Παρακάτω διαβάστε πως ένας αντικειμενικός ιστορικός, ο καθηγητής κ. ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ, περιγράφει, μέσα από το βιβλίο του "ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ", το προπαρασκευαστικό στάδιο για την εισβολή των Ιταλών φασιστών στην Ελλάδα στις 28.10.1940.
....Αφού σκιαγραφήσαμε την εσωτερική πολιτική κατάσταση, πρέπει τώρα να στραφούμε προς τον άλλο συντελεστή της ελληνικής τραγωδίας 1941-1944, στον «ξένο παράγοντα», δηλαδή στην προετοιμασία της φασιστικής εισβολής, της οποίας το τελευταίο στάδιο εκδηλώνεται εμφανώς με την κατάληψη της Αλβανίας, στις Ί-4-1939. Στην Ελλάδα επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ακόμα και ο Μεταξάς αποφασίζει να μη δεχθεί αμαχητί ενδεχόμενη επίθεση. Οι φόβοι είναι δικαιολογημένοι, αφού ήδη στην Αλβανία «όλοι οι δρόμοι χαράζονται με κατεύθυνση τα ελληνικά σύνορα. Αυτό είχε διατάξει ο Ντούτσε που όλο και περισσότερο σκέπτεται να επιτεθεί με την πρώτη ευκαιρία εναντίον της Ελλάδας».
Όταν η βρετανική και γαλλική κυβέρνηση δίνουν εγγυήσεις για την ελληνική ανεξαρτησία (13-4-1939), ακολουθούν επανειλημμένες ιταλικές δηλώσεις στο ίδιο δήθεν πνεύμα «ειρηνοφιλίας και καλής γειτνίασης». Ταυτόχρονα, η Αθήνα προσπαθεί να επιδείξει αυστηρή τήρηση της ουδετερότητας της. Αλλά τον Ιούλιο του 1940, όταν οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Γαλλία, γίνονται κάτοχοι εγγράφων που περιέχουν μυστικές συνεννοήσεις του ελληνικού Γενικού Επιτελείου με τους Αγγλογάλλους. Ο Χίτλερ, αγανακτισμένος, παρέχει αρχικά τη συναίνεση του για μια ιταλική «προληπτική ενέργεια» (κυρίως κατά της Επτανήσου). Πάντως, εξακολουθεί να έχει δισταγμούς και λίγες ημέρες αργότερα απαιτεί κατηγορηματικά τη διατήρηση της «ηρεμίας» στα Βαλκάνια".
Ο Μουσολίνι αποφασίζει στις 11-12 Αυγούστου «αιφνιδιαστική επίθεση» κατά της Ελλάδας, με σκοπό εδαφικά οφέλη, την οποία ορίζει για το τέλος του Σεπτεμβρίου. Κυρίως επηρεάζεται από τον γαμπρό του (και υπουργό των Εξωτερικών) Τσιάνο, που υπήρξε «κύριος υποκινητής» του πολέμου εναντίον της Ελλάδας («La mia guerra») και υποτιμούσε συστηματικά τους σχετικούς ενδοιασμούς των Γερμανών. Σύμφωνα με τη «γραμμή Τσιάνο», από τα μέσα Αυγούστου εντατικοποιείται η ιταλική καμπάνια των μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, μια συγκεκριμένη νύξη του θέματος προς το Βερολίνο προσκρούει σε σαφή άρνηση για οποιαδήποτε ιταλική επιχείρηση, που θα μπορούσε να δώσει λαβή στην Αγγλία ή τη Ρωσία να επέμβουν στα Βαλκάνια.
Ο Μουσολίνι υποχωρεί μπροστά στους ενδοιασμούς αυτούς, ενώ ο Τσιάνο δίνει εντολή στον στρατηγό Φ. Τζακομόνι, ανώτατο αρμοστή της Αλβανίας, να συνεχίσει τις ανθελληνικές ενέργειες, προσωρινά σε μειωμένη κλίμακα, χωρίς δηλαδή να διακινδυνεύει άμεση ρήξη. Παράλληλα, εντείνουν τις προσπάθειες να προσεταιρισθούν σημαντικές ελληνικές προσωπικότητες - κυρίως στην Αθήνα και Ήπειρο. Ελάχιστοι ενδίδουν στις δωροδοκίες και στις υποσχέσεις, και η σημασία αυτής της «πέμπτης φάλαγγας» υπερεκτιμάται στον επικείμενο πόλεμο.
Ο αιφνιδιασμός και η αγανάκτηση του Μουσολίνι από την απροειδοποίητη γερμανική κατάληψη της Ρουμανίας επιταχύνει το σχέδιο του. «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα αντιμέτωπο προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα: από τις εφημερίδες θα πληροφορηθεί ότι εισέβαλα στην Ελλάδα. Έτσι, θα αποκατασταθεί η ισορροπία». Ταυτόχρονα, εκβιάζει τη συγκατάθεση του διστακτικού επιτελάρχη Π. Μπαντόλιο λέγοντας: «δίνω την παραίτηση μου ως Ιταλός, αν κάποιος θεωρεί δύσκολο να συγκρουσθεί με τους Έλληνες». Είναι απόλυτα σύμφωνος με τον Τσιάνο που χαρακτηρίζει «την επιχείρηση αυτή ωφέλιμη και εύκολη».
Έτσι, το πολεμικό συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου του '40 ορίζει την έναρξη της επίθεσης στις 26-10. Ο Μουσολίνι, για να επηρεάσει κάπως τη διεθνή κοινή γνώμη. θέλει προηγουμένως να υπάρξει «λίγος καπνός», μια «αφορμή για να ανάψει το φυτίλι». Έπρεπε, λοιπόν, να σκηνοθετηθεί, δύο ημέρες ενωρίτερα, ένα συνοριακό επεισόδιο που θα δικαιολογούσε την εισβολή ως «επανόρθωση της τάξης». Κατά τα άλλα κυριαρχεί αισιοδοξία. Οι συντελεστές της εισβολής, με υπερβολική σχεδόν επιπολαιότητα, διαβεβαιώνουν αλλήλους για τη βέβαιη νίκη. Μόνο ο Μπαντόλιο διατηρεί κάποιο σκεπτικισμό, αλλά μεταστρέφεται μόλις ο Μουσολίνι απειλεί ότι θα μεταβεί ο ίδιος προσωπικά στο μέτωπο «για να δει το αφάνταστο αίσχος των Ιταλών που φοβούνται τους Έλληνες».
Στις 22-10-1940, ο Τσιάνο συντάσσει ένα τελεσίγραφο για το οποίο σημειώνει στο ημερολόγιο του: «Φυσικά το έγγραφο δεν αφήνει καμιά διέξοδο στους Έλληνες. Ή δέχονται την κατοχή ή την επίθεση». Ακολούθως, ενημερώνει τον Τζακομόνι ότι η επίθεση αναβάλλεται για τις 28-10. Συνεπώς, τα «γνωστά επεισόδια» έπρεπε να μετατεθούν για την 26η Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα αποφασίζονται μεγάλοι βομβαρδισμοί των σημαντικότερων ελληνικών πόλεων, ώστε «μέσα σε λίγες ώρες να καταρρεύσουν τα πάντα»:.
Στο Βερολίνο, από τα μέσα Οκτωβρίου πυκνώνουν οι φήμες για τις ιταλικές προθέσεις. Αλλά οι Ιταλοί, όταν ερωτώνται, αντιδρούν είτε με υπεκφυγές είτε με κατηγορηματικές διαψεύσεις. Έτσι, ο Χίτλερ, υπολογίζοντας στη γνωστή ιταλική «αναποφασιστικότητα», πιστεύει πως έχει αρκετό χρόνο και δεν προωθεί ένα «πολύ σαφές διάβημα», που ήδη είχε ετοιμάσει το Υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο, επισπεύδει την επόμενη συνάντηση του με τον Ντούτσε. από τις 5 Νοεμβρίου στις 28 Οκτωβρίου.
Στην ειδική του αμαξοστοιχία, ο Χίτλερ αιφνιδιάζεται τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου από την είδηση της ιταλικής επίθεσης. Όταν φθάνει στη Φλωρεντία, τα ιταλικά στρατεύματα έχουν ήδη προωθηθεί σε ελληνικό έδαφος. Στις 3 η ώρα το πρωί, ο πρέσβης Γκράτσι επιδίδει στον Μεταξά το τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είχε κατ' εξακολούθηση παραβεί την ουδετερότητα της και είχε μεταβληθεί σε αγγλικό «εξορμητήριο» σε βάρος της Ιταλίας. Για τον λόγο αυτόν, εφόσον διαρκούσε ο πόλεμος, έπρεπε να επιτρέψει στα ιταλικά στρατεύματα την ειρηνική κατάληψη «ορισμένων στρατηγικών θέσεων», που όμως δεν καθορίζονται σαφέστερα. Ενδεχόμενη αντίσταση θα σαρωνόταν με τη βία των όπλων και τότε η ελληνική κυβέρνηση θα έφερε «την ευθύνη για τις συνέπειες». Ο Μεταξάς αρνείται και διατάσσει γενική επιστράτευση. Ο λαός δεν αντιδρά με ηττοπάθεια, όπως ορισμένοι ήλπιζαν, αλλά με γνήσιο πατριωτικό ενθουσιασμό. Εξάλλου, με έκπληξη και ανακούφιση, επισημαίνεται η διατήρηση της γερμανικής ουδετερότητας σε σχέση με την ιταλική επιθετική ενέργεια. Έτσι, το πρωί της επομένης ημέρας, ο Μεταξάς καλεί για συμπαράσταση όχι μόνο τη Μ. Βρετανία, αλλά και «όλους όσοι είναι καλής θελήσεως», ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τις ελπίδες του για γερμανική μεσολάβηση.
Πράγματι, στο Βερολίνο επικρατεί οργή για την «εντελώς ακατανόητη» και λανθασμένη από άποψη στρατηγικής ιταλική ενέργεια. Βέβαια, κατά τις επιτελικές συσκέψεις, δεν επικρίνουν τόσο αυτή καθαυτή την επιδρομή, αλλά μάλλον τη χρονική στιγμή της επίθεσης, δηλαδή λίγο πριν από τον χειμώνα, εποχή ακατάλληλη για επιχειρήσεις στα βουνά καθώς και πριν από τις εκλογές στις (ακόμη ουδέτερες) ΗΠΑ, όπου, τώρα. τα επιχειρήματα του Ρούσβελτ για είσοδο στον πόλεμο θα ήταν πειστικότερα. Επιπλέον, επικρίνουν την παραίτηση των Ιταλών από κάθε θαλάσσια επιχείρηση, πράγμα που επέτρεψε στην Αγγλία την κατάληψη της Κρήτης και άλλων νησιών σημαντικών για τη στρατηγική τους θέση. Παράλληλα, οι Γερμανοί φοβούνται εγκατάσταση των Άγγλων στη Θεσσαλονίκη, ενέργεια που θα αποτελούσε απειλή για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, σημαντικότατες ως προς τη διεξαγωγή του πολέμου. Για να προλάβουν, λοιπόν, αυτό το ενδεχόμενο, ειδοποιούν τον Μεταξά, λίγες ημέρες αργότερα, ότι το γερμανικό Ράιχ δεν θεωρεί την παρουσία μικρών βρετανικών αεροπορικών μονάδων ως αιτία κήρυξης πολέμου, εφόσον, βέβαια, τους απαγορευθεί η χρήση αεροδρομίων της Βόρειας Ελλάδας.
Αλλά στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος για τον Άξονα προέρχεται από μιαν άλλη απροσδόκητη πλευρά. Δύο ημέρες μετά τη λήξη της ελληνικής επιστράτευσης, αρχίζει (14-11) μια επιτυχής αντεπίθεση ενάντια στους εισβολείς που ήδη είχαν προελάσει βαθιά στο ελληνικό έδαφος. Παρά τον κατά πολύ ανώτερο στρατιωτικό εξοπλισμό των Ιταλών, η εξέλιξη της εκστρατείας φανερώνει τις αδυναμίες της πρόχειρης προετοιμασίας.
Στις 22-11-1940, τα ελληνικά στρατεύματα κυριεύουν την Κορυτσά - την πρώτη πόλη που χάνουν οι δυνάμεις του Άξονα από την έναρξη του πολέμου. Ακολουθούν νέες ελληνικές εδαφικές κατακτήσεις στη Βόρειο Ήπειρο. Η αεροπορική κάλυψη από σμήνη της ΡΑΦ, μόνο δευτερεύοντα ρόλο παίζει -παρά τους ισχυρισμούς της επίσημης βρετανικής ιστοριογραφίας-, αλλά συντελεί στην ενίσχυση του ηθικού των μαχόμενων.
Η αντίστροφη πορεία είχε αρχίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου