Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

«ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ»

 


Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, φωτογραφημένη το 1921

«ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ»

Θεσσαλονίκη η νέα πρωτεύουσα του Βυζαντίου

Πόσες χιλιάδες βιβλία μπορούν να χωρέσουν σε μια βυζαντινή βιβλιοθήκη; Πόσοι βυζαντινολόγοι μπορούν να ενωθούν για να δημιουργήσουν σε μια πόλη τόσο βυζαντινή όσο η Θεσσαλονίκη μια εξειδικευμένη στο Βυζάντιο βιβλιοθήκη; Όπως φαίνεται, πολλά και πολλοί. Αρκούσε το έναυσμα για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συστήσουν τη «Βυζαντινή Οικουμένη», που θα συγκεντρώνει το μεγάλο αλλά διασκορπισμένο ιδιωτικό βιβλιογραφικό απόθεμα.

Αφορμή της νέας πρωτοβουλίας ήταν η πρώτη δωρεά της βιβλιοθήκης και του πολύτιμου αρχειακού υλικού του Σλόμπονταν Τσούρτσιτς. Ο κορυφαίος Σέρβος μελετητής της βυζαντινής αρχιτεκτονικής των Βαλκανίων περιστασιακή σχέση είχε στο μακρινό παρελθόν του με τη Θεσσαλονίκη. Γεννημένος στο Σεράγεβο (1939), έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ΗΠΑ, όπου κατείχε την έδρα Βυζαντινών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Η μοίρα, ωστόσο, τον έφερε το 1997 στην αγαπημένη του βυζαντινή πόλη, που τον κράτησε στην αγκαλιά της επί είκοσι χρόνια, για να τον εγγράψει τελικά για πάντα στην ιστορία της μετά τον θάνατό του (Δεκέμβριος 2017).


Η είδηση δεν βρίσκεται μόνο στη λειτουργία μιας εξειδικευμένης βιβλιοθήκης που μετατρέπει τη «Βυζαντινή Οικουμένη» σε ένα σύγχρονο και ζωντανό διεθνές ερευνητικό επιστημονικό κέντρο για τον βυζαντινό κόσμο. Το εγχείρημα έχει δύο επιπλέον θετικά σκέλη. Ο νεοσύστατος φορέας  στεγάζεται  σε ένα από τα εμβληματικά κτίρια της πόλης, ενώ πολύ σύντομα θα αποκτήσει και παράρτημα σε άλλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας ύστερα από αίτημα τοπικών φορέων, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική του σωματείου που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις.

Το τρίτο σκέλος αφορά την ιδιωτική πρωτοβουλία, που αποδεικνύεται αποτελεσματική παρά τις δύσκολες για τον τόπο μας εποχές. Δωρεές από ιδιώτες γίνονται διαρκώς. Βιβλιοθήκες, ιδρύματα, φορείς πολιτισμού συγκεντρώνουν χιλιάδες βιβλία και πολύτιμο αρχειακό υλικό δωρητών.

 

Το Κάστρο της Ρούμελης στην Κωνσταντινούπολη το 1928.

 

Κοινό όραμα

Τίποτα δεν θα είχε προχωρήσει αν κάποιοι βυζαντινολόγοι και «βυζαντινόφιλοι» (Φλώρα Καραγιάννη, Γεώργιος Φουστέρης, Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Αγγελική Δεληκάρη, Ελενα Κόστιτς, Θωμάς Λιόλιος και Αναστάσιος Ντούρος) που προέρχονται από επιστημονικούς, ερευνητικούς και πολιτιστικούς φορείς της πόλης δεν είχαν κινήσει γη και ουρανό για να γίνει πραγματικότητα το κοινό όραμά τους: να οργανώσουν ένα βυζαντινολογικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας στη Θεσσαλονίκη – μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου για σχεδόν έντεκα (11) αιώνες, η δεύτερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη, συμβασιλεύουσα της αυτοκρατορίας.

Όλα ξεκίνησαν στα μέσα του 2016, με τη δωρεά στη δρα Φλώρα Καραγιάννη 6.100 βιβλίων και ενός πολύτιμου αρχείου με σπάνια φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα από τον ομότιμο καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πρίνστον Σλόμπονταν Τσούρτσιτς και της συζύγου του, της αρχιτέκτονος Ευαγγελίας Χατζητρύφωνος, τ. προϊσταμένης του υπουργείου Πολιτισμού, λίγο πριν τον θάνατό της (14/9/2016). Στον πυρήνα της βιβλιοθήκης του Τσούρτσιτς σύντομα προστέθηκε μία ακόμη δωρεά 7.500 τόμων από τον επίκουρο καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γεώργιο Φουστέρη, ενώ υπήρξε βούλησή να δωρίσουν τις αξιόλογες συλλογές βιβλίων και το αρχειακό υλικό τους σπουδαίοι βυζαντινολόγοι και σλαβολόγοι καθηγητές, όπως ο Ευάγγελος Χρυσός, ο Ευθύμιος Τσιγαρίδας και η Κάτια Λοβέρδου – Τσιγαρίδα, η Χρυσάνθη Μαυροπούλου – Τσιούμη, η οικογένεια του Αντώνιου-Αιμίλιου Ταχιάου, οι Φαίδων και Γιάννα Μαλιγκούδη, η Ολγα Λόσεβα, άνθρωποι όλοι τους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μελέτη και στην έρευνα του Βυζαντίου.

«Αυτό που ενώνει την πρωτοβουλία μας είναι η αγάπη μας για το Βυζάντιο. Η οικουμενικότητα του Βυζαντίου ήταν κύριο χαρακτηριστικό μιας τεράστιας περιοχής που εξελίχθηκε σε μεγάλη αυτοκρατορία», εξηγεί για τον τίτλο του νεοσύστατου φορέα η βυζαντινολόγος δρ Φλώρα Καραγιάννη. Το εγχείρημα των Θεσσαλονικέων αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή ο Οικουμενικός Πατριάρχης  κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος στηρίζει τον νέο φορέα σε κάθε του βήμα. Τον ενθουσιασμό αλλά και τη στήριξή τους εξέφρασαν εγγράφως κατά την ιδρυσή του ο τότε δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, προσωπικότητες όπως ο ακαδημαϊκός Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος και η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, η πρύτανης του Παντείου Ισμήνη Κριάρη, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Ταξιάρχης Κόλλιας, ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Βελένης, ενώ ο αρχιτέκτων-ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Στ. Στάικος ήδη προσφέρθηκε να σχεδιάσει την οργάνωση των βιβλιοθηκών και να αναλάβει αφιλοκερδώς την αρχιτεκτονική επίβλεψη του εσωτερικού χώρου στο κτίριο που θα στεγάσει τη «Βυζαντινή Οικουμένη».

«Η Θεσσαλονίκη σήμερα διασώζει σημαντικά βυζαντινά μνημεία ενταγμένα στη λίστα παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, τα οποία διαχειρίζεται το υπουργείο Πολιτισμού. Έχει ένα σπουδαίο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το πανεπιστήμιο, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, που καθένα τους ενισχύει και προβάλλει, από την πλευρά του, τον βυζαντινό χαρακτήρα της», εξηγεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» η κ. Καραγιάννη. «Το νέο κέντρο», διευκρινίζει, «δεν αντικαθιστά ούτε υποκαθιστά το σπουδαίο έργο που επιτελούν θεσμικά οι υπάρχοντες φορείς της πόλης. Τουναντίον, ως προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας, προτίθεται να παράσχει σε κάθε ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα αξιοποίησης ενός ακόμη μέσου για τη μελέτη του Βυζαντίου. Η λειτουργία του», εξηγεί, «δεν θα περιορίζεται μόνο σε στενά ακαδημαϊκά πλαίσια. Μια βιβλιοθήκη στον 21ο αιώνα πρέπει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας τόπος συνάντησης ανοικτός τόσο στο εξειδικευμένο όσο και στο ευρύτερο κοινό».

 


                                                   Η κεντρική πύλη του κάστρου στο Χαλέπι της Συρίας, σε φωτογραφία του 1937.

 

Η κοσμική διάσταση

Μια άλλη διάσταση δίνει η Πολυξένη Αδάμ – Βελένη, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, για τη λειτουργία ενός ερευνητικού κέντρου που «κουμπώνει», όπως λέει, με την πρόσφατη αποκάλυψη της κοσμικής βυζαντινής πόλης. «Η Θεσσαλονίκη», επισημαίνει, «είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πόλη που διασώζει μεγάλο αριθμό μνημείων των Βυζαντινών χρόνων. Οι 15 βυζαντινές εκκλησίες της, ωστόσο, έως πρόσφατα, αναδείκνυαν μόνο τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Απτά τεκμήρια του κοσμικού βυζαντινού κράτους δεν υπήρχαν. Είχαν καταστραφεί.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα του μετρό, στην υπόγεια Decumanus Maximus του σταθμού Βενιζέλου, και οι αρχαιότητες με τα μοναδικά αστικά κατάλοιπα (σπίτια, καταστήματα κ.ά.) της μεσοβυζαντινής πόλης (7ος-13ος αι.) στον σταθμό Αγίας Σοφίας αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του αστικού κοσμικού χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Βυζαντίου.

H Μονή Μυρελαίου  στην Κωνσταντινούπολη, 1934

Οι υπόγειοι αρχαιολογικοί τόποι που θα γίνουν επισκέψιμοι στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάδειξης από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης, μαζί με το μοναδικό στον κόσμο βυζαντινό λουτρό που διασώζεται στην Άνω Πόλη, τις δεκαπέντε βυζαντινές εκκλησίες και τα Τείχη, θα συμπληρώνουν την ταυτότητα (κοσμική και θρησκευτική) της δεύτερης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας.

Τα νέα βυζαντινά ευρήματα του μετρό αλλάζουν τον αρχαιολογικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Σε αυτή τη νέα διαμόρφωση, η «Βυζαντινή Οικουμένη» έρχεται να παίξει σπουδαίο ρόλο με πολυεπίπεδες διεθνείς συνεργασίες. «Η Θεσσαλονίκη», όπως λέει στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο ΑΠΘ Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας, «έχει όλες τις προϋποθέσεις να καταστεί διεθνές κέντρο μελέτης και προβολής του βυζαντινού πολιτισμού και της ακτινοβολίας που άσκησε στον σλαβικό κόσμο».

Την ίδια άποψη έχουν και αξιόλογοι ξένοι βυζαντινολόγοι, εκπρόσωποι επιστημονικών φορέων της Ευρώπης, που ξεκινούν συνεργασίες με τη «Βυζαντινή Οικουμένη». Μεταξύ αυτών, φορείς της Ιταλίας, της Κύπρου αλλά και σπουδαία επιστημονικά δίκτυα, όπως το διεθνές επιστημονικό Δίκτυο Pax Byzantino-Slava, το Διεθνές Κέντρο Ορθόδοξων Λαών με έδρα τη Ναϊσσό της Σερβίας για ζητήματα που αφορούν τις εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους ορθόδοξους λαούς στο πλαίσιο της λεγόμενης «βυζαντινής Κοινοπολιτείας», όπως αποκαλύπτει στην «Κ» η επίκουρη καθηγήτρια Αγγελική Δεληκάρη.

 

Η Μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη , 1934.

«Κέντρα για την έρευνα του βυζαντινού πολιτισμού λειτουργούν σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Ωστόσο, το καθένα από αυτά εξειδικεύεται σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία (θρησκεία, λογοτεχνία, τέχνη, ιστορία, αρχιτεκτονική κ.ά.)», εξηγεί στην «Κ» ο πρόεδρος της Ενωσης Βυζαντινολόγων της Ιταλίας, Αντόνιο Ρίγκο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας.

«Είναι προφανές», μας λέει, «ότι ένα κέντρο διεθνούς εμβέλειας, όπως η “Βυζαντινή Οικουμένη” θα είναι σημαντικό τόσο για τους Έλληνες όσο και για εμάς τους ξένους, γιατί ιστορικά η Θεσσαλονίκη είναι η πιο σημαίνουσα βυζαντινή πόλη όχι μόνο για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια αλλά και για τη Δύση». Αντίστοιχο κέντρο, διευκρινίζει ο κ. Ρίγκο, δεν υπάρχει στην Ιταλία μολονότι το ενδιαφέρον των σπουδαστών για το Βυζάντιο (ειδικά μέσω των erasmus plus) αυξήθηκε κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια στα πανεπιστήμια ειδικά του βορρά, τα οποία χρηματοδοτούμενα πλέον, λόγω κρίσης, και από ιδιωτικές εταιρείες, αναπτύσσουν μεγάλη δράση με ευρωπαϊκά και άλλα προγράμματα σπουδών. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η Ιταλική Επιτροπή Bυζαντινών Σπουδών, αλλά και μεγάλα πανεπιστήμια της Ιταλίας θα συνεργαστούν με τη «Βυζαντινή Οικουμένη» για έρευνες υψηλού επιπέδου που θα προσελκύσουν τους ξένους επιστήμονες.

 

Η  Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπλη, 1934

«Πέρα από την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την ιστορία των θρησκειών, αν κάτι επιπλέον μας διδάσκει το Βυζάντιο σήμερα», λέει ο Αντόνιο Ρίγκο, «είναι ότι το Ισλάμ, οι κρίσεις (πολιτικές, οικονομικές), οι μετακινήσεις πληθυσμών στη σύγχρονη Δύση έχουν πολλές ομοιότητες, ανάλογες με εκείνες που αντιμετώπισε ο κόσμος του Βυζαντίου. Ας εμβαθύνουμε στην ιστορία του, για να διδαχθούμε».

 


 Οι πρόσφατες εξελίξεις

Η πανδημία ανέτρεψε σχέδια και προγραμματισμούς. Συμφωνίες που ήταν έτοιμες να κλείσουν μπήκαν στα συρτάρια, άλλες άλλαξαν κατεύθυνση. Έτοιμη σχεδόν για τη λειτουργία της ήταν και η «Βυζαντινή Οικουμένη», αλλά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης καθήλωσε το αρχικό σχέδιο για την εγκατάστασή της σε διατηρητέο κτίριο της Θεσσαλονίκης. Οι δυσκολίες ωστόσο δεν σταμάτησαν την ορμή της ιδρυτικής ομάδας να βρει τον εναλλακτικό χώρο που θα στεγάσει την πλούσια βιβλιοθήκη, το αρχείο και τις δραστηριότητές της. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία βυζαντινολόγων και βυζαντινόφιλων να ιδρύσουν ένα διεθνές ερευνητικό κέντρο για τον βυζαντινό κόσμο είχε «παγώσει», η λύση βρέθηκε και μάλιστα εν μέσω καραντίνας. Ένα άλλο ιστορικό κτίριο της πόλης ανοίγει για να χωρέσει χιλιάδες βιβλία, σπάνια φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα που έχει συγκεντρώσει έως σήμερα ο νέος φορέας, μέρος των οποίων έχει ήδη ψηφιοποιηθεί.

Το διατηρητέο οίκημα του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚεΔΑΚ) στην οδό Πραξιτέλους 7 και Ζαΐμη (περιοχή παλαιού Αρχαιολογικού Μουσείου) θα είναι η μόνιμη έδρα της «Βυζαντινής Οικουμένης». Με το σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ του υφυπουργείου Εσωτερικών (Μακεδονίας – Θράκης), του ΚεΔΑΚ και του σωματείου «Βυζαντινή Οικουμένη» αφενός ξεκινάει η δράση ενός ακόμη κέντρου έρευνας του βυζαντινού πολιτισμού, αφετέρου αξιοποιείται ένα από τα σπουδαία κτίσματα της αστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ού αιώνα. 

 


Το κτίριο του ΚεΔΑΚ, γνωστό ως οικία Παπακωνσταντίνου, χαρακτηρισμένο «ως έργο τέχνης που παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και μορφολογικό ενδιαφέρον» (17-9-1992), έχει μακρά ιστορία. Χτισμένο το 1908 σε οικόπεδο εμβαδού 662 τ.μ., στην όψιμη περίοδο του εκλεκτικισμού, περιήλθε στην κυριότητα του ΚεΔΑΚ το 1984 έπειτα από δωρεά, εν ζωή, της Φωτεινής χήρας Νικολάου Χριστοδούλου. Αποτελούσε κληρονομιά και διαθήκη του ανιψιού της δωρήτριας, Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ως φίλος του Αγίου Ορους είχε εκφράσει την επιθυμία να στηρίξει το νεοσύστατο τότε ΚεΔΑΚ. Ο ίδιος το κληρονόμησε από τη μητέρα του Σμαρώ, χήρα Αστέριου Παπακωνσταντίνου, η οποία αγόρασε το ακίνητο το 1915 από τον Αχμέτ Νεδίν Βέη, που φέρεται ως ο πρώτος ιδιοκτήτης της οικίας. Σήμερα, κρυμμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα μιας περιοχής και μιας εποχής, όταν λίγο πριν από το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας οι εύπορες μεσοαστικές οικογένειες έκτιζαν μεγάλες κατοικίες για μόνιμη εγκατάσταση ή παραθέριση αναμορφώνοντας την έως τότε αγροτική όψη της ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Στους χώρους του φυλάσσεται μέρος της βιβλιοθήκης του ΚεΔΑΚ. Το διατηρητέο, μας πληροφορεί ο διευθυντής του ΚεΔΑΚ Ηλίας Π. Περτζινίδης, αποκαταστάθηκε την περίοδο 1996-1997 υπό την επίβλεψη του ΚεΔΑΚ, ωστόσο η «μη συνεχόμενη χρήση του, η περιστασιακή και αποσπασματική συντήρησή του είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθούν φθορές, κάποιες από τις οποίες οφείλονται στην εισερχόμενη υγρασία από τη στέγη». Με μια νέα μελέτη, η οποία εγκρίθηκε από τις υπηρεσίες Νεοτέρων Μνημείων και Αρχιτεκτονικής του δήμου, οι φθορές θα αντιμετωπιστούν άμεσα ώστε να ανοίξει στο κοινό το ερχόμενο καλοκαίρι.

Τι σημαίνει για τη Θεσσαλονίκη και για τα Βαλκάνια η λειτουργία ενός διεθνούς ερευνητικού κέντρου για το Βυζάντιο; «Μια βιβλιοθήκη στον 21ο αιώνα πρέπει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας ανοιχτός προσβάσιμος τόπος που δεν θα περιορίζεται στα στενά ακαδημαϊκά πλαίσια», εξηγεί η πρόεδρος του σωματείου «Βυζαντινή Οικουμένη» δρ Φλώρα Καραγιάννη. Εύκολη πρόσβαση στον 21ο αιώνα σημαίνει και ψηφιοποίηση. Την ανέλαβε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΕΚΕΒΥΜ) έπειτα από παραχώρηση του υλικού γι’ αυτό τον σκοπό και, όπως διευκρινίζει στην «Κ» η πρόεδρος του ΕΚΕΒΥΜ  Ναταλία Πούλου, μέρος του ψηφιοποιημένου αρχείου θα είναι σύντομα διαθέσιμο από τις ιστοσελίδες του ΕΚΕΒΥΜ.

Οι συλλογές της «Βυζαντινής Οικουμένης» αριθμούν πάνω από 50.000 βιβλία και 200.000 φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα που συγκεντρώθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πυρήνα τους αποτέλεσε η δωρεά προς την κ. Φλώρα Καραγιάννη 6.100 βιβλίων και του σπάνιου αρχείου του ομότιμου καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πρίνστον, Σλόμπονταν Τσούρτσιτς, και της συζύγου του αρχιτέκτονα, Ευαγγελίας Χατζητρύφωνος, λίγο πριν από τον θάνατό τους. Στην πρώτη δωρεά προστέθηκαν 7.500 βιβλία του επίκουρου καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γιώργου Φουστέρη, οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία κι άλλων πανεπιστημιακών, των Νίκου Μουτσόπουλου, Φαίδωνα Μαλιγκούδη, Γιάννας Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Αγγελικής Δεληκάρη, Αιμίλιου Μαυρουδή, Παναγιώτη Σωτηρούδη, Χρυσάνθης Μαυροπούλου-Τσιούμη και της πρόωρα εκλιπούσης Ολγας Λόσεβα.

«Η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ τυχερή. Απέκτησε το αρχείο του Τσούρτσιτς, ενός σπουδαίου επιστήμονα στον τομέα των βυζαντινών σπουδών. Πρόκειται για μια από τις πιο πλούσιες, οργανωμένες και ειδικές βιβλιοθήκες που αφορούν την ιστορία της βυζαντινής και οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Για να δημιουργήσει κανείς σήμερα μια τέτοια βιβλιοθήκη χρειάζεται χρήμα και χρόνο», αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Σρτζαν Πιριβάτριτς, πρόεδρος της Σερβικής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών. «Η σημασία ενός Κέντρου δεν είναι μόνο επιστημονική, αλλά πρωτίστως πολιτισμική και πνευματική, ειδικά σε μια σπουδαία πόλη του Βυζαντίου που επέδρασε στη διαμόρφωση των πολιτιστικών προτύπων στα Βαλκάνια μέσω της δράσης των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου και στους μεταγενέστερους αιώνες. Η Ελλάδα διατήρησε τη βυζαντινή κληρονομιά της. Σε αυτό συνέβαλε και το επιστημονικό έργο του Τσούρτσιτς, μέσω του οποίου χτίστηκε η συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας. Είμαστε πρόθυμοι να τη συνεχίσουμε συνεισφέροντας και μέσω της “Βυζαντινής Οικουμένης”».

Καθημερινή 02.07.2018 & 19.02.2021 άρθρα της κας Γιώτα Μυρτσιώτη

https://www.facebook.com/ByzantineOecoumene/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου