Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

«Προσοχή στο σκύλο...»

 


Βρετανοί πιλότοι στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο
 

 «Προσοχή  στο  σκύλο...»

 

Γράφει ο RONALD DAHL

 

Κάτω χαμηλά βρισκόταν μια απέραντη κυματιστή άσπρη θάλασσα από σύννεφα και πάνω ήταν ο ήλιος, άσπρος κι’ αυτός σαν τα σύν­νεφα- γιατί ο ήλιος δε δείχνει ποτέ κίτρινος όταν τον βλέπει κανείς από ψηλά, πετώντας με αεροπλάνο.

 

Ο αεροπόρος οδηγούσε ακόμα το Spitfire. To δεξί του χέρι κρατούσε το τιμόνι και δούλευε τις ταχύτητες μονάχα με τ’ αριστερό του πόδι. Δεν έβρισκε μεγάλη δυσκολία σ’ αυτό. Τ αεροπλάνο πε­τούσε κανονικά και κείνος ήξερε τί έκανε.

 

«Όλα πάνε καλά», σκέφτηκε. «Θα τα καταφέρω. Ξέρω το δρόμο του γυρισμού· θα είμαι κει σε μισή ώρα —θα προσγειωθώ, θα σβήσω τη μηχανή μου και θα τους πω, «Παιδιά με βοηθάτε να βγω;» Θα τα πω με τόσο φυσικό και συνηθισμένο τρόπο πού κα­νένας τους δεν θα καταλάβει τίποτα. Ύστερα θα τους πω: «Ας με βοηθήσει ένας σας να βγω. Δεν μπορώ μόνος μου γιατί έχασα το ένα μου πόδι.» Θα γελάσουν όλοι νομίζοντας πως αστειεύομαι. Εγώ όμως θα τους ξαναπώ: «Ωραία· αν δεν το πιστεύετε, ελάτε να ρίξετε μια ματιά, άπιστοι Θωμάδες». Τότε ο Yorky θα σκαρφα­λώσει πάνω στο φτερό και θα κοιτάξει μέσα και σίγουρα θα του έρθει εμετός απ' τα αίματα και τις σάρκες πού θα δει· εγώ θα γε­λάσω και θα του πω, «Για άνομα του Θεού, βοήθα με να βγω».

 

"Έσκυψε και κοίταξε άλλη μια φορά το δεξί του πόδι. Το περισσότερο έλειπε. Το βλήμα τον είχε βρει στο μηρό, ακριβώς πάνω από το γόνατο. Δεν φαινόταν τίποτ άλλο από ένα σωρό αίμα και σάρκες. Δεν αισθανόταν πόνο. Κοιτάζοντας το νόμισε πως έβλεπε κάτι πού δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτόν. Ήταν μια ενοχλητική πα­ρουσία εκεί μπροστά στον πίνακα οργάνων του αεροπλάνου. Κάτι ξένο, μα σύγχρονα παράξενο και ενδιαφέρον. Ήταν σα να έβρισκε μια ψόφια γάτα πάνω στον καναπέ.

 

Αισθανόταν πολύ καλά και γι’ αυτό ήταν σε υπερδιέγερση και χωρίς κανένα φόβο.

 

Για μια στιγμή γύρισε και είδε τον ήλιο πού έλαμπε πάνω στη κουκούλα της μηχανής του αεροπλάνου, είδε τις συγκολλήσεις των καρφιών πάνω στο μέταλλο κι’ αμέσως θυμήθηκε που βρισκόταν. Άρχισε να νοιώθει πως δεν ήταν καλά. Αισθανόταν ναυτία και ζαλάδα. Το κεφάλι του   άρχισε να  γέρνει   στο  στήθος του γιατί ο λαιμός του δεν μπορούσε να το σηκώσει. Ένοιωσε όμως πως οδηγούσε τ' αεροπλάνο και αισθανόταν το τιμόνι ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.

«Θα λιγοθυμήσω», σκέφτηκε, «όπου και να είναι θα λιγοθυμήσω».

Κοίταξε το υψόμετρο. Είκοσι δυο χιλιάδες πόδια. Για να δοκιμάσει τον εαυτό του προσπάθησε να διαβάσει και τις εκατοντάδες. Είκοσι δυο χιλιάδες και.... Όπως κοίταξε τον πίνακα, όλα άρχισαν να χορεύουν, να σκοτεινιάζουν και δεν μπορούσε να δει ούτε το δείχτη. Αμέσως κατάλαβε πως έπρεπε να πηδήξει και δεν έπρεπε να χάσει καιρό γιατί σε λίγο θα λιγοθυμούσε. Γρήγορα, φρενιασμένα προσπάθησε ν' ανοίξει τη κουκούλα μόνο με τ’ αριστερό του χέρι μα δεν είχε δύναμη. Τράβηξε για λίγο το δεξί του χέρι από το τιμόνι και με τα δυο χέρια κατάφερε να την ανοίξει. Ο κρύος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον αναζωογόνησε. Για μια στιγμή το μυαλό του φωτίστηκε και οι κινήσεις του γίνηκαν με τάξη και ακρίβεια. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους καλούς πιλότους. Πήρε μερικές γρήγορες αναπνοές απ' τη μάσκα του οξυγόνου και έριξε μια ματιά έξω. Είδε μια απέραντη άσπρη θάλασσα από σύννεφα. Δεν ήξερε που βρισκόταν.

«Θα είναι η Μάγχη» σκέφτηκε. «Σίγουρα   θα πέσω στο νερό».

Ξαναπήρε μια βαθειά αναπνοή, έβγαλε την κάσκα του, έλυσε τα λουριά του και γύρισε το τιμόνι όσο μπορούσε προς τ’ αριστερά. Άνοιξε τη πόρτα του αριστερού φτερού, το Spitfire έγειρε απαλά στο πλάι. Και έπεσε.

 


Τη στιγμή πού έπεφτε άνοιξε τα μάτια του για να μη λιγοθυμήσει πριν τραβήξει το σχοινί πού ανοίγει το αλεξίπτωτο. Και είδε απ' το ένα μέρος τον ήλιο και από το άλλο τα σύννεφα. Όπως έπεφτε χοροπηδώντας μέσα στο κενό στην αρχή έβλεπε τα σύννεφα να κυνηγούν τον ήλιο και τον ήλιο πάλι να τρέχει πίσω από τα σύννεφα. Τρέχανε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα ώσπου στο τέλος τα σύννεφα φτάσανε τον ήλιο, ο ήλιος έφτασε τα σύννεφα, γίνηκαν ένα και μια απέραντη ασπράδα απλώθηκε στα μάτια του, όλος ο κόσμος ήταν άσπρος και κενός. Ήταν τόσο άσπρος πού μερικές φορές μαύριζε και έπειτα από λίγο άσπριζε ξανά. Ωστόσο το πιο πολύ ήταν άσπρος. Παρατηρώντας αυτές τις εναλλαγές είδε πως το άσπρο κράταγε πολύ ώρα και το μαύρο λίγη. Γι’ αυτό την περίοδο πού ο κόσμος έδειχνε άσπρος κοιμόταν και ξυπνούσε ακριβώς την ώρα πού άρχιζε να μαυρίζει. Μα η μαυρίλα διαρκούσε λίγο, τόσο όσο χρειάζεται κανένας να ανάψει και να σβήσει το φως σαν αστραπή. Κάποια ώρα που ο κόσμος ήταν άσπρος, έβγαλε έξω το χέρι του και  άγγιξε  κάτι. Το έπιασε ανάμεσα  στα   δάχτυλα του και το ζάρωσε. Για λίγη ώρα έμεινε ήσυχος, αφήνοντας τα δάχτυλα του να παίζουν μ’ αυτό που είχε αγγίξει. Μετά άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του και κοίταξε το χέρι του και είδε πως κρατούσε κάτι άσπρο. Ήταν η άκρη ενός σεντονιού. Κατάλαβε πως ήταν σεντόνι γιατί είδε το φάσιμο και τις κεντιές στο στρίφωμα. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του και τα ξανάνοιξε γρήγορα — αυτή τη φορά είδε το δωμάτιο. Είδε το κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος, τους σταχτερούς τοίχους την πόρτα και τις πράσινες κουρτίνες στα παράθυρα. Στο τραπεζάκι που βρισκόταν κοντά στο κρεβάτι του υπήρχαν λίγα τριαντάφυλλα.

Μετά ξεχώρισε πάνω στο τραπεζάκι μια λεκάνη. Μια λεκάνη μικρή εμαγιέ και κοντά της ένα μικρό ποτήρι για γιατρικό.

«Εδώ είναι νοσοκομείο» σκέφτηκε, «είμαι σε νοσοκομείο». Ωστόσο δε θυμόταν τίποτα. Ακούμπησε στο μαξιλάρι του και κοιτάζοντας το ταβάνι προσπαθούσε να καταλάβει τί είχε συμβεί. Στήριξε τα μάτια του στο ανοιχτό σταχτί χρώμα του ταβανιού· και ξαφνικά είδε κει πάνω να περπατά μια μύγα.

Ή θέα αυτής της μύγας, το ξάφνιασμα που ένοιωσε βλέποντας αυτή τη μικρή μαύρη κηλίδα μέσα σε μια σταχτιά θάλασσα, ξεκαθάρισε το μυαλό του και γρήγορα, σ΄ ένα δευτερόλεπτο, θυμήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Θυμήθηκε το Spitfire και το υψόμετρο που έδειχνε 21.000 πόδια. Θυμήθηκε πως άνοιξε με τα δυο του χέρια την κουκούλα του αεροπλάνου. Θυμήθηκε το πέσιμο του και το πόδι του.

Το αισθανόταν καλά τώρα. Κοίταξε στο τέλος του κρεβατιού, μα δεν μπορούσε να δει τί γινόταν. Έχωσε το χέρι του κάτω απ’ τα σκεπάσματα και άγγιξε τα γόνατα του. Βρήκε μόνο το ένα· στη θέση του άλλου άγγιξε κάτι μαλακό, σκεπασμένο με επιδέσμους.

Κείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε ή πόρτα και μπήκε μια νοσοκόμα.

— «Ξύπνησες επί τέλους» του είπε.

Δεν ήταν όμορφη· ωστόσο ήταν μεγαλοκαμωμένη και καθαρή, μεταξύ 30 και 40 χρονών και είχε ξανθά μαλλιά. Δεν πρόσεξε τίποτα άλλο.

— «Που βρίσκομαι;»

—«Είσαι τυχερός. Προσγειώθηκες σ’ ένα δάσος κοντά στην παραλία. Βρίσκεσαι στο Μπράϊτον. Σ' έφεραν πριν δυο μέρες· χειρουργήθηκες αμέσως και τώρα πηγαίνεις καλά».

—«Έχασα το ένα μου πόδι», της είπε.

— «Δεν είναι σπουδαίο. Θα σου βάλουμε άλλο. Τώρα πρέπει να κοιμηθείς. Ο γιατρός θα έρθει να σε δει σε καμιά ώρα.» Πήρε τη λεκάνη και το ποτήρι του γιατρικού και έφυγε.


 

Εκείνος όμως δεν κοιμήθηκε. Ήθελε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά γιατί φοβόταν πως αν τα έκλεινε, θα τα ξανάχανε όλα από μπροστά του. Κοίταξε το ταβάνι. Η μύγα βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Την παρακολούθησε ακόμα όταν η αδελφή άνοιξε την πόρτα, και στάθηκε παράμερα για να μπει ο γιατρός. Ήταν στρατιωτικός γιατρός. Είχε βαθμό ταγματάρχη και στο στήθος του μερικά διάσημα των παρασήμων του περασμένου πολέμου. Ήταν κοντός και φαλακρός, μα το πρόσωπο του ήταν ευχάριστο και τα μάτια του δείχνανε καλοσύνη.

— «Ώστε λοιπόν αποφάσισες να ξυπνήσεις», είπε. «Πως αισθάνεσαι;»

—«Πολύ καλά».

— «Μπράβο σου. Σέ λίγο καιρό θα σηκωθείς».

Ο γιατρός έπιασε το χέρι του για να δει το σφυγμό του.

—«Ξέχασα να σου πω ότι μερικά παιδιά από το σμήνος σου τηλεφώνησαν να μάθουν πως είσαι. Θέλανε να έρθουν να σε δουν. Μα τους είπα ν' αφήσουν να περάσουν μια δυο μέρες ακόμα. Τους είπα πως είσαι εν τάξει και πως μπορούν να έρθουν αργότερα. Τώρα ξάπλωσε και κοιμήσου λιγάκι».

Όταν ο γιατρός έφυγε, ξάπλωσε και ξανακοίταξε το ταβάνι. Η μύγα βρισκόταν ακόμα εκεί κι' όπως την παρατηρούσε ξεχώρισε το μακρινό βόμβο ενός αεροπλάνου. Για πολύ ώρα πρόσεχε τον ήχο της μηχανής του, καθώς απομακρυνόταν. «Άραγε τί αεροπλάνο να είναι;» σκέφτηκε. «Για να δω θα μπορέσω να το ξεχωρίσω». Ξαφνικά τίναξε το κεφάλι του με δύναμη. Καθένας που βομβαρδίστηκε μπορεί να ξεχωρίσει το βόμβο που κάνει ένα Γιοΰγκερς 88. Οι μηχανές ακούγονταν σα να τραγουδούσαν ένα ντουέτο. Μια παλλόμενη φωνή μπάσβυ και μια διαπεραστική φωνή τενόρου. Είναι αυτό το τραγούδι του τενόρου που δεν σε γέλα ποτέ για το βόμβο του Γιοΰγκερς 88.

Έμενε και πρόσεχε το θόρυβο, σχεδόν βέβαιος πως δεν έκανε λάθος. Μα γιατί δεν χτυπούν οι σειρήνες; που είναι το αντιαεροπορικό; Σίγουρα ο Γερμανός πιλότος είχε πολύ κουράγιο να έρχεται στο Μπράίτον μέρα μεσημέρι.

Το αεροπλάνο απομακρυνόταν διαρκώς και σε λίγο έσβησε ο βόμβος του. Αργότερα ακούστηκε άλλο. Τα σάστισε. Πάνω στο τραπέζι που ήταν κοντά στο κρεβάτι βρισκόταν ένα κουδούνι, άπλωσε το χέρι του και χτύπησε. Άκουσε βήματα στο διάδρομο και σε λίγο μπήκε η νοσοκόμα.

— «Αδελφή τι ήταν αυτά τα αεροπλάνα;»

— «Σε βεβαιώ πως δεν ξέρω. Δεν άκουσα. Πιθανό να ήτανε μαχητικά ή βομβαρδιστικά. Νομίζω πως θα γύριζαν από τη Γαλλία. Μα γιατί ρωτάς, τί συμβαίνει;»

—«Ήταν Γιοΰγκερς 88. Είμαι σίγουρος  πως ήταν  Γιοΰγκερς 88. Γνωρίζω τον ήχο της μηχανής τους. Ήταν δυο. Τι γύρευαν εδώ πάνω;»

 


 

Η νοσοκόμα πλησίασε στο κρεβάτι, διόρθωσε τα σεντόνια και τα πέρασε κάτω από το στρώμα.

—«Σε καλό σου, πράγματα που φαντάζεσαι. Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι με τέτοιου είδους πράγματα. Θέλεις να σου φέρω τίποτα να διαβάσεις;»

—«Όχι, ευχαριστώ».

Του έφτιαξε το μαξιλάρι και σήκωσε από το μέτωπο του τα μαλλιά:

— «Δεν έρχονται πια τη μέρα. Αυτό το ξέρεις. Ίσως να ήταν Λάνγκαστερ η ιπτάμενα φρούρια».

Άλλη μια φορά κατά τ’ απόγευμα άκουσε το βόμβο ενός άλλου αεροπλάνου ερχόταν από πολύ μακριά ωστόσο κατάλαβε πως ήταν αεροπλάνο με ένα κινητήρα. Δεν μπορούσε να καθορίσει τον τύπο του γιατί έτρεχε πολύ. Δεν ήταν όμως ούτε Σπίτφαϊρ ούτε Χαρρικαίην. Και ο θόρυβος της μηχανής του δεν ήταν αεροπλάνου Αμερικάνικου. Τα 'Αμερικάνικα αεροπλάνα κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν και αυτό τον ανησύχησε πολύ. «Μήπως είμαι πολύ άρρωστος;» σκέφτηκε. «Μήπως τα φαντάζομαι όλα αυτά; μήπως έχω πυρετό; ούτε ‘γώ δεν ξέρω τι να σκεφτώ».

Το βράδυ η νοσοκόμα ήρθε με μια λεκάνη ζεστό νερό και άρχισε να τον πλένει.

— «Απόψε φαίνεσαι πολύ καλά», του είπε. «Σε εγχειρίσανε μόλις ήρθες. Έκαναν έκτακτη δουλειά. Θα γίνεις εντελώς καλά. Ξέρεις έχω και ‘γώ ένα αδελφό στη RAF,» πρόσθεσε. «Στα βομβαρδιστικά».

—«Στο Μπράΐτον πήγα για πρώτη φορά στο σχολείο» της είπε.

Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. «Ωραία», του είπε «σίγουρα θα γνωρίζεις μερικούς ανθρώπους σ’ αυτή την πόλη».

«Ναι», είπε κείνος, «ξέρω κάτι λίγους».

Είχε τελειώσει το πλύσιμο του στήθους και των χεριών του και τώρα σήκωσε τα σκεπάσματα του κρεβατιού αφήνοντας ξεσκέπαστο τ’ αριστερό του πόδι. Έβαλε μια πετσέτα κάτω από το πόδι του και καθώς το έτριβε με τη φανέλα του είπε «Αυτό το παλιοσάπουνο δεν κάνει καθόλου αφρό. Φταίει το νερό. Είναι γλυφό.»

—«Κανένα σαπούνι δεν είναι καλό τώρα μα όταν είναι και γλυφό το νερό τόσο το χειρότερο» της είπε. Μόλις όμως τέλειωσε τη κουβέντα του, θυμήθηκε κάτι. Τα μπάνια που έκανε στο σχολείο του Μπράΐτον, μέσα στα πλακόστρωτα λουτρά που είχαν 4 μπάνια το καθένα. Θυμήθηκε πως το νερό ήταν τόσο ελαφρύ που αναγκαζόσουν να κάνεις ένα ντους για να βγάλεις τον αφρό του σαπουνιού από το σώμα σου. Θυμήθηκε πως ο αφρός έπλεε πάνω στο νερό, τόσο πυκνός, που δεν μπορούσες να δεις από κάτω τα πόδια σου. Θυμήθηκε ακόμα πως πολλές φορές τους δίνανε να πιουν ταμπλέτες Calcium, γιατί ο γιατρός του σχολείου έλεγε πως το ελαφρύ νερό κάνει κακό στα δόντια.

—«Μα στο Μπράϊτον, άρχισε να λέει, το νερό δεν είναι...»

Δεν τέλειωσε τη φράση του. Κάτι του συνέβη. Κάτι τόσο αφάνταστο και παράξενο που μια στιγμή θέλησε να το πει στη νοσοκόμα για να γελάσουν.

Τον κοίταξε λέγοντας. «Τι, το νερό δεν...;»

«Τίποτα», απάντησε. «Ονειρευόμουν»..

Τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί· είχε τα μάτια του ανοιχτά και συλλογιζόταν τα Γιοΰγκερς 88 και το γλυφό νερό. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί. «Ήτανε Γιοΰγκερς 88. Το ξέρω καλά. Και όμως πάλι δεν είναι δυνατό, γιατί δεν θα πετούσαν τριγύρω μέρα μεσημέρι. Ξέρω πως πετούσαν ωστόσο είναι αδύνατο. Ίσως να είμαι άρρωστος. Ίσως να είμαι τρελός και δεν ξέρω ούτε τι κάνω, ούτε τι λέω. Ίσως να παραληρώ.»


 

Για πολύ ώρα έμεινε ξαπλωμένος και σκεφτόταν αυτά τα πράγματα- μια στιγμή όμως ανακάθισε στο κρεβάτι και είπε δυνατά: «Θα αποδείξω πως δεν λέω κουταμάρες. Θα μιλήσω για κάτι δύσκολο και διανοητικό. Π.χ. τι θα κάνουμε τη Γερμανία αφού τελειώσει ο πόλεμος.»

Πριν όμως κάνει αρχή κοιμήθηκε.

Ξύπνησε ακριβώς την ώρα που το φως της μέρας άρχισε να μπαίνει απ' τις κουρτίνες. Η κάμαρα ήταν ακόμα σκοτεινή, μα έξω είχε αρχίσει να φωτίζει. Κοιτάζοντας το σταχτί φως που έμπαινε απ’ την κουρτίνα, θυμήθηκε τη μέρα που πέρασε. Θυμήθηκε τα Γιοΰγκερς 88 και τη γλυφάδα του νερού- θυμήθηκε τη μεγαλοκαμωμένη και ευχάριστη νοσοκόμα, τον καλό γιατρό και ο μικρός σπόρος της αμφιβολίας ρίζωσε στο μυαλό του και άρχισε να μεγαλώνει.

Κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Η αδελφή είχε πάρει τα τριαντάφυλλα τη νύχτα και απάνω στο τραπεζάκι ήταν ένα πακέτο τσιγάρα, ένα κουτί σπίρτα και ένα τασάκι. Το δωμάτιο ήταν γυμνό και δεν ήταν πια ζεστό και φιλικό, ούτε αναπαυτικό. Ήταν κρύο, άδειο και πολύ ήσυχο.

Σιγά-σιγά ή αμφιβολία μεγάλωνε και μαζί της άρχισε να γεννιέται ένας φόβος μικρός, που μάλλον συμβούλευε παρά φόβιζε- ο φόβος που νοιώθει κανείς όχι γιατί φοβάται, μα επειδή νοιώθει πως κάτι δεν είναι εν τάξει. Γρήγορα η αμφιβολία μεγάλωσε τόσο που τον έκανε να μην μπορεί να ησυχάσει. Άγγιξε το μέτωπο του και είδε πως ήταν βρεμένο με ιδρώτα. Έπρεπε κάτι να κάνει· έπρεπε να βρει κάτι που θα του έδειχνε πως είχε δίκιο ή άδικο· σήκωσε τα μάτια του και είδε το παράθυρο με τις πράσινες κουρτίνες.

Ανασηκώθηκε, παραμέρισε τα σκεπάσματα και πάτησε το αριστερό του πόδι. Σιγά και προσεκτικά μετατοπίστηκε ώσπου ακούμπησε και τα δυο του χέρια στο πάτωμα και γονάτισε πάνω στο χαλί. Κοίταξε το κομμένο του πόδι· ό,τι είχε μείνει ήταν κοντό και χοντρό και σκεπασμένο με επιδέσμους· άρχισε να τον πονά, το αισθανόταν να κτυπά. Για μια στιγμή του ήρθε να τα παρατήσει όλα, να ξαπλώσει πάνω στο χαλί και να μην κουνηθεί· έπρεπε όμως να προχωρήσει.

Με τα δυο του χέρια και το ένα πόδι άρχισε να σέρνεται προς το παράθυρο· άπλωνε τα χέρια του όσο μπορούσε· στηριζόταν στο ένα του πόδι και πηδούσε. Κάθε φορά αισθανόταν τόσο πόνο που του ερχόταν να φωνάξει· ωστόσο εξακολούθησε νά σέρνεται στο πάτωμα με τα χέρια του και το ένα γόνατο· όταν έφτασε στο παράθυρο, ακούμπησε τα χέρια του στο παραθυρόφυλλο και ανασηκώθηκε σιγά - σιγά πάνω στο αριστερό του πόδι, τράβηξε γρήγορα τις κουρτίνες και κοίταξε έξω.

Είδε ένα μικρό σπίτι με σταχτιά σκεπή να στέκεται μόνο του κοντά σ’ ένα στενό δρομάκι. Πίσω του ακριβώς βρισκόταν ένα οργωμένο χωράφι. Το σπιτάκι είχε μπροστά του ένα μικρό απεριποίητο κήπο και ένας πράσινος φράχτης χώριζε τον κήπο από το δρόμο. Κοίταξε το φράχτη και τότε είδε την πινακίδα. Ήταν ένα κομμάτι ξύλο καρφωμένο πάνω σε ένα κοντάρι. Και επειδή ο φράχτης δεν είχε κλαδευτή από καιρό, τα κλαδιά του είχαν μεγαλώσει και είχαν τριγυρίσει την πινακίδα που φαινόταν σαν να ήταν τοποθετημένη στη μέση του φράχτη. Κάτι υπήρχε γραμμένο με άσπρη μπογιά πάνω στο σανίδι· κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι του παραθυριού και προσπάθησε να διαβάσει. Το πρώτο γράμμα ήταν G το έβλεπε καθαρά το δεύτερο Α και και το τρίτο R. Σιγά-σιγά ξεχώρισε τρεις λέξεις και συλλάβισε δυνατά από μέσα του προσπαθώντας να τις διαβάσει, G-A-R-D-B A-U C-H-I-E-N «Garde Au Chien» αυτό έγραφε. «Προσοχή στο σκύλο...» Γιατί;

 


 

Στάθηκε και επειδή το πόδι του έτρεμε κρατήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε από τα παραθυρόφυλλα, κοιτάζοντας εντατικά την πινακίδα και τα άσπρα γράμματα. Για μια στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Προσηλωμένος στη πινακίδα ξανάλεγε μέσα του διαρκώς τις ίδιες λέξεις και σιγά - σιγά κατάλαβε τη σημασία τους.

Έριξε πάλι μια ματιά στο σπιτάκι και το οργωμένο χωράφι, το μικρό κήπο που βρισκόταν στα αριστερά του σπιτιού και σ' όλο το τοπίο που ξετυλιγόταν μπροστά του. «Ώστε εδώ είναι Γαλλικό έδαφος», είπε. «Βρίσκομαι στη Γαλλία».

Το χτύπημα που του έκανε η πληγή του ήταν πολύ μεγάλο. Αισθάνθηκε σάμπως να του χτυπούσε κάποιος το τραύμα του μ’ ένα σφυρί, ο πόνος μεγάλωνε διαρκώς, άρχισε να ζαλίζεται και νόμισε πως θα πέσει κάτω. Γρήγορα γονάτισε, σύρθηκε ως το κρεβάτι του και ανέβηκε με δυσκολία. Τράβηξε πάνω του τα σκεπάσματα και έπεσε στο μαξιλάρι αποκαμωμένος. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο από τη μικρή πινακίδα πάνω στο φράχτη, το οργωμένο χωράφι και τον κήπο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τις λέξεις που ήταν γραμμένες επάνω τους.

Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου ναρθεί η νοσοκόμα. Ήρθε κρατώντας μια λεκάνη ζεστό νερό και είπε: «Καλημέρα, πως είσαι σήμερα;» — «Καλημέρα αδελφή.»

Ο πόνος που αισθανόταν κάτω από τους επιδέσμους ήταν μεγάλος. Ωστόσο δεν ήθελε να της πει τίποτα. Την κοίταξε Την ώρα που ετοίμαζε τα πράγματα για το πλύσιμο. Την παρατήρησε με προσοχή. Τα μαλλιά της ήταν πολύ ξανθά. Ήταν ψηλή και είχε μεγάλο σκελετό και το πρόσωπο της ήταν ευχάριστο. Στα μάτια της όμως καταλάβαινες μια ανησυχία. Δεν ήταν ήρεμη. Ποτέ δεν έβλεπε τίποτα, περισσότερο από μια στιγμή. Το βλέμμα της διαρκώς κινιότανε με γρηγοράδα γύρω στο δωμάτιο. Και οι κινήσεις της είχαν επίσης κάτι το παράξενο. Ήταν νευρικές. Δεν ταίριαζαν στον ήρεμο τρόπο της ομιλίας της.

Ακούμπησε τη λεκάνη στο τραπεζάκι, έβγαλε το σακάκι της πιτζάμας του και άρχισε να τον πλένει.

—«Νομίζω πως θάρθει να σε δει αφού φας το πρωινό σου κάποιος από το Υπουργείο Αεροπορίας» του είπε. «Θέλει να του κάνεις μια αναφορά πως σε ρίξανε κτλ. Μην ανησυχείς δεν θα τον αφήσω να καθίσει πολύ».

Αργότερα του έφερε το πρωινό του στο δίσκο, μα αυτός δεν θέλησε να φάει. Ένοιωθε αδύναμος και άρρωστος και ήθελε να μένει ξαπλωμένος ήσυχα και να σκέπτεται τί του είχε συμβεί. Μια φράση περνούσε διαρκώς από το μυαλό του. Τα λόγια που επαναλάμβανε στους πιλότους κάθε μέρα πριν απογειωθούν ο Τζόνυ, ο μυστικός αστυνόμος του σμήνους του. Σα να έβλεπε το Τζόνυ, την ώρα που έσκυβε στη καμπίνα του πιλότου κρατώντας την πίπα στο χέρι και τους έλεγε «Αν σας πιάσουν, μην ξεχνάτε, δεν θα πείτε τίποτα άλλο παρά μόνο τ’ όνομα σας, το βαθμό, τον αριθμό σας. Τίποτα άλλο. Για το όνομα του Θεού προσέξτε, απολύτως τίποτε άλλο.»

Μόλις είχε τελειώσει το φαΐ του όταν ξαναμπήκε η νοσοκόμα. «Είναι εδώ ο συνταγματάρχης Roberts» είπε. «Τον ειδοποίησα πως πρέπει να μείνει μόνο λίγα λεπτά».

"Έγνεψε με το χέρι της και μπήκε ο  συνταγματάρχης Roberts.

—«Πολύ λυπάμαι που σας ενοχλώ» είπε.

Ήταν ένας συνετισμένος αξιωματικός της RAF, φορούσε μια στολή λίγο παλιά, τα φτερά του αεροπόρου και το D.F.C. Ήταν πολύ ψηλός και αδύνατος και είχε πολλά μαύρα μαλλιά. Τα δόντια του, που ήταν ακανόνιστα και αραιά, προεξήχαν από τα χείλια του όταν έκλεινε το στόμα του. Ενώ μιλούσε έβγαλε απ' την τσέπη του ένα έντυπο και μολυβί, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε,

— «Πως αισθάνεσαι;»

Καμιά απάντηση.

—«Πολύ λυπηρό που έχασες το πόδι σου. Καταλαβαίνω τι αισθάνεσαι, έμαθα πως δούλεψες καλά πριν σε χτυπήσουν».

Ο άνθρωπος που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ακίνητος ατένιζε τον αξιωματικό που καθόταν απέναντι του και έλεγε. «"Ας τα αφήσουμε αυτά. Φοβάμαι πως θα σε κουράσω, μα πρέπει να μου απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις για να μπορέσω να συμπληρώσω τη σχετική αναφορά. Λοιπόν σε ποιο σμήνος ανήκεις;» Ο άνθρωπος στο κρεβάτι δεν κινήθηκε. Κοίταξε στο πρόσωπο τον συνταγματάρχη και του είπε: «'Ονομάζομαι Peter Williamson, ο βαθμός μου είναι σμηναγός και ο αριθμός μου 972457».

 

Πηγή:

ΕΚΛΟΓΗ - Harper's Magazine'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου