικός. «Ίσως όλ’ αυτά είναι πράγματα που τα νιώθεις διότι θέλεις απλώς να τα νιώσεις. Γι’ αυτό ήθελα να έρθω στους Δελφούς. Είναι αυτή η αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με το ιερό, ανεξάρτητα από το αν πιστεύεις ή όχι. Η ανάγκη να νιώσεις το δέος».

Άνθρωπος ορθογώνιος κατά τα άλλα, πειθαρχημένος στη δουλειά του, δεινός αναγνώστης επιστημονικών κειμένων (εξ ου και η περίφημη μυθιστορηματική τριλογία του για τον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Νεύτωνα), ο Ιρλανδός συγγραφέας αφήνει τελικά ένα παράθυρο ανοιχτό σε όλα τα ανεξήγητα. «Ακόμα και οι φυσικοί λένε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι μια πολύ λεπτή γραμμή, πολύ περιορισμένη, ειδικά η αίσθηση που έχουμε από τον χρόνο. Ο χρόνος είναι κάτι πολύ μυστήριο. Η μνήμη επίσης. Πότε ξέρουμε αν μια στιγμή έχει πάψει να είναι παρόν κι έχει γίνει παρελθόν; Μια θεωρία λέει ότι το γεγονός που θυμάσαι δεν είναι ποτέ αυτό που ήταν ακριβώς αλλά ένα μοντέλο που έχεις φτιάξει στο κεφάλι σου. Κάτι ιδεατό, κάτι που διαμορφώνεις εσύ ο ίδιος».

Όλο αυτό βέβαια ταιριάζει γάντι με τη μυθοπλασία του Μπάνβιλ, που ανατέμνει αυτό που ορίζουμε συνήθως ως «πραγματικό», από τον εαυτό μας και τους γύρω μας έως την Ιστορία και την επιστήμη, μα και όλα όσα δεν αντιλαμβανόμαστε απαραίτητα με τις αισθήσεις, όσα δεν ζήσαμε ποτέ αλλά που τα ονειρευτήκαμε, που κλάψαμε βουβά για την τόσο πραγματική, οδυνηρή απουσία τους.

«Στα φαντάσματα πάντως δεν πιστεύεις», τον ρωτάω μετά, «παρότι Ιρλανδός». Σκέφτεται πριν απαντήσει. «Όχι… δεν ξέρω… Οι Ιρλανδοί πιστεύουμε σε αυτά τα πράγματα, διότι είμαστε πρωτόγονοι άνθρωποι κατά βάθος. Στην περίφημη μάχη του Κίνσεϊλ, το 1601, οι Άγγλοι διέλυσαν την ιρλανδική άρχουσα τάξη υπό τους πανηγυρισμούς των αγροτών Ιρλανδών, διότι αυτοί οι αριστοκράτες ήταν που τους έπιναν το αίμα. Είμαστε όλοι σήμερα απόγονοι εκείνων των αγροτών παγανιστών, οπότε».

Ανεβαίνουμε στο αρχαίο θέατρο. Κάθε τόσο ο Μπάνβιλ σταματά για να χαζέψει τα σκαλισμένα αναθήματα πάνω στις πέτρες. «Οι λέξεις τους επιζούν έως σήμερα», σχολιάζει. «Δεν είναι τρομερό; Όλο αυτό το παρελθόν είναι εδώ ακόμα. Πού είναι όμως ο περίφημος ομφαλός;» Ρωτάει ενθουσιασμένος, προφέροντας την αρχαία λέξη. «Στο μουσείο», ακούγεται ο πιο ενημερωμένος απ’ όλους μας Νίκος Κοκκαλιάς.

Μέσα στο μουσείο, ο Μπάνβιλ παρατηρεί τα πάντα: τους δύο Κούρους, τη Σφίγγα, τον Ηνίοχο και, βέβαια, τα τρία τμήματα του ομφαλού. Εντυπωσιάζεται με έναν εντελώς δικό του, προσωπικό τρόπο, όχι με τον τρόπο του τουρίστα ή του ξένου που συναρπάζεται ακαδημαϊκά, εγκυκλοπαιδικά από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Κάπως έτσι είναι το προσκύνημα ενός Κέλτη στην αρχαία Μεσόγειο.

Από το άρθρο «Προσκύνημα» Μπάνβιλ στους Δελφούς του Ηλία Μαγκλίνη στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 23.5.2010

 

Τζον Μπάνβιλ

 


Ο Τζον Μπάνβιλ (John Banville) (8 Δεκεμβρίου 1945) είναι Ιρλανδός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ουέξφορντ της Ιρλανδίας. Το πρώτο του βιβλίο, το Long Lankin, εκδόθηκε το 1970. Η νουβέλα του, The Book of Evidence (1989), συμπεριλήφθηκε στην τελική λίστα για το Λογοτεχνικό βραβείο Μπούκερ, και κέρδισε το βραβείο Guiness Peat Aviation Award. Μία άλλη νουβέλα του, The Sea (Η Θάλασσα, 2005), κέρδισε το βραβείο Booker. Το, The Newton Letter, μεταφέρθηκε στην τηλεόραση.

 

Βραβεία

 

Έτος           Βραβείο     Βιβλίο

1976  James Tait Black Memorial Prize           Doctor Copernicus

1981  Guardian Fiction Prize         Kepler

          Allied Irish Bank Fiction Prize     

          American-Irish Foundation Award        Birchwood

1989  Guinness Peat Aviation Award    The Book of Evidence

1989  Booker Prize (συμπεριλήφθηκε στην τελική λίστα)  The Book of Evidence

2005  Booker Prize       The Sea

2006  Irish Book Awards Novel of the Year    The Sea

2011  Λογοτεχνικό βραβείο Φραντς Κάφκα    -

2014  Λογοτεχνικό βραβείο Πρίγκιπας των Αστούριας - Στυλ

 


Ο Τζον Μπάνβιλ διακρίνεται από τους κριτικούς για το περίτεχνο ύφος του στην αγγλική γλώσσα και η γραφή του έχει χαρακτηριστεί ως έξοχη, εκθαμβωτική και άριστα δουλεμένη. O David Mehegan, από την εφημερίδα Boston Globe αποκαλεί τον Μπάνβιλ "Ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες που γράφουν στα αγγλικά σήμερα·" και ο UK Observer περιέγραψε το έργο, The Book of Evidence, του 1989, ως "πρόζα που ρέει αψεγάδιαστα της οποίας ο λυρισμός, η αριστοκρατική ειρωνεία και η οδυνηρή αίσθηση της απώλειας θυμίζουν τη Λολίτα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ."

Είναι επίσης γνωστός για το μαύρο χιούμορ του και το οξύ του πνεύμα.

 

Έργα

    Long Lankin (1970)

    Nightspawn (1971)

    Birchwood (1973)

    Doctor Copernicus: A Novel (1976)

    Kepler, a Novel (1981)

    The Newton Letter: An Interlude (1982)

    Mefisto (1986)

    The Book of Evidence (1989)

    Ghosts (1993)

    The Broken Jug: After Heinrich von Kleist (1994) - (θεατρικό)

    Seachange (θεατρικό)

    Athena: A Novel (1995)

    The Untouchable (1997)

    God's Gift: A Version of Amphitryon by Heinrich von Kleist (2000)

    Eclipse (2000)

    Shroud (2002)

    Dublin 1742 (θεατρικό)

    Prague Pictures: Portrait Of A City (2003)

    The Sea, (2005)

    Love In The Wars (adaptation of Heinrich von Kleist's Penthesilea, 2005)

    Christine Falls (δημοσιευμένο υπό το όνομα Benjamin Black, 2006)

 

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου