Μια Μεγάλη Παρασκευή στη Μεσσαρά
Βρέθηκα ένα βράδυ της Μ. Παρασκευής στο σπίτι της κυρα-Στασούλας σε κάποιο χωριό της Μεσσαράς. Μια γυναίκα βασανισμένη, πονεμένη και σημαδεμένη από τις πίκρες της ζωής.
Όταν τη ρώτησα, πώς τα περνά, μου είπε με παράπονο: «Βάσανα, παιδί μου, βάσανα, μα κάθισε να σε φιλέψω κατιτί. Άσπρισαν τα μαλλιά μου. Κύρτωσε το κορμί μου. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που το μαντάτο έφτασε στο χωριό. Ήταν τέτοια μέρα, τέτοια βραδιά. Μα κάτσε, παιδί μου, κάτσε ψυχή μου. Ο Θεός σ' έστειλε για να πιο τον πόνο μου να ξαλαφρώσω.
Εκτός από το κορμί μου και το μυαλό μου δεν έχω τίποτε άλλο. Ούτε μια χούφτα χώμα να με σκεπάσει. Μια φορά ήτανε όλα όμορφα».
Η γριά αναστέναξε βαθιά. Με δυσκολία σηκώθηκε ορθή και στηρίχτηκε στο ραβδί της. Τα πόδια της έτρεμαν.
«Τα βάσανα βλέπεις! Όλα έχουν, παιδί μου, ένα τέλος κι αυτό πολλές φορές είναι κακό».
Προχώρησε λίγο, κοντοστάθηκε, αναστέναξε, κοίταξε το εικονοστάσι και πάλι αναστέναξε.
«Θυμούμαι, παιδί μου, τα χρόνια κείνα. Ήτανε όλα όμορφα, χαρούμενα. Φτωχικά, δύσκολα, μα χαρούμενα. Σαν τούτη τη βραδιά το παιδί μου με την παρέα του σήκωσαν τον Επιτάφιο. Ξαφνικά ακούστηκαν τα σήμαντρα. Ξυπνούσαν το χωριό να περάσει κάτω από τον επιτάφιο κατά το έθιμο.
Παιδιά γελούσαν, άλλα έκλαιγαν, φώναζαν, οι σκύλοι γαύγιζαν. Όλοι ακολουθούσαν την πομπή του Επιταφίου. Οι κοπέλες με τα παρδαλά φουστάνια, οι γριές κουκουλωμένες με τις μαύρες μαντίλες. Στα λιβανιστήρια έκαιγε λιβάνι. Μοσχομύριζε ο τόπος. Νεκρός περνούσε, παιδί μου, ο Χριστός μας. Λίγο το 'χεις;
Σε κάθε σπίτι ύψωναν τον Επιτάφιο και περνούσαν όλα τα άτομα της οικογένειας από κάτω. Μερικοί και δύο και τρεις φορές, προσκυνώντας με ευλάβεια το σώμα του Χριστού.
Η βραδιά ήταν θολή και γλυκιά. Τα μάτια τρέχαν δάκρυα ασταμάτητα. Θρηνούσαν το δράμα του Κυρίου».
Ξαφνικά σταμάτησε να μιλεί. Χαμήλωσε τα μάτια στη γη. Σταυροκοπήθηκε. Παρ' όλη την αδυναμία της έβαζε λιβάνι. Στήλωσε το βλέμμα της στο εικονοστάσι ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.
«Θα μ' αξιώσει ο Θεός να περάσω και φέτος κάτω από, τον Επιτάφιο; Τούτη η χαρά μ' απόμεινε, παιδί μου».
Για μια στιγμή λυγίζει, μα δεν πέφτει. Στηρίζεται στον τοίχο. Σηκώθηκα να τη βοηθήσω να καθίσει. Έκανε δυο βήματα και κάθισε. Ύστερα σηκώθηκε πάλι όρθια, τίναξε το κορμί της, χτύπησε το στήθος της με το δεξί της χέρι, σταυροκοπήθηκε και ησύχασε. Προσπαθώ να τη βοηθήσω. Σφίγγεται η καρδιά μου από συγκίνηση.
«Να ζήσεις, παιδί μου. Να ζήσεις, ψυχή μου. Να μη σε βρουν βάσανα στη ζωή σου».
Και ησυχάζει. Μοναδικές στιγμές συγκίνησης και συμπόνοιας στη ζωή μου. Η συγκίνηση μου κορυφώνεται. Σηκώνομαι να φύγω.
«Κάτσε, παιδί μου. Κάτσε. Σε λίγο θα περάσει ο Επιτάφιος».
Ιδρώτας πέφτει από το μέτωπο μου.
Οι στράτες τώρα είναι έρημες. Παντού βασιλεύει ησυχία.
Την κοίταξα με σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Θυμήθηκα τη μάνα τη δική μου, που νοιαζότανε για όλους. Μόνο τον εαυτό της δεν πρόσεχε.
«Κάπως έτσι θα ήτανε αν ζούσε», σκέφτηκα.
Δυστυχισμένη γυναίκα, αλλά περήφανη με γενναία ψυχή. Εκείνη συνέχισε:
«Πέρασα νύχτες και μέρες πικρές, παιδί μου. Όμως, τι μπορεί ν' αλλάξει το θέλημα του μεγάλου Θεού;» τόλμησε να ψελλίσει.
«Μη με κρίνεις, παιδί μου. Είναι βαριά η πληγή».
Αναστέναξε πάλι.
Δεν μπορεί ν' αλλάξει το ριζικό του ανθρώπου. Όλοι έχουν να κλάψουν κάποιο δικό τους. Καθένας έχει το δικό του τον πόνο. Ο Θεός είναι μεγάλος. Μπροστά στο έλεος του η ζωή είναι μηδέν. “Σίμωνε το Πάσχα», συνεχίζει. «Το βράδυ εκείνο της Μ. Παρασκευής η ψυχή μου ήταν βαριά. Προαισθανύμουνα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Προσευχήθηκα κι έπεσα να κοιμηθώ. Ο ύπνος δεν με είχε πάρει ακόμη, όταν άκουσα μια δυνατή βοή. Μου φάνηκε πως κουνήθηκε συθέμελα το σπίτι. «Θεέ μου» είπα και πετάχτηκα ολόρθη. Πήγα στο εικονοστάσι και σταυροκοπήθηκα. «Το παιδί μου!» σκέφθηκα. Το μονάκριβο παλικάρι μου. Ταξιδεύει τούτη τη βραδιά. Πολλά μπήκαν στο μυαλό μου. Φόβος με κυρίεψε. Θεέ μου! βοήθησε το να 'ρθεί με το καλό να γιορτάσομε την Ανάσταση του Κυρίου!
Ξαφνικά αστραπές έσχισαν τον ουρανό. Ο δυνατός αέρας ούρλιαζε. Τα σκυλιά αλυχτούσαν κι ο φόβος με κυρίεψε περισσότερο. Σκοτάδι βαθύ παντού. Ερημιά στους δρόμους, στη γειτονιά.
Λες να βούλιαξε το καράβι; Λες τα κύματα να το αναποδογύρισαν, να το σύντριψαν; Τι μπορεί να 'γινε; Μα δεν είναι δυνατόν. Ο γιος μου είναι δοκιμασμένος θαλασσινός. Και το σκαρί είναι γερό.
Βγήκα έξω στην αυλή. Ήταν όλα θεοσκότεινα. Όλα μαύρα κι άραχνα. Ο ουρανός άρχισε πάλι ν' αστραποβροντά. Λες και ο Θεός φανέρωνε την οργή του. Έκανα το σταυρό μου και μπήκα μέσα. Στάθηκα λίγο μπροστά στο εικονοστάσι και προσευχήθηκα. Ξάπλωσα και τυλίχτηκα στις κουβέρτες. Ένας φόβος με κυρίεψε
Το μαντάτο έφτασε στο χωριό. Το καράβι βούλιαξε και το πλήρωμα χάθηκε. Πώς σηκώθηκα από το κρεβάτι δεν ξέρω. Δεν ξέρω πού βρισκόμουνα. Μια φωνή αντηχούσε στα αυτιά μου»
«Κλάψε, κυρά μου, κλάψε.
Πάντα, παντέρμε λογισμέ, ήσυχη δε μ'αφήνεις,
γιάντα, παντέρμε λογισμέ, γιάντα με βασανίζεις;»
Της φίλησα με σεβασμό το χέρι, την ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη κι έφυγα. Βγήκα από το σπίτι, έστριψα τη γωνία και απομακρύνθηκα. Μάταια αναζητούσα το αυτοκίνητο μου. Τα είχα χαμένα, κυριολεκτικά. Η σκέψη μου έμεινε εκεί στη σεβάσμια γερόντισσα. Εκεί στο έρημο σπίτι της.
Από το βιβλίο του καθηγητή
κ. Βασίλη Χαραλαμπάκη
"ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ"
Η φωτογραφία είναι του Hector Christiaen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου