Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Νίκου Αμμανίτη : Καλοκαιράκι, καλοκαιράκι...





ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο

Καλοκαιράκι, καλοκαιράκι...

Tου Νίκου Αμμανίτη
Μια φορά και έναν καιρό, καθώς ο Μάιος έφευγε και η άνοιξη περνούσε στο παρελθόν, πρώτες πρώτες οι νοικοκυρές υποδέχονταν το αθάνατο ελληνικό καλοκαιράκι. Χαλιά έβγαιναν στον κήπο και μ’ ένα στειλιάρι τα χτύπαγαν να φύγει η σκόνη που μάζευαν από τις πατημασιές του χειμώνα.
Πατίκωναν ναφθαλίνη στα ντουλάπια, κάνοντας στους σκώρους γενοκτονία, και στριμώχνανε σε ένα μπαούλο τις βαριές κουρτίνες, μαζί με τα παπλώματα και τις κουβέρτες. Ήταν η εποχή που ακουγόταν στη γειτονιά η φωνή του παπλωματά. Ενώ, όμως, όλη αυτή η διαδικασία αποτελούσε καθαρά ιδιωτική υπόθεση, η επίσημη υποδοχή του καλοκαιριού γίνονταν από σκηνής των θερινών θεάτρων. Πριν σταθεροποιηθεί ο καιρός, οι θεατρώνες, που εξελίσσονταν σε μετεωρολόγους, μελετούσαν εμβριθώς τον ορίζοντα για να μαντέψουν αν θα βρέξει, μιας και τα θέατρα, πανέτοιμα, φρεσκαρισμένα, με ανθισμένα στις ζαρντινιέρες τα γιασεμιά, άνοιγαν τις πύλες τους.
Συνήθως προς το τέλος της παράστασης μπουμπούνιζε, με στιγμιαίες λάμψεις φώτιζαν τον τόπο οι αστραπές και ξέσπαγε μπόρα. Τότε ήταν που ο συμπαθής εκφωνητής της ΥΕΝΕΔ, με τα ατέλειωτα σαρδάμ, ανήγγειλε στους «αγαπητούς μας τηλεθεατάς», πως «λόγω της συναυλίας αναβάλλεται η βροχή…».
Ανάλαφρα ήσαν τα θεάματα του καλοκαιριού, κυρίως επιθεωρήσεις. Τους θιάσους αποτελούσαν πρώτα ονόματα του κλασικού θεάτρου, που ξελασκάριζαν και ανέβαζαν τις επιθεωρήσεις που λάτρευε το αθηναϊκό κοινό, γραμμένες από τους διασημότερους έλληνες ευθυμογράφους, που με την καυτερή τους σάτιρα περνούσαν την πολιτική μας ελίτ γενεές δεκατέσσερις. Στα ίδια αχνάρια κινούνταν και τα βαριετέ, που με τρεις μουσικούς και ένα υποτυπώδες πάλκο προσφέρανε χαμηλότερο θέαμα, με αντίτιμο ένα παγωτό κασάτα για τους πιο παραλήδες, που έσερναν και γκόμενα, ή με μια γκαζόζα, αν έβγαζαν τη σύζυγο να διασκεδάσει. Το πρόγραμμα των βαριετέ περιλάμβανε παρλάτα, χορευτικό ή ακροβατικό, δύο-τρία νούμερα με μπόλικα σόκιν και υπονοούμενα, που ξεκαρδίζονταν οι κυρίες, και τα τραγουδιστικά σουξέ της εποχής, τραγουδισμένα από μια στρουμπουλή «ντιζέζ» που ονειρευόταν να γίνει… ντιζέζ.


Βέβαια, στα μεγάλα θέατρα, όπως το «Αθήναιον», του Σαμαρτζή, της Βέμπο ή το «Περοκέ», λανσάρανε τραγούδια που ακόμη επιβιώνουν, τραγουδισμένα από διάσημες φίρμες.
Ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε, τιμής ένεκεν, μερικά ονόματα ηθοποιών του βαριετέ που ζουν στη μνήμη μας: Μπέμπα Δόξα, Στέλλα Κυριακίδου, Καίτη Ντιριντάουα, ο Ζαζάς, ο Μητσάρας, ο Βάσος Μεσολογγίτης, ο Μανέλης… και τόσοι και τόσοι άλλοι. Μαζί με τα θέατρα, τα βαριετέ και τα αναψυκτήρια, το καλοκαιράκι βασίλευε το αθάνατο θερινό σινεμαδάκι.
Λίγο γαρμπίλι καταγής, αγιόκλημα κάπου σκαρφαλωμένο για να κρύβει τη θέα στους γείτονες, ενώ προβάλλονταν στην οθόνη η υπερπαραγωγή της Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ, σε β’ προβολή.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την τρίτροχη χειράμαξα του στραγαλατζή, που στηνόταν μπροστά στην είσοδο του σινεμά με τα ζεστά στραγάλια και τον πασατέμπο που μασούλαγαν, «τσαφ, τσαφ, φτου», οι θεατές, λες και ήσαν τρωκτικά.


Ποιος ξεχνά τη μυρωδιά που σκόρπαγε η λάμπα θυέλλης με την οποία φώτιζε ο στραγαλατζής το εμπόρευμα. Και πέρασε στην Ιστορία η ένρινη φωνή του μηχανικού, που από την καμπίνα του διαφήμιζε το έργο της… Πέμπτης! Μπορεί να ήταν λιγοστό ή και να έλειπε από πολλά σπίτια το ψωμί, αλλά, έστω και δίχως άρτο, το καλοκαίρι το περνούσαν σπαρτιάτικα οι Αθηναίοι.
Ένα αιγινίτικο κανάτι για δροσερό νερό, κουβεντούλα, κουτσομπολιό και χαζοξενύχτι με σύσσωμη τη γειτονιά καθισμένη στο χωματερό πεζοδρόμιο, ενώ ένα αδέκαρο ζευγαράκι ρομαντζάριζε σε ένα παγκάκι και τη βγάζανε σαν… βασιλιάδες. Η ανυπόφορη ζέστη ανάγκαζε πολλούς να κοιμούνται στις αυλές και στις ταράτσες, κάτω από τον έναστρο ουρανό, να κάνουν ευχές θωρώντας τα πεφταστέρια, όσοι είχαν σεβντάδες. Άλλοι κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα.
Αν έμπαινε κανένας μπουκαδόρος και τους βούταγε το πορτοφόλι, το άλλο πρωί ή αστυνομία τον έκανε τσακωτό, μιας και τότε ο αστυνόμος τους ήξερε όλους με τα μικρά τους ονόματα και την «ειδικότητα» που ασκούσαν. Στις γειτονιές, τα χρόνια εκείνα της αθωότητας, τη νύχτα δρούσαν κλέφτες παρακατιανοί, δηλαδή μπουκαδόροι, που εισέβαλαν στις μονοκατοικίες από τα ανοιχτά παράθυρα και βούταγαν εν τάχει λεφτά απ’ τις τσέπες. Υπήρχαν και οι κλεφτοκοτάδες που ρήμαζαν τα κοτέτσια. Τη μέρα, πάλι, δούλευαν οι μπουγαδοκλέφτες.
Τσίριζαν οι νοικοκυρές καθώς έβλεπαν το σχοινί γυμνό, χωρίς ούτε τα μανταλάκια, και έτρεχε στο τμήμα εν σώματι ολόκληρη η συνοικία για να καταγγείλει με κατάρες τους κλέφτες.
Τις φεγγαρόλουστες βραδιές, η φεγγαράδα προκαλούσε για βόλτα στο Φαληράκι «παρά θιν’ αλός», αγκαζέ με το κορίτσι. Τότε λέχθηκε το περίφημο εκείνο: «Πήγα εις το Φάληρο, είδα και τη θάλασσα, είχα ένα τάλιρο, όπερ και εχάλασα…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου