Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Νίσπιτας : ΤΟ ΜΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΑΤΣΟΠΡΙΝΙ




ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΤΣΗ ΠΕΡΑΜΠΕΛΙΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

«ΤΟ ΜΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΑΤΣΟΠΡΙΝΙ»

Γράφει ο Μιχάλης Χουρδάκης

«Μιαν αργατινή την ώρα απού εδειπνούσανε οι καλόγεροι στην τράπεζα του μοναστηριού τση Περαμπελιανής Παναγίας, ο γούμενος ήδωκε διαταγή σ’ ένα καλογεράκι, να σκωθεί μόφωτα – μόφωτα την επαύριο, να πιάσει το Κάστρο για να πουσουνίσει ότι ελείβουντο το κελάρι ντως.
Αποδιαφώτιστα ακόμη εσκώθηκανε όλοι οι καλογέροι για τον Όρθρο, μα πρίχου μπούνε στη εκκλησά εξεπροβοδίζανε το Σέργιο το μικιό καλογεράκι.
- Καλοστραθιά Σέργιε, του ΄λεγε ο ένας.
- Καλό δρόμο να ΄χεις Σέργιε, του ΄λεγε άλλος.
- Έχε το νου σου στη στράτα και μην αργήσεις να μάσε βάλεις στην έγνοια παιδί μου, του ΄πε κι ο γούμενος.
Εκαβαλίκεψε ένα μπεγίρι του μοναστηριού το καλογεράκι, ήσυρνε κι ένα δεύτερο ζωντανό δεμένο στα σκαρβέλια του δικού ντου κι εκίνησε για το Κάστρο με τσ’ ευκές ολωνώ.
Βγάρματα ήλιου επέρνα ο Σέργιος τσι Μπαλωθιές κι ήπιανε το Μέρμηγκα. Ατά ποθές στον Ανάβλοχο τα μπεγίρια εκόψανε το ζάλο ντως μιαν κοπανιά και δεν ελέγανε να πχιαίνουν’ ομπρός.
- Πράμα γράντισμα είδανε, εσκέφτηκε το καλογεράκι κι ήκαμε το σταυρό ντου.
Δίνει μια με το κριμπάτσι στα καπούλια του μπεγιριού να κινήσει, πράμ’ αυτό!
Εκειά που εσκέφτουντο ίντα δα ΄ποκάμει, να σου και ξεπροβαίρνουνε από έναν ασπάλαθο πεντέξε τουρκαλάδες με τσι μπιστόλες κι ήρθανε ομπρός του.
- Ποιο δρόμο δα πάρομε ταβλόπιστε να βγούμε στα Περάμπελα, ρωτήξανε το Σέργιο.
- Ντρέτα δα παίξετε, να πιάσετε τσι Καρές κι απόη δα πάρετε βορνά το βουνό να περάσετε το Κάτω και τ’ Απάνω Σελί τ’ Ανεφάματα, κι άμα αφήσετε οπίσω σας τσι Κουρούνες, δα βρείτε το μοναστήρι στη δεξά μπάντα χαμηλά, είπε το καλογεράκι.
Σαν εμάθανε το δρόμο οι αντίχριστοι, φέρνει τα δαχτύλια στο στόμα ντου ο αρχηγός τως κι ήβαλε τσι σφυρές. Εξετουλουπώσανε πρέπει, καμιά τριανταρά ακόμη τουρκαλάδες από τσ’ ασπαλάθους, ήρθανε κοντά κι όλοι μαζί επιάσανε δρόμο – δρόμο να βγούνε στσι Καρές κι απόη ν’ ανεβολεματίσουνε στα Σελιά. Το καλογεράκι δεν το πειράξανε, μόνο τ’ αφήσανε να πάει στη δουλειά ντου.
Το δίχως άλλο όμως, ο Σέργιος ήπρεπε να κάμει χαμπάρι των καλογέρω στο μοναστήρι πως έρχουνται Τούρκοι ληστάδες να πατήσουνε την Παναγία. Ήλυσε από τα σκαρβέλια το δεύτερο μπεγίρι, ήδωσε μια καμουτσά στα καπούλια του δικού ντου μπεγιριού, κι ήκοψε δρόμο από τ’ Αμυγδαλίδια, ήπιασε τσ’ Αγόρους, επέρασε τ’ Αγκιναροσέλια κι ήφταξε στο ανέδιασμα, δυτικά του μοναστηριού. Σαν ήφταξε ΄κειά ήκουσε το συντάλαχο απού εκάνανε οι Τουρκαλάδες, γιατί εφτάνανε μπλιο κι αυτοί.
Ίντα ΄θελα κάμει ΄δά το καλογεράκι, ενέβηκε απάνω σ’ έναν πρίνο στο πλάι του δρόμου, βγάνει το αντερί, πιάνει τη μπιστόλα και παίζει μια μπαλωθιά κι απόη εκούνιε πέρα – πώδε το αντερί, να το δούνε οι καλογέροι για να σφαλίξουνε την πορτέλα και να πάρουνε τα όπλα.
Από το μοναστήρι, εκούσανε τη μπαλωθιά, είδανε κι από το γουμενικό το Σέργιο απάνω στην κατσοπρίνα να κουνεί το αντερί, εμανταλώσανε την πορτέλα κι επιάσανε τσι πολεμίστρες.
Σαν εκούσανε όμως κι οι Τούρκοι τη μπαλωθιά κι είδανε τον καπνό τση μπιστόλας να βγαίνει από τον πρίνο και το καλογεράκι να κουνεί το αντερί για σινιάλο, εχυμήξανε κι ήρθανε από κάτω. Ο ίδιος ο αρχηγός τω ληστάδω ήβαλε στη μοίρα το Σέργιο, του ΄παιξε μια και το καλογεράκι ήπεσε χάμαι ομπρός του, μισοσκοτωμένο. Ύστερα, εκάμανε μια θελιά με το φόρτωμα μιας φοράδας κι εκρεμάσανε το Σέργιο σ’ έναν κλώνο του πρίνου.
Οι ληστάδες, όλο φούρκα επήρανε κάτω για το μοναστήρι, μα οι καλογέροι από τσι πολεμίστρες δεν τζ’ αφήνανε να σιμώσουνε κιαολιάς. Σαν επέρασε καμπόση ώρα κι είδανε πως δεν εμπορούσανε να πατήσουνε το μοναστήρι, εσκοτώσανε καμπόσους τράγους, επήρα τζοι κι ενεβολέψανε στην κατσοπρίνα απού ΄χανε κρεμασμένο το καλογεράκι. Εκειά ενάψανε φωθιά, εψήσανε κριάς κι εφάγανε κι απόη εξεκουμπιστήκανε άπραγοι».
Όλα τα παραπάνω μου τα έχει διηγηθεί η συχωρεμένη γιαγιά η Χατζήνα ή Μακρομαρία πολλές φορές μέσα στη 10ετία του 1950 όταν πηγαίναμε στο Φοραδάρη να μαζέψωμε τ’ αμύγδαλα.
Σα φτάναμε στην κατσοπρίνα, η συχωρεμένη, έκανε το σταυρό της και μου ΄λεγε.
- Γροικάς τη μοσκοβολιά που βγάνει ο πρίνος παιδί μου; Επαδά το λένε «Μυρισμένο Κατσοπρίνι», γιατί ετσέ κι ετσέ, κι άρχιζε τη διήγηση.
Επηρεασμένος κι εγώ από τη διήγηση, στο τέλος, αισθανόμουν εκείνη τη μυρουδιά να ΄ρχεται στη μύτη μου.
Facebook/ Μιχάλης Χουρδάκης Νίσπιτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου