Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Τα παγανά, τότε και σήμερα





ΚΑΠΟΥ ΠΗΓΑ, ΚΑΊΊ ΕΙΔΑ...


Τα παγανά, τότε και σήμερα

Πού να φανταζόμασταν τότε ότι η θεια Παύλαινα έλεγε την αλήθεια

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε» ακουγόταν η φωνή του παπά στο μακρινό χωριό της βορείου Ευβοίας, στο Αγριοβοτάνι... Κι εγώ -πιτσιρικάς- κρατούσα μαζί με τον γιο του το τενεκεδάκι με τον αγιασμό, όπου βουτούσε το ματσάκι με τον βασιλικό και όπου έπεφταν τα κέρματα των πιστών.
Δεκαετία του '60, η Ελλάδα ανέβαινε αργά αλλά σταθερά, τα χωριά περίμεναν να αποκτήσουν τηλέφωνο και ρεύμα, και οι καλικάντζαροι ετοιμάζονταν να φύγουν, καθώς είχε φτάσει ο παππάς με την αγιαστούρα.
«Ρίξε, παπά μου, να φύγουνε και τα παγανά!» έλεγαν οι γιαγιάδες με τα τσεμπέρια και με τη σκούπα ανάποδα στο χέρι... Κι εκεί η θεία του φίλου μου, του γιου του παπά και φίλου μας, άρχιζε δίπλα στο πυρωμένο τζάκι και ενώ έξω πάγωνε ο βοριάς τα αρνάκια, μας μιλούσε για τον Μπρασκοκοίλη, τον Καταχανά, τον Περιδρόμη, τον Μαλαγάνα, τον Βανρακούκο, τον Κωλοβελόνη, τον Στραβολαίμη, τον Κατσικοπόδαρο, τον Παγανό, τον Μαγάρα, τον Μαλαπέρδα, τον Κοψαχείλη, τον Πλανήταρο, τον Τρικλοπόδη.
Μας έλεγε για το πώς όλη τη χρονιά τα παγανά πριονίζουν το δέντρο που κρατάει τη γη και παραμονή του Χριστού παρατάνε το πριόνι και ανεβαίνουν στη γη, για να κάνουνε τις σκανταλιές τους.
Να τρομάξουνε τις γριές και τα παιδιά που βγαίνουνε έξω βράδυ, να κατουρήσουν στην πυροστιά ή σε όποια κατσαρόλα βρουν ανοιχτή, να κλέψουν το λαρδί και τα λουκάνικα από το φανάρι.
«Ό,τι σκανταλιά θες θα την κάνουνε, αλλά χαλάλι τους, γιατί όσο κάθονται εδώ, το Δωδεκάμερο, μέχρι των Φώτων που θα ξαναγυρίσουνε στα τάρταρα, θα έχει ξαναθρέψει το δέντρο και θα αντέξει μέχρι του χρόνου και θα μας κρατήσει ζωντανούς πάνω στη γη» μας έλεγε η θεια Παύλαινα...
Και το βράδυ κοιτάζαμε κρυφά από τα παράθυρα, μπας και δούμε κάνα καλικάντζαρο στον δρόμο, έτσι για να καταλάβουμε πώς είναι τα τερατάκια, που τα είδαμε αργότερα στο σινεμά ως «Γκρέμλινς»...
Πού να φανταζόμασταν τότε ότι η θεια Παύλαινα έλεγε την αλήθεια και ότι οι καλικάντζαροι θα εξακολουθούσαν να κάνουν τις ζημιές τους όλο τον χρόνο, με άλλες μορφές. Καλή φώτιση, συνορθόδοξοι...
Η Ακίς
akis@dimokratianews.gr



Τα Παγανά

του Στρατή Μυριβήλη

..."Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή 'ταν η μυστική λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι' αυτά μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά τους.
Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη. Τσατ, πατ, έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ'αλάτι, να τρομάζουν οι καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον τρόπο πούξεραν. Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ' ύστερα λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα.
Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη ζυμωσιά.
Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον τρόπο.
Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά ουρλιαχτά.
Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν στο ταβάνι.
-Αυτοί είναι, μάνα!
Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο, χλωμά-θειαφοκέρι.
-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!
Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.
Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας. Τσάγκα, τσούγκα! Οι καπνιές πλια μαδούσαν και πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από ψιλό σκοινί. Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω από τη φωτιά, και μεσ' από την καμινάδα ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι τους:

Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάρια
του παπά τα καλεντάρια!
Για μια πίτα με τυρί
για σαράντα σαραϊλί!

Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί. Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια, στύλωναν τα μάτια, κ' η καρδιά χτυπούσε να σπάσει.
Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε στα καρφιά του λαναριού. Που να βρεθούν "σαράντα σαραϊλί" στο φτωχικό τους.
Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή τους μέσ' από τον μπουχαρή.
-Και του χρόνου Χριστιανοί!
-Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και του χρόνου νάμαστε γεροί."....
(απόσπασμα)

Το βιβλίο "Τα παγανά" του Στρατή Μυριβήλη εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο 1945 από τις εκδόσεις "Οι Φίλοι του Βιβλίου", σε 3500 αντίτυπα, με ξυλογραφίες του Ι. Μόραλη. Η δεύτερη έκδοση, με τις ίδιες ακριβώς ξυλογραφίες της πρώτης, αλλά με διαφορετική γραμματοσειρά και σελιδοποίηση, έγινε από το "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", σε 4100 αντίτυπα, το 1962. Η τρίτη έκδοση του βιβλίου, σε 1500 αντίτυπα, αποτελεί φωτομηχανική ανατύπωση της πρώτης έκδοσης.




Δεν υπάρχουν σχόλια: