Πώς αποκαλύφθηκε ο κόσμος των Μάγια
Όταν έσπασε ο κώδικας της γραφής, ανατράπηκαν όλες οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τον πολιτισμό τους. Δημιούργησαν αστικό πολιτισμό με καταγραμμένη ιστορία και υπαρκτή γλώσσα
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του αιώνα μας». Έτσι χαρακτήρισε ο Μάικλ Κόου του Πανεπιστημίου του Γέιλ την αποκρυπτογράφηση της γραφής των Μάγια. Ο φαινομενικά υπερβολικός ενθουσιασμός του είναι δικαιολογημένος. Όταν το 1839 είδαν το φως τα πρώτα δείγματα γραφής των Μάγια, εκείνος που τα ανακάλυψε, ο Τζον Λόιντ Στίβενς, παραπονιόταν επειδή δεν βρισκόταν κάποιος νέος Σαμπολιόν να τα αποκρυπτογραφήσει, όπως είχε συμβεί με τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά 17 χρόνια νωρίτερα. «Ποιος θα τα διαβάσει;» αναρωτιόταν ο Στίβενς. Χρειάστηκε να περάσουν 150 χρόνια για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα. Οι Μάγια ήταν οι πρώτοι Αμερικανοί της προκολομβιανής περιόδου που ανέπτυξαν ένα εξελιγμένο σύστημα γραφής, με το οποίο κάλυπταν τα κτίρια τους. Αυτά τα κτίρια, κατεστραμμένα τώρα, βρίσκονται θαμμένα στις ζούγκλες του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής.
Οι υψηλοί ναοί, με τις απότομες κλιμακωτές πλευρές τους, που κατέληγαν σε επίπεδα από ασβεστόλιθο, δεσπόζουν πάνω από μία θάλασσα δέντρων, τη ζούγκλα που καλύπτει θαμμένους πάντα ναούς και που διαρκώς αποψιλώνεται. Μοιάζει σαν άλλος κόσμος και ίσως γι' αυτό το Τικάλ, η μεγαλύτερη αρχαία πόλη των Μάγια στη Γουατεμάλα, χρησίμευσε για εξωγήινο κάστρο στην ταινία «Πόλεμος των Αστρων».
Όσο για τους ανθρώπους που έχτισαν τα μέρη αυτά, ίσως πραγματικά να προήλθαν από κάποιον άλλο κόσμο. Ή τουλάχιστον έτσι το έκαναν να φαίνεται οι μελετητές που έγραψαν γι' αυτούς. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη, οι Μάγια διέφεραν από οποιονδήποτε άλλο λαό, που έχει καταγραφεί στα χρονικά της ανθρωπότητας. Δεν είχαν πόλεις, ούτε βασιλείς, δεν πολεμούσαν, δεν είχαν ούτε καν ιστορία ή καλύτερα δεν ενδιαφέρονταν για την ιστορία.
Δύο μελετητές
Δύο ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι για την εδραίωση της άποψης αυτής. Ο ένας, ο Αμερικανός Σιλβάνους Μόρλεϊ, πίστευε ότι τα ασβεστολιθικά ερείπια στη ζούγκλα δεν προέρχονταν από πόλεις, αλλά από ναούς, που είχαν κατοικηθεί μόνο από ιερείς και τους βοηθούς τους. Μονομανία του Μόρλεϊ ήταν το ημερολόγιο των Μάγια, εξαιρετικά λεπτομερειακό και περίπλοκο, με ομόκεντρους κύκλους αιώνων και χιλιετιών και που περιελίσσονται σε ετήσιες περιόδους των 260 ημερών, στηριγμένες στον μαγικό αριθμό 13 και με βασικό αριθμό το 20 (οι Μάγια μετρούσαν σε εικοσάδες).
Ο άλλος μελετητής ήταν ο σερ Ερικ Τόμπσον, Άγγλος της υψηλής κοινωνίας, που με την ευρωστία του πνεύματος του και την ειρωνική πένα του κυριάρχησε στις έρευνες και τις μελέτες για τους Μάγια μέχρι το θάνατο του, το 1975. Για τον Τόμπσον η θρησκεία διαδραμάτιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κατά την άποψη του, οι Μάγια ήταν λάτρεις των άστρων και ζούσαν ειρηνικά σε χωριά διάσπαρτα στην περιοχή. Υπέρτατη αρχή ήταν οι ιερείς, οι οποίοι ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με την αστρονομία. Οι επιγραφές στα μνημεία δεν αναφέρονταν σε βασιλείς, αλλά σε θεούς. Ο Τόμπσον πίστευε ότι οι Μάγια δεν είχαν καν ιστορία, εφόσον δεν υπήρχαν βασιλείς, κράτη ή πόλεμοι.
Όταν εμφανίστηκαν οι αποδείξεις για την ύπαρξη κρατών και πόλεων, εκείνος τις απέρριψε, με τον ισχυρισμό ότι ήταν αποτέλεσμα βαρβαρικών εισβολών και ότι οι πόλεις εκείνες δεν δημιουργήθηκαν από τους Μάγια. Όσο για τη γραφή, αυτή δεν ανταποκρινόταν σε μια γλώσσα της καθομιλουμένης, αλλά ήταν ένας μυστικιστικός γρίφος που επινόησαν οι ιερείς για ημερολογιακούς και θρησκευτικούς λόγους, όχι απλώς άγνωστος, αλλά υπεράνω ερμηνείας ή μάθησης.
Δυστυχώς, η Αρκαδία εκείνη δεν υπήρξε ποτέ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αναπτύχθηκε ένας εντελώς διαφορετικός τρόπος θεώρησης του πολιτισμού των Μάγια, που ανέτρεψε όλες σχεδόν τις παραδοσιακές αντιλήψεις. Σύμφωνα με τη νέα εκδοχή, οι Μάγια δημιούργησαν έναν αστικό πολιτισμό. Δεν ήταν καθόλου ειρηνικοί. Είχαν καταγραμμένη ιστορία. Η κατάρρευση τους προήλθε από εσωτερική πολιτική παρακμή και όχι από ξένη εισβολή ή θρησκευτική αναταραχή, όπως πίστευε ο Τόμπσον. Πάνω από όλα έγραφαν σε μία υπαρκτή γλώσσα και η ανακάλυψη της ήταν που άνοιξε τον δρόμο σε νέα συμπεράσματα. Και όπως συμβαίνει συνήθως με τις μεταβολές στον τρόπο σκέψης, η αναμόρφωση των αντιλήψεων για τους Μάγια δεν επήλθε με μια εκτυφλωτική αστραπή, αλλά σταδιακά.
Νέα στοιχεία
Το πρώτο ρήγμα στις παλιές αντιλήψεις εμφανίστηκε πολύ μακριά από την Κεντρική Αμερική, στο Λένινγκραντ, το 1952, όταν ένας νεαρός μελετητής, ο Γιούρι Κνοσόροφ, δημοσίευσε ένα άρθρο στη «Σοβιετική Εθνογραφία».
Το 1945, στην πτώση του Βερολίνου, ο Κνοσόροφ, στρατιώτης τότε πήρε μέσα από την πυρπολημένη Εθνική Βιβλιοθήκη της πόλης ένα βιβλίο. Επρόκειτο για έκδοση, που περιλάμβανε τρία από τα τέσσερα βιβλία των Μάγια, που έχουν διασωθεί. Επτά χρόνια αργότερα ανακοίνωσε εκείνο που ο Τόμπσον θεωρούσε αδύνατο, ότι δηλαδή είχε ανακαλύψει πώς γράφονταν οι λέξεις. Υποστήριξε ότι η γραφή των Μάγια. όπως εξάλλου όλες οι αρχαίες γραφές (και τα ιαπωνικά και τα κινεζικά), ήταν εν μέρει εικονογραφική και εν μέρει φωνητική «λογογραφική» κατά την τεχνική ορολογία. Πρόκειται δηλαδή για κλασικά ιερογλυφικά, για γραφή που υπόκειται στις αρχές των γνωστών ιερογλυφικών συστημάτων Ο Τόμπσον κατήγγειλε την εκδοχή ως προπαγάνδα των μπολσεβίκων.
Το επόμενο βήμα δεν είχε, παραδόξως, καμία σχέση με το πρώτο. Το 1960 η Ρωσοαμερικανίδα Τατιάνα Προσκουριάκοφ δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο υποστήριζε ότι οι αλληλουχίες ονομάτων που χωρίζονται με χρονικά διαλείμματα ανταποκρίνονται στους κύκλους της ανθρώπινης ζωής - γέννηση, γάμος και θάνατος. Με άλλα λόγια οι επιγραφές ήταν ανθρώπινες ιστορίες. Ο Τόμπσον, που είχε πεισματικά απορρίψει αυτή την εκδοχή, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Το τρίτο και τελευταίο βήμα ήταν συνδυασμός των δύο προηγούμενων θεωριών και της γλωσσολογικής ανάλυσης. Το συμπέρασμα ήταν ότι η γραφή ανταποκρινόταν σε γλώσσα της καθομιλουμένης, με γραμματική και συντακτικό. Με άξονα αυτά τα σύμβολα, που δεν ήταν ούτε ημερομηνίες, ούτε ονόματα και ανατρέχοντας στη δομή των σύγχρονων διαλέκτων των Μάγια, η Λίντα Σελ από το Πανεπιστήμιο του Τέξας απομόνωσε τα ρήματα. Αργότερα αποδείχτηκε ότι το φωνητικό τμήμα της γραφής ήταν πιο σημαντικό από ό,τι πίστευαν.
Οι Μάγια έγραφαν συστηματικά την ίδια λέξη χρησιμοποιώντας αδιακρίτως τα φωνητικά και τα εικονογραφικά σύμβολα. Επακολούθησε χείμαρρος αποκρυπτογραφήσεων και στη δεκαετία του '80 περίπου το 80% των ιερογλυφικών μεταφράστηκε. Οι περισσότερες επιγραφές αναγνώστηκαν. Ο κώδικας των Μάγια είχε σπάσει.
Ανασκεύασαν την ιστορία
Υπάρχει κάτι μαγικό στις άγνωστες γραφές. Η αποκρυπτογράφηση είναι ένα από τα πιο λαμπρά κατορθώματα της επιστήμης», έλεγε ο Μορίς Ποπ, μελετητής των γλωσσών. Η λιγότερο λαμπρή πραγματικότητα είναι ότι η αποκρυπτογράφηση είναι μόνο η αρχή: ακολουθεί η κατανόηση του νοήματος των λέξεων. Όμως, από τα μέσα του '80 οι μελετητές ήξεραν πια τι αναζητούσαν. Έως τότε επικρατούσε η αντίληψη ότι ο πολιτισμός των Μάγια είχε διαρκέσει περίπου 500 χρόνια (300 - 800 μ. Χ.). Βρισκόταν στην ακμή του, όταν ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας και όταν ο Μωάμεθ έφευγε από τη Μέκκα για τη Μεδίνα. Αλλά οι νέοι μελετητές ανακάλυψαν ιερογλυφικά το 100 μ. Χ. και οι πρώτες πόλεις των Μάγια έμοιαζαν ακόμη παλαιότερες, του 5ου και 6ου π. Χ. αιώνα. Με άλλα λόγια ο πολιτισμός των Μάγια εκτεινόταν χρονολογικά από την Αθήνα του Περικλή ως την απαρχή της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με την Προσκουριάκοφ, τα άτομα που αναφέρονται στις επιγραφές δεν ήταν ιερείς, αλλά βασιλείς. Στο Κόπαν, στην Ονδούρα, οι γραφολόγοι επεξεργάστηκαν αρχικά την αλυσίδα των δυναστειών που προέκυπτε από τις επιγραφές και στη συνέχεια οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα σώματα, Από τη μία πόλη στην άλλη οι μελετητές ανασκεύασαν την ιστορία: ποιος κυβερνούσε πότε, ποια ήταν τα παιδιά του, με ποιους πολέμησε και πώς αντιμετώπιζε τους γείτονες του. Όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Μάγια κατέγραφαν την πολιτική ζωή στους ναούς και φρόντιζαν να τοποθετούν τις πολιτικές πράξεις με ακρίβεια στο ιστορικό τους πλαίσιο, ώστε να τους προσδίδουν νομιμότητα. Έτσι, σήμερα αποκαλύπτεται όχι μόνο η χρονιά ενός σημαντικού γεγονότος, αλλά και η ημέρα και ενίοτε η ώρα.
Κατάρρευση και αφύπνιση ενός πoλιτισμού
Η πληθώρα λεπτομερειών αποσαφηνίζει τι συνέβη και, μέχρις ενός σημείου, γιατί. Στο βιβλίο «Ένα δάσος βασιλέων» η Λίντα Σελ και ο Ντέιβιντ Φρίντελ υποστηρίζουν ότι η βασιλεία ήταν ο κεντρικός πολιτικός θεσμός των Μάγια. Τα βασιλικά μνημεία δεν αποτελούσαν απλούς καταλόγους, αλλά συγκεκριμένες αναφορές σε διάφορα ζητήματα, όπως περιγραφή μιας νέας στρατηγικής (Τικάλ), τι συμβαίνει όταν μία γυναίκα γίνεται διάδοχος του θρόνου (Παλένκουε), όταν υπάρχει διαφωνία για τη διαδοχή (Γιαξτσιλάν), πώς δημιουργείται ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης ύστερα από κοινωνική κατάρρευση (Τσιτσέν Ιτσα). Στο «Αίμα των Βασιλέων» η Λίντα Σελ και η Μέρι Μίλερ του Πανεπιστημίου του Γέιλ υποστηρίζουν ότι πρωταρχικό ενδιαφέρον των βασιλέων ήταν το βασιλικό αίμα και η κατάκτηση μέσω του αίματος.
Ανατριχιαστικές σκηνές θυσιών και τελετουργικών αυτοτραυματισμών έχουν χαραχτεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι Σελ και Φρίντελ, σε ένα άλλο βιβλίο τους, τον «Κόσμο των Μάγια», εξετάζουν σε ποιο σύστημα αξιών στηρίζονται οι διαδικασίες αυτές. Κατά τη γνώμη τους οι Μάγια πίστευαν ότι ο κόσμος ήταν ζωντανή οντότητα. Αν έπαιρνες κάτι από αυτόν, τροφή για παράδειγμα, έπρεπε να δώσεις κάτι άλλο σε αντάλλαγμα. Το αίμα ήταν το πολυτιμότερο υγρό του ανθρώπου. Η λέξη αίμα σήμαινε ταυτόχρονα τον Θεό και την ψυχή και ήταν συγγενική με τις λέξεις ήλιος και όνειρο. Η τελετουργία της αιματοχυσίας ήταν ένα είδος επικοινωνίας με τους ιερούς προγόνους ή τεκμηρίωνε τη βασιλική καταγωγή ενός επίδοξου διαδόχου του θρόνου.
Σύμφωνα με τις τελευταίες απόψεις οι περισσότερες πόλεις-κράτη των Μάγια ενώνονταν με δύο χαλαρές συμμαχίες, που είχαν έδρα το Τικάλ, τη μεγαλύτερη πόλη - κράτος, και το Καλακμούλ. Οι συμμαχίες, κυρίως στρατιωτικές, στηρίζονταν σε εισφορές και στους γάμους.
Η μελέτη των συμμαχιών ίσως να ρίξει φως στο τελευταίο άλυτο μυστήριο των Μάγια, δηλαδή τα αίτια της κατάρρευσης του πολιτισμού τους, ο οποίος, σε αντίθεση με τον πολιτισμό των Αζτέκων, είχε παρακμάσει έξι αιώνες πριν από την έλευση των Ισπανών κατακτητών.
Η εισβολή ξένων μυστακοφόρων εχθρών στα βασίλεια των Μάγια εμφανίζεται στις εικόνες τους, μαζί με περίεργα πορτοκαλόχρωμα δοχεία. Ο,τι απέμεινε από τον κόσμο των Μάγια καταποντίστηκε μέσα στην αναρχία. Μέχρι το έτος 1000 δεν υπήρχε πλέον σχεδόν τίποτε. Η αιτία, σύμφωνα με τις τελευταίες αποκαλύψεις, ήταν η αποτυχία του πολιτικού συστήματος. Το 695 το σύστημα των συμμαχιών κατέρρευσε, όταν το Τικάλ κατέκτησε το Καλακμούλ και θυσίασε τον βασιλιά του. Η συμμαχία διαλύθηκε, το Τικάλ δεν κατόρθωσε να ελέγξει ολόκληρη την επικράτεια, ανίκανο να επιβληθεί στους τοπικούς άρχοντες.
Ωστόσο, η ιστορία των Μάγια δεν τελείωσε. Η πολιτισμική τους αναβίωση συμπίπτει με την εξιχνίαση του παρελθόντος, αντίδραση στην επονομαζόμενη μεγάλη συμφορά των Μάγια. Η πρώτη ήταν η κατάρρευση του 9ου αιώνα, η δεύτερη η ισπανική κατάκτηση, η τρίτη η αντεπίθεση του στρατού της Γουατεμάλα στη δεκαετία του '80, κατά την οποία σκοτώθηκαν 190.000 Μάγια και ένα εκατομμύριο από τα τρία του συνολικού πληθυσμού έγιναν πρόσφυγες. Η αναγέννηση των Μάγια έχει αντίκτυπο πέρα από τη Γουατεμάλα, στο Μεξικό, όπου η επανάσταση των Ζαπατίστας, εκτός από εξέγερση των οικονομικά εξαθλιωμένων χωρικών, έχει και εθνικιστικές ρίζες. Και στις δύο χώρες οι πρώτες συμφωνίες ειρήνευσης μεταξύ κυβερνήσεων και επαναστατών οδήγησαν στην εισαγωγή της διδασκαλίας της γλώσσας των Μάγια και στη χρήση της στην κυβέρνηση.
Οι σύγχρονοι Μάγια διατηρούν στοιχεία από την πίστη των προγόνων τους, όπως η σύνδεση του αίματος, του ήλιου και της ψυχής.
Ξαφνικά στην Κεντρική Αμερική κυκλοφόρησαν ημερολόγια με το έτος των 260 ημερών, οι μύθοι των Μάγια κυκλοφορούν σε κόμικς και τα ιερογλυφικά εμφανίζονται στις αναμνηστικές επιγραφές. Ο πολιτισμός των Μάγια δεν είναι νεκρός, όπως εκείνος της Μεσοποταμίας, ούτε ζωντανός σαν τον πολιτισμό της Ινδίας. Φαίνεται να αφυπνίζεται, καθώς το αρχαίο σύστημα έχει πεθάνει, αλλά η θεώρηση του κόσμου επηρεάζει πάντα όσους μιλούν τις διαλέκτους των Μάγια. Και αυτοί, όπως οι μελετητές, ανακαλύπτουν και πάλι την Ιστορία.
THE ECONOOMIST - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8.1.1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου