Σάββατο 15 Απριλίου 2023

Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ : Η ώρα της προσδοκίας

 


 Η ώρα της προσδοκίας

Του Ι.  Μ.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Επιστρέφω στη μνήμη των πρώτων χρόνων. Στην εκκλησία της θαλασσινής πολιτείας απομεσήμερο και βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου κατάκλειστη, θαμποφωτισμένη, ερημική με το Σώμα αποκαθηλωμένο, κατασπαραγμένο    ενταφιασμένο με την τραγωδία οδηγημένη στο έσχατο όριο.  Περισκέπαζε τα πάντα η σιγή του θανάτου.  Οι στερνοί θρήνοι είχαν σβήσει στο μάκρος του δρόμου τα επιτάφια άνθη  είχαν  φυλλορροήσει   η εκκλησιά ολόκληρη είχε μεταμορφωθεί σ’ εκείνο το μνημείο του Ιωσήφ του από Αριμαθείας το σκαμμένο στο βράχο. Και ήταν άνοιξη του νερού, άνοιξη της θάλασσας. Το κύμα του Απρίλη αλαφροσάλευε  στην ακρογιάλια,  κάτω από τα γέρικα σπίτια με τους ετοιμόρροπους εξώστες σιμά στα κοιμισμένα πλεούμενα. Η νύχτα κατέβαινε κατανυκτική στους ολόγυρους  δασωμένους λόφους   στις χαμηλές στεριές με τα σκληρά αρμυρίκια στις φυκοστρωμένες παραλίες, ανάμεσα στα καλύβια των ξωμάχων και στις καλαμωτές των ψαράδων.  Ώρα γλυκύτατη της αναμονής και της προσδοκίας. Ύστερα   μέσα στο πρώτο σύθαμπο   η καμπάνα χτυπούσε σιγαλινά  οι αρχαίες γυναίκες άναβαν τα λυχνάρια στα ήσυχα σπίτια,    αλαφροσάλευαν    τα   βαρύπνα βλέφαρα, οι δρόμοι γέμιζαν από πλήθος πολύ   που ξεχυνόταν από κάθε πόρτα για να πορευτή  στην Ανάσταση.

Πως να λησμονήσω την ώρα εκείνη που αγουροξυπνημένο παιδί, κρατημένο από το πατρικό   χέριτο λειωμένο τώρα από χρόνια πολλά μέσα στη μαύρη και τη σκοτεινή γη,   δρασκελούσα το πέτρινο κατώφλι της εκκλησιάς και τα μάτια μου γέμιζαν   θάμπος κι ένιωθα    ανάμεσα ύπνου και ξύπνου  την πλάση αλλόκοτη τους   καθημερινούς   ανθρώπους    τους γειτόνους, τους φίλους του σχολειού και του σπιτιού σαν ντυμένους υπερκόσμιο φως και άκουγα με νωθρά αυτιά τον εξαίσιο κανόνα, το «κύματι θαλάσσης» και το «Κύριε θεέ μου, εξόδιον ύμνον και επιτάφιον ωδήν»  και το «Θεοφανείας σου, Χριστέ της προς ημάς συμπαθώς γενομένης» και τ’ άλλα, όσα η ψυχική ευφορία και ο πνευματικός οίστρος αρχαίων αιώνων είχαν με  τόση αγάπη και με τόση ομορφιά συνταιριάσει. 

Όρθρος βαθύς, μόλις που ξεκαθάριζε ο σιωπηλός ουρανός και τα μελίσσια των άστρων έσβηναν σιγά σιγά κι αχνοκοκκίνιζε η ούγια του στερεώματος. Επικρατούσε ακόμη στο έθνος ν'  ανασταίνουμε την αυγή.  Βγαίναμε από   την εκκλησιά κι η πρωινή ψύχρα μαστίγωνε  τα πρόσωπα μας.  Ακούγαμε την αγγελία του Μάρκου   «Διάγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιάκωβου και Σαλώμη   ηγόρασαν   αρώματα". Πόση τρυφερότητα, πόση ποίηση   πόσο φως!. Και ξαφνικά   σαν ένα ξέσπασμα   σα μια φλέβα νερού που αιχμαλωτίζεται για μια στιγμή και τινάζεται σ’  ασπροσπέλαστα ύψη, ο αναστάσιμος αίνος! Τι ανακούφιση! Η ώρα της αναμονής, η ώρα της προσδοκίας είχε συμπληρωθεί. Ο ήλιος ανέβαινε πασίχαρος ντυμένος βύσσον και πορφύραν, ξυπνούσαν τα νερά, ξυπνούσαν οι λόφοι, τα χελιδόνια σπάθιζαν τον αέρα, οι άσπρες λαμπάδες τεχνουργούσαν χρυσοκύανες φλόγες τρεμάμενες η παιδική μου καρδιά η αμάθητη αγαλλίαζε: "αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή".

Κάθε φορά τη Λαμπρή προσπαθώ να ξαναζήσω την ώρα εκείνη να μη στοχάζομαι μονάχα να νιώθω. Ν' αποστάζω την ποίηση μέσα μου καθώς πολύτιμο μυρωδικό   νάρδο πιστική  σμύρνα και κασσία και λιβάνι για να μαθαίνω ολοένα να μαθαίνω, πως η ποίηση δεν είναι λόγος κενός, είναι μια δύναμη, και ασύντριφτη και αναμονής, σε μια ώρα προσδοκίας. Η ανάσταση υπερβαίνει τα σχήματα  της λογικής του ανθρώπου.  Ενώ η αναμονή και η προσδοκία είναι ο άνθρωπος. Από την πρώτη ίσαμε τη στερνή του στιγμή. 

Η εκκλησιά του Σαββάτου η θαμποφωτισμένη, η μοναξιασμένη, το μνημείο που περικλείει το Σώμα, είναι μια υποτύπωση της ζωής και της μοίρας.   Δεν είμαστε μόνο από την ουσία των ονείρων πλασμένοι, καθώς είπε ο ποιητής, είμαστε και από την ουσία της αναμονής και της προσδοκίας. Πολλές φορές δεν ξέρουμε τι περιμένουμε.   Το γεγονός ωστόσο είναι   πως περιμένουμε και πως προσδοκούμε πάντα. Με το πνεύμα ακοίμητο, με την ψυχή ανήσυχη, με την καρδιά έτοιμη να σπάσει. Οι άνθρωποι, που το αποφάσισαν   πια   πως  δεν  έχουν   τίποτε   να προσδοκήσουν, πως δεν έχουν να προσμείνουν τίποτε είναι οι θλιβερότεροι του κόσμου τούτου. Οι πιο βέβαια καταδικασμένοι.   Όταν   δεν   περιμένεις  τίποτε, ακόμα κι αν φρονείς πως έχεις αποκτήσει τα πάντα   ουσιαστικά δεν κατέχεις τίποτε,   η αναμονή δεν είναι αξιοκατάκριτη άρνηση της ολιγάρκειας.  Όποιος περιμένει αγρυπνεί. Έτσι έχει ορίσει η μοίρα των ανθρώπων.

Όταν ο χώρος γίνεται μέσα μας στεγνός, όπου πουθενά δεν υπάρχει ραγισματιά αν όλοι οι δρόμοι φαίνονται κλεισμένοι από ασήκωτους βράχους, δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά, η ανάγκη  των  διεξόδων γίνεται  εντονότερη. Αυτό το νόημα παίρνει καμιά φορά και η ελευθερία : διέξοδος, για ζωή ή για θάνατο. Οι μέριμνες οι ανάγκες οι θλίψεις, οι φιλοδοξίες ακόμα και οι πραγματοποιήσεις υψώνουν τα τείχη. Σχηματίζουμε ένα πρόσωπο μια βέβαιη παρουσία, πίσω από το όνομα από τη χρονολογία ενεδρεύει η αναμονή η δίψα η πείνα για το παραπέρα, για το "επέκεινα" για τον κόσμο που ανοίγεται έξω από τα τείχη.

Ολιγάρκεια ή απόγνωση;  Νομίζω, απόγνωση. Η συνείδηση ενός τέρματος οριστικού και αμετακίνητου.  Τα φτερά της ψυχής  συμμαζώνονται   το  ένα  πέφτει πάνω στ’ άλλο, σχηματίζεται ένα κέλυφος αδιαπέραστο και ότι είταν  λαχτάρα, ξεκίνημα προς τα ύψη, ξεκίνημα προς τα βάθη μεταμορφώνεται σ' ένα παγωμένο στεναγμό, σ’ ένα πρόσωπο με άδεια μάτια, με κουρελιασμένο δέρμα, με πεθαμένα αυτιά, με γυμνά ξέσαρκα χείλη Ο θάνατος!

Ολωσδιόλου αντίθετα, πόσο εύφορη, πόσο γόνιμη είναι η σιωπή του Σαββάτου, η σιωπή της εκκλησιάς με το άχραντο Σώμα, που προσμένει την ώρα του! Η σιωπή της αναμονής. Καθώς όταν προσμένεις το βέβαιο γυρισμό αγαπημένου προσώπου κι αγναντεύεις τη μεγάλη θάλασσα, το μάκρος του δρόμου, να ιδείς πανάκι ν' αστράφτει στο φως, ν' ακούσεις βήμα να σιμώνει. Μέσα στη σιωπή παρασκευάζεται με μυστικές ουσίες, με την καταπληκτική αλχημεία της ψυχής η ανύψωση, η έγερση, η διάχυση, ο αλαλαγμός τέλος του θριάμβου, το «πόμα καινόν» του υμνολόγου, η «πηγή αφθαρσίας». Όλα είναι φιλικά, την ώρα εκείνη, γεμάτα οικειότητα, καθώς είναι το έαρ φιλικό όλο καρδιά, όλο στοργή και τρυφερότητα. Έτσι ο θάνατος χάνει την ορατότητα του, δεν είναι πια ένας ολόκληρος ένας τέλειος θάνατος. 

Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς οι ανθισμένες πορτοκαλιές υπενθυμίζουν το πάθος της ζωής, το πόσο θαυμάσιο είναι το να υπάρχεις, το πόσο πολύτιμη είναι και η συνείδηση του υπάρχειν. Να υπάρχεις και να το γεύεσαι με μυστική χαρά, συνεπαρμένος, καθώς γεύεται ο πεινασμένος ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί καθώς δροσίζεται ο διψασμένος στο ρυάκι της λαγκαδιάς, ανάμεσα στις βελανιδιές και τα σκίνα. Να ξανάρχεσαι στην πρώτη στιγμή της δημιουργίας τη στιγμή που δίνει στα χάος μορφή που προσφέρει στις προαιώνιες δυνάμεις του σύμπαντος την έκφραση τους. Να μη χάνεις την εμπιστοσύνη σου στην αυριανή μέρα, να μην καταριέσαι την ελπίδα γιατί η ελπίδα, ακόμη και όταν δείχνεται άδειος λόγος, δεν παύει να είναι μια δύναμη Αυτή είναι η διδαχή της σιωπής, μια διδαχή που πέρα από το συγκεκριμένο αναφέρεται στην καθολικότητα του πνεύματος και στην εγρήγορση της ψυχής.

Οι μνήμες της παιδικής ηλικίας περπατούν μέσα μας, μερικές απομένουν στη μέση του δρόμου κι εξαφανίζονται, άλλες φτάνουν ίσαμε τα έσχατα όρια των καιρών, καθώς αναιμικοί αστερισμοί, που τρεμοσβήνουν αντίκρυ στους εναντίους ανέμους. Υπάρχουν και κάποιες ανάμεσα τους ασάλευτες πάντα ζωντανές και πάντα παραμυθητικές, κύκλοι γεμάτοι φως, στέκονται μέσα στην ψυχή και την καταυγάζουν και την ενισχύουν στις δύσκολες ώρες. Μια τέτοια μνήμη θέλησα ν αναπολήσω και μάλιστα εφέτος, που μικρό εμπόδιο δεν μου επιτρέπει να ξαναβρεθώ στη θαλασσινή πολιτεία, στην εκκλησία τη στρωμένη με δάφνες, οπού κάθε χρόνο πηγαίνω, για να ξαναζήσω τους χαμένους καιρούς. Για να αισθανθώ, για μια μεγάλη στιγμή πως τίποτε δεν έχει περάσει, πως  τίποτε δεν έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, πως υπάρχει πάντα κάτι, που μπορεί να το προσμείνει και να το προσδοκήσει ο άνθρωπος, σαν ένα φως μέσα στο πολύ σκοτάδι.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου