Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Έλενας Ακρίτα : «Οι όμορφες κυρίες των φέριμποτ»




«Οι όμορφες κυρίες των φέριμποτ»

 Γράφει η Έλενα Ακρίτα

Πηγαίνοντας προς τη βόρεια Εύβοια, μπήκα στο φέριμποτ ‘Καπετάν Αριστείδης’ από Αρκίτσα για Αιδηψό. Το οποίο ήταν πεντακάθαρο παρεμπιπτόντως και το προσωπικό ευγενέστατο κι εξυπηρετικό.
Το καράβι ήταν γεμάτο από κυρίες μιας κάποιας ηλικίας. Προχωρημένης. Ελάχιστοι άντρες, τέσσερις πέντε σύζυγοι κείτονταν τήδε κακείσε. Οι κυρίες ήταν σε δύο γκρουπ το ένα ΚΑΠΗ από Αθήνα, το άλλο προσφορά από ταξιδιωτικό γραφείο. Πήγαιναν στην Αιδηψό για ιαματικά λουτρά. Λίγο ντροπαλές. Λες κι έκαναν κάτι που δεν πρέπει, κάτι που δεν το δικαιούνταν: αυτές γεννήθηκαν για να φροντίζουν όλους τους άλλους, ποτέ τον εαυτό τους.
Στις δυο γιγαντοοθόνες του σαλονιού σε απευθείας μετάδοση η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Έβλεπαν όλες μαζί και τιτίβιζαν, μα τι ωραίο ταγιέρ, πώς την φωτίζει το λευκό, καλέ πολύ ψηλός ο Μητσοτάκης, ο κοντός ποιος είναι, όχι αυτός ο κοντός, ο άλλος κοντός πίσω από τον κοντό, μπράβο, τιτ τιτ τιτ σαν τα πουλάκια.
‘Ήταν χαρούμενες. Πολύ. Στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα έλαμπαν μάτια κοριτσιών σε πενταήμερη. Όλες είχαν φρεσκοβαμμένα μαλλιά το κοκκινοκάστανο το γλυκό, το πεισματάρικο, αυτό που αρνείται να μεγαλώσει και να δώσει τη θέση του στο λευκό της κεφαλής. Το χτένισμα ασάλευτο από τη λακ και το κρεπάρισμα, τα ρούχα φλοράλ, τα νυχάκια περιποιημένα με μανόν περλέ. Είχαν κάνει προετοιμασίες το ‘βλεπες αυτό: πήγαν κομμωτήρια, ψώνισαν καινούργιο μαγιό με ασορτί παρεό, σκουφάκι του μπάνιου, όμορφα πεδιλάκια μπρονζέ κι ένα καπέλο μα ένα καπέλο, σαν της Αλίκης στο Ναυτικό…. Κι ήταν όμορφες, τόσο όμορφες…
Μιλούσαν και γελούσαν κι έλεγαν κι έλεγαν και γλώσσα μέσα δεν έβαζαν. Κι άντε πάλι χωρατά κι άντε πάλι γέλιο, ένα γέλιο γάργαρο, κοριτσίστικο, το γέλιο της εκδρομής και της νιότης και μιας ανεμελιάς που ξέχασε το όνομά της.
Όλες με το κινητό στο χέρι. Ούτε στην τσάντα δεν το έβαζαν μη δεν τ’ ακούσουν. Έλα Νίκο μου. Έλα Μαιρούλα. Έλα αγόρι μου, κορίτσι μου, έλα άντρα μου. Έλα πες μου ό,τι αηδία σου κατέβει στο κεφάλι, πες μου για τη βρύση που στάζει, λες και μπορώ από εδώ που είμαι να βρω λύση για μια βρύση που στάζει στο Πικέρμι. Ρώτα με πού είναι τα παυσίπονα που κοντεύουν ν’ αυτοκτονήσουν από πλήξη τόσα χρόνια στο ίδιο ντουλάπι. Κι αν τελείωσαν τα χάπια πες το μου. Πες το μου μην μού το κρύβεις. Και προπαντός μη διανοηθείς να πεταχτείς στο απέναντι φαρμακείο ν’ αγοράσεις, όχι, όοοοχι σε μένα θα το πεις. Σε μένα θ’ ανοίξεις την καρδούλα σου, καρδούλα μου, σε μένα που βρίσκομαι 200 χιλιόμετρα μακριά. Μα και βέβαια θα το σηκώσω το ρημαδι, και βέβαια θα το καταπιώ το μπινελίκι το αυθόρμητο. Ναι εννοείται να με αγχώσεις άνευ λόγου και αιτίας αλίμονο, αν δε με αγχώσει ο άνθρωπός μου ποιος θα με αγχώσει ο ξένος;
Όμως οι όμορφες κυρίες των φέριμποτ δεν κατσουφιάζαν για πολύ, δεν χαλούσαν τη ζαχαρένια τους. Μόλις έκλειναν το κινητό, ξαναβρίσκαν το κέφι τους. Ξανασυναντιόντουσαν με τη χαρά τη σπάνια, την ακριβοθώρητη που σε κανέναν κερατά δεν τη χαλάλιζαν.
ΚΙ όσο ξεμάκραινε το φέριμποτ τόσο πιο δυνατά γελούσαν. Μέσα στα 40 λεπτά της διαδρομής άλλαζαν, μεταμορφώνονταν, λες κι αφήναν ξέπλεκα των φρονίμων τα μαλλιά.
Να ξέρετε εσείς οι νεότεροι, χρωστάτε πολλά στις κυρίες των φέριμποτ. Να τις αγαπάτε και να τους το λέτε. Να τους λέτε ότι τους πάει το φόρεμα, να τους λέτε ότι είναι όμορφες, γιατί είναι όμορφες… Τόσο όμορφες…
Α, και να μην τους παίρνετε τηλέφωνο για βλακείες. Αφήστε τις ήσυχες για λίγο. Μόνο για λίγο…
Και μην ξεχνάτε. Κάποτε θα ανέβετε κι εσείς στο φέριμποτ.
Καλό υπόλοιπο από μένα, τα λέμε τον Σεπτέμβριο.

ΤΑ ΝΕΑ

facebook/Elena Akrita


"Κύριοι.. πάμε Κύπρο". Ένας καταδρομέας θυμάται




"Κύριοι.. πάμε Κύπρο". Ένας καταδρομέας θυμάται.

"Κύριοι.. πάμε Κύπρο" Η μαρτυρία του Παύλου Τσιώγκα από την Κοζάνη 45 χρόνια μετά την τραγική κατάληξη της "επιχείρησης Νίκη" με τους 33 νεκρούς

Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΑΒΑΣ

''Στο Noratlas 6 επικρατούσε απόλυτη σιωπή, κανένας από τους 27 καταδρομείς που ήμασταν στοιβαγμένοι στην κοιλιά του σκάφους δεν μιλούσε.
Τα φώτα στο εσωτερικό του μεταγωγικού ήταν όλα σβηστά και μόνο κάνα δυο «σειρές» αψηφώντας τις εντολές είχαν ανάψει τσιγάρο. Ακουγόταν μόνο ο βόμβος των κινητήρων του αεροπλάνου...'
Ο Παύλος Τσιώγκας από τον Κρόκο Κοζάνης, λοχίας της Α΄ Μοίρας Καταδρομέων που την νύχτα της 21ης Ιουλίου 1974 μεταφέρθηκε στην Κύπρο για την υπεράσπιση του αεροδρομίου της Λευκωσίας, μιλά για πρώτη φορά και περιγράφει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, την προετοιμασία της επιχείρησης, τη μεταφορά τους στην Κύπρο, το πώς βλήθηκε το αεροσκάφος τους από αντιαεροπορικά πυρά, τον τραυματισμό του και τις προσπάθειες του ιδίου και άλλων τραυματιών να κρατηθούν ζωντανοί.
Η ιστορία του Παύλου είναι άγνωστη στην Κοζάνη, όπως άγνωστη ήταν μέχρι και πριν από ορισμένα χρόνια η ιστορία των καταδρομέων της Α΄ Μοίρας, που υλοποιώντας το σχέδιο μιας παράτολμης επιχείρησης που έφερε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση ΝΙΚΗ», είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 32 εξ αυτών, όταν δύο μεταγωγικά αεροσκάφη, το «Noratlas 4» και το «Noratlas 6», κατά τη διάρκεια της προσγείωσης τους στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας θεωρήθηκαν ως εχθρικά και κτυπήθηκαν κατά λάθος από αντιαεροπορικά πυρά της κυπριακής αεράμυνας που υπεράσπιζε το αεροδρόμιο.
«Από το αεροδρόμιο της Σούδας φύγαμε λίγο μετά τις 11 το βράδυ, έχουν περάσει περίπου δυο ώρες και ο Λοχαγός Σταύρος Μπένος μας δίνει εντολή να ετοιμαστούμε γιατί πλησιάζουμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Τα πυρομαχικά μας και τα όπλα τα είχαμε στοιβαγμένα πίσω από το πιλοτήριο, μόλις έχουμε σηκωθεί αρχίζοντας την προετοιμασία, ένοιωσα ένα θόρυβο κάτι σαν συνεχόμενα κτυπήματα στο σκάφος, στην αρχή δεν έδωσα σημασία γιατί είμαστε σε διαδικασία προσγείωσης αλλά αμέσως μετά ένα μεγάλο τράνταγμα ταρακούνησε το σκάφος. Άρχισαν να βγαίνουν καπνοί και σε ορισμένα σημεία είδαμε φωτιά».
Ο Παύλος Τσόγκας παραδέχεται ότι όλοι κατάλαβαν ότι το σκάφος κτυπήθηκε στην κοιλιά από αντιαεροπορικά πυρά, αλλά ποιοι τους χτύπησαν θα το ανακάλυπταν λίγο αργότερα. Στο εσωτερικό του σκάφους αρχικά επικράτησε πανικός, αλλά η στεντόρεια φωνή του λοχαγού Μπένου και η εντολή «σβήστε τώρα τη φωτιά» εξισορρόπησε λίγο τα πράγματα. «Θυμάμαι ότι έβγαλα το παγούρι από τη ζώνη μου και εκεί που άρχισα να ρίχνω νερό στη φωτιά, έχασα τον κόσμο από τα ματιά μου και έπεσα στο πάτωμα».
Τον ρώτησα εάν κατάλαβε ότι είχε τραυματιστεί η εάν ένοιωσε πόνο σε κάποιο σημείο του σώματός του αλλά ο 67χρονος σήμερα Παύλος δεν κατάλαβε ότι είχε κτυπηθεί, «λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου σαν να ένιωσα μια μικρή γλυκιά μέθη ή κάτι σαν ευθυμία».
Το «ΝΙΚΗ 6» χωρίς να το γνωρίζει ο 19χρονος τότε Παύλος αλλά και πολλοί άλλοι καταδρομείς, εξαιτίας των πυρών που είχε δεχτεί από την ελληνοκυπριακή αεράμυνα έχει χάσει και τους δύο κινητήρες και προσγειώνεται στο αεροδρόμιο χάρη στη δεξιοτεχνία και τον επαγγελματισμό των χειριστών της ΠΑ. Δέκα λεπτά νωρίτερα το Nίκη 4 κτυπήθηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα από τα αντιαεροπορικά πυρά έπιασε φωτιά στον αέρα και συνετρίβη στο λόφο της Μακεδονίτισσας. Είκοσι έξι καταδρομείς και 4 αξιωματικοί από το πλήρωμα του αεροσκάφους είναι νεκροί, ενώ μοναδικός επιζών είναι ο καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου ο οποίος φλεγόμενος πήδηξε από το σκάφος λίγο πριν συντριβεί στο έδαφος.
Από το Νίκη 6, δύο στρατιώτες είναι νεκροί και 10 τραυματίες που φέρουν σοβαρά η ελαφρότερα τραύματα θα μεταφερθούν στο νοσοκομείο της Λευκωσίας, ανάμεσά τους είναι και ο Παύλος Τσιώγκας.
Η τραγική κατάληξη της επιχείρησης οφείλεται στην πρωτοφανή καθυστέρηση που επέδειξαν στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, το σημερινό ΓΕΕΘΑ. στην Αθήνα να ενημερώσουν το γενικό αρχηγείο Λευκωσίας, ότι έρχονται ενισχύσεις, το έκαναν μόλις στις 01:00, με το σήμα «Έρχονται τα 15 πορτοκάλια». Έτσι η αντιαεροπορική άμυνα του αεροδρομίου αρχικά δεν είχε ενημέρωση, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν ότι τα αεροσκάφη που πέταγαν ήταν τουρκικά.
Η ιστορία του Παύλου και το πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο έχει όλα τα σπουδαία χαρακτηριστικά ανθρωπιάς και αλληλεγγύης που παραμένουν ζωντανά στην αγριότητα του πολέμου και της μάχης.
«Ξύπνησα από μια άγρια φωνή που έφτανε στα αφτιά μου “ Παύλο, Παύλο πού είσαι;” Δυο καταδρομείς είχαν μπει μέσα στο σκάφος και έψαχναν για τραυματίες και νεκρούς, μόλις άκουσα το όνομα μου τους είπα ένα ξεψυχισμένο ‘’Ναι.. εδώ..’’ και αμέσως με πήραν και με κατέβασαν από το αεροπλάνο. Ο στρατιώτης Κουτσονάκης ήταν αυτός που τον κατέβασε από το τρυπημένο αεροσκάφος και ο Παύλος δεν ξεχνά πως έξι μήνες μετά τα γεγονότα της Κύπρου αντάμωσαν, «μου έδειχνε με τα χέρια του πώς με χτυπούσε στο κράνος για να ξυπνήσω από τον λήθαργο του τραύματος. Κρίμα όμως, αυτό το παλικάρι συγχωρέθηκε αρκετά νέος»
« Ήταν τρεις πάρα... το πρωί και το δροσερό αεράκι με ξύπνησε για καλά, δεν αισθανόμουν να πονάω πάρα ένιωθα μόνο εξάντληση. Εκείνη την ώρα με πλησιάζει ο στρατιώτης Δημητρίου από την Καρδίτσα και μου λέει ότι πρέπει φύγουμε να ακολουθήσουμε τους άλλους. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ όρθιος, έπεσα στο έδαφος είχα χάσει και αρκετό αίμα από το δεξί πόδι μου».
Θυμάται με ευγνωμοσύνη το θάρρος και την αποφασιστικότητα που έδειξε ο συνάδελφός του. «Μου ζήτησε να αφήσω το όπλο μου και παρότι ήταν κοντύτερος από μένα με πήρε στους ώμους του και άρχισε να τρέχει προς τη μεριά που φαινόταν ο διάδρομος του αεροδρομίου». Οι δύο άνδρες έπρεπε να τον διασχίσουν γρήγορα, να περάσουν στην άλλη πλευρά ενώ την ίδια ώρα συνεχίζονταν οι αφίξεις ελληνικών αεροσκαφών και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή κουράστηκε και μ ’άφησε στο έδαφος, αλλά στη θέα ενός Noratlas που πλησίαζε δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και κρατώντας τον από τον ώμο αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί μέχρι που φτάσαμε στην άλλη πλευρά του διαδρόμου όπου κατέρρευσα από την εξάντληση. Στις πέντε τα ξημερώματα εμφανίστηκαν τα πρώτα ασθενοφόρα για να μας πάρουν». Ο Παύλος άκουγε τα βογγητά και τις κραυγές των άλλων τραυματιών «αλλά δεν είμαι σίγουρος εάν αυτό που μ ’έκανε να νοιώθω τόσο πολύ τον πόνο, ήταν ο φόβος του θανάτου η το τραύμα στο πόδι μου που είχε αρχίσει να παγώνει».
Στο νοσοκομείο της Λευκωσίας έμεινε δέκα ημέρες, του έβαλαν νάρθηκα στο πόδι και άρχισε να περπατά στους διαδρόμους με τις πατερίτσες. Ένα πρωί κάποιος του νοσοκομείου τούς λέει σε ένα απομακρυσμένο θάλαμο «νοσηλεύεται ένας δικός σας σε κακή κατάσταση»’. «Μας δείχνουν τον καταδρομέα Θανάση Ζαφειρίου» τον μοναδικό επιζώντα από το Νίκη 4. Η φωνή του Παύλου αλλάζει όταν αναφέρεται στην εικόνα του πολυτραυματία. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτή την εικόνα, πώς είναι όταν βλέπεις ένα κούτσουρο καμένο μέσα σ’ ένα χωράφι; έτσι ήταν το σώμα του Θανάση.... Ο ίδιος ακούνητος, αμίλητος και από το καμένο δέρμα να τρέχουν υγρά. Τις επόμενες ημέρες ο Θανάσης μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στην Αθήνα και πάρα τα πολλαπλά κατάγματα και τα εγκαύματα κατάφερε να βγει νικητής. Έφυγε από την ζωή το Σεπτέμβριο 2016.
Στις 2 Αυγούστου του 1974 με πολιτικό πλοίο της γραμμής οι πιο ελαφρά τραυματίες μεταφέρονται στον Πειραιά και απευθείας στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας. Ο Παύλος Τσιώγκας ένα μήνα μετά θα επιστρέψει στη μονάδα του στο Μάλεμε της Κρήτης και στη συνέχεια στο Ναυτικό νοσοκομείο όπου θα κάνει δύο ακόμη επεμβάσεις για να αφαιρέσει δυο μεγάλα θραύσματα που έχουν μείνει στο πόδι του. Θα απολυθεί από το στρατό το Νοέμβριο του 1975 και θα επιστρέψει στο σπίτι του στο Κρόκο Κοζάνης. 

Μεσημέρι 21ης Ιουλίου 1973
Αλήθεια, γνωρίζατε ότι πηγαίνατε στην Κύπρο να πολεμήσετε τον ρώτησα; «Δεν μας το είπαν από την αρχή, μας μιλούσαν με μισόλογα». Ήταν μεσημέρι προς το απόγευμα όταν τους ενημέρωσαν στην Μοίρα ότι πρέπει να ετοιμάσουν οπλισμό και πυρομαχικά για να πάνε στα νησιά. «Ναι έτσι μας είπαν... ότι θα πάμε στα νησιά... Το πιστέψαμε γιατί κάτι είχαμε ακούσει από την προηγούμενη μέρα στα ραδιόφωνα, χωρίς να σκεφτούμε περισσότερο, είχαμε και την αφέλεια των 19χρονων παιδιών».  Το απόγευμα το στρατόπεδο γέμισε από τουριστικά λεωφορεία, «βάλαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο της Σούδας». Ο Παύλος θυμάται ότι είχε βραδιάσει, «στα λεωφορεία τραγουδούσαμε το ‘’πότε θα κάνει ξαστεριά’’ ενώ απ’ όπου περνούσαμε στους δρόμους στα μαγαζιά και τις καφετέριες ο κόσμος μάς χειροκροτούσε».
Ο Παύλος υποστηρίζει ότι οι Κρητικοί γνώριζαν τι γίνεται, γι’ αυτό και τους επεφύλαξαν τέτοιο θερμό αποχαιρετισμό. Τα λεωφορεία εισήλθαν στο αεροδρόμιο κι «είδαμε πάνω από είκοσι αεροσκάφη μεταγωγικά παραταγμένα στη σειρά να περιμένουν. Στεκόμαστε σε παράταξη όλη η Μοίρα με τους επικεφαλής και θυμάμαι τον αξιωματικό Πλάτωνα Κολοκοτρώνη να ανεβαίνει στο τρίτο σκαλοπάτι της πόρτας ενός noratlas για να μας μιλήσει. “ Κύριοι, η Μοίρα μας έχει σοβαρή αποστολή, πάμε στην Κύπρο”. Εκεί παγώσαμε για πρώτη φορά όλοι και οι θαρραλέοι και οι μη θαρραλέοι. Ο Παύλος θυμάται ότι δεν υπήρξε ενημέρωση για το τι θα κάνουμε εκεί και ποια θα είναι η επιχείρηση στην οποία θα συμμετάσχουμε. Μπήκαμε στο αεροπλάνο βάλαμε τα πυρομαχικά μας πίσω από το πιλοτήριο και απ’ ό,τι θυμάμαι τα αεροσκάφη ξεκίνησαν με σβηστά φώτα».
Κοιτάζει συνεχώς ένα απόκομμά της εφημερίδας με τις φωτογραφίες των νεκρών παλικαριών του «Νίκη 4» και του «Νίκη 6» και μου εξομολογείται ότι από τύχη βρίσκεται στη ζωή. Ότι θα μπορούσε να κάθεται στη θέση των δύο νεκρών παλικαριών από το «Νίκη 6» εάν ο λοχαγός του επέτρεπε ως αρχηγός της ομάδας του να εισέλθει πρώτος στο αεροσκάφος. Ο Σπυρίδωνας Νόμπελης και ο Κωνσταντίνος Οικονομάκης είναι οι δύο καταδρομείς που πέθαναν από τα πυρά που δέχτηκε το Νίκη 6 κατά την προσγείωση στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Ο Παύλος Τσιώγκας το 1974 επέστρεψε στο χωριό του τον Κρόκο Κοζάνης και συνέχισε να ασχολείται ως τεχνίτης της γούνας και λίγο με τις αγροτικές εργασίες. Έκανε οικογένεια και προσπάθησε να μεγαλώσει τα τρία του παιδιά. Μετά από χρόνια και από πιέσεις του ίδιου αλλά και πολλών άλλων συμπολεμιστών του που τραυματίστηκαν στην Κύπρο και αντιμετώπιζαν κινητικά προβλήματα έως και σωματική αναπηρία από τα τραύματα, το 1988 προσλαμβάνεται ως κλητήρας στον ΑΗΣ Καρδιάς.
Ο Παύλος ενώ μαζεύει τις φωτογραφίες που έχει απλωμένες στο γραφείο, τον ακούω να μονολογεί «Την ιστορία μας την ξέρουν ελάχιστοι». Και γυρίζοντας το πρόσωπο του, μου ζητά να μην ξεχάσω να γράψω ότι ως «τμήμα αυτοκτονίας μάς είχαν δηλώσει στην επιχείρηση Νίκη, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε».

Πηγη: ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Μια υπέροχη ομιλία προς αποφοίτους της Αγγέλας Καστρινάκη



Μια υπέροχη ομιλία προς αποφοίτους της Αγγέλας Καστρινάκη

Η ομιλία της Κοσμητόρισσας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου  Κρήτης Αγγέλας Καστρινάκη στην τελετή αποφοίτησης των νέων πτυχιούχων ήταν αφιερωμένη στη Σουζάνα Ήτον και όχι μόνο.

Αγαπητοί τελειόφοιτοι και τελειόφοιτες, αγαπητοί γονείς, σήμερα είναι μέρα γιορτής για σας όσο και για μας. Πριν γιορτάσουμε όμως, πριν σας κατευοδώσω και σας ευχηθώ, θεωρώ χρέος μου να αναφερθώ στο γεγονός που συγκλονίζει τις τελευταίες μέρες την Κρήτη.
Το Πανεπιστήμιο δεν είναι ένας περίκλειστος χώρος όπου δάσκαλοι μεταβιβάζουν στους μαθητές τους γνώσεις και δεξιότητες. Είναι κομμάτι της κοινωνίας, ένα επίλεκτο αν θέλετε κομμάτι, που μέσα σε αυτό διαμορφώνεται η κοινωνία του μέλλοντος, επωάζονται και ζυμώνονται οι αξίες που θα μεταδοθούν στους νεότερους, στα παιδιά, στα φυσικά και στα πνευματικά παιδιά που θα είναι οι μαθητές και οι μαθήτριές σας. Στο Πανεπιστήμιο φτιάχνουμε –εν μέρει βέβαια και στον βαθμό που μας αναλογεί – την επόμενη μέρα της Ελλάδας.
Γι’ αυτό αισθάνομαι υποχρεωμένη να αναφερθώ στο τρομερό συμβάν. Έχετε καταλάβει βέβαια σε τι αναφέρομαι. Μια γυναίκα έχασε τη ζωή της με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο. Κακοποιήθηκε βάναυσα, βιάστηκε και θανατώθηκε. Ήταν Αμερικανίδα, μέλος της επιστημονικής κοινότητας, βιολόγος, και είχε έρθει στην Κρήτη για να λάβει μέρος σε επιστημονικό συνέδριο στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης. Η Σουζάνα Ήτον. Μια φωτεινή μορφή, ένας πράος άνθρωπος, όπως την βλέπουμε στις φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν. Χαιρόταν σαν κι εμάς τη ζωή, χαμογελούσε με γλυκύτητα και προσπαθούσε να συμβάλει στο καλό όλων μας μέσω της επιστήμης της.
Φυσικά είμαστε συγκλονισμένοι. Φυσικά καταδικάζουμε. Δεν φτάνει όμως αυτό. Οφείλουμε να διερευνήσουμε τις συμπεριφορές, από τις πιο μικρές και φαινομενικά ασήμαντες έως τις πιο κομβικές, που εντέλει ενδέχεται να οδηγήσουν στο τρομερό έγκλημα. Όλες τις δικές μας συμπεριφορές, στον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, και ειδικά τα αγόρια, στον τρόπο που αντιδρούμε απέναντι στην ανομία, την οπλοχρησία, τη βία ενγένει και την έμφυλη βία, τη βία κατά των γυναικών, ειδικότερα.
Αυτή τη διερεύνηση την κάθε άλλο παρά εύκολη, την έκανε πριν λίγες μέρες ένας συντοπίτης μας, Ρεθυμνιώτης, ο Χάρης Στρατιδάκης, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, διδάκτορας Παιδαγωγικής, στο άρθρο του, με τίτλο «Μήπως στην Κρήτη η ανθρώπινη ζωή παραέγινε φθηνή;». Επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω μερικές από τις διαπιστώσεις του.
Παρατηρεί πρώτα πρώτα τη συχνότητα του φαινομένου (το τελευταίο συμβάν ήταν μόνο η κορωνίδα) και το ότι οι φόνοι αφορούν συνήθως αλλοδαπές γυναίκες (δύο μετανάστριες από τη Βουλγαρία, πρόσφατα στο Ρέθυμνο), που δεν έχουν σόι να απαιτήσει την τιμωρία τους ή και να φροντίσει γι’ αυτή μέσω της αυτοδικίας. Δειλοί λοιπόν οι δολοφόνοι.
Αλλά το πιο σημαντικό στο γενναίο αυτό άρθρο είναι ότι ο συγγραφέας τολμά να θίξει τις γενικότερες συμπεριφορές, αυτές που μας αφορούν όλες και όλους. Παραθέτω:
«Ασφαλώς δεν είναι αυτή η δική μας Κρήτη, της αντιμετώπισης των γυναικών ως ζώων, των απαγωγών, των χασισοφυτειών και της απαξίωσης της ζωής και της τιμής των μεταναστών. Όμως υπάρχει και αυτή η Κρήτη, όλων των παραπάνω αλλά και της συνολικής καταπάτησης του νόμου, της καπετανιάς, του «επά’ μαι ’γω», του αντριλικιού, της κούπας, της θρασυδειλίας και των γνωστών σ’ όλους μας πολιτικών προσώπων που τους καλύπτουν.
Και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας συμβαίνουν τέτοια γεγονότα […]. Πουθενά όμως στην Ελλάδα δεν βλέπουμε να αντιμετωπίζονται οι ίδιες τροχαίες παραβάσεις με τη συγκαταβατικότητα που αυτό συμβαίνει στο νησί μας. Πουθενά στη χώρα μας οι βοσκοί δεν καταπατούν με την ίδια ευκολία τις γεωργικές περιουσίες […], πουθενά αλλού δεν πυροβόλησαν πρώην νομάρχη και δεν ανατίναξαν το σπίτι του επειδή δεν τους έκανε τα χατίρια. […] Φαίνεται ότι κάτι δεν πήγε καλά στο νησί μας με κάποιες από τις θεωρούμενες ως “αξίες” του. Μήπως η δύναμη του καθενός σογιού και το “κόζι” του οδηγούν τελικά στην αγνόηση όποιου δεν διαθέτει αντίστοιχες πλάτες; […] Μήπως έφταιξε η λατρεία του αλκοόλ, ξεκινώντας από τ’ “αντράκια” των δύο ετών που χαιρόμαστε να τα βλέπουμε να βουτούν το δάχτυλό τους στα ποτήρια της τσικουδιάς; Μήπως φταίει που θαυμάζουμε τα ανήλικά μας όταν παίρνουν στα χέρια τους το τιμόνι; Μήπως φταίει που ανεχόμαστε τους μαυροπουκαμισάδες να ξυλοκοπούν παιδιά που ήρθαν στον τόπο μας για να σπουδάσουν, προσφέροντάς μας το κομπόδεμα της οικογένειάς τους; Μήπως φταίει που αφήνουμε να κυκλοφορούν δίπλα μας χωρίς ντροπή τα Κρητικόπουλα που οδήγησαν στα Γιάννενα τον συμπατριώτη μας στην αυτοκτονία;»
Από όλα αυτά ο συγγραφέας βγάζει το συμπέρασμα ότι «μάλλον η κοινωνία μας απέτυχε». Πικρό, πολύ πικρό συμπέρασμα. Μπορούμε άραγε να το ανατρέψουμε; Ελπίζω πως ναι. Μάλιστα, στο μέτρο που μας αναλογεί πάντα, είναι το πρώτιστο καθήκον μας. Πώς ανατρέφουμε τα παιδιά μας; Πώς θα αναθρέψετε τα παιδιά σας; Τι αξίες θα διαδώσετε στο σχολείο όπου θα διδάξετε, στο φροντιστήριο όπου θα διδάξετε, στην όποια δουλειά θα κάνετε; Όχι, δεν αναθρέφουμε «αντράκια», παρά ανθρώπους που σέβονται τη ζωή και την αξιοπρέπεια της άλλης ανθρώπινης ύπαρξης, που τηρούν τους νόμους του κράτους, που δείχνουν με λόγια και έργα την αλληλεγγύη τους, που βοηθούν τους πιο αδύναμους, που σέβονται τη διαφορετικότητα στις ανθρώπινες επιλογές. Δεν αναθρέφουμε ούτε «γυναίκες», παρά ανθρώπινα όντα ικανά να βιώσουν την ισότητά τους και να συμβάλλουν επίσης με λόγια και έργα στις καλύτερες δυνατές ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις.
Σας μεταδώσαμε γνώσεις στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, σας μεταδώσαμε όμως και αξίες. Ας τις τιμήσουμε όλοι, και εμείς και εσείς και οι γονείς που μας κάνουν την τιμή να είναι εδώ σήμερα. Η τραγική δολοφονία ας γίνει αρχή στοχασμού για όλους μας. Προς το παρόν, ως Πανεπιστήμιο οργανώνουμε μια ημερίδα, τον ερχόμενο Οκτώβριο, στη μνήμη της Σουζάνας Ήτον. Θα μιλήσουμε για την ίδια και για την εργασία της που διακόπηκε τραγικά για πάντα, θα μιλήσουμε και για μας και για το πώς θα απαλείψουμε το ζοφερό στίγμα από το νησί μας.
Και τώρα ήρθε η ώρα να σας αποχαιρετήσω. Σας αποχαιρετώ με τη χαρά που ταιριάζει στη σημερινή μέρα, μέρα ανταμοιβής των κόπων σας, και σας εύχομαι κάθε καλό στη ζωή σας και κάθε προκοπή. Να είστε καλά και να πλάσετε ένα καλύτερο αύριο!