Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Τσούγκτσβανγκ - Σπονδυλωτές αφηγήσεις




Ο αέρας είχε σωπάσει πριν λίγο. Ξάφνου όμως  τρείς ριπές τράνταξαν τα παλιά πατζούρια σαν να ‘θελαν να τα ξεκολλήσουν.
Ύστερα η  βουή δυνάμωσε πάλι για να καταλήξει σε μια ανάπαυλα κι ύστερα πάλι τρεις  ριπές πιο ξεθυμασμένες όμως αυτή την φορά. Ο παλιός ανεμιστήρας της οροφής γύρισε λίγο από αδράνεια ίσως και αμηχανία. Δεν δούλευε έτσι κι αλλιώς. Σηκώθηκα ανόρεχτα στο παράθυρο. Ανάμεσα στο μισάνοιχτα φύλα που κρατούσαν γερά το ένα το άλλο από το μάνταλο μια κάθετη φέτα τοπίο θαμπόφεγγε ιριδίζοντας ζεστές όχρες της άμμου και  ξεβαμμένα πράσινα των αλμυρικιών, που τα στεφάνωνε επιβλητικά μια μεγάλη λωρίδα μπλε φουρτουνιασμένο, με άσπρα πρόβατα στην ράχη του, και λίγος λιγοθυμισμένος ουρανός από πάνω. Τα δέντρα σείονταν στο ξεθύμασμα του βραδινού αέρα σαν γυναίκες στους τελευταίους σπασμούς του εραστή τους, απαιτητικούς, βίαιους, γεμάτους αντρική απόγνωση.

Πως μιμούνται  το ένα τ’ άλλο στην φύση. Ο έρωτας, ο αέρας, τα κύματα, τα κορμιά, τα δέντρα,  υπάκουαν στους ίδιους ρυθμούς,  σ’ αυτήν την υπόγεια συγγένεια που είναι το τραγούδι των πραγμάτων, και που κανένας φυσικός νόμος δεν μπορούσε να ερμηνεύσει.  Είχανε  δίκιο   οι αρχαίοι, όσο μεγάλωνα το καταλάβαινα αυτό, η φύση ήταν ζωντανή και τα πράγματα, τα δέντρα, οι πέτρες, το νερό, τα ποτάμια, τα βουνά, ο ουρανός, η θάλασσα, τα μακρινά αστέρια, όλα  είχαν την ψυχή τους, ήταν όλα πρόσωπα με ιστορία και όνομα, και το μόνο που μπορούσε  να εξηγήσει από τον κόσμο η αφελής φυσική ήταν τόσο όσο  μαρτυρά από ένα άνθρωπο,  το σκίτσο με κιμωλία  στο πάτωμα από τους αστυνομικούς της σήμανσης, όταν   βρεθεί νεκρός, μέσα σ’ ένα άδειο διαμέρισμα. Η ψυχή των πραγμάτων. Ήταν όμως κρυφή αυτή η ψυχή, περίμενε να την ανακαλύψει ένας μύθος ή ένας έρωτας. Ο έρωτας. Μια  φλασιά  από το περασμένο βράδυ με έκανε να θυμηθώ τον δικό μου τον  έρωτα, τον αγοραίο. Αλήθεια που να ήταν η γυναίκα; Κοίταξα έντρομος το άδειο δωμάτιο, τα ανακατωμένα σεντόνια, οσμίστηκα την ξεθυμασμένη  μυρωδιά των κορμιών που είχαν νυχτώσει μέσα του. Είχε ένα βελούδινο άρωμα η γυναίκα, το θυμόμουνα τώρα, το ένοιωθα να κυματίζει διστακτικά χαϊδεύοντας τα ρουθούνια μου πριν ξεμυτίσει από τις γρίλιες  για να διαλυθεί στην μπουκαδούρα που έρχονταν  απ’ έξω. 


Η Βίκη είχε  εξαφανιστεί. Ένοιωσα ένα κακό προαίσθημα  να μου σφίγγει το στομάχι. Κάθισα στο κρεβάτι προσπαθώντας να σκεφτώ καθαρά. Το χα παρατραβήξει τελικά. Το πρόσωπο της γυναίκας μου πριν λίγες μέρες, κλαμένο πάνω από το φέρετρο της μάνας της, τα εννιάμερα,  η  μυρουδιά του μνημόσυνου, οι διακανονισμοί με το γραφείο, οι καφέδες, η θλίψη των συγγενών, το υπόγειο της εκκλησίας με τα πορτραίτα των αρχιεπισκόπων ολόγυρα βλοσυρά μέσα από τα λερά τζάμια και τις φθαρμένες κορνίζες, η ασφυξία, η βεβαιότητα  ότι ήταν το δικό μου μνημόσυνο, ότι ήμουνα ήδη πεθαμένος, ο ίλιγγος, η απόδραση, η διαδρομή   από χωριό σε χωριό, η πανσιόν, το μεθύσι, η γυναίκα από το μπαρ, όλα ήταν μια ευθεία διαδρομή που με είχε οδηγήσει μέσα σε λίγες ώρες σε μια ανατροπή  της ζωής  μου όπως την ήξερα και όπως την είχα βαρεθεί. Το χα παρατραβήξει όμως. Κοίταξα πάλι το δωμάτιο άδειο, κάτι δυσοίωνο έλαμνε στην ατμόσφαιρα, η  γυναίκα  ήταν φευγάτη χωρίς να με ξυπνήσει, γιατί; Έριξα μια πιο προσεκτική ματιά ολόγυρα, τα πράγματα ήταν ανακατωμένα σαν κάποιος να έψαχνε, τα συρτάρια ανοιχτά, τα ρούχα   στο πάτωμα. Έψαξα το παντελόνι, το πορτοφόλι μου ήταν άφαντο, κοίταξα για  τα κλειδιά του αυτοκινήτου, είχαν εξαφανιστεί κι αυτά από το τραπέζι που τα ‘χα αφήσει αποβραδίς. Πήγα στο παράθυρο, το αυτοκίνητο   έλειπε, το ‘χα παρκάρει ακριβώς μπροστά στο παράθυρο, αν και μεθυσμένος το θυμόμουνα καλά, ήθελα να μπορώ να το βλέπω από πάνω  γιατί είχε χαλάσει ο συναγερμός. Ήμουνα ηλίθιος και την είχα πατήσει άσχημα.

Φωνές ακούστηκαν από κάτω από την αυλή  της πανσιόν. Οι  ιδιοκτήτες ένα μεσήλικο  ζευγάρι, συζητούσαν  με   τον απόστρατο καραβανά που είχα γνωρίσει  στο μπαρ το προηγούμενο βράδυ. Βρεθήκαμε να τα πίνουμε δίπλα δίπλα και στην πορεία ανακαλύψαμε ότι μέναμε στην ίδια πανσιόν. Ήταν από αυτούς τους ένστολους που αφού πάρουν σύνταξη  και εφάπαξ πριν τα πενήντα το ρίχνουν στην γυμναστική και τις γκόμενες. Κάποιοι γίνονται και  σωματοφύλακες σε νυχτερινά κέντρα ή εταιρείες φύλαξης. Ήταν ψηλός και μυώδης σαν ντουλάπα, με κοντοκουρεμένα  σκληρά μαλλιά που τον έκαναν να μοιάζει με  Τζον Τζον. Εκεί στο μπαρ γνωρίσαμε τις γκαρσόνες, την Βίκη και τη Ρούλα, ντουέτο απ’ ότι φάνηκε στην συνέχεια, κολλητές στην δουλειά  αλλά και στην ζωή. Αυτός είχε φύγει με την Ρούλα εγώ με την Βίκη. Ίσως την είχε πατήσει και αυτός με τον ίδιο τρόπο. Ντύθηκα βιαστικά, φόρεσα ένα μακό και το τζίν μου, ο καιρός ήταν ζεστός ακόμα αν και φθινόπωρο. Ευτυχώς είχαν μείνει κάτι ψιλά στο άλλο παντελόνι και δεν θα έμενα από τσιγάρα. Το κακό ήταν ότι δεν είχα ούτε κάρτα για να κάνω ανάληψη από ΑΤΜ, ούτε καν ταυτότητα.  Στάθηκα για λίγο στην πόρτα προσπαθώντας να σχεδιάσω τις επόμενες κινήσεις μου. Το δωμάτιο ανάσαινε σιγανά, ένοιωσα την θλίψη του, να μην είναι  ποτέ  το δωμάτιο κανενός, πάντα ξένο δωμάτιο ξένων ανθρώπων για λίγες ώρες ή λίγες μέρες μόνο.  Κατέβηκα τα σκαλιά, μια μυρωδιά από την κουζίνα χτύπησε την μύτη μου γαργαλιστικά. Το πρωινό ήταν έτοιμο, κρέπες γλυκές και αλμυρές, φρέσκο γάλα και καφές. Κάθισα ανόρεχτα δίπλα στον άλλον  που ξεφύλλιζε μια παλιά εφημερίδα πάνω από τον δίσκο του πρωινού. Έμοιαζε ήρεμος σαν να μην έτρεχε τίποτα, ίσως με την δικιά του να ‘χαν πάει όλα καλά, αν και θα ‘ταν περίεργο, οι δυο γυναίκες ταξίδευαν χρόνια μαζί στην επαρχία απ’ ότι   είχαν πει, ότι έκαναν θα το έκαναν μαζί. Η  αναστάτωση φαινόταν στο πρόσωπό μου,  μου έριξε μια ύποπτη ματιά.

‘Τι τρέχει;’
‘ Η Βίκη’
‘Τι η Βίκη;’ Πήρα με την άκρη του ματιού μου είδηση την ιδιοκτήτρια που είχε στήσει αυτί. Μίλησα πιο σιγά.
‘Έγινε καπνός μαζί με το πορτοφόλι και το αυτοκίνητο.’ Ο Τζον Τζόν έσκασε στα γέλια.
‘Ποτέ δεν αφήνεις πορτοφόλι και κλειδιά έτσι. Καλά από πού ήρθες εσύ;’
‘Η Ρούλα;’ ρώτησα διερευνητικά.
‘Η Ρούλα; Έφυγε  κανονικά το πρωί χωρίς να τρέχει τίποτα. Σιγά μην κόταγε να κουνηθεί. Μου είπε ότι θα ανέβαιναν Τρίπολη με την Βίκη. Ήταν πολύ ήρεμη όμως, δεν έπιασα τίποτα.’
‘Σκατά ήρεμη, μαζί τις στήνουν τις δουλειές. Απλά χτυπάνε έναν την φορά για να μην δίνουν στόχο. Κι αν είναι Τρίπολη τώρα σφύρα μου.’ Το ειρωνικό χαμόγελο του απέναντι κάγχαζε  ότι οι αλανιάρες χτυπάν κάθε φορά ένα τύπο σαν εμένα, όχι σαν κι αυτόν. Εγώ ήμουνα ο χοντρός της τάξης που χώθηκε  να κάνει σκασιαρχείο  μαζί με τους μάγκες κι είχε πνιγεί στην πρώτη ρουφηξιά τσιγάρο.
Η ιδιοκτήτρια ακούμπησε τον δίσκο με το πρωινό στο δίπλα τραπέζι και γύρισε στην κουζίνα για να φέρει κάτι που είχε ξεχάσει.

Ασε να φύγει πρώτα’ σφύριξα στον άλλο. Η προηγούμενη νύχτα γύρναγε  στο μυαλό μου. Δεν θυμόμουνα και πολλά, το μισόφωτο και τα ανακατωμένα σεντόνια με  χαλαρωμένα κομμάτια από κορμιά  ανάμεσα σε φέτες  φως και σκοτάδι, τον καπνό από τα τσιγάρα, ένα τριζόνι έξω από το παράθυρο που λύσσαγε και ένα ρυθμικό χτύπο από τα γρι γρι στην θάλασσα, κι εγώ να είμαι συνέχεια έτοιμος να κοιμηθώ. Πιο πολύ αυτό θυμόμουνα, που νύσταζα τρελά κι αυτή έλεγε μια ιστορία. Μια ιστορία με ένα  τύπο που τον κορόιδεψαν και τον λήστεψαν σε ένα σταυροδρόμι. Ξαφνικά το ‘πιασα, το παραμύθι  που θυμόμουνα τη γυναίκα να μουρμουρίζει  νανουριστικά, ήταν αυτό που επρόκειτο να   μου συμβεί, εγώ ήμουνα ο πρωταγωνιστής. Με  προειδοποίησε με την ιστορία της κι  έτσι καθάρισε για  ότι θα έκανε. Σαν  να μου κουνούσε υπαινικτικά το δάκτυλο. ‘Στα  ‘χα πει εγώ. Μην  εμπιστεύεσαι ούτε τον κώλο σου.’

Οι κρέπες ήρθαν μαζί με την χρέωση για τον καφέ που δεν περιλαμβανόταν στο πρωινό. Άρχισα να τρώω ενστικτωδώς, ήταν πολύ νόστιμες για να τις περιφρονήσω. Πως θα πλήρωνα τώρα;  Η μόνη λύση ήταν να επικοινωνήσω με την γυναίκα μου, να της πω ένα παραμύθι για το πορτοφόλι και να μου στείλει με κάποιον τρόπο λεφτά. Όσο για το αυτοκίνητο θα εύρισκα μια άλλη  ιστορία.

‘Θα πας αστυνομία;’ Τον κοίταξα άγρια.
‘Τρελάθηκες ρε; Και τι θα καταγγείλω; Ότι ήμουνα με την μπαρόβια  και με έκλεψε; Μήπως να καλέσω και την γυναίκα μου για μάρτυρα; Ξέχνα το. Μου την έφεραν οι κουφάλες πάει και τελείωσε. Μόνο να ακυρώσω τις κάρτες γρήγορα.’
‘ Και το αυτοκίνητο;’
‘Αυτό είναι το λιγότερο. Το σαραβαλάκι; Θα δηλώσω κλοπή από αγνώστους, ευτυχώς έχει ασφάλεια και θα πάρω την αποζημίωση. Ότι και να  πάρω περισσότερο από την αξία του θα είναι.’

Η ιδιοκτήτρια είχε πάρει είδηση ότι κάτι έτρεχε και κοίταζε λοξά προς το μέρος μας. Ο αέρας ήταν ακίνητος τώρα και δροσερός, η θάλασσα είχε ησυχάσει, τα άλλα τραπέζια γύρω ήταν άδεια, οι τελευταίοι παραθεριστές είχαν   φύγει με το άνοιγμα των σχολείων, οι παραλίες ήταν έρημες πια. Το πρωινό φως μέσα  από την κληματαριά έριχνε χρυσές πετάλες πάνω στο τραπεζομάντηλο, κάπου μακριά κάποιος πυροβόλαγε, είχε αρχίσει η  κυνηγετική περίοδος, απανωτές κούφιες τουφεκιές   αντιλαλούσαν μελαγχολικά στον κάμπο, παράδοξες, δίχως  νόημα, ένα σκυλί έκλαιγε φοβισμένο κάπου κοντά. Δυο  τρία  σπουργίτια δίπλα μας πάλευαν να απογειώσουν ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί που  είχε πέσει από το πρωινό χωρίς να τα καταφέρνουν. 

Ξαφνικά ένοιωσα χάλια. Ο θρίαμβος της απόδρασης που είχα νοιώσει ως εδώ, το καουμποϋλίκι της ξαφνικής ελευθερίας, είχε δώσει την θέση του σε ένα αίσθημα πανικού  και μετάνοιας. Τι τα ‘θελα εγώ αυτά; Γιατί δεν καθόμουνα στα αυγά μου; Η απελπισία ανακαλούσε  καθαρά στο μυαλό μου τον καιρό που είχα διαλέξει την ζωή που ζούσα μέχρι τώρα. Τον διορισμό, τον γάμο,  το σπίτι με το δεκαπενταετές  δάνειο, το αυτοκίνητο μεσαίου κυβισμού, τα παιδιά,  τα παλιά χόμπυ τακτοποιημένα σε κούτες στο ντουλάπι με τα προσπέκτους των ηλεκτρικών συσκευών, τις Κυριακές στο γήπεδο με την κάρτα μέλους, τα ταξίδια με γκρουπ στην Ευρώπη.  Υπήρχε μια λέξη από το σκάκι γι αυτό. Τσούγκτσβανγκ.  Σημαίνει ξαφνικά  να μην έχεις να παίξεις καμιά απολύτως κίνηση. Οποιοδήποτε  πιόνι κουνήσεις  χαλάς  αμέσως την   ισορροπία,  εξαιτίας της στανικής  κίνησης θα χάσεις την παρτίδα. Έτσι ήταν από τότε, από το πτυχίο ακόμα, σ’ αυτήν την κίνηση είχα κολλήσει, το χέρι μου αιωρούνταν  χρόνια πάνω  από την σκακιέρα, η παρτίδα θα χε λήξει κανονικά  λόγω χρόνου, αλλά ποιος θα το πρόσεχε αυτό  στην κατηγορία που έπαιζα;  Με τον εαυτό μου έπαιζα άλλωστε, χωρίς ακροατήριο. Κι ήταν σοφή η απόφασή μου να μην κάνω τίποτα όλα αυτά τα χρόνια, το ήξερα τώρα. Η πρώτη  κίνηση που έκανα, η ξαφνική παρόρμηση των τελευταίων ωρών  να διεκδικήσω την παρτίδα έστω και αργά,  με οποιαδήποτε κίνηση, με οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην αναπόφευκτη εξ αρχής ήττα.


Η νύχτα ήταν βελούδινη, ή βελούδινο ήταν το μυαλό μου από την πολύ βότκα. Καθόμασταν σε ένα παγκάκι στην παραλία, που φωτίζονταν ελαφρά από μια κολώνα της ΔΕΗ λίγο πιο κει. Η Βίκη κάθονταν δίπλα μου   χωρίς να με ακουμπάει, κράταγε ένα κλαρί που είχε μαζέψει από τον δρόμο για να διώχνει τα σκυλιά είπε, απ’ όταν φύγαμε από το μπαρ, και χάραζε γραμμές στο μαλακό χώμα. Τα σχήματα μου φαίνονταν πολύ όμορφα, σαν να ‘χε κάποιο ταλέντο σ ‘αυτά ή ήταν το ποτό πάλι. Ήταν  σιωπηλή,   τα μαλλιά της ήταν δεμένα πάνω σε ένα κοτσάκι με φιλέ, δυο μεγάλα σκουλαρίκια κουνιόνταν μπρος πίσω στα αυτιά της  σε  κάθε της κίνηση, ενώ  το προφίλ της ήταν πολύ σοβαρό, καμιά σχέση η φάτσα της με την δουλειά της. Κάπου μακριά είχε βρέξει, έβλεπα  όλο το απόγευμα τις αστραπές από την παραλία, η θάλασσα έφερνε ένα χλιαρό αέρα καλοκαιρινό ακόμα που κούναγε μελαγχολικά τα αλμυρίκια στο φεγγαρόφωτο και έσκαγε μικρά ασημένια κύματα πάνω στην άμμο σ’ όλη την γραμμή της παραλίας ως πέρα στον λόφο με το κάστρο και τα λιγοστά σπίτια που διαγράφονταν στην κορυφογραμμή    σαν   δόντια σε ένα σκοτεινό προφίλ. Την κοίταζα προσπαθώντας να μαντέψω τι  θα έκανε. Δεν μπορούσα να με φανταστώ μαζί της στο κρεβάτι. Δεν θα ‘ξερα τι να κάνω. Είχα χρόνια να πάω με άλλη γυναίκα.

‘Είστε χρόνια φίλες με την με την Ρούλα;’ ρώτησα  για να πω κάτι αν και αμέσως αυτό που είπα μου φάνηκε αμήχανο και λίγο χαζό. Θα με πέρναγε για μαλάκα σίγουρα. Κανονικά αν είχα κότσια έπρεπε να την βουτήξω χωρίς πολλά πολλά, αυτό θα περίμενε. Με κοίταξε ψυχρά.

‘Δουλεύουμε χρόνια μαζί στα μαγαζιά’.   Το  ‘πε τόσο κουρασμένα που  ήταν σαν να ‘δα μέσα στο σκοτάδι μια  θλιβερή γραμμή κακοφωτισμένα επαρχιακά μπαρ στη σειρά, απ’ αυτά που τα  προσπερνάς    στους αγροτικούς δρόμους και αναρωτιέσαι ποιος διάολος μπορεί να πηγαίνει   να διασκεδάσει εκεί μέσα.

‘Την ξέρω καλά. Κι αυτή με ξέρει. Την  εμπιστεύομαι.’ Είχε μια περίεργη αξιοπρέπεια  στην φωνή της, μια σοβαρότητα που με έκοβε να δείξω κάποια μεγαλύτερη οικειότητα.  Σκέφτηκα με τρόμο την πιθανότητα να πέρναγε η υπόλοιπη βραδιά με κουβέντα χωρίς να γίνει τίποτα. Ξαφνικά έπιασα  αποφασιστικά το χέρι της και το έσφιξα. Με κοίταξε ήρεμη, το βλέμμα της μαλάκωσε, σαν να χαιρόταν που την είχα ακουμπήσει, που την είχε ακουμπήσει κάποιος μέσα στην νύχτα. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου, η απαλή μυρωδιά  της χάιδεψε τα ρουθούνια  μου και με ξεσήκωσε. Μπροστά  στα μάτια μου η λευκή σάρκα από το μπούστο της έπαιζε καμπύλα  παιχνίδια   μέσα από τα σφιχτά ρούχα.

Καθόμασταν  ακίνητοι  στο κρεβάτι μετά από λίγο, ήμουνα εντελώς λυμένος, μόνο ο καπνός του τσιγάρου με απασχολούσε όπως έρεε κυματιστός προς το ταβάνι σαν ανάποδο ποτάμι. Η άνωση και η βαρύτητα κάνουν τις ίδιες κινήσεις σκέφτηκα, αλλά αντίθετα.

‘Η Ρούλα που  με ρώτησες, είναι το μόνο άτομο που εμπιστεύομαι. Πρέπει να είσαι   προσεκτικός  στην νύχτα. Την πατάς εύκολα.’

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γύρευε και  μίλαγε ακόμα. Έτσι κι αλλιώς ότι ήταν να γίνει είχε γίνει.  Ίσως όμως να της είχα προξενήσει κάποιο ενδιαφέρον, μπορεί και να   είχε τσιμπηθεί μαζί μου.  Σπάνια  θα γνώριζε στα μπαρ ένα καθηγητή φυσικής παντρεμένο εικοσιπέντε χρόνια με την ίδια γυναίκα, ίσως ένοιωθε ότι ήταν η ευκαιρία της με κάποιον σαν και μένα. Την   κοίταξα σαν να συμφωνούσα με ότι έλεγε, μισοναρκωμένος αν και σκεφτόμουνα ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να είχε φύγει.

‘Ναι μπορείς να την πατήσεις εύκολα.’ Ξαφνικά η φωνή της ζωντάνεψε.

‘Άκου να δεις τι έπαθε ένα παιδί που δουλεύαμε μαζί στην Σπάρτη.   Μπάρμαν,   από την Καβάλα ήταν, ήμασταν ένα χειμώνα μαζί σε ένα μπαρ. Μου   είπε την ιστορία αυτή για να προσέχω, να μην εμπιστεύομαι κανένα.’   Είχε όρεξη για κουβέντα, ήταν φανερό αυτό, αλλά  εγώ ήμουνα πτώμα. Η  φωνή  της  με νανούριζε, κράταγα τα μάτια μου ανοιχτά με το ζόρι.

‘Ένα  καλοκαίρι    είχε πάει να δουλέψει σε κάποιο   νησί, στην Νάξο ίσως, δεν θυμάμαι τώρα. Έμενε σε μια παραλία καμιά δεκαριά   χιλιόμετρα από κει   που ήταν  το εστιατόριο που δούλευε.  Ήταν ένα έρημο μέρος, το ήξερε από παλιά είπε,   πήγαινε για κάμπιγκ εκεί,  ένα μικρό χωριό έξω από τον δρόμο,  εγκαταλειμμένο, οι περισσότεροι  χωριάτες  είχαν πάει στα καράβια, είχε  κάποιο  εργοστάσιο παλιά εκεί που είχε  κλείσει πια.  Του άρεσε γιατί ήταν ερημιά, είχε βρει  ένα ξύλινο σπιτάκι  στην θάλασσα, σαν παράγκα, ένα   δωμάτιο μόνο και πήγαινε μετά την δουλειά να κοιμηθεί.   Τον  νανούριζαν τα κύματα, κοιμόταν σε   μια κούνια που είχε στήσει στο   μπαλκόνι. Ξέρεις δεν κοιμάσαι εύκολα όταν γυρνάς από την δουλειά σκοτωμένος τρεις το πρωί. Μια  μέρα λοιπόν  έφυγε    από το μαγαζί μεσημέρι, είχε πάρει ρεπό γιατί περίμενε την γκόμενά του από τη Αθήνα να έρθει. Ψώνισε  σε ένα  σούπερ μάρκετ   πράγματα για να έχουν να τρώνε και μετά έφυγε  καρφί για το σπίτι. Είχε ένα   παλιό αυτοκίνητο,  σαράβαλο,   ξέσκεπο,   είχε κόψει  τον   ουρανό, γιατί   του άρεσε να ταξιδεύει έτσι ελεύθερος, χωρίς να  τον  εμποδίζει τίποτα.’ Η γυναίκα σταμάτησε για λίγο, ένοιωσα το χέρι της που πέρασε διερευνητικά πάνω από το πρόσωπό μου. Άνοιξα τα μάτια μου.

‘Δεν κοιμάμαι, σε ακούω’ είπα. Αναστέναξε σαν να βαριόταν, σαν να  ήταν υποχρεωμένη να τελειώσει ένα  παραμύθι που έλεγε για να   κοιμίσει το παιδί που αντιστεκόταν. Συνέχισε  ανόρεχτα με τον ίδιο νανουριστικό τόνο.

 ‘ Έξω από το χωριό σε ένα σταυροδρόμι,  καθώς  πήρε   μια κλειστή  στροφή  ένοιωσε κάτι να σφυρίζει στον αέρα μια ανάσα από το μάγουλό μου. Σταμάτησε   και γύρισε πίσω να δει τι ήταν. Μια  πινακίδα της τροχαίας είχε  γύρει και η λαμαρίνα  ήταν   σαν λεπίδα μέσα στον δρόμο,   ακριβώς στο σημείο που είχε περάσει. Είχε γλυτώσει παρά τρίχα. Σκέφτηκε να   σηκώσει την πεσμένη πινακίδα, ή  να ειδοποιήσει την αστυνομία     να το κάνει, αλλά  ήθελε   να προλάβει να μαγειρέψει για την γκόμενα βαριόταν κιόλας, το άφησε έτσι. Έφτιαξε κάτι για φαγητό και κάθισε στην βεράντα και χάζευε όσο ψηνόταν.  Περίμενε ως  αργά το απόγευμα. Ύστερα  τον ειδοποίησαν. Η γκόμενά  του είχε χτυπήσει  το μεσημέρι καθώς ερχόταν στο σπίτι. Μια πεσμένη πινακίδα της τροχαίας είπαν, είχε χτυπήσει το αυτοκίνητο της, η κοπέλα είχε τραυματιστεί σοβαρά στο πρόσωπο.
Το παιδί  έπεσε να πεθάνει από την στεναχώρια του,  είχε τύψεις που δεν γύρισε πίσω να σηκώσει την πινακίδα. Μετά από δύο βδομάδες  λοιπόν, ξαναπέρασε από το ίδιο σημείο, η κοπέλα νοσηλευόταν στην Αθήνα,  αυτός δεν μπορούσε να φύγει γιατί είχε συμβόλαιο με το μαγαζί. Ήταν  το ίδιο σταυροδρόμι με την  πινακίδα  διορθωμένη πια,   πρόλαβε και είδε ένα άνθρωπο,   σαν παιδί του  φάνηκε, πεσμένο κάτω, μισός μέσα μισό  έξω από τον δρόμο,   το αυτοκίνητο    αναπήδησε λίγο σαν να τον πάτησε καθώς περνούσε. Σταμάτησε αμέσως κι έτρεξε να δει τι ήταν. Είδε ένα  κούτσουρο στην μέση του δρόμου εκεί που νόμισε ότι είχε πατήσει κάποιον. Όταν πλησίασε, το   παιδί  σηκώθηκε, δεν ήταν παιδί, ήταν ένας τσιγγάνος κοντός βλογιοκομένος με  φάτσα σημαδεμένη, σαν το διάολο του φάνηκε τον ίδιο, με ένα χρυσό δόντι στο στόμα καθώς γέλαγε.   Μετά  βγήκαν  κι άλλοι δύο από τους  θάμνους με σουγιάδες. Την είχε πατήσει. Πήγε να αντισταθεί,   τον χτύπησαν αλλά   δεν τον  σκότωσαν. Πήραν το αμάξι και ότι λεφτά είχε πάνω του και τον άφησαν  εκεί στην ερημιά  μισοπεθαμένο με μια τρύπα στα πλευρά. Τον βρήκαν το πρωί και τον πήγαν στο   νοσοκομείο, στο ίδιο που είχαν πάει και την γκόμενά του. Έκανε μια βδομάδα να συνέλθει. Γι αυτό μου είπε τότε  πρόσεχε, μην εμπιστεύεσαι ούτε τον κώλο σου τον ίδιο.’  Ένοιωσα   το χέρι   να περνάει  πάλι διερευνητικά πάνω   από το πρόσωπό μου για να διαπιστώσει αν κοιμάμαι. Αυτή την φορά   δεν άνοιξα τα μάτια, βυθίστηκα γρήγορα σε ένα γλιστερό κατηφορικό   ύπνο.

*****


Τα τραπέζια ήταν βαλμένα στην σειρά, κάθε τραπέζι και έξι καρέκλες, τρείς σε κάθε πλευρά.  Ένας  καφές  που  κρύωνε βρίσκονταν ήδη ήταν μπροστά σε κάθε θέση, και   ένα  καλαθάκι σε κάθε τραπέζι, με παξιμαδάκια του ‘μνημόσυνου’   αυτά τα σκληρά με το αμύγδαλο που του άρεσαν στο πρωινό παπαρωμένα στο γάλα, και     ένα μπουκάλι κονιάκ ιμιτασιόν   Μεταξά με τρία μαύρα αστέρια στον λαιμό. Οι γυναίκες του φιλοπτώχου μοίραζαν τώρα στα τραπέζια τα ποτήρια του κονιάκ, σε λίγο θα σχόλαγε η εκκλησία και θα κατέβαινε το μνημόσυνο. Από ένα ηχείο που έπαιζε με παράσιτα κάπου μέσα στην κουζίνα ακούγονταν  η  λειτουργία  από πάνω, ‘τον ευλογούντα και αγιάζοντα ημάς Κύριε φύλαττεεε’ ένα τσιριχτό ‘εις πολλάαα έεεετηηηη’ ακολούθησε από κάποιο παράφωνο ψάλτη, είχαν μείνει μόνο οι βοηθοί στο στασίδι, είχε αρνηθεί να πληρώσει   τους ψάλτες για τα εννιάμερα, ήμαρτον πια τους είχε  χρυσοπληρώσει στην κηδεία και γύρευαν πάλι λεφτά, έτσι κι αλλιώς η μακαρίτισσα που ήταν της εκκλησίας,   μετά από εννιά ημέρες θα είχε διαβεί την πύλη του κάτω κόσμου πια, θα ‘χαν σφαλίσει πίσω της οι βαριές πόρτες, δεν θα άκουγε τις παραφωνίες. Κοίταξε την φάτσα της   από την φωτογραφία πάνω στο τραπέζι των συγγενών. Είχε ένα   χαμόγελο σαν να ‘ταν ένας καλός άνθρωπος, έβγαζε αυτή την γλυκύτητα της ταυτότητας που έχουν εύκολη τα καθίκια  στο φωτογραφείο, από την ταυτότητα εξάλλου  ήταν η φωτογραφία αυτή, ήταν η μόνη που  την  είχαν βρει να χαμογελάει.   Όταν  τα βλέμματά τους συναντηθήκαν   ένοιωσε το ύφος της μακαρίτισσας να αλλάζει, να γίνεται βλοσυρό και επικριτικό στο αντίκρισμα του.  Σαν   να την άκουγε να   καγχάζει, ‘ο καθηγητάκος’.

Ξαφνικά ένοιωσε μια περίεργη θλίψη που δεν θα την ξανάβλεπε. Κομμάτι  της ζωής του τριάντα χρόνια σχεδόν, μπορεί και να  του ‘λειπε ποιος ξέρει. Είναι περίεργο τι νοσταλγεί κανείς,  έτσι κι αλλιώς αρρώστια είναι η νοσταλγία, ο πυρετός μιας  εξασθενημένης και γερασμένης επιθυμίας.   Δεν είχε καθίσει στην εκκλησία, είχε τσακωθεί με την γυναίκα του γι αυτήν την ιστορία, πήγαινε πολύ το ανοιχτό μνημόσυνο και στα εννιάμερα. Όλοι οι φίλοι   στο νεκροταφείο πήγαιναν για τα εννιάμερα και τα σαράντα, στο πόδι κέρναγαν καφέ.  Είχε αφήσει το κατιτίς της βέβαια η γριά στην τράπεζα για την κηδεία της και τα σχετικά, αλλά δεν ήταν ανάγκη να τα φάνε όλα σε μνημόσυνα. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη πια, τα παιδιά ακόμα σπούδαζαν και οι φόροι πήγαιναν και έρχονταν σε δόσεις κάθε μήνα. Αλλά υπήρχε αυτή η αρρώστια με τις κηδείες και τα μνημόσυνα σ’ αυτήν την οικογένεια, μια επιστήμη   του θανάτου και των παρεπομένων του για τους ζωντανούς, που απαιτούσε τήρηση εθίμων και γνώση πολύπλοκων τεχνικών και θρησκευτικών ζητημάτων που αυτός αδυνατούσε να παρακολουθήσει όλα τα χρόνια που  το ζούσε αυτό  από κοντά. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα επιστημονικού συνεδρίου στο σπίτι όταν οι γυναίκες του σογιού με προεξάρχουσα την μακαρίτισσα κλεινόντουσαν στην κουζίνα μετά από κηδείες η μνημόσυνα επικρίνοντας η επιβραβεύοντας την τελετή μετά από διεξοδική συζήτηση των λεπτομερειών που είχαν καταγράψει, κάτι που τον είχε κάνει να    ονομάσει αυτό το δαιδαλώδες  γνωσιακό πεδίο ‘συγκριτική κηδειολογία’, ένας όρος που έκανε την γυναίκα του έξαλλη γιατί τον θεωρούσε ειρωνικό. ‘Η δικιά σου η μάννα ούτε πως γίνονται τα κόλλυβα δεν ήξερε.’ Πάντα ήταν περήφανος  που η μάννα του ήταν τόσο άσχετη με τα έθιμα και τις παραδόσεις. Η παράδοση μύριζε θάνατο.

 Άκουσε από τα ηχεία τον παπά που έκανε το κυριακάτικο κήρυγμα τώρα. ‘Όπως ο πατέρας της παραβολής δέχτηκε τον άσωτο υιό έτσι κι ή εκκλησία   υποδέχεται σαν στοργικός πατέρας τους αμαρτωλούς, και  τι ζητάει; Τι ζητάει;  Μόνο  πίστη και μετάνοια ζητάει.’ Ποτέ δεν είχε χωνέψει την αδικία αυτής της παραβολής. Ο μαλάκας να δουλεύει μια ζωή και να μην τρέχει  τίποτα και ο μάγκας να γλεντάει και  να τα σπάει και μόλις γυρίζει πίσω όλοι να σκίζονται, και να σφάζουν και το καλό μοσχάρι γιατί ο μάγκας βαρέθηκε   και γύρισε πίσω. Νοοτροπία γκόμενας είχε αυτός ο πατέρας, ο καλός να μας τα φέρνει και ο μάγκας να μας τα παίρνει. Ο παπάς άστραφτε τώρα μέσα από τα ηχεία  βροντερός, τιμωρητικός,  ταπεινώνοντας το ούτως η άλλως ταπεινωμένο από την ανέχεια της εποχής ποίμνιό του που    έσκυβε ταπεινά το κεφάλι αναλογιζόμενο  τις αμαρτίες του. Δεν θα τέλειωναν γρήγορα,  όταν  ο παπάς φούντωνε,  το πράγμα τραβούσε σε μάκρος.

Σηκώθηκε νευρικός και έκανε ένα γύρο την αίθουσα. Δυο παλιές γκραβούρες τράβηξαν την προσοχή του. Χάζεψε για λίγο την τεχνική. Είχε κάνει χαρακτική κάποτε. Δυο τρία έργα του υπήρχαν ακόμα στο σπίτι. Τα παράτησε όμως γιατί δεν προλάβαινε   με τα παιδιά μικρά, το σχολείο, τα ιδιαίτερα. Είχε ξεκινήσει και ισπανικά μετά που ήταν το απωθημένο του, αλλά τα σταμάτησε κι αυτά στον τρίτο χρόνο, κάτι χαζομίλαγε όμως. Ένοιωσε μια αφόρητη πλήξη να τον πλημυρίζει. Η λειτουργία δεν τέλειωνε και το υπόγειο του έμοιαζε όλο και περισσότερο σαν  τάφος γεμάτος ανόητα κτερίσματα. Τι νόημα είχε το μνημόσυνο; Τι νόημα είχαν όλα αυτά; Και μήπως γιατί βιαζόταν; Τι είχε να κάνει μετά απ’ αυτό; Τίποτα. Ένοιωσε να πνίγεται, έπιασε τον σφυγμό του, έπρεπε να προσέχει γι αυτές τις ξαφνικές ταχυκαρδίες που πάθαινε και που μπορεί να έφταναν και σε βηματοδότη είχε πει ο καρδιολόγος. Χαλάρωσε την ζώνη του, και κάθισε. Έπρεπε να ξαναρχίσει γυμναστική, έπρεπε να φύγει ίσως, να πάει μια εκδρομή κάπου κοντά στην θάλασσα. Μόνο  κοντά στην θάλασσα ήταν   καλά, εκεί δεν αναρωτιόταν για τίποτα, σαν να αποκτούσαν όλα το νόημα τους, τακτοποιημένα σαν ρυθμικά κύματα που σκάνε ομοιόμορφα στην παραλία.

Ένα ποδοβολητό ακούστηκε   πάνω από το κεφάλι του, η εκκλησία είχε σχολάσει, ο κόσμος κατέβαινε από τα σκαλιά προς την πλατεία με την παιδική χαρά, απ’ όπου θα σκόρπαγε   στους δρόμους   με  τα ονόματα των νησιών. Οδός  Δήλου, οδός Νάξου, οδός Σίφνου, οδός Πάρου, οδός Αρχιπελάγους. Τελευταίο  θα κατέβαινε   το μνημόσυνο, οι συγγενείς και οι φίλοι θα μπούκαραν σε λίγο από την σιδερένια πόρτα του υπογείου για να μοιραστούν στα τραπεζάκια με τον καφέ και το κονιάκ πάνω τους.  Ένοιωσε την  απειλή από την μεριά της πόρτας, τα μαύρα σακάκια, τα ‘καλά’ ταγιέρ, την  μυρωδιά   της  ναφθαλίνης, τους κότσους και τις χειραψίες. Θυμήθηκε μια    ταινία που είχε δει παιδί με την Βουγιουκλάκη. Κήδευε τον σκύλο της που τον είχε πατήσει αυτοκίνητο και έβλεπε όλους αυτούς   που συχνάζουν στα νεκροταφεία και τα μνημόσυνα σαν   ζόμπι γύρω της. Ένοιωσε ξαφνικά σαν την Βουγιουκλάκη, τρομοκρατημένος από    το μακάβριο κιτς. Άρπαξε   το σακάκι του και βγήκε γρήγορα  από το υπόγειο. Ένας λαμπρός  ήλιος τον τύφλωσε για λίγο. Βιάστηκε  προς το σημείο που είχε παρκάρει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει, οι πρώτοι συγγενείς θα  κατέβαιναν  τώρα και θα τον σταματούσαν αν τον έβλεπαν. Το σαραβαλάκι   τον περίμενε ήσυχο στο στενό, το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο. Σαν άλογο του φάνηκε που τον περίμενε να φύγουν

*Ο Γιώργος Μπούτλας είναι ορθοπεδικός, ζωγράφος και συγγραφέας
*Η Αθηνά Γκριτζάλα είναι φιλόλογος και φωτογράφος

http://ritsmascorner.eu/content/τσούγκτσβανγκ-σπονδυλωτές-αφηγήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου