Ένας
από τους πολλούς πλινθόκτιστους οικισμούς του Ανατολικού Αφγανιστάν.
Αφγανιστάν:
Στη γη της αρχαίας Βακτριανής
Η εμμονή που μας
διακατέχει για συναρπαστικές δίτροχες εμπειρίες και μοναδικές ανθρώπινες
ιστορίες, αυτήν τη φορά μάς οδήγησε στα μονοπάτια μιας ριψοκίνδυνης
ταξιδιωτικής περιπέτειας που διαδραματίστηκε στη μυθική Βακτριανή του Μεγάλου
Αλεξάνδρου...
Αλήθεια, θα τολμούσατε να
πάτε με μια μοτοσικλέτα σε μία χώρα όπου οι απαγωγές και οι εκτελέσεις ξένων
υπηκόων αποτελούν συχνό φαινόμενο; Θα επιχειρούσατε να περπατήσετε στους
δρόμους της Καμπούλ και της Κανταχάρ δίχως την προστασία ένοπλης συνοδείας,
όπως απολαμβάνουν διπλωματικοί υπάλληλοι, δημοσιογράφοι και στελέχη μη
κυβερνητικών οργανώσεων; Μάλλον όχι! Και καλά θα κάνετε, αφού το Αφγανιστάν,
μετά από 37 χρόνια πολεμικών συγκρούσεων, δεν φημίζεται ως ο ασφαλέστερος
προορισμός για μεμονωμένους ταξιδιώτες.
Στη δική μας πάντως
περίπτωση, όλες οι παραπάνω παράμετροι κάθε άλλο παρά αρνητικά λειτούργησαν
στην απόφασή μας να μεταβούμε με τη μοτοσικλέτα μας στο μπαρουτοκαπνισμένο
Αφγανιστάν. Η προοπτική μιας συναρπαστικής δίτροχης ταξιδιωτικής εμπειρίας στο
έδαφος της αρχαίας Βακτριανής ήταν εκείνη που μας έσπρωξε να αψηφήσουμε τη φωνή
της λογικής -που μιλούσε για καθαρή αυτοκτονία- και να βάλουμε πλώρη για την
πολυτάραχη περιοχή της Κεντρικής Ασίας...
Το
βάπτισμα του πυρός
Το πόσο «μπάχαλο» ήταν η
κατάσταση στο Αφγανιστάν φάνηκε αρκετά νωρίς, ήδη από τα σύνορα. Εκεί, μέσα σ’
ένα συνονθύλευμα ανθρώπων και οχημάτων που περνοδιάβαιναν ανενόχλητοι τα
σύνορα, εμείς οι ίδιοι αναζητήσαμε κάποιον συνοριακό υπάλληλο να μας σφραγίσει
τα διαβατήρια και τα έγγραφα της μοτοσικλέτας. Ένας κακοτράχαλος δρόμος 125
χλμ., που διέτρεχε ένα άγονο τοπίο ερήμου, ανέλαβε να μας οδηγήσει από τα
σύνορα στην πόλη Herat (Χεράτ). Σκόνη, μοναξιά και ζέστη συνόδευαν τα πρώτα μας
χιλιόμετρα επί αφγανικού εδάφους, ενώ σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής ένας
δαιμονισμένος αέρας προσπαθούσε να μας γκρεμίσει από τη μοτοσικλέτα.
Κάτω από αυτές τις
συνθήκες έμελλε να πάρουμε -αρκετά νωρίτερα απ’ ό,τι περιμέναμε- το βάπτισμα
του πυρός στην αφγανική πραγματικότητα. Το αγροτικό ημιφορτηγό που εμφανίστηκε
ξαφνικά από το πουθενά άρχισε σταδιακά να μας πλησιάζει και σταμάτησε απότομα
μπροστά μας μόλις μας προσπέρασε. Μέσα από ένα κουρνιαχτό σκόνης, τέσσερις
οπλισμένοι Αφγανοί πήδησαν από την καρότσα του οχήματος και μας ακινητοποίησαν
με παρατεταμένα όπλα. Μούσια, τουρμπάνια, καλάσνικοφ και φωνές από τη μια.
Κρύος ιδρώτας, παγωμένα χαμόγελα και αμηχανία από την άλλη...
Στιγμιότυπο
του οδικού άξονα Κανταχάρ-Καμπούλ.
Έχοντας προφανώς
ειδοποιηθεί από τις συνοριακές εγκαταστάσεις για την παρουσία μας στην περιοχή,
ήθελαν να πάρουν ό,τι πολύτιμο είχαμε πάνω μας! Πολύ σύντομα καταλάβαμε ότι δεν
υπήρχε το περιθώριο για διαπραγματεύσεις. Έτσι, ένα ρολόι, δύο δακτυλίδια και
το περιεχόμενο του πορτοφολιού της Όλγας κατέληξαν -δίχως την παραμικρή
αντίσταση από πλευράς μας- στις τσέπες τους. Πάντως, σε ένδειξη ιπποτισμού,
επέστρεψαν στην Όλγα το άδειο πορτοφόλι! Δευτερόλεπτα αργότερα, αλαλάζοντας και
πυροβολώντας στον αέρα τράπηκαν σε φυγή. Τυχεροί μέσα στην ατυχία μας,
παρακολουθούσαμε αποσβολωμένοι το όχημα να χάνεται στην έρημο, ενώ στα αυτιά
μας ηχούσαν ακόμα τα ειρωνικά λόγια ενός εκ των γενειοφόρων ληστών: «Welcome to
Afghanistan». Τέτοιο καλωσόρισμα, ρε φίλε, πρώτη φορά. Μήπως έπρεπε να το
ξανασκεφτούμε και να επιστρέψουμε άρον άρον στο Ιράν;
Η Χεράτ, που ιδρύθηκε το
335 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο (την ονόμασε Αλεξάνδρεια η Αρειανή), μας
πρόσφερε στέγη για τις δύο επόμενες μέρες. Η φυσιογνωμία και η γενικότερη
υποδομή της Χεράτ παρέπεμπε σε αστικό κέντρο του γειτονικού Ιράν. Τριγυρνώντας
στους δρόμους της πόλης, μοιραία μονοπωλήσαμε το ενδιαφέρον των ντόπιων, που
αυθόρμητοι και καλοσυνάτοι δεν δίσταζαν να μας πλησιάσουν, να μας καλωσορίσουν
και να μας κεράσουν ένα φλιτζάνι τσάι. Αναμφίβολα, η Αλεξάνδρεια η Αρειανή μάς
χάρισε τις καλύτερες αναμνήσεις από την παρουσία μας στη γη της Βακτριανής.
Μοναδική εξαίρεση
αποτέλεσε ωστόσο ένα τυχαίο περιστατικό που διαδραματίστηκε στα περίχωρα της
Χεράτ και λίγο έλειψε να αποβεί μοιραίο. Στην προσπάθειά μου να φωτογραφήσω από
ιδανικότερη οπτική γωνία τούς πέντε πανύψηλους μιναρέδες της εποχής του
Ταμερλάνου, μπήκα σ’ έναν παρακείμενο περιφραγμένο χώρο που σύμφωνα με τις
μισοσβησμένες πινακίδες ήταν παλαιό ναρκοπέδιο! Η έξοδός μου από το ναρκοπέδιο
έγινε μισή ώρα αργότερα, χάρη στο απαράμιλλο θάρρος ενός ντόπιου. Γνωρίζοντας
ένα ασφαλές μονοπάτι, πλησίασε στο μέρος μου με αργόσυρτα βήματα και, αφού μου
υπέδειξε να ανέβω στην πλάτη του, μαζί επιστρέψαμε ξανά στη ζωή! Μπροστά στα
έντρομα μάτια της Ολγας και αρκετών ντόπιων, που δεν έπαψαν ούτε στιγμή να
προσεύχονται στον Αλλάχ...
Ένα
θλιβερό απομεινάρι του πολέμου στον αφγανικό νότο
Οδικά
προβλήματα
Περίπου 620 χλμ. χώριζαν
τη Χεράτ από την Kandahar (Κανταχάρ). Όλες οι πληροφορίες που είχαμε συλλέξει
αναφορικά με την κατάσταση του οδικού άξονα μιλούσαν για μια ασφαλτοστρωμένη
διαδρομή, της οποίας όμως η κατάσταση δεν ήταν η καλύτερη... Με μέση ταχύτητα
40 χλμ./ώρα, συνειδητοποιήσαμε πως δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσουμε αυθημερόν
στην Κανταχάρ. Αυτό όμως που μας τρόμαζε περισσότερο ήταν το γεγονός πως δεν
υπήρχε κανένα αστικό κέντρο να διανυκτερεύσουμε καθ'οδόν. Μεταθέτοντας την
αγωνία μας για το τέλος της ημέρας, ριχτήκαμε αποφασιστικά στη μάχη της
λακκούβας. Ο μισοκατεστραμμένος ασφάλτινος άξονας διατρέχοντας την «Έρημο του
Θανάτου» περνούσε μέσα από λίγους οικισμούς με διάσπαρτες χωμάτινες καλύβες που
πρόσφεραν τη δυνατότητα ανεφοδιασμού σε καύσιμα ή νερό, αλλά τίποτα παραπάνω!
Παράλληλα, στα πάμπολλα
στρατιωτικά μπλόκα που παρεμβάλλονταν καθ’ οδόν, αλλού χρειάστηκε να
δωροδοκήσουμε τους στρατιώτες με λίγα αφγάνι (τοπικό νόμισμα) και αλλού έφτανε
ένα χαμόγελο της Όλγας και η αναφορά της καταγωγής μας για να ξεπεράσουμε
ανώδυνα τους ελέγχους και την περιέργεια των Αρχών. Σε γενικές γραμμές, η
αντιμετώπιση που τυγχάναμε από τις στρατιωτικές Αρχές ήταν θετική. Σε αρκετές
μάλιστα περιπτώσεις, οι στρατιώτες μάς πρόσφεραν τον οπλισμό τους για να
φωτογραφηθούμε μαζί τους...
Κοντά στο τελείωμα της
μέρας, άρχισαν δυστυχώς να παρουσιάζονται τα πρώτα προβλήματα στη λειτουργία
της μοτοσικλέτας - αιτία ήταν η κάκιστη ποιότητα της βενζίνης. Οι συχνές
διακοπές και οι αρρυθμίες του κινητήρα εντάθηκαν, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή
να ακινητοποιηθούμε στη μέση του πουθενά. Προκειμένου να επισκευάσουμε τη
μοτοσικλέτα -αλλά και να διανυκτερεύσουμε- σπρώξαμε το όχημα μας σε μία κοντινή
καλύβα, πίσω από μια συστάδα δέντρων.
Μας προκάλεσαν τρόμο τα
ποσοστά νερού που εντοπίσαμε στη βενζίνη καθώς αδειάσαμε περισσότερο από το
μισό ντεπόζιτο, ενώ χρειάστηκε να αντικαταστήσουμε και τα δύο μπουζί που είχαν
βραχυκυκλώσει! Μετά από ένα λιτό δείπνο με κονσέρβα και λίγο ψωμί, αρκετά
καταβεβλημένοι στρώσαμε να κοιμηθούμε με προσκέφαλο τα μπουφάν και στέγη τον
έναστρο ουρανό του Αφγανιστάν. Ευελπιστώντας πως η παρουσία μας δεν θα γινόταν
αντιληπτή, δεν αργήσαμε να παραδοθούμε στην αγκαλιά του Μορφέα. Δεν είχαμε το
κουράγιο να αντιμετωπίσουμε άλλες ταλαιπωρίες ή δυσάρεστες εκπλήξεις. Θέλαμε
μόνο να ξεκουραστούμε...
Υπαίθριο
παραδοσιακό εστιατόριο στο κέντρο της Χεράτ.
Απρόβλεπτη
συνάντηση
Η πρώτη μας επαφή με τις
αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν έγινε περίπου 20 χλμ. δυτικά της Κανταχάρ,
όταν το επόμενο πρωινό διασταυρωθήκαμε με μια φάλαγγα πέντε στρατιωτικών
οχημάτων. Ρολάροντας με μικρή ταχύτητα, παρατηρούσαμε την αμερικανική
μηχανοκίνητη παρουσία, ενώ ταυτόχρονα καταγράφαμε τις διαθέσεις των ντόπιων,
που παρακολουθούσαν με βλέμμα βλοσυρό τους ξενόφερτους σωτήρες τους!
Η ενέργεια της Όλγας να
φωτογραφήσει εν κινήσει το στρατιωτικό κομβόι έγινε δυστυχώς αντιληπτή από το
πλήρωμα του τρίτου στη σειρά οχήματος, που αστραπιαία αποσπάστηκε από τη
φάλαγγα και άρχισε να μας καταδιώκει! Μόλις μας πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής,
έριξαν μια προειδοποιητική ριπή στον αέρα για να σταματήσουμε, πράγμα φυσικά
που κάναμε αμέσως. Δευτερόλεπτα αργότερα, βρεθήκαμε κυκλωμένοι από πάνοπλους
Αμερικανούς στρατιώτες, οι οποίοι ουρλιάζοντας και χειρονομώντας, μάς ξάπλωσαν
καταγής. Αφού έλεγξαν εξονυχιστικά τα έγγραφά μας και ενημερώθηκαν για τους
λόγους της δίτροχης παρουσίας μας στο Αφγανιστάν, μας αφαίρεσαν κατόπιν τη
φωτογραφική κάρτα, την οποία και κατέστρεψαν μπροστά μας. Με τις κάννες των
όπλων στραμμένες πάνω μας, μας προειδοποίησαν να μην προβούμε ξανά σε παρόμοιες
ενέργειες, ακόμα κι αν ήμασταν δημοσιογράφοι...
Νωρίς το ίδιο μεσημέρι
προσεγγίσαμε επιτέλους τα πρώτα σπίτια της Κανταχάρ! Είχαμε «αλώσει» την
Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας, μία ακόμα «κόρη» του Μακεδόνα στρατηλάτη. Οι εικόνες
που αντικρίζαμε τριγυρνώντας στα όρια της Κανταχάρ μας γέμισαν μελαγχολία. Η
όψη που παρουσίαζε η πόλη, παρά την εκτεταμένη ανοικοδόμηση που βρισκόταν σε
εξέλιξη, ήταν δυστυχώς τραγική. Μισογκρεμισμένα κτίρια, ερειπωμένες κατοικίες,
κατεστραμμένοι δρόμοι και ανυπαρξία υποδομής συνιστούσαν το εφιαλτικό σκηνικό
μιας πόλης που προσπαθούσε να ξαναβρεί τους καθημερινούς της ρυθμούς μέσα από
τις στάχτες του πολέμου.
Παρά το γεγονός πως οι
Ταλιμπάν νικήθηκαν και εκδιώχθηκαν το 2002, η Κανταχάρ εξακολουθούσε να αποτελεί
ένα από τα ισχυρότερα προπύργιά τους. Έχοντας δυνατά ερείσματα μεταξύ των
ντόπιων, οι Ταλιμπάν κατάφεραν σταδιακά να ανασυνταχθούν και να περάσουν στην
αντεπίθεση, δρώντας ως αντάρτικες ομάδες κυρίως στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Αγέρωχη
μορφή Αφγανού στη Χεράτ.
Κινούμενοι
στόχοι
«Η διαδρομή Κανταχάρ -
Καμπούλ είναι μία από τις πιο επικίνδυνες στο Αφγανιστάν λόγω των επιθέσεων που
συχνά πυκνά επιχειρούν οι Ταλιμπάν σε διερχόμενα οχήματα, κυρίως στις
αμερικανικές στρατιωτικές φάλαγγες. Συνήθως τοποθετούν εκρηκτικούς μηχανισμούς
δίπλα στον δρόμο (roadside bombs) και τους πυροδοτούν από μακριά με
τηλεχειριστήριο. Γι’ αυτό αποφύγετε να ακολουθείτε από κοντινή απόσταση τα
διάφορα διερχόμενα στρατιωτικά κομβόι. Επίσης, υπάρχουν παντού ελεύθεροι
σκοπευτές κι από τα δύο στρατόπεδα, ενώ σε καμία περίπτωση μην σταματήσετε σ’
οποιονδήποτε σας κάνει σήμα και δεν φορά τη στολή του αφγανικού στρατού».
Έχοντας κατά νου τις
πολύτιμες νουθεσίες των ντόπιων, ξεκινούσαμε αρκετά αγχωμένοι εκείνα τα
ξημερώματα για να διατρέξουμε τα 480 χλμ. που μας χώριζαν από την αφγανική
πρωτεύουσα. Μοναδικό «αντίδοτο» στην άσχημη ψυχολογική μας κατάσταση
αποτελούσαν οι πληροφορίες για έναν ολοκαίνουριο δρόμο, του οποίου η κατασκευή
είχε ολοκληρωθεί μόλις πριν από τέσσερις μήνες! Αυτό θα ήταν άλλωστε το μεγάλο
μας πλεονέκτημα στην πορεία μας προς την Καμπούλ, όπου υπολογίζαμε να φτάσουμε
μετά από περίπου 6 ώρες οδήγησης. Αν φυσικά οι πληροφορίες αποδεικνύονταν
σωστές...
Οι ντόπιοι όντως είχαν
δίκιο. Ο δρόμος ήταν άψογος, τα χιλιόμετρα περνούσαν γρήγορα και η ματιά μας
«σάρωνε» τα πάντα για τον έγκαιρο εντοπισμό της οποιασδήποτε ύποπτης κίνησης. Όμως,
παρά τη συνεχή επαγρύπνησή μας, ο «αντίπαλος» μάς έπιασε κυριολεκτικά στον
ύπνο. Σε ανύποπτο χρόνο, δεχτήκαμε από έναν παρακείμενο λόφο τα πυρά ενός
ελεύθερου σκοπευτή, που προφανώς μας θεώρησε ανθρώπους του εχθρού. Δύο
εκκωφαντικοί πυροβολισμοί αντήχησαν στα αυτιά μας, ενώ το ένστικτο της
επιβίωσης ήταν αυτό που άνοιξε αστραπιαία όλο το γκάζι της μοτοσικλέτας, η
οποία μετατράπηκε σ’ έναν πύραυλο, εδάφους εδάφους!
Μποτιλιάρισμα
στους αφγανικούς δρόμους...
Λίγα χιλιόμετρα αργότερα,
όταν βρήκαμε το ψυχικό σθένος να σταματήσουμε για λίγο στην άκρη του δρόμου, το
σημάδι που αντίκρισα στο κράνος της Όλγας ήταν αυτό μιας σφαίρας που είχε
εξοστρακιστεί! Μετά τις ληστείες και τα ναρκοπέδια, μας την είχαν πέσει και οι
Ταλιμπάν. Αν τελικά καταφέρναμε να βγούμε ζωντανοί από το Αφγανιστάν, σίγουρα
κανείς δεν θα μας πίστευε...
Αφιξη
στην Καμπούλ
Στη διάρκεια της
τετραήμερης παραμονής μας στην Καμπούλ, η γνωριμία με την πόλη έγινε μ’ ένα
αυτοκίνητο που μισθώσαμε μέσω του ξενοδόχου μας. Το επέβαλλαν λόγοι ασφαλείας,
αλλά και ο αυξημένος κίνδυνος κλοπής της μοτοσικλέτας. Άλλωστε, στην τιμή των
50$ την ημέρα συμπεριλαμβανόταν και ο οπλισμένος οδηγός!
Η Καμπούλ ήταν μια
τραγωδία. Δεν περιμέναμε φυσικά να δούμε την κοσμοπολίτικη Καμπούλ της
δεκαετίας του 1960, αλλά ούτε κι αυτό το απογοητευτικό θέαμα. Μεγάλο μέρος της
πόλης είχε μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο στρατόπεδο με συρματοπλέγματα, μπάρες
ασφαλείας, πανύψηλους τοίχους και πάνοπλους στρατιώτες, ενώ η δύση του ήλιου
μάς έβρισκε κλειδαμπαρωμένους στον χώρο του ξενοδοχείου, συζητώντας και
σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα της κάθε μέρας που τελείωνε!
Από πολιτιστικής πλευράς,
τα όποια μνημεία της πόλης είχαν διασωθεί από τη λαίλαπα του πολέμου βρίσκονταν
σε φάση ανοικοδόμησης, ενώ η ανασυγκρότηση και η επαναλειτουργία του Εθνικού
Μουσείου είχε γίνει με την επίβλεψη και την οικονομική αρωγή του ελληνικού
κράτους (!), όπως αναφερόταν στην επιγραφή που κοσμούσε την είσοδο του κτιρίου!
Σημείο
της διαδρομής Καμπούλ-Τζαλαλαμπάτ.
Ενδιαφέρον παρουσίαζε
επίσης -αλλά απαιτούσε μεγάλο ρίσκο λόγω των τυφλών βομβιστικών ενεργειών που
σημειώνονταν εκεί- το υπαίθριο παζάρι της πρωτεύουσας που έσφυζε από ζωή στο
φως της ημέρας. Στα όρια της υπόλοιπης πόλης, οι κάτοικοι βίωναν στωικά τη
μίζερη δυστυχία τους, προσπαθώντας να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους μέσα από τα
χαλάσματα...
Η μεθοριακή πόλη Turham,
210 χλμ. ανατολικά της Καμπούλ, ήταν η πύλη εξόδου μας στο γειτονικό Πακιστάν.
Χρειάστηκαν 9 ώρες οδήγησης για να καλύψουμε την απόσταση και να ολοκληρώσουμε
το οδοιπορικό στη γη του Αφγανιστάν. Βασική αιτία της πολύωρης καθυστέρησης
στάθηκε η άσχημη κατάσταση του δρόμου, που ταλαιπώρησε αφάνταστα μοτοσικλέτα
και αναβάτες στα πρώτα 80 χλμ. της διαδρομής. Στα επόμενα 70 χλμ. της
διαδρομής, έως την πόλη Jalalabad, η κατάσταση ήταν αρκετά καλύτερη, ενώ ο
ποταμός Καμπούλ που είχε στήσει ένα όμορφο φυσικό σκηνικό καθ’ οδόν φρόντισε να
σβήσει από τη μνήμη μας την ταλαιπωρία των προηγουμένων χιλιομέτρων.
Αν
ξέραμε...
Μπροστά στην
αφγανοπακιστανική συνοριακή μπάρα, στη βορειοανατολική εσχατιά του Αφγανιστάν,
έπεσε τελικά η αυλαία ενός οδοιπορικού δύο αθεράπευτα ρομαντικών, πλην
παράτολμων ταξιδιωτών. Λίγα λεπτά περισυλλογής, κάποιες φευγαλέες αναμνήσεις,
μια κοινή διαπίστωση: «Αν πραγματικά γνωρίζαμε τι παιζόταν εδώ, ίσως να μην
ερχόμασταν...».
Λίγο πριν κάνουμε τη
συνοριακή υπέρβαση, ανοίξαμε τις τσέπες των μπουφάν και γεμίσαμε τις χούφτες με
όσα αφγάνι μάς είχαν απομείνει. Κατόπιν, με βήματα διστακτικά, πλησιάσαμε μια
γυναικεία φιγούρα με μπούρκα που καθόταν κάτω από ένα δέντρο και τα εναποθέσαμε
μπροστά της.
Δύσκολη
η καθημερινότητα για τους ντόπιους...
Οχι, δεν ήταν μια πράξη
ελεημοσύνης. Αντίθετα, ήταν μια συμβολική κίνηση βοήθειας και σεβασμού απέναντι
σ’ έναν περήφανο, σκληροτράχηλο λαό που αιώνες τώρα έχει μάθει να μάχεται και
να υπερασπίζεται τον χώρο, την Ιστορία και τις παραδόσεις του. Γι’ αυτό άλλωστε
στο Αφγανιστάν, τη Βακτριανή του Μεγαλέξανδρου, οι γυναίκες εξακολουθούν να
φορούν μπούρκα και οι άντρες να κρατούν όπλα...
Το
«μήλον της Εριδος»
Πολυκύμαντη και ταραχώδης
είναι η διαδρομή του Αφγανιστάν μέσα στον χρόνο και στην Ιστορία. Η στρατηγικής
σημασίας γεωγραφική θέση στον χώρο της Κεντρικής Ασίας κατέστησε από
αρχαιοτάτων χρόνων το Αφγανιστάν «μήλον της Έριδος» για τους εκάστοτε
κατακτητές της περιοχής. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα υπήρξε η εισβολή των
Σοβιετικών το 1979, που εξελίχθηκε σ’ ένα απρόβλεπτο, όσο και καταστροφικό,
ντόμινο παρασύροντας τη χώρα στη δίνη της πολιτικής αστάθειας, των
εθνοφυλετικών συγκρούσεων, του εμφυλίου και των Ταλιμπάν. Και φυσικά, αποκορύφωμα
όλων αυτών των καταστάσεων αποτέλεσε η στρατιωτική εισβολή των Αμερικανών
(2001-2002).
Κανόνες
Όπως σε κάθε μουσουλμανική
χώρα, έτσι και στο Αφγανιστάν δεν επιτρέπεται η φωτογράφηση των γυναικών. Πριν
«κλικάρετε», καλύτερα ρωτήστε την ίδια ή τον άντρα της. Θυμηθείτε επίσης ότι οι
άντρες δεν χαιρετούν μια γυναίκα με χειραψία.
Διασχίζοντας
έναν οικισμό της διαδρομής Χεράτ-Κανταχάρ.
Κείμενο - Φωτογραφίες:
Κων/νος Μητσάκης - Ολγα Παπαδόγιαννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου