Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η Ελλάδα έχανε πάντα τo... τρένo των μεταρρυθμίσεων

Ολα τα μεταπολεμικά συντάγματα της Ευρώπης συμπεριέλαβαν διατάξεις για κοινωνικές ασφαλίσεις, αλλά στο ελληνικό του 1952 δεν κατοχυρώθηκαν τα εργασιακά δικαιώματα

Ενώ στην Ελλάδα αρχίζει να εφαρμόζεται δειλά ο περιορισμένος θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων, όπως έχουμε δει τις προηγούμενες Κυριακές, σε διεθνές επίπεδο συντελούνται ριζικές μεταβολές. Ετσι, πριν από την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η εφαρμογή ενός δημόσιου συστήματος αποτελεί δομικό στοιχείο των ασκούμενων αστικών πολιτικών. Τομή διεθνώς θεωρείται ο σχετικός νεοζηλανδικός νόμος του 1938 - η χώρα αυτή για λόγους που δεν είναι του παρόντος είχε μια προωθημένη κοινωνική νομοθεσία.



Η Ελλάδα έχανε πάντα τo... τρένo των μεταρρυθμίσεων

Σύμφωνα με την αρχή που κυριάρχησε τότε, συγχωνεύονταν οι κλάδοι πρόνοιας και ασφάλισης και καλυπτόταν το σύνολο του πληθυσμού από βιολογικούς και οικονομικούς κινδύνους.

Οπως ήταν φυσικό, στη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά απ΄ αυτόν διευρύνθηκε το περιεχόμενο και η έννοια της κοινωνικής ασφάλισης.

Η Ελλάδα έχανε πάντα τo... τρένo των μεταρρυθμίσεων

Ηδη μεσούντος του πολέμου το 1942 στα ντοκουμέντα της παναμερικανικής συνδιάσκεψης εργασίας στη Χιλή, αλλά και στο περίφημο βρετανικό σχέδιο Beveridge αποτυπώνονται οι νέες αντιλήψεις και πρακτικές. Καθορίζεται ότι το περιεχόμενο του θεσμού είναι η εξασφάλιση της απασχόλησης, του εισοδήματος και της ικανότητας για εργασία.

Εξασφάλιση αγαθών. Το κράτος υποχρεούται να εξασφαλίσει σε κάθε πολίτη του ένα ελάχιστο όριο αγαθών, υπηρεσιών και ευκαιριών ώστε να μην παραλύουν οι δημιουργικές του ικανότητες. Μαζί με αυτό το «ανθρωπιστικό» ελατήριο ο άλλος στόχος είναι να μην ξοδεύονται οι εθνικοί πόροι εξαιτίας της κακής διατροφής, της υγείας, της στέγασης και της ανεργίας. Το κράτος οφείλει επιπλέον να προχωρά στην αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Αυτή είναι και η βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι νέες αρχές θα κυριαρχήσουν και, τελικά, θα διατυπωθούν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ το 1948. Ανάμεσα στα άρθρα υπάρχουν κι εκείνα κατά τα οποία «κάθε μέλος της κοινωνίας έχει δικαίωμα για κοινωνική ασφάλιση» και επιπλέον «κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα για ασφάλιση για τις περιπτώσεις ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας, χηρείας, γηρατειών...»

Ειδικές διατάξεις για τις κοινωνικές ασφαλίσεις περιλήφθηκαν σε όλα τα μεταπολεμικά συντάγματα της Ευρώπης. Το περιπετειώδες ελληνικό Σύνταγμα, που άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1952 (οι συζητήσεις είχαν αρχίσει λίγο μετά την απελευθέρωση) δεν περιείχε παρόμοια διάταξη.

Θεωρούνταν, όμως, ότι ο θεσμός καλυπτόταν από τις γενικές διατάξεις περί προστασίας της ζωής και της ελευθερίας. Ιδού η ερμηνεία που δόθηκε τότε: «Κοινωνιολογικώς ερμηνευόμεναι αι αρχαί αυταί δύνανται να δώσουν συνταγματικό στήριγμα εις τον θεσμόν. Ούτως ως προστασία της ζωής δέον να θεωρήται και η θετική εξασφάλισις όλων των μέσων δι΄ ων ο άνθρωπος δύναται να παραμείνη εν τη ζωή, διά της καλλιτέρας οργανώσεως και εγκαίρου παροχής των προσηκουσών ιατρικών φροντίδων και της εξασφαλίσεως των μέσων συντηρήσεως».

Οσο για την προστασία της ελευθερίας «νοουμένη υπό φιλοσοφικήν έννοιαν, είναι και η προστασία της προσωπικότητος, ήτις επίσης προστατεύεται σημαντικώς διά των κοινωνικών ασφαλίσεων».

Εδώ για την ιστορία ας αναφερθεί -πέραν του βαθμού εφαρμογής ή των μεταλλάξεων που στο μεταξύ προέκυψαν- ότι από την πρώτη στιγμή θεσμοθέτησης των νέων αντιλήψεων εμφανίστηκαν και οι προσπάθειες για ακύρωση και υπονόμευση των θεσμών κοινωνικής ασφάλισης.

Κάτω, όμως, από την πίεση του εργατικού κινήματος οι παρόμοιες αντιλήψεις είχαν εξαιρετικά περιορισμένη απήχηση στην ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία.

«Υπό την προστασία» και τη «μέριμνα» του κράτους

Η αναγνώριση
Η πρώτη αναφορά σε καταστατικό χάρτη της Πολιτείας για την κοινωνική ασφάλιση γίνεται στο δημοκρατικό Σύνταγμα του 1927: «Η εργασία... διατελεί υπό την προστασίαν του Κράτους, μεριμνώντος συστηματικώς υπέρ της ηθικής και υλικής εξυψώσεως των εργαζομένων τάξεων, αστικών και αγροτικών» (άρθρο 22).

Η θεσμοθέτηση
Το Σύνταγμα του 1975 επανέφερε ανεπτυγμένη την κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, που... ξεχάστηκε στο Σύνταγμα του 1952. Σύμφωνα με τη διάταξη (παράγραφος 5 του άρθρου 22) «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως ο νόμος ορίζει?» Η διατύπωση παρέμεινε αναλλοίωτη .

Διεθνής δέσμευση
Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση δεν είναι μόνο ιστορικά συνταγματική επιταγή. Απορρέει τόσο από τη διεθνή όσο και ευρωπαϊκή κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις αρχές που δεσμεύουν την Ελλάδα ως κράτος μέλος της ΕΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΗΕ.

Από τον πρώτο νόμο Σουφλιά-Γιαννάκου έως το σχέδιο Γιαννίτση
Αύξηση ορίων ηλικίας και μείωση συντάξεων

Υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης της κοινωνικής ασφάλισης όπως την ξέρουμε έως σήμερα ή μήπως πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερο προκάλυμμα; Το ερώτημα τίθεται από τον καθηγητή και πρώην υπουργό Τάσο Γιαννίτση στο τελευταίο έργο του για το Ασφαλιστικό. Η απάντηση που ο ίδιος δίνει, υπεραμυνόμενος της αποτυχημένης τομής που επιχειρήθηκε το 2001, είναι πως υπάρχει και δεν συνιστά κάποια επιχείρηση κατάργησης των κοινωνικών κατακτήσεων...

Με ιστορικούς, πάντως, όρους δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι ζήτημα «ζωής ή θανάτου» για το Ασφαλιστικό άρχισε να τίθεται σταδιακά, με τη διάδοση και επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών και πρακτικών από τη δεκαετία του 1980. Δραματική διάσταση θα πάρει στα καθ' ημάς από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, όταν αρχίζουν οι αλλεπάλληλες ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, με εισαγωγικά ή χωρίς.

Η αρχική σημαία των αλλαγών ήταν η γήρανση του πληθυσμού. Ενα υπαρκτό πρόβλημα μυθοποιούνταν και στην εισηγητική έκθεση της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη (1990) για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό υπολογιζόταν ότι πολύ γρήγορα το 34% του ενεργού πληθυσμού θα είναι συνταξιούχοι!

Στη βάση αυτή συντάχθηκε ο νόμος Γιαννάκου-Σουφλιά (1920/90) με στόχο να αρθεί «το οικονομικό αδιέξοδο, να εξυγιανθεί και να εκλογικευθεί το Ασφαλιστικό σύστημα». Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι ο νόμος εκείνος παρέπεμπε σε νέα μέτρα που θα ολοκλήρωναν, υποτίθεται, τη «μετάβαση σε ένα δίκαιο και οικονομικά βιώσιμο σύστημα, το οποίο στην τελική του φάση θα εξασφάλιζε όλους τους Ελληνες...»

Νέα μέτρα. Πράγματι, πάρθηκαν νέα μέτρα δύο χρόνια μετά, ενώ είχαν προηγηθεί και ορισμένα άλλα (το λεγόμενο μίνι Ασφαλιστικό του 1991) προς την ίδια κατεύθυνση. Τα νέα μέτρα κωδικοποιήθηκαν με τον νόμο Σιούφα (2084/92). Ηταν η δεύτερη και τελική φάση της εξυγίανσης του συστήματος, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση που κατατέθηκε στη Βουλή. Με τις ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν τότε υποτίθεται πως θα λυνόταν το ασφαλιστικό πρόβλημα για 50 χρόνια!

Η κατάληξη είναι πολύ γνωστή. Μια ακριβώς δεκαετία αργότερα κι αφού μεσολάβησε το «νομοσχέδιο Γιαννίτση» επί πρωθυπουργίας Σημίτη επανέρχεται δριμύτερη η κινδυνολογία για το Ασφαλιστικό. Με τον νόμο Ρέππα (3029/2002) το Ασφαλιστικό θα λυνόταν και θα «διαμορφώνονταν κανόνες κρατικής χρηματοδότησης, που εγγυώνται την πλεονασματική οικονομική λειτουργία μέχρι το 2030»!

Πριν ακόμη συμπληρωθεί εξαετία άλλο ένα πακέτο ρυθμίσεων επί κυβέρνησης Καραμανλή (νόμος Πετραλιά 3655/2008) φιλοδόξησε να οικοδομήσει «ένα σύστημα σύγχρονο» και με μακροχρόνια προοπτική». Δεν προσδιοριζόταν τότε χρονικός ορίζοντας. Μια διετία ήταν αρκετή για να επανέλθει το Ασφαλιστικό εκεί όπου βρισκόταν όταν ξεκίνησαν οι μεταρρυθμίσεις!

Με ιστορικούς, πάλι, όρους συνισταμένη όλων των προηγούμενων ρυθμίσεων, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν η αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, η μείωση των συντάξεων και ο περιορισμός του δημόσιου χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή η λύση του υπαρκτού ασφαλιστικού ζητήματος σε νεοφιλελεύθερα πλαίσιο. Ισως, εδώ να εντοπίζεται και η σύγχρονη τραγωδία του κράτους-πρόνοιας και των κοινωνικών ασφαλίσεων...

Η «επίλυση» του προβλήματος
Το καλοκαίρι του 1951 (κυβέρνηση Σ. Βενιζέλου) έμπαιναν οι βάσεις του μεταπολεμικού ασφαλιστικού συστήματος. Οπως διαβάζουμε στο «Εθνος» της εποχής, βασικοί στόχοι ήταν η εξάλειψη της κατάτμησης των ασφαλίσεων σε πολυάριθμους φορείς,

η ολοκλήρωση της ιατρικής περίθαλψης των οικογενειών των ασφαλισμένων, οι παροχές σε επιδόματα ασθένειας κλπ. Ο τότε υπουργός Εργασίας έλυνε, υποτίθεται, το πρόβλημα, για το παρόν και το μέλλον με βάση τις «επικρατούσες μεταπολεμικών αντιλήψεις» προσαρμοσμένες στην ελληνική πραγματικότητα. Το ΙΚΑ θα γινόταν ο «πρότυπος» φορέας, και όλοι θα ήθελαν να ενταχθούν σ' αυτό!

Παράδειγμα προς αποφυγήν
Οχτώ χρόνια μετά το «ΙΚΑ-πρότυπο» του 1951 το ασφαλιστικό σύστημα παρέπαιε.

Το Ιδρυμα, όπου όλοι θα ζήλευαν (!) ήταν παράδειγμα προς αποφυγήν. Τότε συντάσσεται η πρώτη σοβαρή έκθεση (1959). Σε αυτήν η οικονομική βιωσιμότητα περιγραφόταν ως το «σοβαρότερο και πλέον επείγον ζήτημα που αντιμετώπιζε το σύστημα». Υπήρχαν τότε περισσότεροι από 150 δημόσιοι ασφαλιστικοί φορείς. Η ριζική λύση που προτεινόταν ήταν η κατάργηση όλων των ασφαλιστκών φορέων και η δημιουργία ενός οργανισμού ασφάλισης, η χορήγηση ενιαίας σύνταξης και η κατάργηση των επικουρικών! Η έκθεση πετάχθηκε στο καλάθι από την κυβέρνηση Καραμανλή...

ΙΚΑ
Η ασφάλιση στα χέρια των εργοδοτών

Ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός, το ΙΚΑ, όπως περίπου τον ξέρουμε σήμερα, άρχισε να λειτουργεί από το 1951 με τον αναγκαστικό νόμο 1846. Τότε κλείνει η πρώτη φάση στην ιστορία της γενικής υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Από τη χρονιά αυτή, θεωρητικά τουλάχιστον, η ασφάλιση είναι «υποχρεωτική και αυτοδίκαιη», ενώ το κράτος έχει την ευθύνη για την πραγματοποίησή της.

Σε γενικές γραμμές, οι όροι για τις παροχές συντάξεων ήταν ανάλογοι, περίπου, με τους ισχύοντες στην Ευρώπη. Προβλέφθηκε, μάλιστα, και κρατική επιχορήγηση, η οποία ουδέποτε δόθηκε. Με τις διατάξεις του νόμου και το παρεμφερές συμπληρωματικό νομοθετικό πλαίσιο, που ακολούθησε, θα λειτουργεί το Iδρυμα έως το 1960. Τότε διευρύνονται κάπως οι πενιχρές παροχές του προς τους ασφαλισμένους.

Την περίοδο αυτή καθιερώνονται, επίσης, για πρώτη φορά τα κατώτατα όρια σύνταξης και το κυριότερο κατοχυρώνεται η τριμερής χρηματοδότηση (εργατών, εργοδοτών και κράτους) της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτή, όμως , στην πράξη δεν πρόκειται να εφαρμοστεί με πληρότητα, αμφισβητείται και ακυρώνεται ή υπονομεύεται.

Αργότερα θα επεκταθεί η κοινωνική ασφάλιση σε νέες γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες δεν καλύπτονταν έως τότε. Αλλά και με την επέκταση του Ιδρύματος σε νέες οικονομικές-ασφαλιστικές δραστηριότητες. Ετσι, θα πορεύεται το ΙΚΑ έως το 1978, οπότε εμφανίζεται νέο νομοθετικό πλαίσιο.

Στη φάση αυτή το καινούργιο, πέραν της σχετικής βελτίωσης των παροχών, ήταν η εισαγωγή της μεθόδου προσδιορισμού του συντάξιμου μισθού, η αναγνώριση συντάξιμων χρόνων με εκ των υστέρων εξαγορά τους και η θέσπιση της 35ετίας και στον ιδιωτικό τομέα.

Ο πρώην υποδιοικητής του ΙΚΑ Χρ. Ρουπακιώτης, αποτιμώντας την ιστορική πορεία του Ιδρύματος σημειώνει σχετικά: «Στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολουθούνταν για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η λειτουργία της Ασφάλισης του ΙΚΑ προσαρμόστηκε στα μέτρα τους. Ανατέθηκε στους εργοδότες η κατάρτιση καταστάσεων ασφαλισμένων και η καταβολή των εισφορών με την αγορά ενσήμων. Οι έλεγχοι από το ΙΚΑ ήταν πάντοτε ανεπαρκείς και η ασφάλιση αφέθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην καλή προαίρεση των εργοδοτών...»

ΠΗΓΗ:
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=17590951

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου