Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Γύρω από τον χαρακτήρα του Νεοέλληνα

 

 

Γύρω από τον χαρακτήρα του  Νεοέλληνα

Του Α. R. BURN

Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου είναι ένας Βρετανός μελετητής της Ελληνικής Ιστορίας πού είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον 'Ελληνικό λαό σε καιρό ειρήνης και πολέμου. «Ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, λέει, όπως χιλιάδες άλλοι   Άγγλοι   και Αμερικανοί, για  να   μελετήσω τα αρχαία μνημεία. Δεν περίμενα πως θα αγαπούσα και θα θαύμαζα τόσο πολύ τους σύγχρονους Έλληνες. Αντίθετα, είχα και εγώ την παλιά ανόητη προκατάληψη για την διαφορά ανάμεσα στους αρχαίους και σύγχρονους Έλληνες, πού έχει τόσο διαδοθεί. Δεν είμαι τυφλός για τα ελαττώματα των 'Ελλήνων. Ωστόσο είναι καιρός πια να πάψουν οι ξένοι να υποτιμούν ένα από τους πιο ανδρείους, γενναιόψυχους, τίμιους και καλόκαρδους λαούς πού ζουν σ' αυτή τη γη.»

ΠΑΝΤΑ πέφτει κανείς έξω όταν θελήσει να κάμει γενικές κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός "Έθνους ή μιας ομάδας ανθρώπων, έκτος αν θυμάται πώς τα άτομα μέσα στο ίδιο Έθνος διαφέρουν πολύ περισσότερο από ό,τι ο μέσος τύπος ενός Έθνους από ενός άλλου. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για ένα λαό με τόσο δικό του χαρακτήρα — τόσο πολύ ατομικό — όπως είναι οι Έλληνες. Και όμως συχνά μιλάει κανείς για έναν άνθρωπο σαν τον τύπο του Εγγλέζου, του Σκωτσέζου ή τον τυπικό Γερμανό. Έτσι, υστέρα απ' αυτή την απολογία, ας μου επιτραπεί να δώσω μια γενική ιδέα για το χαρακτήρα των φίλων μου των Ελλήνων.

Η ρίζα  ολόκληρου του Ελληνικού   χαρακτήρα μου φαίνεται πως είναι ένα ξύπνιο μυαλό. Από εδώ προέρχεται μια ευαισθησία και μια οξύτατη συναίσθηση της τιμής. Ο Έλληνας έχει νιώσει τον εαυτό του όπως θα ήθελε να είναι και όπως θα ήθελε να τον θεωρούν οι άλλοι, πολύ πιο καθαρά από τους περισσότερους ανθρώπους, και θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να ντροπιαστεί ή να ξεπέσει από το ιδανικό του. Αυτό είναι πού φέρνει τις θαυμαστές ελληνικές αρετές, τον ηρωισμό, τη φιλοξενία, την απλοχεριά — ο πλούσιος φτιάχνει ένα νοσοκομείο, ο φτωχός μπορεί να μοιράσει το μοναδικό του καρβέλι. Είναι αρετές ολοφάνερες μέσα στην Ελληνική ζωή. Πολλές φορές το αίσθημα της τιμής είναι τόσο δυνατό, ώστε φτάνει να γίνει αδυναμία. Στα πιο παλιά Ελληνικά παραμύθια ποτέ άνδρας ή γυναίκα δε σκοτώνονται για να γλιτώσουν, ακόμα και όταν βρίσκονται στις χειρότερες κακοτυχίες. Αυτό δεν ταιριάζει με τον Έλληνα. Όμως υπάρχει μια αυτοκτονία από τον Όμηρο ακόμα, πού αναφέρεται ξανά σ' ένα έργο του Σοφοκλή. Είναι του Αίαντα πού πέφτει απάνω στο σπαθί του για να γλιτώσει από την ταπείνωση πού του έφερε η παροδική σύγχυση του λογικού του. Κ' εδώ, πάλι, αιτία αυτής της σύγχυσης είναι το σαράκι πού τον έτρωγε, γιατί ένιωθε ότι παραμερίστηκε σε μια τιμή πού αισθανόταν πώς του ανήκε.

Το να καταφεύγει κανείς στην αυτοκτονία είναι πάντα μια αδυναμία. Όμως αυτή του Αίαντα είναι τουλάχιστο αδυναμία μιας γενναίας ψυχής. Ό Αίαντας, αυτός ο άφοβος στρατιώτης, πού δε θα μπορέσει να ζήσει υστέρα από την ταπείνωση, είναι ο τύπος του Έλληνα. Δεν είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικός από το θριαμβευτή αντίπαλο του τον 'Οδυσσέα, πού στο ίδιο έργο μέσα φαίνεται σαν ο τύπος του ξύπνιου άνθρωπου της καθημερινής ζωής. Είναι το ίδιο γενναίος στρατιώτης, μα δεν σου αφήνει τόσο μεγάλη εντύπωση όσο ο άλλος. Σ’ αυτό το έργο ο Οδυσσέας στέκει από ηθική άποψη ψηλότερα απ’ όσο μας φανερώνεται σε άλλα έργα. Κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει τον Αίαντα από την αυτοκτονία, ενώ εκείνος στον καιρό της ταραχής του λογικού του προσπάθησε να τον σκοτώσει.

Ναι, ο Αίας είναι ο τύπος του Έλληνα· το ίδιο είναι και ο Αχιλλέας, στον Όμηρο, παράδειγμα γενναιοφροσύνης και αφοσιωμένης φιλίας· λογομαχεί με τον αρχηγό του όχι για κανένα υλικό συμφέρον, μα γιατί του πρόσβαλαν την τιμή του.

Αυτό μας φέρνει στον αιώνιο χαρακτηρισμό πού κάνουν οι Έλληνες για τον εαυτό τους, και πού σύμφωνα μ' αυτόν «καθένας τους είναι γεννημένος για αρχηγός» και «οπού υπάρχουν έξι Έλληνες εκεί υπάρχουν επτά κόμματα».

Και πρώτα απ' όλα, το ότι οι Έλληνες κρίνουν τόσο σοβαρά τον εαυτό τους είναι κιόλας αποτέλεσμα μιας αρετής — της Σωκρατικής τους ευθύτητας,— και μιας ακατάπαυστης αναζήτησης πού κάνει το μυαλό τους. Ωστόσο υπάρχει αλήθεια μέσα σ αυτή την κριτική. Ένας Έλληνας δημοσιογράφος στο Κάιρο έλεγε: «'Ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ για τις υποθέσεις του γείτονα μας, ώστε είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε το φαΐ μας να καεί στη φωτιά για να δούμε τί συμβαίνει στην πλαϊνή πόρτα». Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν πάρα πολύ να το κάνουν.

Το ίδιο και με το «κάθε Έλληνας είναι καπετάνιος». Είναι κι αυτό μια από τις Ελληνικές αρετές. Κάθε Έλληνας, όντας αρκετά έξυπνος, έχει σκεφτεί και έχει μια αιτιολογημένη γνώμη για τα πιο πολλά πολιτικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, όταν γίνεται στην Ελλάδα μια πολιτική συζήτηση, σχεδόν καθένας έχει μια δική του γνώμη, και έχει κάτι να πει. Έτσι, είναι πιο δύσκολο να κατορθώσουν να συμφωνήσουν αυτοί παρά ένας λαός από πνευματικά καθυστερημένους και άξεστους ανθρώπους. Και ακόμα, έχοντας ο καθένας τους μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, οι Έλληνες, νομίζουν πώς καθένας τους είναι ικανός να κυβερνήσει. Hinc illae lacrimae (γι' αυτό κλαίμε), όπως λέμε. Έτσι είναι πιο δύσκολο να υπάρξει πολιτική συναντήληψη στους ζωντανούς πολιτικολόγους "Έλληνες παρά στους πιο αδιάφορους για τα πολιτικά 'Εγγλέζους, πού είναι ευχαριστημένοι εκλέγοντας κάποιον για να φροντίζει τις πολιτικές τους υποθέσεις, και τον αφήνουν ήσυχο για πέντε ολόκληρα χρόνια. Έτσι εξηγείται πώς οι Ελληνικές δημοκρατίες, παλιές ή σύγχρονες, τόσο συχνά δώσανε τη θέση τους σε στρατιωτικές δικτατορίες ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, σε «τυραννίδες». Έτσι εξηγείται ακόμα και κάτι, πού οι Έλληνες κατακρίνουν ανάμεσα τους, δηλαδή οι άγριες έχθρες πού συχνά διαιρούνε ακόμα και την πιο μικρή Ελληνική κοινωνία. Οντάς ο Έλληνας τόσο ξύπνιος, προσβάλλεται στο λεπτό, και είναι γι' αυτόν πολύ πιο δύσκολο να απολογηθεί για μια πλάνη του ή να ανακαλέσει μια επιπόλαιη κρίση, παρά για ένα πιο ψύχραιμο τύπο. Είναι κρίμα, και όμως αυτό δεν είναι το ελάττωμα πού χαρακτηρίζει πιο έντονα και αποκλειστικά την νεώτερη Ελλάδα; Η ιστορία του Θουκυδίδη, οι δικαστικές υποθέσεις του Δημοσθένη είναι γεμάτες απ' αυτά τα πράγματα.

Άλλο χαρακτηριστικό του Έλληνα είναι η μεγάλη του εργατικότητα πού μαζί με την εξυπνάδα τον κάνουν στο εξωτερικό ένα ικανό επαγγελματία ακόμη και επιχειρηματία, και δείχνουν το απόθεμα της αξιοσύνης πού υπάρχει σε μια χώρα που τρώει τα παιδιά της. Πνεύμα οικονομίας, εργατικότητα, εξυπνάδα στο εμπόριο και εξαιρετική γενναιοδωρία στη φιλοξενία. Θα έλεγε κανένας ακόμα πώς το ενδιαφέρον ακόμα και για θρησκευτικές συζητήσεις είναι μέσα στο πνεύμα των σύγχρονων Ελλήνων.

Γύρω εκεί στη Μεσόγειο λένε πώς τα ψαροπούλια παίρνουν με την ίδια χαρά το κατόπι των Ελληνικών ή των καραβιών των Σκωτσέζων συμπατριωτών μου. Πραγματικά, αν κανένας πει πώς οι Έλληνες είναι Σκωτσέζοι χωρίς πουριτανισμό, αυτό δε θα ήταν κακός χαρακτηρισμός για κάποιον πού δεν τους γνώρισε.

Με το να σκέφτεται έτσι λογικά ο Έλληνας, είναι άνθρωπος πού δεν πέφτει εύκολα σε βίαια εγκλήματα. Όταν όμως ένας Έλληνας βγει μπαγαμπόντης —και σίγουρα δεν υπάρχει Έθνος δίχως τους παλιανθρώπους του— αυτός είναι αληθινή «ατσίδα» στις δουλειές, και μέσα στην κατεργαριά του η εξυπνάδα του βρίσκει πεδίο κατάλληλο για δράση. 'Ωστόσο φροντίζει να κρατιέται κάπως μέσα στο Νόμο, γιατί αυτό ταιριάζει πιο πολύ με τον εαυτό του. Για ένα κορίτσι είναι πολύ πιο μεγάλη ασφάλεια να πηγαίνει από ένα χωριό σε άλλο μόνο του ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη στην Ελλάδα, παρά στην Ιταλία. Και είναι ακόμα άξιο να το προσέξει κανείς, πώς από τους χιλιάδες Έλληνες πού πήγαν και έκαμαν χρήματα στην 'Αμερική κανενός το όνομα δεν ακούστηκε στο βασίλειο των γκάγκστερς. (Όσο για την Εθνολογία αυτών των ανθρώπων, μια και γίνεται λόγος, τα ίδια τους τα ονόματα Dutch, Schutz, Dillinger και Capone μιλάνε για την ιστορία τους).

Και σα συγκεφαλαίωση τώρα όλων αυτών μπορούμε να πούμε πώς υστέρα από μια πολύπλευρη γνωριμία μου με τους "Έλληνες, αρχίζοντας από την 'Αθήνα ως τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες, είτε είναι ορεινοί, είτε ζουν κοντά στη θάλασσα, σε καιρό ειρηνικό ή μέσα σε πόλεμο, σε ευτυχία η δυστυχία, θα μπορούσα να ισχυριστώ πώς αντίθετα με κείνο πού περίμενα να δω υστέρα από όσα είχα ακούσει στο παρελθόν, οι σημερινοί Έλληνες είναι ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα συνέχισης της φυλής. Ανάμεσα από τις διάφορες ξενικές κατοχές, από την Ρωμαϊκή, τη Φράγκικη ή την Τουρκική, ανάμεσα από όλους τους ξενικούς εποικισμούς των Τούρκων, Φράγκων, Καταλανών, Αλβανών και Σλαύων, ο γνήσιος Ελληνικός τύπος, ο φυσικός και πνευματικός, ανανεώνεται και κυριαρχεί.

Μια μόνο μεγάλη διαφορά ξέρω ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες των κλασσικών χρόνων και στους απογόνους τους. Και αυτή ή διαφορά φάνηκε τον καιρό πού οι Έλληνες θριαμβεύανε στις μάχες πάνω στα Αλβανικά βουνά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όσα και να πει κανείς, δε θα μπορέσει να περιγράψει εκείνο πού έκαμαν οι Έλληνες για τους 'Ιταλούς τραυματίες, ενώ παλεύανε μέσα σ’ εκείνο το σκληρό χειμωνιάτικο αγώνα. Η σωτηρία  πολλών   άπ’ αυτούς, των εχθρών τους εκείνη την στιγμή, εκεί πάνω  στα   βουνά, κάτω από αντίξοες συνθήκες, θα μπορούσε να γίνει θέμα υπέροχου ανθρωπιστικού μυθιστορήματος, αν οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονταν τότε σε πόλεμο με την Ελλάδα. Οι Έλληνες τους μεταφέρανε στην πλάτη περνώντας από γλιστερά και επικίνδυνα μονοπάτια, υστέρα πάνω σε μουλάρια, από τα λίγα και ανάρπαστα του Ελληνικού στρατού, ώσπου βγαίνανε σε ένα κεντρικό δρόμο και από κει σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό. Έτσι σωθήκανε χιλιάδες απ' αυτά τα παιδιά, για να μαρτυρούν σήμερα τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες μεταχειρίζονται τους εχθρούς τους. Κι όλα αυτά γίνονταν σ' έναν καιρό όπου ένας άλλος στρατός θα μπορούσε να έχει τη δικαιολογία πώς δεν ήταν μπορετό να σωθούν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στα βουνά και μ' εκείνο το χιόνι και το κρύο. Ακόμα πρέπει να λογαριάσουμε πώς εκείνοι οι άνθρωποι άνηκαν σε ένα ένοχο έθνος, πού χτύπησε την Ελλάδα προδοτικά και απρόκλητα, παραβαίνοντας τις δηλώσεις του πώς ταχα είχε φιλικές προθέσεις, αν και ήταν οι ίδιοι άνθρωποι πού καταπίεζαν τους Έλληνες της Ρόδου και όλων των Δωδεκανήσων, πού βομβαρδίσανε την Κέρκυρα σε καιρό ειρήνης, πού βυθίσανε την «Έλλη» στην Τήνο, πού κάνανε τον παλληκαρά και φοβερίζανε την Ελλάδα οπόταν τους άρεσε. Δεν μπορεί, μου φαίνεται, να βρεθεί μέσα στην Ιστορία τέτοιο παράδειγμα αληθινής εφαρμογής της Χριστιανικής θρησκείας. Αυτό είναι μέσα στο χαρακτήρα του σημερινού Έλληνα. Γι’ αυτόν οι τραυματίες Ιταλοί δεν αντιπροσωπεύανε τον παλληκαρά Φασίστα, μα έναν άνθρωπο. Ο Έλληνας στρατιώτης φρόντιζε να σώσει τον εχθρό του σαν να ήταν ένας γνώριμος από το γειτονικό χωριό.

Ο κόσμος χρειάζεται τους Έλληνες του. Και για τους ανθρώπους πού φτιάξανε την Νέα 'Ελλάδα σ' αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τον εθνικό απελευθερωτικό τους αγώνα από το 1821 μέχρι σήμερα, για κείνους πού κερδίσανε τις μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και όπου η διεθνής κοινότητα τους χρειάστηκε και πού σώσανε τους απελπισμένους τους εχθρούς με γενναιοφροσύνη σπάνια σ’ οποιονδήποτε αιώνα, γι' αυτούς δεν μπορεί να σταθεί κανένα όριο σε όσα ο κόσμος θα περιμένει απ' αυτούς και στο μέλλον. Αρκεί να σταθούμε και εμείς πλάϊ στον 'Ελληνικό λαό όταν και όποτε χρειάζεται την παρουσία μας.

Από το βιβλίο του «The Modern Greeks»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Andrew Robert Burn (1902-1991) σπούδασε στο Uppingham School και στη συνέχεια στο Christchurch College της Οξφόρδης. Διετέλεσε Senior Classical Master στο Uppingham School από το 1927 έως το 1940, όταν έγινε εκπρόσωπος του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα μέχρι το 1941. Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1939-1945 υπηρέτησε στο Intelligence Corps στη Μέση Ανατολή από το 1941 έως το 1944 προτού διοριστεί ως ο 2ος γραμματέας στη Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 1946 διορίστηκε ως Ανώτερος Λέκτορας και μοναδικό μέλος του Τμήματος Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, Σκωτία. Το 1965 διορίστηκε ως Reader αλλά παραιτήθηκε το 1969 και έγινε επισκέπτης καθηγητής στο «A College Year in Athens» στην Αθήνα. Δημοσίευσε ευρέως για την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη.

Source:Who's Who ( London )

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου