Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Βίκυ Βανίτα: “O γάτος μου ο Ντέμιαν”






To κείμενο – κατάθεση τρυφερών αισθημάτων της γλυκιάς και αξέχαστης ηθοποιού Βίκυς Βανίτα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Symbol” το 1999. Η Βίκυ Βανίτα έφυγε προς αναζήτηση του αγαπημένου της Ντέμιαν στις 8 Μαρτίου του 2007 νικημένη από τον καρκίνο. Ήταν 59 ετών.

Ο Ντέμιαν


“Γνωριστήκαμε στις 22 Ιουλίου του 1982. Στην Ανάβυσσο, παρόντες άπαντες. Alegria στην ατμόσφαιρα. Η χαρά της γιορτής. Εδέσματα. Τούρτες. Σαμπάνια. Δεν θυμάμαι αν ήταν Κυριακή ή Τετάρτη, αλλά δεν ξεχνώ ότι κατά τη διάρκεια του πάρτι είχα την απροσδιόριστη αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί… γύριζα χαρούμενη και γελαστή από παρέα σε παρέα. Λέγαμε όλες αυτές τις χαριτωμένες ανοησίες που ανταλλάσσει κάνεις σε κοσμικoκοινωνικές συγκεντρώσεις.
Κοιτούσα δεξιά, αριστερά, πίσω μου. Αλλά τίποτα. Το συναίσθημα, εκεί. Και ο μυστηριώδης «κάποιος» αόρατος. Ώσπου κάθισα. Και τότε ήρθε… μια χνουδωτή μπάλα, ήρθε και κούρνιασε στο αριστερό μου πόδι. Ένα γατί μαύρο – άσπρο με ροζ μύτη. Το σήκωσα. Ένα χέρι έφτανε. Αγκαλιές, φιλιά. Το πήγα στην κυρία του σπιτιού. Μου είπε ότι η γάτα της γέννησε πριν από ένα μήνα και αν ήθελα μου το χάριζε. Ήθελα.
Βρέθηκα αργότερα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω καλά καλά, σε ένα αυτοκίνητο γνωστών μου που προθυμοποιήθηκαν να με πάνε σπίτι μου στο Κουκάκι, με ένα γατί κολλημένο πάνω μου σαν χαλκομανία και μια σακούλα με άμμο, μπισκότα, κροκέτες και ένα κουτί γάλα. Άπλωσα την πραμάτεια στην κουζίνα. Και πήγα για ύπνο. Το πρωί κατάλαβα τη διαφορά… Με τον πρώτο βήχα είδα ένα τόσο δα πλασματάκι –που το είχα ξεχάσει στο μεταξύ- να τρέχει σαν τρελό. Στην αρχική διαδικασία της μέρας (μια λίμνη καφέ, μισό πακέτο τσιγάρα) ένας τρομαγμένος γάτος έκανε φούρλες και ζούρλες ανεξέλεγκτες. Στα διαλείμματα κοιταζόμασταν. Έτσι άρχισε η κοινή μας ζωή.
Τον πρώτο καιρό ήμασταν όλο βόλτες. Τον έβαζα σε μια ψάθινη κρεμαστή τσάντα που είχα φέρει απʼ τη Μπομπάσα της Κένυας και κάναμε εκδρομές στο σπίτι της αδελφής μου στη Γλυφάδα και επισκέψεις σε σπίτια φίλων. Στο μεταξύ, με την ευχέρεια επιλογής που είχε, διάλεξε και το όνομά του. Του έλεγα διάφορα ονόματα. Με κοίταζε με τον γνωστό –αλλά άγνωστο σε μένα τότε- αυτισμό των γάτων. Μόλις όμως άκουγε το όνομα «Ντέμιαν» κούναγε αυτί. Δεξί ή αριστερό, εναλλάξ. Μάλιστα. Το βρήκαμε… Κι έτσι ο Έρμαν Έσσε, ο αγαπημένος συγγραφέας της φυλής των καλλιτεχνών, έγινε ο νονός του γάτου…
Και ο Ντέμιαν μεγάλωνε και γινόταν όμορφος σαν ζωγραφιά. Ούτε μια πινελιά παραπανίσια. Και είχε αυτή τη φοβερή ροζ μύτη. Και μάτια σαν πιατάκια του καφέ, που με κοιτούσαν με αγάπη τρισδιάστατη. Και ο καιρός περνούσε. Και η ζωή κυλούσε με τους συνήθεις επαγγελματικούς ρυθμούς. Πήγαινα στη Μυτιλήνη για να γυρίσουμε το «Γυμνό Κορίτσι». Έφευγα για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να δούμε το «Ρεμπέτικο», μια ταινία ζωής για όλους μας. Είχα τα θεατρικά μου. Έγραφα τις συνεντεύξεις μου στο «Τηλέραμα». Αγύρτευα κιόλας, σαν κοπέλα που ήμουν και εγώ τότε. Όλα τα έκανα. Και το βράδυ επιστροφή στο σπίτι. Και ο Ντέμιαν πάντα εκεί. Εξομολόγος μου. Να του τα λέω όλα.
Για πρώτη φορά ανακάλυπτα πόσο σημαντικό είναι να σε ακούει κάποιος, ακόμα και αν έχεις ζόρικες ιστορίες να του πεις για ζορισμένες καταστάσεις. Συνήθως –και αυτό το έμαθα καλά- όταν ο απέναντί σου οσφραίνεται «πρόβλημα» πρώτα σε κοιτάζει με εκείνη τη ματιά που υποδηλώνει: «Ατενίζω στον ορίζοντα της αδιαφορίας» και ύστερα λέει «Λοιπόν, Βικάκι μου, τα λέμε. Να τηλεφωνηθούμε από Δευτέρα…». Ο Ντέμιαν ωστόσο με άκουγε πάντα. Κουνούσε αυτί. Κουνούσε ουρά. Είχαμε τα δικά μας νεύματα. Το δικό μας μυστικό κώδικα επικοινωνίας. Τα λέγαμε. Κι ύστερα, εξαντλημένοι, πηγαίναμε για ύπνο. Στο ίδιο κρεβάτι. Εννοείται. Και αυτό το είχε διαλέξει. Κοιμόταν στα πόδια μου. Το πρωί ξυπνούσαμε σαν φιγούρα τράπουλας. «Καλημέρα γιαβρί μου», έλεγα. «Πάμε για ζωή. Πάμε για δουλειά».
Στις 9 Μαΐου 1984 πέθανε η γιαγιά μου. Σπάραξα. Για χρόνο αόριστης διάρκειας με φώναζε «μαμά». Καμία ψευδαίσθηση. Ο ήχος ήταν καθαρός. Αναπαραγωγή υποθέτω του ήχου που άκουγε. Δεν ξέρω. Πάντως, γεγονός είναι ότι μέρα με την ημέρα γινόμαστε απαραίτητοι ο ένας για τον άλλο. Αλλά και πάλι έφευγα. Το Παρίσι και το Λονδίνο ήταν το κάτι σε πρόχειρο. Και με την πρώτη ευκαιρία πήγαινα εκεί που αγαπούσα. Στον Ινδικό Ωκεανό. Και από τον Ισημερινό γύριζα πάλι στο Κουκάκι. Στο σπίτι μας. «Εκείνος» με αντιμετώπιζε επιτιμητικά στην αρχή και με την αγάπη των τριών διαστάσεων στη συνέχεια. Και το πολύ γνωστό πια σάλτο στην αγκαλιά μου. Γραπωνόταν με όλη του τη δύναμη στον αριστερό μου ώμο. Ένιωθα τα νύχια του. Και εγώ χάιδευα το «μωρό της Ροζμαρί» σαν να ήθελα να περάσω μέσα από τη γυαλιστερή του μαύρη γούνα το χέρι μου, να φτάσω στην καρδούλα του που χτυπούσε σε ρυθμούς ροκ εν ρολ.
Και ο χρόνος έτρεχε με ξέφρενους ρυθμούς. Και εμείς γινόμαστε όλο και πιο «ένα». Μοιραζόμασταν τα πάντα. Επαγγελματικές επιτυχίες. Κεσάτια στη δουλειά. Λεφτά και οδυνηρές αφραγκίες. Καθόλου δεν με ένοιαζε που ανάμεσα σε ένα πακέτο τσιγάρα και μια κονσέρβα, εγώ, η φλογερή καπνίστρια, διάλεγα το δεύτερο. Ο Ντέμιαν έπρεπε να φάει καλά, να έχει τις λατρεμένες κροκέτες του και ό, τι άλλο τραβούσε η ψυχούλα του. Δεν είχε άλλον από μένα να νοιάζεται έτσι.
Σιγά σιγά όμως «κολλούσα» όλο και πιο πολύ πάνω του. Έμενα πιο πολλές ώρες στο σπίτι. Για διασκέδαση ούτε λόγος πια. Ο τυφώνας «μοντελοκατάσταση» που είχε ενσκήψει, σε συνδυασμό με τα πάρτι δημοσίων σχέσεων, με έκαναν να βαριέμαι αφάνταστα. Κάθε «μουρλοκακομοίρης» έκανε πάρτι γενεθλίων δυο τρεις φορές το χρόνο για να έχει να λέει μετά «Οι παπαράτσι λεηλατούν την προσωπική μου ζωή». Σπίτι. Με τον Ντέμιαν. Την τηλεόραση και τα γραπτά μου. Άφηνα χωρίς λύπη πίσω μου «τις μέρες του κρασιού και τον λουλουδιών». Μεγάλωνα. Αυτό ήταν όλο. Και το ʽξερα. Και το ‘λεγα στον Ντέμιαν. «Βρε, εγώ γερνάω κι εσύ μπουμπουκιάζεις. Πες μου το μυστικό σου». Και εκείνος δεν απαντούσε. Έδινε και έπαιρνε αγάπη. Τι άλλο ήξερε;
Έμαθα εγώ… Στις 18 Αυγούστου του 1995 πέθανε ο πατέρας μου. Ρήμαζα. Μια σελίδα της παιδικής μου ηλικίας έκλεισε με πολύ βίαιο τρόπο. «Πρόσεξε κακομοίρη μου» δήλωσα στον Ντέμιαν. «Αν με πεις μπαμπά, θα φας όλο το ξύλο που δεν έφαγες στα τόσα χρόνια της γνωριμίας μας». Δεν με είπε μπαμπά…
Ώσπου ήρθε και αυτό. Μας έμελλε να ζήσουμε αντάμα τον πιο καυτό Ιούλιο από το 1879. Τότε που άρχισαν οι επίσημες μετρήσεις θερμοκρασίας. Λοιπόν: 1998. Και γυναίκα και γάτος -αυτοί οι δύο που κάνουν μια μεγάλη διαδήλωση σε ένα μικρό σπίτι– παίζουν ρόλο και των 40 παίδων εν καμίνω. Εγώ στη γνωστή θέση. Γράφω στο γραφείο μου. Ο Ντέμιαν στον καναπέ δίπλα μου κοιμάται. Ξυπνάει και βγάζει φωνή μεγάλη: «Αααχ». Φεύγει σφαίρα στο «κήπο» και επιστρέφει κουτσαίνοντας! Μου ρίχνει μια περίλυπη ματιά και κουρνιάζει στα πόδια μου. «Μαμά, πονάω μαμά».
Τότε ήταν που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ο Ντέμιαν δεν τρώει. Μόνο νερό πίνει. Αυτός που σαλτάριζε κάθε πρωί στον πάγκο της κουζίνας, μπας και χάσει καμιά λεπτομέρεια από το φτιάξιμο του πρωινού καφέ, τώρα κινείται ελάχιστα. Και κοιμάται μόνο στα θερινά ανάκτορα. Έτσι λέγαμε το κάτω μέρος του κρεβατιού μου, όπου κοιμόταν το καλοκαίρι για δροσιά. Τώρα πάω εκεί μαζί του και εγώ. Του λέω ιστορίες για τη Μπομπάσα, το καλοκαιρινό παλάτι του Φαρούκ που είχα επισκεφθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Χαμπάρι. Και μια θλίψη… Παναγιά μου. Κι έμενα να με κυνηγούν πάλι οι οιωνοί και να τρέχω να τους ερμηνεύσω. Πάλι 22 Ιουλίου, έρχεται σπίτι ο Πέτρος ο ιατρός μικρών ζώων. Τον βρήκε σε απόλυτη εξάντληση. Κάτι για τα δόντια του μού είπε. Μια πληγή στο στοματάκι του. Είναι και 16 χρονών.
Είναι και η ζέστη. Μου άφησε κάτι τροφοτονωτικές κρέμες. Μια συνταγή για αντιβίωση. Έφυγε αυτός. Έτρεχα στα φαρμακεία εγώ. Και στο pet shop. Για κονσέρβες ιατρικού τύπου αυτή τη φορά. Εγώ που σιχαινόμουνα τις ενέσεις προσπαθούσα «με ενέσιμο τρόπο» να του δώσω μια στάλα τροφής. Αρνείται. Αυτός που σιχαινόταν από μια σταλιά το γάλα, τώρα το πίνει. Και είναι τόσο μεγάλη η ζέστη που το γάλα γίνεται αμέσως γιαούρτι. Ήταν η πρώτη φορά που σιχάθηκα το σπίτι μου, έτσι έκθετο στον καιρό που είναι.
Φωτιά… Σε κατάσταση πυρκαγιάς μπαινόβγαινα. Κυριακή. Με την ίδια κυριακάτικη συνέπεια, τρία χρόνια τώρα, πάω με τη μαμά μου στο κοιμητήριο στον μπαμπά μου. «Μάνα», της λέω, «το παιδί τη βγάζει δεν τη βγάζει. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν θα τρελαθώ ποτέ; Θάνατος ρε, είναι παντού». «Παιδί μου, παιδί μου», ψέλλισε και μου έσφιξε το χέρι έτσι όπως μόνο εκείνη ξέρει να το κάνει.
Πάω σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Ο Ντέμιαν με περίμενε, όπως πάντα. Στα «σβησμένα» του πια πόδια ο λιπόσαρκος. Στέκεται. Τρέμει. Πέφτει. Σηκώνεται. Πώς έγινε έτσι ο τετράπαχος γάτος μου; Βάζω να ποτίσω. Μʼ ακολουθεί. Από κοντά μου πάντα αυτός. Μα πώς το κάνει. Της φύσης τα μυστήρια… Αυτός που δεν είχε το νερό ως το καλύτερό του, δέχεται τώρα να του βρέξω το φλογισμένο του μέτωπο. Έτσι μας βρήκαν τα μεσάνυχτα. Πέρασαν και αυτά. Και φτάσαμε στην τελευταία πράξη. Της Αγίας Παρασκευής και ξημερώματα του Αγίου Παντελεήμονα η χάρη, στις τρεις τα ξημερώματα ο Ντέμιαν με ένα αχ στα χέρια μου ξεψύχησε. Αυτό ήταν. Τετέλεσται. Και εγώ παραλογισμένη να το χτενίζω το γατί μου και να του λέω: «Άφτιαχτο και αστόλιστο του Χάρου δε σε δίνω. Και τώρα πάω μια βόλτα, κι άμα γυρίσω, ξέρεις εσύ».
Άρχισα να κυκλώνω τα τετράγωνα. Νύχτα. Ζέστη. Σκατά. Πρώτη σκέψη «και τώρα θα πάω στα νησιά Γκαλαπάγκος». Δεύτερη σκέψη: «Μα δεν είδες χριστιανή μου τις ειδήσεις, που κάηκαν όλα εκεί πέρα; Πού πας;». Τελευταίες διαδικασίες: Τυλίγω σε μια πετσέτα το ακόμα ζεστό κορμί του. Κι εδώ η μνήμη πανηγυρίζει την απώλειά της… Τι έκανα εγώ στον κήπο με τις πικροδάφνες; Τι ήθελαν κάτι στραβωμένα κουτάλια στα χέρια μου; Γιατί οι μπάτσοι που έτρεχαν αλλόφρονες στη Συγγρού για μια βόμβα που έβαλαν παρακάτω με κοιτούσαν με κατανόηση; Κι επιτέλους «εγώ η άλλοτε χρυσαφένια γυναίκα» γιατί πήγαινα κόντρα στο ρεύμα της κυκλοφορίας στις πέντε γέφυρες, η ορφανή στους πέντε δρόμους; Πέρασα τον πιο «καθημαγμένο» Αύγουστο από την απώλεια του πατέρα μου και μετά. Και όλοι φευγάτοι. Στις διακοπές τους. Ή όπου αλλού… Άκουσα τον ήχο της σιωπής. Εκκωφαντικός.
Ένα χρόνο μετά ό, τι απόμεινε από τον Ντέμιαν είναι η ιατρική γνωμάτευση «νεφρική ανεπάρκεια». Ένα μουστάκι του που βρήκα όταν και άμα αποφάσισα να καθαρίσω το σπίτι. Το κόλλησα στο ημερολόγιο του γάτου. Οι ημεροδείκτες πέφτουνε, όπως οι κορνιζαρισμένες φωτογραφίες γύρω μου. Παντού. Ακίνητος ο χρόνος. Σαν κυκλωμένο τετράγωνο. Ξέρω. Κανείς πια δεν θα περιμένει την επιστροφή μου. Σαν Αμέρικαν Γκράφιτι. Οι τίτλοι ζωγραφίζονται. Ο Ντέμιαν θα ‘ναι έτσι και αλλιώς μαζί μου, όπου και αν πάω. Κι έχουμε κάτι γέλια να κάνουμε… μα κάτι γέλια…”.



Η Βίκυ Βανίτα γεννήθηκε το 1948 και πέθανε στις 8 Μαρτίου 2007. Ήταν ηθοποιός. Έπαιξε σε πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ συμμετείχε σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές, όπως “Το ρετιρέ”, το 1991. Η πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 1968 στην ταινία “Θύελλα στο σπίτι των ανέμων” και έπαιξε σε πολλές γνωστές ταινίες, όπως η ταινία “Ρεμπέτικο”, ως και το 1984. Η τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση ήταν στην ταινία “Εδώ είναι Βαλκάνια” (1984). Τη δεκαετία του 1980 παρουσίασε τηλεοπτική εκπομπή με τον ταχυδακτυλουργό Μάικ Λαμάρ. Το 1991 υποδύθηκε την πλούσια και εκκεντρική εργοδότρια της Κατερίνας Γιουλάκη στην κωμική τηλεοπτική σειρά του Γιάννη Δαλιανίδη, “Το ρετιρέ”. Για πολλά χρόνια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Η μητέρα της τη βρήκε νεκρή στο σπίτι της στον Νέο Κόσμο, το Μάρτιο του 2007, σε ηλικία 59 ετών. Ο θάνατός της προήλθε από χρόνια μάχη με τον καρκίνο (στον πνεύμονα). Σε όλη της τη ζωή υπήρξε ιδιαίτερα μοναχικός άνθρωπος. Η ίδια για χρόνια έκρυβε από τον οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό της κύκλο το πρόβλημα υγείας της -και από την ίδια τη μητέρα της- και ισχυριζόταν ότι έπασχε από άσθμα.
Ήταν μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα,  γελαστή, απλή, γλυκιά και ευγενική. Είχε πάθος με τα ζώα και με τα παιδιά. Ζούσε στην οδό Αγλαύρου στο Νέο Κόσμο, στα σύνορα με το Κουκάκι. Μαρτυρίες λένε πως φρόντιζε, τάιζε και περιέθαλπε τα αδέσποτα ζώα της γειτονιάς της. Για πολλά χρόνια μόνη της συντροφιά ήταν ο Ντέμιαν.



Δεν υπάρχουν σχόλια: