Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

 


 ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Ένα παράξενο παιγνίδι έπαιξε η μοίρα στον σουλτάνο Μαχμούτ τον Ζ' που βασίλευε την χρονιά που ξέσπασε η Επανάσταση του 1821. Είχε ανέλθει στον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το όνειρο μεγάλων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους κλάδους, με το όνειρο της απαλλαγής του κράτους από παρασιτικούς οργανισμούς όπως ήταν οι γενίτσαροι και με το όνειρο της εξυγίανσης της εξαχρειωμένης από την διαφθορά διοίκησης του κράτους. Θεωρούσε ότι το Ελληνικό στοιχείο ήταν ο σημαντικότερος παράγοντα για την πρόοδο της αυτοκρατορίας του και διόριζε επιφανείς Φαναριώτες στην διοίκηση ενώ είχε ως προσωπικούς του φίλους Έλληνες όπως ο Μιχαήλ Σούτσος.  Είδε όμως παράλληλα την αυτοκρατορία του να τραυματίζεται από στασιαστικά κινήματα πασάδων και να κατακερματίζεται από εθνικές επαναστάσεις υποδούλων λαών. Είδε ακόμα η εξουσία του να λούζεται στο αίμα αμάχων και αθώων Ελλήνων δι' ομαδικών εκτελέσεων που ήταν άσκοπες και συνέτειναν στο να εξαγριώσουν περισσότερο τους επαναστατημένους Έλληνες που επεδίωκαν την απόκτηση της ελευθερίας τους στην Ελλάδα και έγιναν αφορμή για φοβερά αντίποινα.

Όταν του διεμήνυσαν, κατά πρώτον ο Αλή πασάς τα περί της Φιλικής Εταιρίας και έπειτα ο Καπετάν πασάς, Τούρκοι βαλήδες, ο Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου και Ευρωπαϊκά ακόμη ανακτοβούλια προσκείμενα προς την Τουρκία, όπως το ανακτοβούλιο της Βιέννης, ότι υπήρχαν στα Επτάνησα, στην Στερεά Ελλάδα και σε αυτήν την Πελοπόννησο εταιρίες και σύλλογοι Ελλήνων δήθεν για εκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς, άλλα στην πραγματικότητα με μυστικό πολιτικό πρόγραμμα, δεν θέλησε να τους πιστέψει. Δεν έβλεπε ούτε τον λόγο για ένα Ελληνικό κίνημα, ούτε πίστευε στην δυνατότητα της πραγματοποιήσεως του. Πίστευε μόνον ότι πιθανόν να υπήρχαν μερικά παράπονα διά την κακήν Τουρκική διοίκηση και ότι μερικοί θερμόαιμοι πιθανόν να υποκινούνταν από τον πασά των Ιωαννίνων και έκρινε τα διαμηνυόμενα σε αυτόν ως υπερβολές ή ακόμη και ως ραδιουργίες. Όταν προσκομίσθηκαν ενώπιον του τα ανευρεθέντα επί του δολοφονηθέντος Υπάτρου αποκαλυπτικά έγγραφα για την Φιλική Εταιρία και την παρασκευαζομένη επανάσταση, ανησύχησε άλλα δεν πίστεψε ότι η επαναστατική αυτή συνωμοσία είχε έκταση. Κατεπλάγη όμως όταν ένας προδότης κατήγγειλε στην Πύλη συγκεκριμένα στοιχεία περί προσβολής της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως υπό Ελλήνων συνωμοτών. Του εξετέθη ολόκληρο το σχέδιο το οποίον είχε πράγματι καταστρωθεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, άλλα μόνον επί χάρτου και κατά το όποιον θα γινόταν κατάληψη ή εμπρησμός του Τουρκικού στόλου, θα πυρπολούνταν επίσημα κτίρια και θα δολοφονούσαν τον ίδιο εντός των ανακτόρων. Ονόματα δεν καταγγέλθηκαν, αλλά αναφερόταν ότι μεταξύ των συνωμοτών ήσαν οι ισχυρότεροι Φαναριώτες. Ο Μαχμούτ απεφάσισε να λάβει αυστηρά μέτρα, άλλα δεν έσπευσε αμέσως να τα πραγματοποίηση. Αυτά όμως έγιναν γνωστά και έξω από τα ανάκτορα και  συζητούντο στα Τουρκικά καφενεία. Έτσι άρχισε αναβρασμός των φανατικών Μουσουλμάνων εναντίον του Ελληνικού στοιχείου. Όταν έφτασε στα ανάκτορα κατά την 1ην Μαρτίου 1821 η είδηση για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία αυτή εξόργισε τον Μαχμούτ, αλλά και αυτό αποδόθηκε περισσότερο σε Ρωσική υποκίνηση. Στην πόλη όμως άρχισαν να εκδηλώνονται απειλητικές διαθέσεις. Παντού έβριζαν και προκαλούσαν τους Έλληνες, ενώ το περιβάλλον του σουλτάνου και περισσότερο όλων ο ευνοούμενος του παντοδύναμος Χαλίτ εφέντης προσπαθούσαν να τον ερεθίσουν περισσότερο κατά των Ελλήνων, χαρακτηρίζοντάς τους ως αχάριστους διά τις τόσες εύνοιες και ως αιτίους για όλα τα δεινά της αυτοκρατορίας.

Έγινε τότε γνωστό ότι ο Νικόλαος Σούτσος, ο Ιωάννης Σχινάς και ο υιός του τότε ηγεμόνα Καρατζά έφυγαν κρυφά με Αγγλικό πλοίο και με  όλες τους τις αποσκευές. Αυτό κρίθηκε από την Πύλη σαν δραπέτευση ενόχων που φοβόντουσαν ότι επέκειτο η σύλληψή τους και ο Μαχμούτ το θεώρησε ως την σοβαρότερη απόδειξη ότι είχαν ανάμιξη στο κίνημα όλοι οι Φαναριώτες και ακόμη και οι πλέον έμπιστοι του και ότι η έκρηξη της επαναστάσεως τόσο στην Κωνσταντινούπολη  όσο και στην Κάτω Ελλάδα, όπου σύμφωνα με καταγγελίες η κίνησης ήταν ζωηρότερη, ότι ήταν ζήτημα ήμερων. Απεφάσισε λοιπόν πλην της καταστολής του κινήματος στην Μολδοβλαχία να κτυπήσει κατακέφαλα την συνωμοσία, διεγείροντας τον θρησκευτικό και τον φυλετικό φανατισμό του Τουρκικού λαού, ώστε το Ελληνικό κίνημα, να βρει απέναντι του όχι μόνον στρατό, άλλα ολόκληρο το Ισλάμ με ακονισμένη μάχαιραν. Ξαπολήθηκε τότε αγρία τρομοκρατία με σκηνοθετημένο όχλο κρατικών εκδηλώσεων. Τα κακοποιά στοιχεία, γενίτσαροι παραγκωνισμένοι, αχθοφόροι άνεργοι των προκυμαίων, βρήκαν την ευκαιρία να δράσουν, ενώ ουλεμάδες και δερβίσηδες δυσαρεστημένοι από τις μεταρρυθμιστικές τάσεις του σουλτάνου και επειδή φαντάζονταν ότι διαμέσου της επικρατούσας ανωμαλίας θα ανακτούσαν την δύναμη πού είχαν χάσει, περιέτρεχαν τους δρόμους και κραύγαζαν ότι το Ισλάμ κινδυνεύει και ότι πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά και χωρίς έλεος οι ανάξιοι να υπάρχουν γκιαούρηδες. Γίνανε επιθέσεις εναντίον οικιών, διαβάτες κακοποιούνταν και ληστεύονταν. Οι Έλληνες έντρομοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, ενώ για την προμήθεια τροφίμων πλήρωναν όσα-όσα στους Τούρκους, που εμφανίζονταν τάχατες πρόθυμοι να τους εξυπηρετήσουν.

Όπως ήταν επόμενο, πολλοί Έλληνες προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοία για να σωθούν και μερικοί το κατόρθωσαν. Διαδόθηκε τότε ότι ο πρώην ηγεμόνας Αλ. Χατζερής δραπέτευσε με την οικογένειά του διά πλοίου προς την Οδησσό. Αυτό ερέθισε περισσότερο τα πνεύματα και εκδόθηκε διαταγή να μετοικήσουν αμέσως στην συνοικία του Φαναριού όλες οι διαμένουσες στις επαύλεις των στα προάστια του Βοσπόρου αρχοντικές Ελληνικές οικογένειες.

Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ ελπίζοντας ότι με την τακτική της ευπειθείας ήταν δυνατό να αποτραπούν τα απειλούμενα δεινά, απεύθυνε αναφορά στην Πύλη ότι όλοι οι Έλληνες πρόκριτοι - έδιναν εγγύηση ο ένας για τον άλλο για την παραμονή τους στην Κωνσταντινούπολη και ότι εφ' όσον τους δινόταν η δυνατότητα θα συνέπρατταν ως πιστοί υπήκοοι του σουλτάνου. Αλλά ο κεχαγιάς Ζανηπ εφέντης  όταν διάβασε την αναφορά γέλασε. Γνώριζε ότι είχε καταρτιστεί κατάλογος προγραφών σε ευρεία κλίμακα.

Ο πατριάρχης διατάχθηκε να αποστείλει στην Πύλη μερικούς από τους πλέον έγκριτους αρχιερείς, σε εκτέλεση δε της διαταγής μετέβησαν και παρουσιάστηκαν προ του ρεήζ έφέντη - του υπουργού των Εξωτερικών -ο Εφέσου Διονύσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομήδειας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνάβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Αγχιάλου Ευγένιος. Οι παρουσιασθέντες απομονώθηκαν. Κατά την ιδίαν ημέρα θορυβώδης διαδήλωση δέκα χιλιάδας περίπου Μουσουλμάνων μαζί με ουλεμάδες και δερβίσηδες επί κεφαλής, περιήλθαν με αλαλαγμούς τους δρόμους της Πόλης και κατέληξαν προ της κατοικίας του σεϊχουλισλάμ και ζήτησαν παρά του ανωτάτου θρησκευτικού αρχηγού την κήρυξη Ιερού πολέμου κατά των Χριστιανών και των αρχιερέων των. Τούτο σήμαινε την έναρξη σφαγής όλων των Ελλήνων. Μετ' ολίγον ο σεϊχουλισλάμ κληθείς μετέβη στα ανάκτορα, όπου ο σουλτάνος του ζήτησε άνευ περιστροφών να εκδώσει φετφάν (νομική γνωμοδότηση επί του Μουσουλμανικού δικαίου) για την κήρυξη του Ιερού πολέμου, πράγμα το όποιον αποτελούσε δικαίωμα κατά τον εκ του Κορανίου νόμο του θρησκευτικού αρχηγού. Το άπιστο γένος έπρεπε να εξολοθρευθεί. Αλλά ο σεϊχουλισλάμ ζήτησε ολίγο καιρόν για να σκεφτεί. Δεν ήταν δυνατό να αποφασισθεί σε μίαν στιγμήν η σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο σουλτάνος δυσφόρησε, αλλά αναγκάσθηκε να περιμένει.

Στο μεταξύ ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ πληροφορήθηκε τα όσα έλαβαν χώρα στο παλάτι και παίρνοντας μαζί του  και τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο επισκέφθηκε τον σεϊχουλισλάμ και αφού βεβαιώθηκε παρά αυτού για τα όσα διαδραματίσθηκαν στα ανάκτορα, προσπάθησε να τον πείσει ότι ο Ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως ήταν αμέτοχος στην επανάσταση και τον εξόρκισε στο όνομα του Θεού και του ανθρωπίνου δικαίου να αποτρέψει την σε ώρες οργής αποφασισθείσα άδικη σφαγή. Εκείνος ζήτησε από τον πατριάρχη να του δώσει την απόδειξη ότι ο πολύς Ελληνικός λαός ήταν ξένος προς το κίνημα και του υπέδειξε ότι αν μετά της Συνόδου της Μεγάλης Εκκλησίας προέβαινε με επίσημη γραπτή απόφαση στην αποδοκιμασία της επανάστασης και στον αφορισμό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου, δεν θα υπέγραφε τον φετφάν του ιερού πολέμου. Υπό την δαμόκλειο αυτήν σπάθη που κρεμόταν από μια κλωστή πάνω από τα κεφάλια του Ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, ο Γρηγόριος μαζί με τους Συνοδικούς αποδοκίμασαν με γραπτό πρακτικό την επανάσταση και εξέδωσαν επιτίμια για τον Αλέξανδρον Υψηλάντη και τον Σούτσο. Επρόκειτο περί πράξεως πού υπαγόρευε η σύνεση για την σωτηρία των Ελλήνων της Πόλης. Επί του έγγραφου αυτού στηρίχθηκε ο σεϊχουλισλάμ και αρνήθηκε τελικά την έκδοση του φετφά.

Ο σουλτάνος οργίστηκε και κήρυξε έκπτωτο τον σεϊχουλισλάμ και τον εξόρισε, χωρίς όμως να τολμήσει να ζητήσει από τον διάδοχο του την έκδοση του φετφά εκ του φόβου νέας αρνήσεως. Ταυτοχρόνως έπαυσε τον μέγα βεζύρη Σαίδ Αλή πασά, διότι η πολιτική και των δυο απέναντι των Ελλήνων του φαινόταν ήπια. Κατά τα μέσα Μαρτίου κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο και συνεκέντρωσε στην Κωνσταντινούπολη στρατό υπερβαίνοντα τις 100 χιλιάδας, για την ασφάλεια όχι μόνον της πόλεως, άλλα και της ιδίας του της ζωής, για την οποίαν πράγματι φοβόταν. Και στερούμενος πλέον αντιδράσεως, έδωσε το σύνθημα των σφαγών δια οχλαγωγιών. Οι επιθέσεις άρχισαν και ο φόνος Χριστιανού δεν εθεωρείτο έγκλημα. Οι πόρτες των σπιτιών όσων καταγγελόντουσαν ως ύποπτοι παραβιαζόντουσαν και εκ των ενοίκων οι άνδρες σφάζονταν, οι γυναίκες βιάζονταν ή συρόντουσαν έξω για να πωληθούν ως σκλάβες στα ανθρωποπάζαρα και τα παιδία απήγονταν και όσα δεν εξισλαμιζόντουσαν πωλούνταν και αυτά.

ΗΛΙΟΣ -ΕΛΛΑΣ Α

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου