Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Το «μαρτιάτικο» ταξίδι των μαστόρων

 


Ο Μάρτης του ξενιτεμού

Το «μαρτιάτικο» ταξίδι των μαστόρων - Προετοιμασία και έθιμα της αναχώρησης

 

Του Παναγιώτη Ι. Καμηλάκη

Ερευνητή του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

 

Το φαινόμενο του αποδημητισμού και του ταξιδιωτισμού, για λόγους οικονομικούς, ενός μεγάλου και σημαντικού μέρους του ανδρικού πληθυσμού υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό όχι μόνο των «μαστοροχωριών», των χωριών που οι κάτοικοι τους ανέδειξαν ως κύρια τέχνη τους τη «μαστορική» (οικοδομική), αλλά, γενικότερα, φαινόμενο που έχει σημαδέψει καίρια τη ζωή των περιοχών που υπήρξαν κέντρα εξορμήσεως ποικίλων παραδοσιακών τεχνιτών. Έτσι, ο περιοδικός, πλανόδιος ή ημιμόνιμος αποδημητισμός αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της παραδοσιακής κοινωνίας της Ηπείρου, της Δυτ. Μακεδονίας, ορεινών κυρίως περιοχών της Θεσσαλίας, της Στερεάς, της Πελοποννήσου κ.ά. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων άφησε έντονα τα σημάδια του στην οικονομική και κοινωνική ζωή, αλλά και στον λαϊκό πολιτισμό των περιοχών αυτών.

Με ορμητήρια τα χωριά τους, οι άντρες βιοτέχνες, τεχνίτες, και γενικά επαγγελματίες με ποικίλες ειδικότητες και δεξιότητες, αναπτύσσουν μια αξιοσημείωτη επαγγελματική κινητικότητα, ένα επαγγελματικό «νομαδισμό» που εντυπωσιάζει, όταν μάλιστα γνωρίζουμε τις δυσκολίες και τους κινδύνους των ταξιδιών τότε, σε ένα ευρύτατο μάλιστα γεωγραφικό ορίζοντα.

Ιδιαίτερα οι μαστόροι -κτίστες και γενικά τεχνίτες της οικοδομής-, που αποτελούν την κινητικότερη ίσως επαγγελματική ομάδα πλανόδιων τεχνιτών του ελληνικού χώρου, άρχιζαν τα ταξίδια τους την άνοιξη, όταν άνοιγαν οι ορεινοί, ημιονικοί κυρίως, δρόμοι.

Βασικό ορόσημο έναρξης των ταξιδιών ήταν το τέλος της Αποκριάς, με το τέλος των χειμερινών γιορτών. Έτσι, όλη την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής, αλλά και λίγο αργότερα, αναχωρούσαν ομαδικά σε παρέες -μπουλούκια ή κομπανίες κ.λπ., όπως λέγονται οι άτυπα οργανωμένες ομάδες των πλανόδιων κτιστών.

Καθώς, λοιπόν, ο Μάρτης ήταν ο μήνας της αναχώρησης, σε ορισμένα μαστοροχώρια το πρώτο ταξίδι λεγόταν «μαρτιάτικο» και, προκειμένου για μετακινήσεις σε όχι πολύ μακρινές περιοχές, διαρκούσε συνήθως μέχρι το Πάσχα, γι' αυτό λεγόταν και «σαρακοστιανό».

Χαρακτηριστικό είναι το ηθογράφημα του Κονιτσιώτη συγγραφέα Βασ. Ι. Δημάρατου Το ξεπροβόδημα (Αθήνα 1935). Αναφέρεται στην αναχώρηση των φημισμένων μαστόρων της Κόνιτσας, στο ψυχολογικό κλίμα που επικρατεί, στην ατμόσφαιρα στα σπίτια των μαστόρων:

«Εστρων' η Σαρακοστή κι άρχιζε μ' αυτή η παστρική ζωή: δουλειά και φρονιμάδα [...]. Οι γιορτές είχαν περάσει και μ' αυτές μαζί τα γλέντια του χειμώνα. Τώρα στο χωριό σεργιάνιζε η άκαρδη "Διώχνω" με τη σκούπα... Ετσ' είχαν βαφτίσει τη φευγάλα: "Διώχνω". Τη φαντάζονταν γριά, κακιά, στριμμένη [...]. Άμα έρχονταν η μέρα της, ξύπναε πρωί-πρωί. Άρπαζε τη σκούπα κι έφερνε γύρω το χωριό [...]. Από τα χέρια της κανένας δεν μπορούσε να γλυτώσει.

— Ηρθε, ήρθε η άτιμη η Διώχνω πάλε [...]. Αύριο είμαστε για να είμαστε! [...]».

Την «Διώχνω» την προσωποποιεί ο λαϊκός άνθρωπος στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, και όχι μόνο, ως γριά κακιά που όλοι την αποστρέφονται, όπως τη χολέρα ή την πανούκλα. Με τη σκούπα της γύριζε και μάζευε μαστόρους και μαστορόπουλα, στα χωριά θα έμεναν μόνο οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, ο παπάς και κάποιοι άρχοντες.

Την ημέρα αναχώρησης, οι μαστόροι ήταν έτοιμοι πρωί-πρωί. Θα έρχονταν οι αγωγιάτες να φορτώσουν τα πράγματα τους, εργαλεία, ρούχα, λίγα τρόφιμα για τον δρόμο. Αν ήταν πολύ φτωχοί ή το ταξίδι κοντινό, απέφευγαν για οικονομία να πάρουν αγωγιάτες. Συχνά είχαν τα δικά τους ζώα, κυρίως μουλάρια, ιδίως οι μαστόροι της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, ένα-δυο κάθε μάστορας. Αν υπήρχε δυνατότητα, πήγαιναν καβάλα τη συχνά πολυήμερη και κοπιαστική διαδρομή, ενώ τα μαστορόπουλα βάδιζαν πάντοτε πεζή.

Η συγκρότηση της ομάδας, που στηριζόταν κατά κανόνα στη συγγένεια των μελών της, και οι σχετικές συνεννοήσεις και προετοιμασίες για το ταξίδι γίνονταν συνήθως λίγο νωρίτερα.

Συχνά το μπουλούκι συγκροτούνταν από τον πρωτομάστορα για ένα μόνο ταξίδι, δεν είχε δηλ. μόνιμο χαρακτήρα.

Ποικίλα στις παραλλαγές τους είναι τα έθιμα, οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες της αναχώρησης. Ενδεικτικά: ακουμπούσαν στο κατώφλι ένα δοχείο με νερό και μέσα ένα φλουρί από τη μάνα ή τη σύζυγο του μάστορα, ο οποίος, βγαίνοντας για να αναχωρήσει, έριχνε με το δεξιό πόδι του το δοχείο, χυνόταν το νερό κι έπαιρνε το φλουρί. Το έθιμο γίνεται, κατά τρόπο αναλογικά μαγικό, στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας και αλλού, για το «καλό ποδαρικό» του μάστορα που φεύγει.

Το πρωί της αναχώρησης, συγγενείς, φίλοι και γείτονες τους συνόδευαν μέχρις ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως την άκρη του χωριού, απ' όπου αυτό διακρίνεται για τελευταία φορά. Ο τόπος, δηλαδή, του αποχωρισμού ήταν σε καίριο σημείο της οργάνωσης του χώρου. Το σημείο αυτό ως τοπωνύμιο συμπυκνώνει και συμβολίζει την ψυχολογική και κοινωνική διάσταση που έχει ο παραδοσιακός επαγγελματικός ταξιδιωτισμός, η ξενιτιά, όπως τη λέει ο λαός. Είναι χαρακτηριστικά τα τοπωνύμια Κλαψόδεντρος, Κλαψορράχη, Κλαψογκορτσιά κ.ά. (στη Δυτ. Μακεδονία) και το Κλαψοχώραφο, Ανάθεμα, Πικροκέρασος, Ντέρτι κ.ά. (στην Ηπειρο). Εκεί γινόταν ο πικρός αποχωρισμός. Στον δρόμο ως εκεί, σε ορισμένα μαστοροχώρια, όπως στη Γαλατινή Κοζάνης, «έριχναν όπλα», για να γυρίσει γρήγορα ο ξενιτεμένος. Για τον ίδιο λόγο, οι συγγενείς, όταν, μετά την αναχώρηση επέστρεφαν στο σπίτι, ράντιζαν την αυλή με νερό.

ΤΟΜΟΣ ΜΗ’ - ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ/ ΑΝΟΙΞΗ/  ΜΑΡΤΙΟΣ

ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου