Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Γιάννη Καλαμίτση : Σπίτι μου, σπιτάκι μου, διαμέρισματάκι μου



Σπίτι μου, σπιτάκι μου, διαμέρισματάκι μου

Του Γιάννη Καλαμίτση

Σοφές οι παροιμίες, δεν λέω, αλλά όχι κι όλες - για να 'μαοτε 'ξηγημένοι δηλαδή. Παράδειγμα: "Μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις", είναι σωστό, σωστότατο! Κι εγώ κάπως έτσι την έπαθα! Μου 'λέγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: «Παιδί μου, μόνο ο ανεπρόκοπος ο άνθρωπος περνάει τη ζωή του χωρίς να φτιάξει κάτι τι! Κοίτα λοιπόν εσύ, αν μη τι άλλο, να φτιάξεις ένα σπιτάκι! Να 'χεις ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι σου!» κι έτσι μεγάλωσα κι εγώ με καρφωμένη μέσα μου τη μανία για το κεραμίδι. Ήθελα να 'χω κάτι πάνω απ' το κεφάλι μου και δεν γουστάριζα ούτε τραγιάσκα ούτε ρεπούμπλικα! Ήθελα κεραμίδι!
Κάποτε, με τα πολλά, βρέθηκε η "ευκαιρία" και με κάποια προκαταβολή και ίσαμε χίλια διακόσια γραμμάτια — τόσα μου φανήκανε μέχρι να τα ξοφλήσω — η ευχή του μακαρίτη πραγματοποιήθηκε κι έγινα ιδιοκτήτης!
Τώρα, είναι κι άλλη μια παροιμία που 'ναι κι αυτή σωστή. Είπανε, λέει, του τρελού να ανακουφιστεί κι εκείνος......ξέχασε να πει φτάνει κι έχασε ένα μέρος από το κορμάκι του! Ένα κεραμίδι θέλαμε να 'χουμε πάνω απ' το κεφάλι μας και βρεθήκαμε με οκτώ ορόφους - καθότι η ιδιοκτησία μας έτυχε να 'ναι ισόγειον δυάρι, διαμπερές, με παράθυρο στο δρόμο και στο φωταγωγό. Τι να κάνουμε, ρε φίλε; Όπως λέει κι άλλη μια σωστή παροιμία, μέχρι εκεί έφτανε το πάπλωμα μας, μέχρι εκεί απλώσαμε τα πόδια μας! Και για να μιλάμε πιο συγκεκριμένα, τα πόδια μας τα απλώσαμε στο μπροστινό δωμάτιο. Το κρεβάτι, το έβαλα στην αριστερή μεριά, στη μεσοτοιχία με το μηχανοστάσιο του ασανσέρ. Θα μου πεις, δίπλα στο μηχανοστάσιο δεν έχει θόρυβο; Έχει. Αλλά μόνο τις ώρες που δουλεύει το ασανσέρ!
Στην αρχή, όλοι οι γνωστοί μου βάζανε χέρι. «Μα, σε πολυκατοικία πήγες να μείνεις!», μου λέγανε. Όλοι τους, την πολυκατοικία την- είχαν για πολύ μπερδεμένη κατάσταση. «Θα το δεις», μου λέγανε, «θα ζεις στο ίδιο κλουβί με άλλους τριάντα και ούτε μια καλημέρα δεν θα λες! Ξέρεις τι θα πει πολυκατοικία; Κρύο πράμα! Απρόσωπη! Απαπαπαπά!».
Τελικά - όπως αποδείχτηκε δηλαδή - δεν ξέρανε τι λένε! Εγώ, σ' ένα μήνα μέσα, τους είχα γνωρίσει όλους τους γείτονες.
Ο πρώτος που γνώρισα ήταν ο Αλέκος. Αυτός μένει στο διπλανό από μένα, με παράθυρο στο δρόμο κι αυτός. Ωραίο παιδί, ο Αλέκος! Δεν μου' τύχε να τον δω στη φάτσα, αλλά κάθε μέρα, πρωί πρωί, ακούω από το μπάνιο του τα νερά να τρέχουν και τον Αλέκο να τραγουδάει και μετά μια φωνή, ψιλή και ιδιόμορφη - κάποιος φίλος του θα' ναι - να του λέει: «Καλέ, τι ομορφιές είν' αυτές! Φτου σου! Φτου σου να μη βασκαθείς!».
Παράξενο παιδί ο Αλέκος! Και τα τραγουδιστικά του γούστα παράξενα! Όταν του τη δίνει, αρχίζει να τραγουδάει: 'Έίμ' εγώ γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα, που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα!"
Ο Αλέκος πρέπει να' ναι πολύ της καθαριότητας. Κάθε τόσο περνάει ένας παράξενος τύπος με ξανθά μαλλιά και του φωνάζει από το δρόμο: «Αλέκο!... Το μαγιό σου και στην πλαζ! Ετοιμάσου! Θα πάμε στο χαμάμ με το Σταμάτη!». Και πρέπει να' ναι και αθλητής. Μόνο που θα αγωνίζεται, φαίνεται, με ψευδώνυμο, γιατί μια μέρα ο παράξενος ξανθός του έλεγε: «Αλεξάντρα, μην πηδάς μόνη σου τη μάντρα! Κάνει κακό στα νεφρά!».
Φάτσα απέναντι από το διαμέρισμα του Αλέκου, με παράθυρο στον ίδιο κοινόχρηστο, είναι το δυάρι της Μπουμπούς. Αυτή πρέπει να' ναι φίλη του σινεμά και θαυμάστρια των ηθοποιών. Όλο τα ονόματα τους έχει στο στόμα της. Προχτές πάλι έλεγε σε κάποιον: «Ποιος είσαι, ρε παίδαρε! Ο Γκουσγκούνης;». Η μόνη μου απορία για τη Μπουμπού, το μόνο που δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα, είναι που δεν έχω καταλάβει αν είναι ψωνισμένη με το σινεμά ή απλώς ψώνιο. Κι αυτό το λέω, γιατί μια μέρα όταν εκείνος ο τύπος — που πρέπει να' τανε πολύ ψηλός, γιατί το κεφάλι του φαινότανε από το παράθυρο της τουαλέτας - της είπε "Μπουμπού, είσαι και πολύ πρώτο πράμα!", εκείνη του απάντησε: "Καλά, πειράζει που την Εμμανουέλα την κάνω και περνάει σβηστή;».
Από πάνω ακριβώς από μένα, μένει ο κύριος Βούλης με τη γυναίκα του, την κυρία Σούλα. Αυτοί είναι νιόπαντροι και δουλεύουνε και οι δύο σε δημόσια υπηρεσία — αυτό το ξέρω γιατί κάθε μεσημέρι εκείνη του λέει: «Βαρέθηκα βρε Βούλη μου! Πότε θα κάνουμε καμιά απεργία;» κι αυτός της απαντάει: «Κάτσε να παλιώσει λίγο η κυβέρνηση και θα σου πω εγώ! Θα τα κλείσουμε όλα τα υπουργεία για τρεις μήνες! Θ' αράξουμε και θα ξεκουραστούμε!». Είναι πολιτικοποιημένοι άνθρωποι!
Από την ημέρα που ψηφίστηκε ο νέος νόμος - αυτός που λέει ότι οι πολύτεκνοι παίρνουνε περισσότερα "μόρια’' από τους άλλους κι έχουνε αβάντες στις δημόσιες υπηρεσίες - ο κύριος Βούλης κάθε βράδυ από τις δεκάμισι και μετά, εργάζεται για να προωθήσει την καριέρα του.
Να δεις που ο κύριος Βούλης θα πρέπει να έχει θέση ελεγκτή κι από κει θα του' χει μείνει, γιατί συνέχεια τη ρωτάει: «Τι σου κάνω Σούλα; Τι σου κάνω, Σούλα;» Η Σούλα όμως....Καλά, πρόκειται περί πολύ κυρίας! Υποφέρει, αναστενάζει, βογγάει, αλλά..... κουβέντα δεν λέει! Λέξη δεν βγαίνει από το στόμα της! Μια φορά μόνο μίλησε, τότε που ο κύριος Βούλης επέμενε πολύ: «Τι σου κάνω Σούλα; Πες μου τι σου κάνω!» κι αυτή είπε: «Μου προσθέτεις μόρια, Βούλη μου!». Τότε ακούστηκε κι εκείνο το ΚΛΑΤΣ! Μάλλον χαστούκι θα' τανε.
Το καλό με τα διαμερίσματα που βλέπουν στον κοινόχρηστο χώρο είναι που γνωρίζεις και τους γείτονες από τις άλλες πολυκατοικίες. Την κυρία από απέναντι, να πούμε, τη γυναίκα του Τάσου. Αυτή έχει δύσκολο οργασμό! Κάθε νύχτα, εκτός από την Παρασκευή που 'χει "Δυναστεία", ανοίγουνε την τηλεόραση κι αντί να δούνε το πρόγραμμα αρχίζουνε — δηλαδή αυτή αρχίζει: «Λίγο ακόμα, Τάσο μου! Λίγο ακόμα». Κι αυτό τραβάει ώρες ολόκληρες! Τελειώνει η τηλεόραση κι αυτή ακόμα στην προσπάθεια: «Λίγο ακόμα, Τάσο μου! Λίγο ακόμα!». Ήρωας ο Τάσος! Εργάτης ακούραστος! Κλείνει το κανάλι, πέφτει ο Εθνικός Ύμνος κι εκείνη τον καημό της! Γι' αυτό και θύμωσε ο απόστρατος επιλοχίας του διπλανού, ο κύριος Αρχίδαμος, κι έβαλε μια νύχτα τις φωνές και την έλεγε κομμουνίστρια! Μα να μη σέβεται τον Εθνικό Ύμνο!
Ωραίο πράμα να' χεις δικό σου σπίτι! Πολύ σωστά το λέει και η παροιμία: Σπίτι μου, σπιτάκι μου....Σοφές οι παροιμίες! Όχι κι όλες όμως! Εκείνη που λέει "Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος", μάλλον δεν τα λέει σωστά.

Περιοδικό «ΕΝΑ»

Δεν υπάρχουν σχόλια: