Της Χριστίνας Κοψίνη
Δεν είναι κακό να εκφέρουμε γνώμη επί παντός του επιστητού. Αλλωστε,
είναι γνωστό ότι μιλάμε πολύ, ακούμε συνήθως επιλεκτικά κι έχουμε άποψη
για όλα και για όλους. Πώς είναι δυνατόν, όμως, να ισχύει το ίδιο και
για πολλούς πανεπιστημιακούς; Πώς γίνεται οι άνθρωποι του στοχασμού
–όπως αρμόζει σε όσους παραμένουν ερωτευμένοι με τη γνώση, την ανάλυση
και τη σύνθεση– να υποκύπτουν στην πλάνη της ευκολίας του λόγου;
Διαβάζοντας το σχόλιο που κατέγραψε με ένα τουίτ η κ. Διβάνη, ομολογώ
πως αυτό με προβλημάτισε περισσότερο κι από το περιεχόμενο της άποψής
της. Κι αυτό το βλέπουμε παντού, σε όλα τα social media, από το facebook
ώς το twitter, με μεγάλη ευκολία διατυπώνονται σκέψεις για τα πιο
δυσκολοερμήνευτα φαινόμενα. Πώς είναι δυνατόν ένας πανεπιστημιακός ο
οποίος για να αναπτύξει μια άποψη, σε μία επιστημονική δημοσίευση,
γράφει δεκάδες σελίδες, μέσα σε μία στιγμή με έναν αποφθεγματικό λόγο να
επιχειρεί την τηλεγραφική καταγραφή της δικής του πραγματικότητας;
Μήπως το twitter έχει υποκαταστήσει το Μέσο για να αποκτήσουν αυτά τα
«10 λεπτά της δημοσιότητας» που επιζητούμε όλοι; Μήπως αποτελεί το
τελευταίο και πλέον ανέξοδο όχημα να διατηρήσουμε τη δημοφιλία στον
κύκλο των «φίλων» που μας «ακολουθούν», επιβεβαιώνοντας τη σημασία της
ύπαρξής μας ή μήπως, εντέλει, η ανάγκη να φτάνει η γνώμη μας γρήγορα,
παντού και πάντα δεν είναι παρά ένας τρόπος να υπενθυμίζουμε τη θέση και
τη στάση μας σε μια κοινωνία που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να υπάρξει
παρά μόνον μέσα από τη διαταραχή των διαχωριστικών γραμμών; Ή μήπως όλα
αυτά δεν είναι παρά ένα παιχνίδι –συχνά επικίνδυνο– ακόμη και για τους
μεγάλους που δεν έπαιξαν αρκετά ως παιδιά; Απαντήσεις δεν έχω. Αλλά αυτό
που νιώθουμε όλοι, εθισμένοι ή μη στη γοητεία του twitter, είναι ότι ο
αποφθεγματικός του λόγος έχει υποκαταστήσει τη ζωντανή ζύμωση των
σκέψεων και την αναλυτική παράθεση των επιχειρημάτων, το χρώμα της
φωνής, το πετάρισμα των ματιών του συνομιλητή όταν λέει ψέματα, την
αμηχανία των δακτύλων του όταν δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις να
απαντήσει σε ένα δύσκολο ερώτημα. Ετσι που, σιγά σιγά, μια ιδιότυπη
ηλεκτρονική αντικοινωνικότητα μας έχει οδηγήσει από το «να συζητήσουμε»
στο «ακούστε με για να με θαυμάσετε».
Ούτε καν κάτι από εκείνες τις φοιτητοπατερικές ατάκες των αμφιθεάτρων
της δεκαετίας του ’80, που εξέθρεψαν τους ρήτορες της πολιτικής και του
συνδικαλισμού στα νεότερα χρόνια. Κι εδώ δεν είναι το περιεχόμενο που
δίδει το στίγμα, αλλά η μορφή του μέσου, που έχοντας υποκαταστήσει το
μικρόφωνο και το μαζικό ακροατήριο, κάνει τη σκέψη δυνατή μόνον όταν
ενδύεται τη μορφή μιας «εξυπνάδας». Ετσι που η –κατά Σεφέρη– «υποφερτή
ευτυχία» μας να περιορίζεται πια μόνο στην έκπληξη του αποδέκτη, ο
οποίος, διαβάζοντας το ευφυέστατο τουίτ μας, αναφωνεί: «Καλά, ποιος
είσαι μεγάλε;»
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_20/08/2013_514657
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου