Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ …. ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ


 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ …. ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ

Του  ΔΗΜ.  ΨΑΘΑ

Θα μου επιτραπεί, ευσεβάστως, να συνεχίσω τις «αναμνήσεις» μου απ’ την 21η  Απριλίου 1967. Αφού περί «ιστορικής» ημέρας πρόκειται, ας ενταχθούν στις σοβαρές σελίδες της και λίγες δευτερευούσης σημασίας, όπως   τις   έζησε ο  γράφων.

Υπήρχε, πού λέτε, μια περίεργη ατμόσφαιρα μέσα σ’ εκείνο τον θάλαμο των κρατουμένων. Παρ’ όλον ότι ο τρόπος των συλλήψεων ήταν «σκληρός» και τα μέτρα της φρούρησης υπέρ το δέον αυστηρά (πού θα δικαιολογούσαν σοβαρότατες ανησυχίες για την τύχη του καθενός) ωστόσο κανένας δεν έδειχνε το παραμικρό σημάδι αγωνίας. Κατά διαστήματα, μάλιστα, επικρατούσε ένα κλίμα ψυχικής ευφορίας, τον τόνο της οποίας έδινε ο Γεώργ. Παπανδρέου, ανεξάντλητος σ' εύθυμο κουβεντολόι και σε αναμνήσεις παρομοίων περιπετειών, απ' τις όποιες ήταν   γεμάτη   η   μακρά   πολιτική   του   Ιστορία.

Φυσικά ο λόγος ερχόταν συνεχώς στο γεγονός της ημέρας, και με την ευκαιρία αυτή ο αρχηγός του Κέντρου αναδιφούσε το πρόσφατο παρελθόν, διηγούμενος τις τελευταίες επαφές και συνομιλίες του με τον βασιλέα, χωρίς να κρύβει την απορία του για την τέτοια ανώμαλη εξέλιξη.

   Εις ένα γεύμα, πού μου είχε παραθέσει ο βασιλεύς, ήτο τόσον περιποιητικός ώστε σχεδόν με στενοχωρούσε. Διότι έφθανε εις το σημείον να σηκώνεται και να μου σερβίρει ο ίδιος τα πιάτα και να μου επιδαψιλεύει ιδιαίτερες φροντίδες,   αγνοών  τελείως   το πρωτόκολλο.

Πρέπει να σημειώσω ότι από τα λόγια του αρχηγού του Κέντρου αναμεταδίδω πιστά και φωνογραφικά, αποκλειστικά και μόνο όσα θυμάμαι   κατά   λέξη:

   Προσφάτως ακόμη μου έλεγε ο βασιλεύς: «Κύριε Πρόεδρε, ομιλείτε συνεχώς περί «Χούντας». Ονομάσατε μου τα πρόσωπα και σας δίδω τον λόγον μου ότι εντός της ημέρας θα αποστρατεύσω όσους μου υποδείξετε»! Εγώ, όμως, του απαντούσα: «Μεγαλειότατε, μην περιμένετε από εμέ να σας ονομάσω τα πρόσωπα. Τα   γνωρίζετε»!

Ο λόγος ήλθε και στον γιό του, με τον όποιον ήταν εσχάτως τόσο δυσαρεστημένος και πικραμένος ο «Γέρος», ώστε όταν ο βασιλεύς του μίλησε για την έξαλλη γραμμή πού ακολουθούσε ο Ανδρέας, ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να συμφωνήσει και να τον αποδοκιμάσει.

    Και τότε μου είπε ο βασιλεύς: «Εν τοιαύτη περιπτώσει, κ. Πρόεδρε, διατί δεν τον απομακρύνετε;». Και του απήντησα εγώ: «Μεγαλειότατε, δεν με φοβίζει το δραματικόν στοιχείον!    Φοβούμαι    το   γελοίον»!...

Μια και ήλθε η κουβέντα στον Ανδρέα, παρατήρησα:

    Κύριε Πρόεδρε, πολλά άστοχα είπε και έκανε ο 'Ανδρέας, αλλά, πέραν των άλλων, εγώ προσωπικά δεν μπορώ να χωνέψω μια άνοστη λέξη πού λανσάρισε: Εκείνο το... «κατεστημένα»….

   Δεν  σού  αρέσει   η   λέξις;

   Είναι αδόκιμη. Μου κάθεται  στο στομάχι. Είχα  άδικο,   βέβαια,   γιατί   ή   λέξη   «έπιασε» από τότε, και σήμερα χρησιμοποιείται από όλους, ακόμα κι’ από εμένα τον ίδιο. Σημειώνω, ωστόσο, το ασήμαντο αυτό σημείο της κουβέντας γιατί η απάντηση του «Γέρου» είναι χαρακτηριστική του πάθους της ωραιολογίας και κάποιου ναρκισσισμού, πού τον παρακολουθούσε σε όλη   την ζωή  του:

    Αυτό, όμως, πού λανσάρισα εγώ, φίλτατε, δεν ημπορείς να πης ότι είναι αδόκιμο: «Διατεταγμένη Δικαιοσύνη!». Ενέχει, δηλαδή, την έννοια της διατάξεως της Δικαιοσύνης, άλλα και της διαταγής την οποίαν λαμβάνει άνωθεν!...

Οι πολιτικές αντιθέσεις των παρισταμένων είχαν ξεχασθεί, ακόμα και με τον κ. Μητσοτάκη, την «αποστατική» πολιτική του οποίου είχα "πρόσφατα χαρακτηρίσει «Ρασπουτινική» σ’ ένα χρονογράφημα μου στα «Νέα» και ο Μητσοτάκης είχε επωφεληθεί της ευκαιρίας να κινήσει μια πολιτική δίκη εναντίον τού κ. Χρήστου Λαμπράκη, πού τον ενδιέφερε, φυσικά, περισσότερο από μένα, συγκατηγορούμενο επίσης. Περασμένα ξεχασμένα κι' όλοι οι συγκρατούμενοι —της ώρας παρελθούσης— αποτραβήχτηκαν στα κρεβάτια τους να ησυχάσουν και μείναμε μόνοι με τον «Γέρο», κουβεντιάζοντας, οπότε αντικρίσαμε θέαμα περίεργο.

Οι δύο μακρόστενοι θάλαμοι, όπου «φιλοξενούμεθα» εμείς, χωριζόντουσαν μ' ένα πλατύσκαλο, κι’ απέναντι ήσαν οι άλλοι θάλαμοι. Από εκεί, λοιπόν, έβγαινε ο χθεσινός υπουργός της Εθνικής Αμύνης κ. Παπαληγούρας, συνοδευόμενος από ένα στρατιώτη μ' εφ’ όπλου λόγχη, για να κατέβη μερικά σκαλιά —στην στροφή   του κλιμακοστασίου—  όπου  βρισκόταν   το  ιδιαίτερο   άντρο   των   κατεπειγουσών,   προχείρων, ή   μη,   αναγκών.

  Ωραίο θέαμα χθεσινού υπουργού της Εθνικής 'Αμύνης, παρατήρησα. Πού να τον πηγαίνουν;

Και   ο   Παπανδρέου:

  Ασφαλώς πηγαίνει  προς…   ούρησιν!... . Κι'   ευθύς   αμέσως   πρόσθεσε:

  Αλλά και εγώ, φίλτατε, αισθάνομαι την ιδίαν   ανάγκην...

Και σε λίγο, πραγματικά, επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία, του αρχηγού τού Κέντρου... πηγαίνοντος   προς   ούρηση   με  εφ’   όπλου  λόγχη...

ΔΗΜ.  ΨΑΘΑΣ – ΤΑ ΝΕΑ

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Μπαλωματής του Μωρηά

 


ΠΑΛΗΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ

Μπαλωματής του Μωρηά

Του κ. Νίκου Σταυρή

Το γουρουνοτσάρουχο μιλάμε ξάστερα — ήταν η «ποδεμί» της ρωμιοσύνης στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς της. Με το τίναγμα του ζυγού από το σβέρκο της, έβαλε στα πόδια της παπούτσια. Φόρεσε τσαρούχια. Με τη περίφημη «φούντα» στη μύτη τους, και με το μαύρο ή κόκκινο χρώμα. Με σολόδερμα χοντρό, κατεργασμένο, από τομάρια δαμαλιών πού αφθονούσαν στα βουνά τού Μωρηά και της Ρούμελης. Οι μυτερές πέτρες συντόμευαν τη φθορά.

Οι μπαλωματήδες κάνουν την εμφάνιση τους. Με το σουβλί και το βελόνι στην αρχή. Με το σφυρί και το αμόνι κατόπιν. Με τα μυτερά προκάκια και τις βιδάτες πρόκες στη συνέχεια. Με τα πετσί και τα εργαλεία στις πλάτες, περιοδεία στα χωριά. Και με το “ματαράτσι”για τον ύπνο κάτου από τα μπαλκόνια όπου υπήρχαν. Για να έχουν προστασία από τη βροχή. Το καλοκαίρι στης σκιές των πουρναριών. Πριν ξημερώσει «παπούτσια να μπαλώώώ. Τυρί, μυτζήθρα, η αμοιβή από τους τσοπάνηδες, αραποσίτι και λάδι από τους ζευγολάτες. Δούλευαν μήνες ολόκληρους. Κάποτε γύριζαν να φορτώσουν στο γαϊδούρι τους την είσπραξη σε είδος. Μαλλιά, τράγων, προβατίνες, φασόλια, ρεβίθια, φακές, γουρουνίσιο κρέας. Χαράς ευαγγέλια για τη φαμελιά. Γύριζε φορτωμένος ο νοικοκύρης σπίτι του. Και μερικά λεφτά στην τσέπη Και με καινούργιο παντελόνι. Και με «πασουμάκι» παπούτσι. 

 

 

Παραμερίζεται σιγά, σιγά, η φουστανέλα. Εμφανίζονται οι φραγγοφορεμένοι. Φορούν παπούτσια βακετένια, στην αρχή, αδιάβροχα στη συνέχεια. Αφανίζεται το τσαρούχι, το φτιαγμένο με τα ίδια τα χέρια αυτού πού τα φορούσε. Το υποτυπώδες μ' άλλα λόγια, κάλυμμα των ποδιών με κομμάτι γουρνουτόμαρου. Με λουριά από τον  ίδιο βγαλμένα, αντί για κλωστές. Για οικονομία οι «φτέρνες» έξω, χωρίς προστασία, για να ακούμε σήμερα στην περιοχή της Αρκαδίας—'Ολυμπίας το περίφημο «σκασμένη φτέρνα». Αρκάδες και 'Ολύμπιοι οι πρώτοι διδάξαντες. Κατά οι Στεμνιτσιώτες τη χρυσοχοεία. Οι Δημητσανίτες το μπαρούτι. Τα Λαγκάδια τη μαστοριά. Η Ζάτουνα στην «αργάσι» των τομαριών όπως    και    η   Ανδρίτσαινα με τα περιττώματα (σκυλόσκατα) των σκύλων. Ο Κοσμάς στα κτένια και ο Άγιος Πέτρος στον ασβέστη. Η Τριπολιτσά στις στολές από «σαγάκι». Καπότες, γιλέκια, πιτούρια.

Βροχές και βοριάδες χτύπησαν αλύπητα τους μπαλωματήδες. Διαφορετική ή τύχη των γανωματήδων πού δούλευαν δίπλα στη φωτιά. Διακονιαραίοι, καλαϊτζήδες, και μπαλωματήδες χτίζουν τα πρώτα σπίτια με τα πελεκητά αγκωνάρια. Δίδουν το παράδειγμα. Φέρνουν στα χωριά τους το μικρό πολιτισμό. Όπως ο Ρόβας στα Γιάννενα από την Πόλη, χρυσαφικά, διαμαντικά, και χαλκωματένια σκεύη. Με τη μεγάλη φάλαγγα, γκαμήλες, άλογα, μουλάρια. Πορεία βαριά, ένα μήνα το πάει και ένα μήνα το έλα! 

 

Η περιοχή της Καρύταινας, η δεύτερη μετά το Φανάρι της Ανδρίτσαινας ισχυρή επαρχία της Τουρκιάς, «έβγαλε τους πρώτους μπαλωματήδες από τα χωριά Μουλάτσι, Δραγουμάνου (Κοτύλιο), Λάβδα πού ταξίδεψαν άλλοι για τους κάμπους τού Πύργου και της Καλαμάτας και άλλοι για το ορεινό συγκρότημα της Ρούμελης. Για τις αρβύλες της εργατιάς στ’ αμπέλια και τις σταφίδες οι πρώτοι, για τ' αρβανίτικα τσαρούχια των τσελιγγάδων οι δεύτεροι. Τα καλιγωμένα με τις βιδάτες πρόκες για την αντοχή. Τα γεμάτα βάρος και ομορφιά. Πού με μια και μόνο κλωτσιά γκρέμιζαν βράχους και σκότωναν ανθρώπους. Κι’ όσοι τα φορούσαν έπιαναν τ' αγρίμια στην τρεχάλα. Και με την κάπα, στρώμα και σκέπασμα, αψηφούσαν τις βροχές και τα χιόνια. Τέτοια ήταν εκείνο το καιρό η ρωμιοσύνη, τούτης της   περιοχής.....

ΝΙΚΟΣ   ΣΤΑΥΡΗΣ

ΠΗΓΗ:

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΝΕΟΣ ΟΡΙΖΩΝ 2012

 

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 


Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΥΜΝΟΣ

ΚΑΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 

Ο Σπυρίδων Τρικούπης στάθηκε πραγματικά αυτός πού έδειξε το δρόμο προς την ελληνική ποιητική δημιουργία στον μετέπειτα Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Και όχι μόνο αυτό. Υπήρξε ο πρώτος που στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» στις 21 'Οκτωβρίου 1825, επεξήγησε στους Έλληνες, τα βαθύτερο νόημα και τα ποιητικά χαρίσματα «του Ύμνου της Ελευθερίας».

Έγραφε τότε :

«Ενώ καθένα από τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, διαβάζει εις την γλώσσαν του το ποίημα του ομογενούς μας κυρίου Σολωμού, ενώ τα κάλλη αυτού του ποιήματος έθελξαν των ξένων αναγνωστών την καρδίαν, και έπλεξαν φιλολογικόν στέφανον εις την κορυφήν του νέου ποιητού μας, είναι δίκαιον μοναχή η Ελλάς να μη γνωρίζει ό,τι δοξάζει το τέκνον της, και όσα εγράφησαν δι’ αυτήν την ιδίαν, ενώ μάλιστα είναι η τρίτη φορά όπου τώρα τυπώνονται ;

Επιχειρίζεται ο ποιητής να ύμνησει την Ελευθερίαν της Ελλάδος· ούτε από τους ουρανούς μας την κατεβάζει, ούτε με τα συνηθισμένα από την ποίησιν σύμβολα της θεότητος την χαρακτηρίζει. Η ελευθερία της Ελλάδος. συνενταφιάσθη μαζί με τους ήρωας της· όθεν τους τάφους ανοίγει και ο ποιητής, από τα εκεί θαμμένα ιερά κόκκαλα την εβγάνει και όλην Ελληνικήν την παρησιάζει :

Απ τα κόκκαλα βγαλμενη

τών Ελλήνων τα ιερά,

και σαv πρώτα  ανδρειωμένη

χαίρε, ω χαίρε, 'Ελευθέρια  

Δια σύμβολον, της οπλίζει το χέρι με κοφτερήν μάχαιραν, δια να εκδικηθεί τόσων αιώνων αδικοχυμένα ελληνικά αίματα και να ξεπλυθεί και η ίδια από τον μολυσμόν της δουλείας της :

Σε γνωρίζω από την κόψι

τον σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψι

πού με βία μετράει την γη.

 

Αφού χαιρετά, κατ' αυτόν τον προσφυή τρόπο την Ελευθερία, ο ποιητής εξετάζει τί ήταν η χθεσινή Ελλάς, και με τους ελεγειακούς της τόνους κινεί εις πάθος την καρδιά. Αισθήματα χαράς έπειτα δια μιας ξυπνά, και τον ενθουσιασμό της καρδιάς του τον ανάφτει και εις τα στήθη των άλλων, και τους ανοίγει ευθύς το θέατρον των σημαντικότερων άθλων της νέας Ελλάδος· τους φέρει πρώτον έμπροσθεν εις τα τείχη της Τριπολιτζάς, και τόσον-έντεχνα και ζωηρά ψάλλει τα συμβάντα αυτής της πόλεως, όπου ο ακροατής νομίζει, ότι βλέπει ζωντανή παράσταση της τραγικής εκείνης σκηνής. Ιδού η δείξη.

Τότε (λέγει) ανάφτει

του πολέμου  αναλαμπή

το τουφέκι ανάβει αστράφτει,

λάμπει, κόφτει το σπαθί.

 

'Ακούω κούφια τα  τουφέκια,

ακούω σμίξιμο σπαθιών,

ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

ακούω τρίξιμο δοντιών.

 

Της σκηνής η ώρα,

ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,

ο σκληρόψυχος ο τρόπος

του πολέμου oι καπνοί,

 

κι   οι βροντές, και το σκοτάδι,

όπου αντίσκοφτε η φωτιά,

επαράσταιναν τον άδη,

πού ακαρτέρειε τα σκυλιά.

 

Αυτοί δεν είναι λόγοι· είναι ζωγραφιά !

Πόσον προσφυής είναι ο τρόπος με τον οποίον ο ποιητής, επιχειρίζεται να δικαιολόγηση την τόσην σφαγή εκείνης της τρομερής ημέρας ! Τοποθέτει, ότι αναρίθμητοι ήσκιοι των αδικοφονευμένων Ελλήνων ανέβαιναν από τα σπλάχνα εις το πρόσωπον της γης, οι όποιοι χορεύοντες μεσ' τα πηκτά αίματα, βρυχίζοντες βραχνά και μανίζοντες εις το πλάϊ των Ελλήνων, έγγιζαν τα στήθη των πολεμιστών· αυτό το άγγισμα έδιωχναν από την Ελληνικήν καρδίαν κάθε αίσθημα λύπης, και κατ' αυτόν τα τρόπον

...αυξάνει του πολέμου,

ο χορός τρομακτικά,

σαν το σκόρπιαμα  του ανέμου

στου πελάου την μοναξιά.

Και πάλιν ο χορός του πολέμου αυξάνει, και πάντοτε εις αύξηση προχωρεί, έως εκεί που κλείνει η  σκηνή της Τριπολιτζάς   με τον ακόλουθο παιάνα :

Της αυγής δροσάτο αέρι

δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο

στων ψευδόπιστων  το αστέρι

φύσα, φύσα εις τον Σταυρό.

Από την Τριπολιτζά μεταβαίνει στην Κόρινθο εκεί άλλοτε παίζει την ήμερη φλογέρα, άλλοτε την πολεμική σάλπιγγα, ευτυχώς όμως πάντοτε και την μίαν και την άλλην. Έρχεται κατόπιν η πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822, και ιδού εις την φοβερήν ώρα της εφόδου, η ιερά θρησκεία, θυγατέρα του ουρανού, διαυθεντεύτρα και παρηγορήτρα των χριστιανών καταβαίνει, την ήμερα της ενανθρωπήσεως του θεού, να επισκεφτεί τον κινδυνεύοντα λαόν της, και βαστώντας τον Σταυρόν εις τα χέρι φιλά την Ελευθερία, την οποίαν ιδού πόσον θαυμάσια ο ποιητής μας την περιγράφει.

Μια τέτοια περιγραφή να είναι η εσπερινή και αυγινή προσευχή κάθε φιλελευθέρου :

A ! το φως, πού σε στολίζει

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρόθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από την γη.

 

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μετωπο,   οφθαλμό·

φως το χέρι, φως το πόδι,

κι   όλα γύρω σου είναι φως.

Τα θείον εκείνο φίλημα της Θρησκείας προς την Ελευθερία ενεργεί τα τεράστια εκείνης της ημέρας· η ποίηση γίνεται και αυτή θεία. Η φωνή της είναι εις κάποια μέρη φωνή προφήτου, και παντού ως ορμητικός χείμαρρος χύνει την δύναμη της και την χάριν της.

'Ακολουθούν έπειτα ύμνοι των θαλασσινών μας, του Πατριάρχου ο τραγικός θάνατος, τραγικά και φιλεκδικητικά γραμμένος, συμβουλή εις το έθνος εναντίον της αναθεματισμένης διχόνοιας,   και μια αποστροφή σφοδρότατη, εις το τέλος, προς τους Βασιλείς της Ευρώπης, έμπροσθεν των οποίων οι ανδρείοι της Ελλάδος στήνοντας τον Σταυρόν τους ερωτούν λέγοντες :

Τι θα κάμετε; θ' αφήστε

ν' αποκτήσωμεν εμείς

Λευτεριά, ή θα την λύστε

εξ’ αίτιας  Πολιτικής;

Τούτο αν ίσως μελετάτε

ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό.

Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,

και κτυπήσετε  κι   εδώ.

 Και με το κτυπήσατε κι’ εδώ κλείνει θαυμάσια τα ποίημα.

Λυπούμαι ότι τα στενά όρια της εφημερίδος δεν με συγχωρούν να αναλύσω λεπτομερώς το ποίημα και με βιάζουν να παρατρέψω τόσας στροφάς, με τάς όποιας έπρεπε να υποστηρίξω τους ακολούθους λόγους μου. Από τα προ αιώνων θαμμένα κόκκαλα των προγόνων μας βγήκε ή ελευθερία, καθώς είδαμε, από των ιδίων προγόνων μας τους   κωφούς και   άφωνους τάφους   ξυπνά και ο Σολωμός την βαριά εκεί κοιμωμένη Μούσα. Παρόμοια με την προχθεσινή Ελλάδα εκείτετο και η ποίηση μας έως χθες, πτωχή και άδοξη· παρόμοια με την σημερινή Ελλάδα υψώνεται και αυτή τώρα και λαμπρύνεται.

Ο Ύμνος, περί του οποίου γίνεται λόγος λέγει ο ποιητής ότι δημιουργήθηκε τον Μάιο μήνα το 1823· είναι έως εκατόν εξήντα στροφές συνθεμένος από διάφορα μέρη, φαίνεται ένα, όλον μονομερές και τέλειο, και χωρίζοντας τον εις τα μέρη του ευρίσκεις καθένα από αυτά ένα όλον τέλειο. Το γυμνασμένο στην ποίηση αυτί ακούει εις αυτόν τον Ύμνο όλους τους τόνους της  ποιήσεως   και  η ποικιλία αυτή τον μαγεύει τόσον, ώστε θέλει να τον ακούσει όλον διά μιας.

Βάθος γνώσεως των κανόνων της υψηλής Λυρικής δείχνει ο ποιητής, όταν πηδά από μίαν υπόθεση εις άλλην. Η θερμότητα της καρδίας του αποφεύγει πάντοτε την ψυχρότητα της Μυθολογίας, και το ύψος των ιδεών του αποστρέφεται τους κοινούς τύπους της ποιήσεως.

Είναι γραμμένος εις την κοινότατη γλώσσα, εις την οποίαν είναι παράκαιρο να κάμω καμίαν κρίσιν, θέλοντας, κατά το παρόν, να αποφύγω τις συνηθισμένες δια την γλωσσά μας λογομαχίας· αλλ’ οποιαδήποτε και αν είναι καθενός η γνώμη, δίκαιον είναι να παρατηρηθεί, ότι ή ευρυχωρία της φαντασίας του ποιητή πλάτυνε και αυτά τα στενά όρια της στενής μας γλώσσας, την οποίαν και ανέβασε εις τα ύψη των ιδεών του.

Η αρμονία των στίχων θα φανεί νέα βέβαια εις την Ελληνική ακοή, και όχι αρεστή· αλλά δεν δυσκολεύομαι να ειπώ, ότι είναι τόσον περισσότερο ηδονική, όσον το αυτί του ακροατή είναι μουσικότερο. Αν δεν με απατά η ειλικρινής μου προς τον ποιητή φιλία, νομίζω ότι οι άξιοι αναγνώστες αυτού του Ύμνου θέλει τον κρίνουν δόξα της Ελλάδος, και θέλει ειπούν μαζί μου, ότι εις κανένα  καιρόν   και εις κανένα έθνος η ελευθερία   δεν ηύρε ψάλτη αξιότερο.

 ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ

ΠΗΓΗ:

 ΣΠ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ