Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Πέτρος Κουλαξίδης, ο πρώτος Έλληνας κατά συρροή δολοφόνος

 


Ο πρώτος Έλληνας  κατά συρροή δολοφόνος

Ο διεστραμμένος δολοφόνος σκότωνε τις συζύγους του. Δολοφόνησε τουλάχιστον 7 γυναίκες και έμεινε γνωστός στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας  ως ο «Βρυκόλαξ» του Χαμηλού

Ο πρώτος Έλληνας  κατά συρροή δολοφόνος συνελήφθη στις 22 Σεπτεμβρίου 1930, λίγες στιγμές πριν από τον όγδοο γάμο του. Ο Έλληνας «κυανοπώγων» Πέτρος  Κουλαξίδης κατηγορήθηκε για τη δολοφονία των πρώτων επτά συζύγων του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Στο κρατητήριο, ο Κουλαξίδης παραδέχτηκε ότι σκότωσε μονό την έβδομη  σύζυγό του, αφού υποτίθεται ότι «του είπε ψέματα». Αρνήθηκε όμως κατηγορηματικά ότι δολοφόνησε τις έξι πρώτες συζύγους του, τον θάνατο των οποίων απέδωσε σε φυσιολογικά αίτια.

Από ότι είπε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν  η  απίστευτη κακοτυχία του ξεκίνησε, όταν η πρώτη γυναίκα του κατέρρευσε από ενθουσιασμό και χαρά όταν πήρε την είδηση της ξαφνικής απελευθέρωσης του από τη φυλακή, όπου ήταν φυλακισμένος  για κακούργημα. Από εκεί και πέρα όλα ήταν κατηφορικά, με τη μια γυναίκα του μετά την άλλη να υποκύπτουν σε «φυσικά αίτια». Το δικαστήριο απέρριψε τη θλιβερή ιστορία του και ο Κουλαξίδης καταδικάστηκε για τον φόνο της τελευταίας συζύγου του και εκτελέστηκε.

Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ

Ο Πέτρος Κουλαξίδης καταγόταν από τον Καύκασο, όπου γεννήθηκε περί το 1880.

Αν και οι μαρτυρίες από τα χρόνια που ζούσε ακόμα στη Ρωσία είναι λίγες και συγκεχυμένες, γίνεται σαφές ότι η εγκληματική του δράση ξεκίνησε από εκείνα τα χρόνια. Οι άνθρωποι που τον γνώριζαν τον περιέγραφαν ως γυναικά, βίαιο και συμφεροντολόγο. Χάρη στην προσεγμένη του εμφάνιση εξαπατούσε τα υποψήφια θύματα του και είχε πολλές κατακτήσεις στο αντίθετο φύλο.

Μία από τις σχέσεις που είχε συνάψει ήταν με μία πλούσια Ρωσίδα. Δεν κράτησε όμως πολύ. Η γυναίκα δεν άντεξε τον βάναυσο χαρακτήρα του Κουλαξίδη και μία μέρα τον έδιωξε από το σπίτι. Δύο βδομάδες αργότερα, η Ρωσίδα βρέθηκε νεκρή υπό μυστηριώδεις συνθήκες.

Λίγο αργότερα, ο νεαρός άντρας τα έφτιαξε με μία χορεύτρια, τη Μαρούσκα. Αφού κατασπατάλησε όλες τις οικονομίες της και πούλησε τα χρυσαφικά της, την ώθησε στην πορνεία. Έπειτα, η Μαρούσκα εξαφανίστηκε.

Περί το 1917, ο Κουλαξίδης ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, όμως ο τόπος κατοικίας του άλλαζε διαρκώς. Ανά διαστήματα, είχε μείνει σε χωριά της Θεσσαλονίκης, του Κιλκίς, των Σερρών. Οι συνήθειες του όμως στη νέα του πατρίδα δεν άλλαξαν. Αμέσως άρχισε να αναζητά γυναίκες.

Η πρώτη που «έπεσε στα δίχτυα» του ήταν η Κυριακούλα. Παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό χωριό λίγο έξω από το Κιλκίς. Εκεί, ο νιόπαντρος Κουλαξίδης έμπλεξε σε έναν καυγά και τραυμάτισε σοβαρά έναν συγχωριανό του. Οι τοπικές αρχές τον καταδίκασαν σε 3,5 χρόνια κάθειρξη. Λόγω όμως καλής διαγωγής, βγήκε νωρίτερα από τη φυλακή.

Λίγα εικοσιτετράωρα μετά την αποφυλάκιση του, η Κυριακούλα βρέθηκε νεκρή.  Ο Κουλαξίδης ισχυρίστηκε ότι η καρδιά της δεν άντεξε την αναπάντεχη χαρά, όταν τον είδε και πάλι στο σπίτι τους, και έπαθε ανακοπή. Κανείς στο χωριό δεν υποψιάστηκε κάτι. Δεν είχαν λόγο να αμφισβητήσουν τα λεγόμενα του. Η θλίψη του συζύγου διήρκεσε περίπου μισό χρόνο.

Έξι μήνες μετά το θάνατο της Κυριακούλας, ο Καυκάσιος πρόσφυγας αποφάσισε να ξαναφτιάξει τη ζωή του.

Παντρεύτηκε την Δέσποινα, που ήταν η κόρη του παπά του χωριού. Όμως κι αυτός ο γάμος έμελλε να λήξει άδοξα. Η Δέσποινα πέθανε από φριχτούς πόνους στην κοιλιά. Ο Κουλαξίδης διέδωσε ότι είχε όγκο στο στομάχι.

Για ακόμη μία φορά, όλοι τον πίστεψαν.

Η επόμενη στη σειρά ήταν η Ευθυμία. Με την Ευθυμία εγκαταστάθηκαν στο Χαμηλό, ένα χωριό κοντά στα σύνορα με Βουλγαρία. Η περίπτωση της ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες.

Λίγο καιρό μετά το γάμο τους, η γυναίκα βρέθηκε δολοφονημένη μέσα σε ένα παλιό καταφύγιο πολέμου. Αυτή τη φορά όμως ο Κουλαξίδης δεν ήταν παρών για να δώσει εξηγήσεις για τον θάνατο της συζύγου του. Είχε εγκαταλείψει αιφνίδια το χωριό χωρίς να ενημερώσει κανέναν.

Όπως μαθεύτηκε αργότερα, είχε μεταβεί στη Θεοδοσία, έναν άλλον μικρό οικισμό του Κιλκίς. Ο λόγος ήταν αναμενόμενος. Εκεί βρισκόταν η νέα εκλεκτή της καρδιάς του, με την οποία μάλιστα είχε προλάβει να λογοδοθεί.

Ο θάνατος της Ευθυμίας θορύβησε τους πάντες. Ήταν προφανές ότι η νεαρή γυναίκα δεν είχε πεθάνει από φυσικά αίτια. Εκτός αυτού, ο σύζυγος της ήταν άφαντος. Οι υποψίες όλων επιβεβαιώθηκαν όταν οι αρχές ερεύνησαν το σπίτι του ζευγαριού. Ανάμεσα στα πράγματα του Κουλαξίδη βρέθηκαν ματωμένα μαχαίρια, φωτογραφίες άγνωστων γυναικών, καθώς και πολλά γυναικεία αντικείμενα. Πλέον ο Καυκάσιος πρόσφυγας μπήκε επίσημα στη λίστα των καταζητούμενων.

Το 5ον ανακριτικό γραφείο της Θεσσαλονίκης ζήτησε την βοήθεια της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών. Πριν λοιπόν εντοπιστεί και συλληφθεί ο Κουλαξίδης, η έρευνα που έγινε από το τοξικολογικό εργαστήριο Αθηνών του κρανίου, του δεξιού χεριού και του αριστερού μηρού του θύματος κατέληξε σε μια έκθεση που συντάχθηκε για τους ανακριτές και διαπίστωνε, ότι η δολοφονηθείσα σύζυγος του Κουλαξίδη ήταν αναστήματος 1.45—1.59μ., ήταν ηλικίας 18—19 ετών και είχε  φονευθεί αρκετούς μήνες πριν τον Ιούλιο του 1930. Ένας δε μάρτυρας που λεγόταν Γ. Ιωαννίδης κατέθεσε στους ανακριτές για το ποιόν του Κουλαξίδη που κρυβόταν από τις διωκτικές αρχές  ότι ο Κουλαξίδης κατά την Μικρασιατική καταστροφή αποχωρίσθηκε από την οικογένεια του παραλαμβάνοντας μαζί του δύο ορφανές προσφυγοπούλες 16 ετών με την πρόφαση ότι θα τις προστάτευε και τις οδήγησε στην Αθήνας. Εκεί επιχείρησε να τις βιάσει  και η μία εξ αυτών αυτοκτόνησε. Όσον αφορά  δε την άλλη προσφυγοπούλα εκείνη υπέκυψε στην κτηνώδη βία του και στην συνέχεια ο Κουλαξίδης την πούλησε σε κάποιον οίκον ανοχής.

Την ώρα λοιπόν που στο Χαμηλό γίνονταν οι συνταρακτικές αποκαλύψεις για τον δολοφόνο που ζούσε ανάμεσα τους, ο Κουλαξίδης ετοίμαζε τον επόμενο γάμο του στη Θεοδοσία.

Ωστόσο, ο πατέρας της μέλλουσας συζύγου του ήταν καχύποπτος. Ο Κουλαξίδης δεν ήταν ντόπιος και για τη ζωή του ήξερε ελάχιστα πράγματα. Έτσι, μία μέρα, αποφάσισε να περιηγηθεί στα γύρω χωριά, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για τον μυστήριο γαμπρό του.

Ρωτούσε αγρότες, αστυνομικούς και απλούς κατοίκους. Για καλή του τύχη, ο σταθμάρχης ενός τμήματος ήξερε την περίπτωση του Κουλαξίδη.    

Με τη συνοδεία αστυνομικών, ο έκπληκτος άντρας τους οδήγησε στο σπίτι του στη Θεοδοσία, όπου τον περίμενε η κόρη του με τον αγαπημένο της.

Τον Ιούλιο του 1930, μετά από μία δεκαπενταετία απανωτών γάμων στην Ελλάδα ο Πέτρος Κουλαξίδης συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης.        

                                                

Αμέτρητοι γάμοι, αμέτρητα θύματα

 


 

Στη δίκη που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1930, οι αποκαλύψεις άρχισαν να «πέφτουν βροχή».

Διαπιστώθηκε ότι η Κυριακούλα δεν ήταν η πρώτη σύζυγος του Κουλαξίδη στην Ελλάδα.

Αποδεδειγμένα είχε παντρευτεί τουλάχιστον άλλες δύο φορές, ενώ έγινε λόγος και για άλλους γάμους που δεν μπόρεσαν όμως να αποδειχθούν ακράδαντα.

Χαρακτηριστικά, ένας μάρτυρας περιέγραψε την τακτική του αδίστακτου άντρα ως εξής:

«Εξαφάνιζε τις γυναίκες του σαν να ήταν γάτες.

—Πού είναι Κουλαξίδη η γυναίκα σου;

—Την έστειλα να παραθερίσει πάνω στο Σκρα.

Ύστερα από κανένα μήνα, ο Κουλαξίδης έφευγε να πάει στη γυναίκα του και γύριζε μαζί της στο χωριό. Στους φίλους που τον συναντούσαν στο δρόμο και κοίταζαν περίεργα τη συνοδό του, έλεγε προθυμότατα:

—Η γυναίκα μου.

—Μα, αν θυμάμαι καλά, η γυναίκα σου ήταν ξανθή.

—Ναι, ναι, αλλά ξέρεις οι ξανθές δεν μ' αρέσουν και την έβαλα να βάψει τα μαλλιά της.

Με τη μέθοδο αυτή, ο Κουλαξίδης άλλαζε γυναίκες σαν τα πουκάμισα του».

Στο ίδιο μοτίβο με τις υπόλοιπες γνωστές υποθέσεις, μία από τις επιβεβαιωμένες συζύγους του, η Χριστίνα, είχε πεθάνει 36 ώρες μετά το γάμο τους από γρίπη, ενώ η επόμενη, η Ανατολή, πάλι πέθανε από μία απλή ίωση.

Η μόνη που ο «βρυκόλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Τύπος και οι ντόπιοι, ομολόγησε ότι σκότωσε, ήταν η τελευταία, η Ευθυμία.

Στην πραγματικότητα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να πει την αλήθεια. Ο ξάδερφος του, ο οποίος τον είχε βοηθήσει στη μεταφορά του πτώματος, είχε ήδη καταθέσει τα πάντα στις αρχές.

Στην απολογία του, ο Κουλαξίδης ισχυρίστηκε ότι η Ευθυμία ήταν άπιστη και τον ντρόπιαζε διαρκώς. Ο φόνος της, όμως, δεν ήταν προμελετημένος. Την μοιραία νύχτα, την έπιασε επ' αυτοφόρω στο κρεβάτι με τον κουμπάρο τους.

Ακολούθησε ομηρικός καυγάς, κατά τη διάρκεια του οποίου ο προδομένος σύζυγος «θόλωσε» και την στραγγάλισε.

Αυτή ήταν η εκδοχή που υποστήριξε τουλάχιστον ο ίδιος.

Από την άλλη, ο ιατροδικαστής είχε ήδη αποφανθεί ότι το κεφάλι της Ευθυμίας είχε συνθλίβει από μία μεγάλη πέτρα.

Τιμωρία

Το δικαστήριο δεν πίστεψε τους ανυπόστατους ισχυρισμούς του Κουλαξίδη.

Κανένας δεν πείστηκε ότι όλες οι γυναίκες στη ζωή του πέθαιναν συμπτωματικά από φυσικά αίτια, ενώ ήταν νέες και μέχρι πρότινος υγιέστατες.

Μετά από πολλές επεισοδιακές δίκες, συγκλονιστικές καταθέσεις και αποκαλυπτικά στοιχεία, στις 8 Νοεμβρίου 1931 ο εισαγγελέας ανακοίνωσε την ετυμηγορία. Δίχως να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό, τον καταδίκασε σε θάνατο.

Ο Πέτρος Κουλαξίδης οδηγήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου, όπου παρέμεινε για 9 μήνες.

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ


Στις 2 Αυγούστου του 1932 τουφεκίστηκε μαζί με τρεις καταδικασθέντες κομιτατζήδες από τη Φλώρινα.

Η εφημερίδα Μακεδονία έγραφε στις 3 Αυγούστου του 1932:

«Εις τον όπισθεν των φυλακών του Επταπυργίου συνήθη τόπον εκτελέσεων ετυφεκίσθηκαν χθές την 6.15 πρωϊνή οι δια τον φόνον του Έλληνος οπλαρχηγού Τσαντέφσκυ καταδικασθέντες Μπαλάκας, Μάνος, Παρασκευόπουλος καθώς και ο γνωστός ως «βρυκόλαξ» του Χαμηλού Κουλαξίδης».

Ήδη από την 1η Αυγούστου είχε οριστεί από την Εισαγελία η 2α Αυγούστου ως ημέρα εκτέλεσης των κακούργων. Έτσι από τις 8 το βράδυ της 1ης Αυγούστου οι κατηγορούμενοι απομονώθηκαν κατά τα κρατούντα, χωρίς βεβαίως να τους ανακοινωθεί κάτι. Αυτοί όμως το κατάλαβαν και το ηθικό τους καταρρακώθηκε. Καθ’ όλη την διάρκεια της νύκτας οι κομιτατζήδες έκλαιγαν. Ο μόνος που κρατούσε την ψυχραιμία του ήταν ο Κουλαξίδης που όλη την νύκτα τραγουδούσε ελληνικά και ιδίως τουρκικά τραγούδια. Τραγούδησε μάλιστα και τον ύμνο του Βενιζέλου. Τραγουδούσε αμετανόητος και μεγαλόφωνα αποχαιρετούσε τους συγκαταδίκους του.

Όλο το βράδυ οι φύλακες προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν επιθυμίες των καταδικασμένων. Στις 3 τα ξημερώματα μπήκε στο θάλαμο ο ιερέας των φυλακών να τους εξομολογήσει και να τους μεταλάβει. Όλοι πλην του Κουλαξίδη εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν. Ο Κουλαξίδης όμως στην θέα του ιερέα αγρίεψε και τον έδιωξε.

Οι τρεις κατάδικοι έδωσαν κάποιες οδηγίες στους φύλακες και έγραψαν σημειώματα για τις οικογένειές τους. Ο Κουλαξίδης δεν άφησε καμιά επιστολή όμως τραγουδούσε όταν δεν έβριζε με δυνατή φωνή τους δημοσιογράφους.

Από τους τρεις κομιτατζήδες ο Παρασκευόπουλος φαίνεται προς στιγμή να ανακτά το θάρρος του και φωνάζει απειλώντας.

Παρά την μυστικότητα  που έγινε προσπάθεια να τηρηθεί το νέο διέρρευσε. Μέσα στα μεσάνυχτα συγκεντρώθηκε κόσμος που περιμένει. Η μεγάλη πόρτα των φυλακών ανοίγει και βγαίνει η αγγαρεία. Σε λίγο ξανά ανοίγει και βγαίνουν τρεις κατάδικοι με κασμάδες και φτυάρια και πάνε στο χώρο της εκτέλεσης.

Όλοι είναι παρόντες. Ο αντεισαγγελεύς Ταράκης, οι αστυνομικοί Νικηφοράκης και Παγιατάκης, οι  δημοσιογράφοι και το απόσπασμα.

Στις 6 το πρωί οι μελλοθάνατοι συνοδευόμενοι, με χειροπέδες στα χέρια, βγήκαν από τις φυλακές του Επταπυργίου και οδηγήθηκαν στον τόπο της εκτέλεσης. Ο Κουλαξίδης ήταν δεμένος μαζί με τον Μπαλάκα. Φορούσε μια άσπρη φανέλα, ήταν εκνευρισμένος και διαρκώς μονολογούσε. Γύρω στους λόφους ολόκληρη η συνοικία είχε έρθει να παρακολουθήσει τις εκτελέσεις. Όλοι προσπαθούν να πουν με σβησμένες φωνές μια κουβέντα που δεν βγαίνει. Ο Κουλαξίδης διατηρεί την ψυχραιμία του.

Το εκτελεστικό απόσπασμα παρατάσσεται και ετοιμάζει τα όπλα.

-Ε τώρα θα μάθετε τι πρέπει να κάνετε. Και μετά γυρίζοντας προς τους δημοσιογράφους φωνάζει:

-Εσείς με φάγατε. Φταίτε εσείς οι εφημεριδοπώλες. Εσείς με κάνατε δράκο.

Το απόσπασμα παρουσιάζει όπλα καθώς ο υπογραμματεύς Κυριαζίδης διαβάζει την καταδικαστική απόφαση: Ο Κουλαξίδης καταδικάζεται σε θάνατο γιατί στραγγάλισε την σύζυγό του οι δε άλλοι τρεις διότι φόνευσαν τον οπλαρχηγό Τσαντέφσκυ.

Ο αντιεισαγγελεύς Ταράκης τους ρωτά αν θέλουν να δηλώσουν κάτι. Οι τρεις κομιτατζήδες κάτι μουρμουρίζουν περί αθωότητας. Ο Κουλαξίδης δεν έχει τίποτα να πει:

-         Τι να πω μια ψυχή έχω, πάρτε την κι αυτήν … Αχ εσείς οι δημοσιογράφοι εσείς με φάγατε.

Ο Μπαλάκης φωνάζει:

-         Αφού μολογάει ο Μάνος εμάς γιατί μας σκοτώνετε;

Οι στιγμές είναι μετρημένες και ο υπολοχαγός Δημάκος του Φρουραρχείου τους ρωτά αν θέλουν να γονατίσουν και να τους δέσουν τα μάτια. Μόνο ο Μάνος απαντά ναι.

Ο Παρασκευόπουλος φωνάζει :

-Μια ζωή έχω και θα την δώσω στο Θεό

Τον διακόπτει όμως ο δράκος του Χαμηλού και του δείχνει τους δημοσιογράφους.

-         Να ο Θεός. Αυτοί εδώ είναι…..

Προσοχή διατάζει ο αποσπασματάρχης και ο Κουλαξίδης ουρλίαζει :

-         Με σκοτώνουν για μια βρώμα.

Τώρα όλα είναι έτοιμα. Τα όπλα προτεταμένα.

-Πυρ!

Ομοβροντίες και τέσσερα πτώματα σωριάζονται στο χώμα

Άλλη μια ομοβροντία… και μια φωνή ακούγεται

-         Ο Κουλαξίδης ζει ακόμη.

Ένας υπαξιωματικός του δίνει την χαριστική βολή.

Ένα συνεργείο παραλαμβάνει τα πτώματα καθώς ο κόσμος διαλύεται. Όλα τέλειωσαν.

Ο Κουλαξίδης μπορεί να πέθανε, όμως ο φριχτός θρύλος του στην περιοχή έμεινε ζωντανός για πολλά ακόμα χρόνια.

Ο «βρυκόλαξ του Χαμηλού» στοίχειωνε για χρόνια τα χωριά της Μακεδονίας από όπου έκανε το πέρασμα του.

«Η κοινωνία είναι δυνατό να ευημερεί μόνο όταν αποκαθαίρηται άνευ οίκτου από τοιαύτα εγκληματικά καθάρματα», ανέφερε στο κλείσιμο της αγόρευσης του ο εισαγγελέας.

Πηγές :

https://murderpedia.org/male.K/k/kulaxides-peter.htm

https://www.mixanitouxronou.gr/o-vrykolax-toy-chamiloy-o-diestrammenos-dolofonos-poy-skotone-tis-syzygoys-toy/

Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου