Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

ΙΩΣΗΦΟΓΛΕΙΟ - ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ

Κατηφορίζοντας τη Λεωφόρο Συγγρού, γύρω στα δύο χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στο Φαληρικό Δέλτα, δέσποζε πάνω σ' ένα υψωματάκι ανάμεσα σε δάσος από πεύκα ένα επιβλητικό κτίριο μιας άλλης εποχής, το Ιωσηφόγλειο ορφανοτροφείο, που μαζί με τον περίγυρο του, μέσα στον οποίο υπήρχε και η εκκλησούλα του, ο Άγιος Χαράλαμπος, κατελάμβανε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Μέχρι τον πόλεμο του 1940 στέγαζε ορφανά αγόρια, που κάθε πρωί, φορώντας τις γκρίζες στολές τους, ξεκινούσαν σχεδόν εν πομπή και πήγαιναν στην Καλλιθέα, στη Σιβιτανίδειο Σχολή, και μάθαιναν τέχνες.

Με την κήρυξη του πολέμου αρχινά η περιπέτεια του κτιρίου, που μπορεί να την παραλληλίσει κανείς με την ιστορία της χώρας μας.

Αρχικά επιτάχθηκε και μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο απ' όπου βγαίναν περίπατο τραυματίες σε ανάρρωση, με δεκανίκια και επιδέσμους, υποβασταζόμενοι στοργικά από νοσοκό­μες ή συγγενείς τους. Κάθονταν στην ά­κρη του γήλοφου κι αγνάντευαν πέρα προς τη θάλασσα ή «χάζευαν» τα λιγοστά αυτοκίνητα που κινούνταν ακριβώς κάτω από τα πόδια τους.

Με την είσοδο τους στην Αθήνα οι Γερμανοί το παραχώρησαν στους ιταλούς συνεταίρους τους, κι εκεί­νοι, αφού εξεδίωξαν πυξ λαξ τραυματίες και ανάπηρους, άρχισαν χα δικά τους, λες και ήταν του πατέρα τους χωράφι. Πρώτα πρώτα επέφεραν στο κτίριο μερικές αρχι­τεκτονικές αλλαγές. Ύστερα του άλλαξαν το χρώμα κι από ώχρα το βάψανε λευκό, έκαναν σκυρόστρωση στον δρόμο γύρω του, και κουτσούρεψαν τα πανύψηλα πεύ­κα κλαδεύοντας τα σαν ομπρέλα. Και με τη σειρά τους, γεμάτοι γκλαμουριά, εγκα­τέστησαν δικό τους στρατιωτικό νοσοκο­μείο, όπου λούφαζαν πολέμαρχοι παντός όπλου και βαθμού.

Γενικά μιλώντας όμως, η συμπεριφορά τους απέναντι στους ντόπιους δεν ήταν κακή. Και γριούλες που πέθαιναν στον δρόμο περιέθαλψαν φέρνοντάς τους ζεστή σούπα επιτόπου, και «πανιότες» έδιναν σε παιδιά σκελετωμένα απ' την πείνα, και κυρίως δεν προκαλούσαν. Η ανθρωπιά που επέδειξαν ανταμείφθηκε όταν η Ιτα­λία συνθηκολόγησε και πολλοί Ιταλοί λι­ποτάκτησαν. Οι Έλληνες τότε τους βοήθη­σαν, τους έκρυψαν και τους συντήρησαν με κίνδυνο της ζωής τους, κι ας ήταν αυ­τοί οι αίτιοι όλων των δεινών μας. Την η­μέρα ακριβώς της συνθηκολόγησης, α­ξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώ­τες μαζί με... βαρέως ασθενείς και τραυ­ματίες βγάλανε «στο σφυρί» όλον τον ε­ξοπλισμό του κτιρίου χωρίς να κάνουν ε­ξαίρεση στα φάρμακα και τα ιατρικά ερ­γαλεία. Και κατηφόριζαν φορτωμένοι με έπιπλα και σκεύη κάτοικοι απ' τις γύρω γειτονιές που «μυρίστηκαν» το... κελε­πούρι και έσπευσαν με λίγα κατοχικά χαρτονομίσματα να επωφεληθούν.

Μέσα στο διήμερο που κράτησε το νταραβέρι, που παραλίγο να γκρεμίσουν το κτίριο για να το πουλήσουν σαν... α­γκωνάρια, ο συνωστισμός μεγάλωνε μέ­χρι που γερμανός διερχόμενος με μοτοσι­κλέτα σάιντ καρ και δυο φαντάρους συ­νεπιβάτες, είδε το πλήθος και το... πάθος απόρησε, πήρε στροφή κι ανηφόρισε στον λόφο, ενώ λάκιζαν οι αγοραστές ό­που φύγει, φύγει. Ο ένας Γερμανός με το αυτόματο στο χέρι, αφού χαιρέτισε όπως οι στρατιωτικοί κανονισμοί επιβάλλουν τον σκοπό, που μάλλον προ ολίγου δια­πραγματευόταν να... «σκοτώσει» τη σκο­πιά του, μπήκε και τους έβγαλε όλους στην αυλή με ψηλά τα χέρια. Αργότερα ήρθαν καμιόνια και νοσοκομειακά να τους περιμαζέψουν. Αλλά εν τω μεταξύ σκοτείνιασε και πολλοί βρήκαν ευκαιρία από τη συσκότιση να πηδήξουν τη μάντρα και να χαθούν μέσα στη νύχτα. Εκεί τε­λείωσε η βασιλεία των Ιταλών, ανέπνευσαν όσες γάτες επέζησαν, και πέρασε το κτίριο αμέσως στη δικαιοδοσία των Γερ­μανών, που του επεφύλαξαν τιμές αρχο­ντικές.

Κατ' αρχάς τοποθέτησαν διπλοσκοπιές κι όχι τσιγκούνικα ένα φυλάκιο μονάχα σαν τους φρατέλους κι αυτό κου­τσό, που το παράταγε ο σκοπός και τράβαγε στα ενδότερα για... κουτσομπολιό, τραγουδώντας; «Μάμα σο τάντο φελίτσε / περκέ ριτόρνο ντα τε» και το μετέτρε­ψαν σε φρούριο εξοπλίζοντας την ταρά­τσα του με αντιαεροπορικά, πολυβόλα και άλλα άκρως διακοσμητικά στοιχεία.

Μεριμνώντας δε για να κοιμούνται οι πε­ρίοικοι ύπνον ελαφρύ και... ασκανδάλιστο, απαγόρευσαν τον ύπνο στις ταράτσες και στις πέριξ αυλές. Η απαγορευτική διαταγή δόθηκε με χειρονομίες και βροντώδεις φωνές από τους στρατωνισμένους, που έγινε απ' όλους αμέσως κατα­νοητή χωρίς να χρειάζεται η μεσολάβηση διερμηνέα.

Στη μεταπελευθερωτική του σταδιο­δρομία, το Ιωσηφόγλειο ευτύχισε να στε­γάσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστη­μα τάγμα ινδών σαρικοφόρων, τους ο­ποίους όμως δεν νταγιάντιζε η περιοχή. Ανήκαν στο υπό τον Στρατηγό Σκόμπυ βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, το επιφορτισμένο με την εν ειρήνη διαβίωση των Ελλήνων, και όλοι τους ήσαν φοβε­ροί στη θέα. Πανύψηλοι, με σκούρο δέρ­μα και ατίθαση μαύρη γενειάδα, είχαν έ­να βλέμμα αγριωπό, καθώς κοίταγαν κα­χύποπτα το περιβάλλον, το δε σαρίκι μέ­σα στο οποίο τύλιγαν τα απροσμέτρητου μήκους εβένινα μαλλιά τους, πρόσθετε μερικά ακόμη εκατοστά ύψους στο μπόι τους. Έβγαιναν σεργιάνι το βράδυ κι οι ε­λάχιστοι νυκτερινοί διαβατές που τους συναντούσαν... αλλάζανε πεζοδρόμιο.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάτι περίερ­γα χούγια. Ενώ το κτίριο ήταν τεράστιο και είχε τη δυνατότητα να στεγάσει τόσους κι άλλους τόσους, αυτοί το... απαξί­ωσαν κι έστησαν στον αυλόγυρο το «τσαρδάκι τους» μέσα σε σκηνές. Σε σκηνές επίσης αποθήκευαν όλα τους τα εφόδια, από τρόφιμα και ιματισμό έως και διάφορα άλλα στρατιωτικά είδη. Από καιρού σε καιρό, κατά σατανική σύμπτω­ση, τα αντίσκηνα πιάναν φωτιά και οι ιν­δοί, με πολλές άναρθρες κραυγές και ε­λάχιστο νερό, προσπαθούσαν να τη σβή­σουν με άγαρμπες κινήσεις στο στυλ ταινίας «Χοντρού-Λιγνού», μέχρι που απο­τέφρωνε τα πάντα καθιστώντας αδύνατη μιαν απογραφή των υλικών που κάηκαν. Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο... φωτιές, μαζεύονταν έξω από τον μαντρό­τοιχο ένα μάτσο δικοί μας έμποροι του ποδαριού κι άρχιζε το νταλαβέρι. Αγόρα­ζαν τα πάντα, που τα πούλαγαν κατόπιν χέρι χέρι στη ματσωμένη πελατεία τους. Τσιγάρα εγγλέζικα Players και Senior Service που πολύ ζητιόντανε τότε, σοκο­λάτες κίτρινα τυριά και μαρμελάδες Σκωτίας. Μέχρι κανένα χιτώνιο, ή και DDT που διώχνει ψείρες και κουνούπια και γλιτώνεις απ' τη «μαλάρια». Περιζή­τητες ήσαν κάτι πράσινες κουνουπιέρες που σου εξασφάλιζαν ύπνο χωρίς ξυσί­ματα. Ένα άλλο περίεργο χούι τους, κατά τους μελετητές των εξωτικών εθίμων, ήταν όταν πήγαιναν για την «ανάγκη τους»: Μετά τσιτσιδωνόντουσαν και κά­νανε ντους εν υπαίθριο, προσβάλλοντας καταφανώς τη δημοσία αιδώ ή προσφέροντας οπτική τέρψη στους επαΐοντες. Γραφικό ήταν και το λούσιμο τους, πά­ντοτε στο ύπαιθρο, όπου άπλωναν τη μαλλούρα τους στον ήλιο να στεγνώσει και μετά το τύλιγαν στο σαρίκι τους.

Ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου στήθηκε εκ των ενόντων μια πα­ράγκα χαρακτηρισμένη με τον διεθνή ό­ρο «ΒΑΚ», όπου... ναυλοχούσαν μερικές δεσποινίδες δίχως ρατσιστικές ιδεοληψίες. Κάθε βραδάκι στις οκτώ, κατα πώς έ­λεγε το τραγουδάκι, κατέφθαναν οι σαρικοφόροι, έπιναν το κατιτίς τους, κι ύστε­ρα προχώραγαν στη σύσφιγξη των σχέ­σεων τους μετά των ημετέρων...

Και όλα πήγαιναν ωραία και καλά, ώ­σπου ένα πρωινό ανακαλύφθηκε μέσα σ' ένα χαντάκι το κεφάλι μιας κοπέλας. Το ακέφαλο σώμα η αστυνομία το ανακάλυ­ψε αργότερα. Κανένας δεν έμαθε το «Τι και πως», μονάχα το μπαρ έμεινε μια μέ­ρα «Κλειστόν λόγω πένθους»...



Πηγή: Εφημερίδα "ΤΟ ΠΑΡΟΝ" 25.04.2010






  • Το "Ιωσηφόγλειο" ορφανοτροφείο αρρένων κτίστηκε από τον μικρασιάτη τραπεζίτη και επιχειρηματία Χαράλαμπο Ιωσηφόγλου, σε έκταση 8415 τ.μ. που παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο.
  • Η οικοδόμηση του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1929 και το ορφανοτροφείο άρχισε να λειτοουγεί το 1932.
  • Το εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους, που βρίσκεται στον εσωτερικό του περίβολο, θεμελιώθηκε από τον ευεργέτη και αποπερατώθηκε από τον γιο του Όμηρο Ιωσηφόγλου.
  • Το 1941 το ίδρυμα επιτάχθηκε για την στέγαση μονάδων των στρατευμάτων κατοχής.
  • Με την απελευθέρωση επαναλειτούργησε σαν Ορφανοτροφείο και κατόπιν σαν Παιδούπολη. Σήμερα στεγάζει την Ειδική Επαγγελματική Σχολή "Αγία Βαρβάρα" του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας και εξυπηρετεί εφήβους δύο κατηγοριών, εσωτερικούς και μη. Λειτουργούν επίσης εργαστήρια αγγειοπλαστικής, ξυλουργικής, κοπτικής- ραπτικής και κεντήματος.
Πηγή:
http://www.neasmyrni.net.gr/portal/index.php?option=com_content&task=view&id=8&Itemid=114

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου