Από το λεύκωμα "Incendie de Salonique. 18-19 Aout 1917" της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού.
Η 5η/18η Αυγούστου 1917 σημάδεψε έντονα τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης με τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης.
Η πόλη πρίν την πυρκαγιά
Αεροφωτογραφία της παλιάς Θεσσαλονίκης, πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917.
Ελάχιστα από τα κτίρια αυτά σώζονται σήμερα, αφού ό,τι άφησε η φωτιά το γκρέμισαν οι εργολάβοι.
Θεσσαλονίκη Ιστορία της πόλης και του Δήμου, Ιστορικοί συγγραφείς, Εποπτεία Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Φωτογραφίες Εκδ. Αλέξανδρος, Αρχείο καρτών Ν. Χόρμπου, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης και άλλες, Εκδ. Αλέξανδρος
Άποψη της Θεσσαλονίκης πριν από την πυρκαγιά.
Στο πρώτο πλάνο το Akce mescid (Ch. Diehl, Salonique, Paris 1920, σ. 25)
Θεσσαλονίκη 1900 - 1917. Δήμος Θεσσαλονίκης. Γ. Μουτσόπουλος. Έκδ. Μ. Μόλχο
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονεςπόλεις των Βαλκανίων. Το λιμάνι της ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίου. Μόλις πρόσφατα (το 1912) είχε απελευθερωθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός της πόλης διατηρήθηκε όπως είχε: το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από Σεφαραδίτες Εβραίους και ακολουθούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι αλλά και άλλοι Βαλκάνιοι και Ευρωπαίοι.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει το 1914, αλλά η Ελλάδα είχε τηρήσει ουδετερότητα. Με την άδεια της κυβέρνησης όμως οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη το 1915, για να υποστηρίξουν τους Σέρβους συμμάχους τους στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το 1916 είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, που είχε σχηματίσει Προσωρινή Κυβέρνηση διαιρώντας την Ελλάδα, αλλά μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου τον Ιούλιο του 1917 ξαναενώθηκε. Η Θεσσαλονίκη πολύ σύντομα είχε μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων, γεμίζοντας την πόλη με χιλιάδες Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες και όλα αυτά που χρειάζονταν. Παράλληλα πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν στην πόλη, ανεβάζοντας τον πληθυσμό της σε 48.096 οικογένειες ή 271.157 άτομα από τα 157.889 που υπήρχαν κατά την απογραφή του 1913.
Η πυρκαγιά διήρκεσε τρεις μέρες και κατέστρεψε το τμήμα της πόλης που εκτείνεται από την πλατεία Δημοκρατίας (Βαρδάρι - πρώην Mεταξά) μέχρι το Ιπποδρόμιο και από την οδό Κασσάνδρου μέχρι την παλιά παραλία, ενώ τα ερείπιά της κάπνιζαν για δεκαπέντε μέρες.
Η πυρκαγιά άλλαξε πολεοδομικά και πληθυσμιακά την φυσιογνωμία της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να νεκρώσει η πόλη, με εξαίρεση μια περιοχή γύρω από τον Λευκό Πύργο, που διασώθηκε διατηρώντας το χρώμα της.
Η πυρκαγιά κατέστρεψε σε 32 ώρες 120 εκτάρια του σημαντικότερου τμήματος του κέντρου της Θεσσαλονίκης, εξαφάνισε ουσιαστικά την «ανατολική» πλευρά της πόλης και εξάλειψε την παραδοσιακή της διάρθρωση. Για παράδειγμα, στις οδούς Εθνικής Αμύνης – Αγίου Δημητρίου – Λέοντος Σοφού καταστράφηκε το 80% των 4.900 καταστημάτων.
Από την πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου του 1917 καταστράφηκαν ολοσχερώς 9.500 κτίσματα, ενώ 73.000 κάτοικοι της πόλης έμειναν άστεγοι. (Σύμφωνα με άλλη πηγή καταστράφηκαν 10.000 σπίτια και ο αριθμός των αστέγων ανήλθε στις 10.000).
Το αποτέλεσμα ήταν να νεκρώσει η πόλη, με εξαίρεση μια περιοχή γύρω από τον Λευκό Πύργο, που διασώθηκε διατηρώντας το χρώμα της.
Το ξενοδοχείο "Splendid" καμένο. Δίπλα του ο κινηματογράφος "Πατέ".
Από το λεύκωμα "Incendie de Salonique. 18-19 Aout 1917" της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού.
Ανάμεσα στα κτίρια που καταστράφηκαν από την πυρκαγιά ήταν το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το δημαρχείο, τα γραφεία των εταιρειών ύδρευσης και φωταερίου, το βελγικό προξενείο, η Οθωμανική Τράπεζα, το ελληνικό γηροκομείο, τα φημισμένα καταστήματα Τίρριγκ, Μάγερ, Μπον Μαρσέ και Orosdi, τα ξενοδοχεία Imperial, Ρώμη, Hotel d’ Anglettere, Splendid, τα βιβλιοπωλεία Μόλχο και Τριανταφύλλου, το ζαχαροπλαστείο Φλόκα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών.
Καταστράφηκαν ακόμη πολλά μνημεία της πόλης όπως ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ο ναός του Αγίου Νικολάου, η μονή Αγίας Θεοδώρας, το Σαατλή Τζαμί και άλλα έντεκα τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.καφενεία, κινηματογράφοι, γραφεία και εγκαταστάσεις εφημερίδων.
Γενικά, διασώθηκαν μόνο τα λιθόκτιστα κτίρια, ενώ καταστράφηκαν ολοσχερώς τα κτίσματα από τσατμάδες, ξύλο και άλλες πρόχειρες κατασκευές.
Το τμήμα της πόλης που καταστράφηκε από την πυρκαγιά επικράτησε να λέγεται “πυρίκαυστος ζώνη” ή απλώς “πυρίκαυστος”.
Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς
Πριν ακόμη ερευνηθούν τα αίτια και εντοπιστεί η εστία της πυρκαγιάς, κάτι που έγινε σύμφωνα με τις επίσημες εκθέσεις τόσο της Γενικής Διοίκησης όσο και της Χωροφυλακής, η φημολογία ήταν έντονη. Πολλές εκδοχές εμφανίστηκαν, μάλιστα μία απ’ αυτές εμφάνιζε τη φωτιά να εκδηλώνεται πρώτα στη Σκεπαστή Αγορά - Καπαλί Τσαρσί στην τουρκική - στη συμβολή των οδών Ίωνος Δραγούμη και Ολύμπου. Το περιστατικό όμως, μετά τις επίσημες εκθέσεις, είναι συγκεκριμένο και αποδίδει τη φωτιά στην αμέλεια δύο προσφύγων γυναικών στο σπίτι που διέμεναν, στην οδό Ολυμπιάδος αρ. 3. Μάλιστα οι δύο κατηγορούμενες κηρύχθηκαν αθώες για εμπρησμό από πρόθεση από το Συμβούλιο των εν Θεσσαλονίκη Πλημμελειοδικών που εκδίκασε την υπόθεση.
Πιο συγκεκριμένα η πυρκαγιά, όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε το Σάββατο 5/18 Αυγούστου 1917 περίπου στις 3 το μεσημέρι από ένα φτωχικό σπίτι των πιο πάνω αναφερομένων προσφύγων στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης.
Προκλήθηκε από σπίθα της φωτιάς μιας κουζίνας, που έπεσε σε παρακείμενη αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα λόγω του ισχυρού ανέμου η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη Θεσσαλονίκη.
Η φωτιά, με τη “βοήθεια” του Βαρδάρη που φυσούσε δυνατά εκείνη την ώρα, αλλά και λόγω της έλλειψης αποτελεσματικών μέσων πυρόσβεσης και επίσης εξαιτίας της κατασκευής των κτισμάτων, πήρε τεράστιες διαστάσεις δημιουργώντας περιβάλλον κόλασης στην πόλη, παρά τη γενική κινητοποίηση των κατοίκων και κυρίως των συμμαχικών δυνάμεων.
Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Τα ξημερώματα της επόμενη ημέρας (6/19 Αυγούστου) ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ) όπου σταμάτησε. Το βράδυ της 6/19 Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της.
Μεγάλες καταστροφές υπέστησαν και οι συμμαχικές δυνάμεις όταν αποθήκη πολεμικού υλικού των Βρετανών τινάχτηκε στον αέρα, ενώ καταστράφηκαν το βρετανικό στρατηγείο στην παραλία και εγκαταστάσεις με υγειονομικό υλικό.
Προσπάθειες πυρόσβεσης
Δεν υπήρχαν ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή καθόλου εξοπλισμό.
Η μόνη ελπίδα για τη Θεσσαλονίκη ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της πυρκαγιάς, ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά δεν συνέχισε και αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει τον δρόμο της. Το επόμενο πρωί δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο. Το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε από Γάλλους στρατιώτες.
Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση. Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφέρεται από πολλές πηγές ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες (για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα).
Επιπτώσεις στην οικονομία
Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαϊάς Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι 2.
Η περίθαλψη των πυροπαθών άρχισε αμέσως μετά την πυρκαγιά. Οι ελληνικές αρχές δημιούργησαν 100 παραπήγματα για τη στέγαση 800 οικογενειών. Οι βρετανικές αρχές έστησαν τρεις καταυλισμούς με 1300 σκηνές, όπου στέγασαν 7.000 άστεγους και οι γαλλικές αρχές έστησαν καταυλισμό για 300 οικογένειες, ενώ η Ένωση Γαλλίδων Κυριών μικρότερη κατασκήνωση 100 οικογενειών. 5000 άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Βόλο και τη Λάρισα. Οι ελληνικές αρχές έστησαν κέντρα διανομής που μοίραζαν δωρεάν ψωμί σε 30.000 άτομα, ενώ ο Αμερικανικός, ο Γαλλικός και ο Αγγλικός Ερυθρός Σταυρός διένειμαν τρόφιμα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.
Αμέσως μετά τα πρώτα πρόχειρα μέτρα ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η Διεύθυνση Θυμάτων Πυρκαϊάς για την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών και η κυβέρνηση ενέκρινε πίστωση 1.500.000 δραχμών για τις πρώτες ανάγκες. Συγχρόνως συστήθηκε Κεντρική Επιτροπή Εράνων με σειρά υποεπιτροπών για τη συλλογή εράνων και τη διανομή χρημάτων και ειδών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1917 οι τιμές και οι μισθοί είχαν ανέβει, ώστε στη περίοδο της πυρκαγιάς οι χαμηλότερες αμοιβές ήταν δύο με τέσσερις (2-4) χρυσές λίρες μηνιαίως. Αμοιβές σαν αυτή ήταν πολύ χαμηλές, γιατί εκείνο το διάστημα κάποιος στη Θεσσαλονίκη με μία χρυσή λίρα μπορούσε να αγοράσει επτά έως οκτώ (7-8) κιλά φασόλια ή 2,5 κιλά βούτυρο.
Εκείνη την εποχή πολύς κόσμος ήταν άστεγος χωρίς εργασία και εισόδημα. Περίπου 2.000 χιλιάδες οικογένειες ζούσαν και τρεφόταν σε κατασκηνώσεις, ενώ άλλες 1.500 οικογένειες ζούσαν σε ερείπια ναών και δημοσίων κτιρίων. Ακόμη, οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί πολύ, για παράδειγμα το 1880 ένα μικρό σπίτι πάνω στο δρόμο, χωρίς κήπο, στη συνοικία του Αγ. Αθανασίου ή στο Ιπποδρόμιο κόστιζε γύρω στις 180 λίρες, ενώ το 1917 μετά την πυρκαγιά λόγω της μεγάλης ζήτησης και της μικρής προσφοράς τα ενοίκια στην οδό Φράγκων είχαν φτάσει τις 4 χρυσές λίρες το τετραγωνικό μέτρο. Φυσικά σε τέτοιες τιμές δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει ούτε ένας δημόσιος υπάλληλος, που εκείνη την εποχή ήταν ένα πολύ καλά αμειβόμενο επάγγελμα. Μέχρι και ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, ο οποίος ήταν από τους πιο υψηλόμισθους εργαζόμενους της Θεσσαλονίκης με 26 λίρες το μήνα.
Ευτυχώς, το κράτος έλαβε δραστικά μέτρα με τα οποία απαγορευόταν η ανοικοδόμηση κτιρίων, μέχρι να βγουν τα τελικά σχέδια της πόλης, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια νέα ομοιόμορφη και ωραία πόλη. Ακόμη δημιουργήθηκαν ξύλινα σπίτια στα οποία στεγάστηκαν 8.000 οικογένειες. Οι υπόλοιπες οικογένειες στεγάστηκαν σε σπίτια τα οποία δεν είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και τα οποία είχαν καθαριστεί και διορθωθεί μετά από εντολές του κράτους. Στο τέλος χάρις στην επέμβαση του κράτους οι τιμές των οικοπέδων του νέου σχεδίου μειώθηκαν και όταν δημοπρατήθηκαν οι τιμές ανά τετραγωνικό μέτρο ήταν πολύ πιο χαμηλές από πριν.
Οι αποζημιώσεις
Αν και το ακριβές ποσό που κατέβαλαν οι ασφαλιστικές εταιρείες σε αποζημιώσεις ασφαλισμένων οικοδομών και κτισμάτων δεν είναι γνωστό, λέγεται ότι ξεπέρασε τις 1.200.000 χρυσές λίρες.
Σύμφωνα με μια εκδοχή καταρχήν οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν ήθελαν να καταβάλουν αποζημιώσεις γιατί δεν είχαν υποχρέωση. Την αρχική αυτή θέση ενίσχυσε και η φήμη ότι τη φωτιά την έβαλαν οι συμμαχικές δυνάμεις που έδρευαν στην πόλη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε αν καταλάμβαναν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη, να ήταν μια κατεστραμμένη πόλη. Φυσικά η εκδοχή αυτή ήταν παντελώς ανυπόστατη. Τελικά με την παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου και των Συμμάχων της Αντάντ, το ζήτημα διευθετήθηκε και οι ασφαλιστικές εταιρείες κατέβαλαν το προαναφερόμενο ποσό.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η έλλειψη οργανωμένης πυροσβεστικής υπηρεσίας υποχρέωσε πολλές εταιρείες να διατηρούν στοιχειώδη μέση πυρόσβεσης για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, όταν κινδύνευαν οι ασφαλισμένοι τους από πυρκαγιά.
Νέες προοπτικές από τον πολεοδομικό σχεδιασμό
Η «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης».
Από τα αριστερά προς τα δεξιά: καθισμένοι: Ερνέστ Εμπράρ (Ernest Hebrard), Αλέξανδρος Παπαναστασίου (υπουργός συγκοινωνιών), Άγγελος Γκίνης. όρθιοι: Δημ. Λαμπαδάριος, Κων. Κιτσίκης, Ζαν Πλεϊμπέρ (J. Pleyber), Τόμας Μώσον (Tom Mawson) και Αριστοτ. Ζάχος.
Η πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου 1917 δημιούργησε τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις για τον σχεδιασμό του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης από την αρχή. Η Θεσσαλονίκη μέσα από την τραγωδία της μπορούσε πια να γίνει μια σύγχρονη μεγαλούπολη, από τις πιο όμορφες στη Μεσόγειο. Η διορατικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου συνέλαβε αυτή την προοπτική και με τη συμπαράσταση των Συμμάχων συγκρότησε ομάδα από διαπρεπείς ξένους και Έλληνες ειδικούς επιστήμονες -πολεοδόμους, αρχιτέκτονες, οδοποιούς, συγκοινωνιολόγους κ.ά.- υπό τον διαπρεπή Γάλλο πολεοδόμο και αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ. Την ομάδα αποτελούσαν οι: Τόμας Μόσον, Άγγλος πολεοδόμος - αρχιτέκτων, Ζαν Πλεϊμπέρ, Γάλλος οδοποιός του γαλλικού στρατού, Αριστοτέλης Ζάχος, αρχιτέκτων, Άγγελος Γκίνης, λιμενολόγος - καθηγητής του ΕΜΠ, Κώστας Κιτσίκης, αρχιτέκτων, αργότερα καθηγητής του ΕΜΠ. Στην ομάδα, όπως ήταν φυσικό, μετείχε και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Αγγελάκης.
Η κυβέρνηση των Φιλελεύθερων ανέλαβε να κάνει τα νέα σχέδια της πόλης, αλλά δεν έλαβε υπόψη τα σχέδια της Επιτροπής Εξωραϊσμού. Υιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες ιδέες και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας και αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχων καθεστώς ιδιοκτησίας και της παραδοσιακής χρήσης της γης, η πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για τον κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης.
Με τα νέα σχέδια η παραδοσιακή εικόνα της πόλης ξεθωριάζει και αντικαθίσταται από ένα χώρο μοντέρνο και ομοιογενή. Ακόμη η πόλη μεγαλώνει, χωρίζεται σε βιομηχανικές ζώνες, σε εργατικούς οικισμούς και σε περιοχές αναψυχής και κατοικίας. Η πόλη οργανώνεται και δεν είναι σαν λαβύρινθος πια.
Το κέντρο της πόλης διαμορφώνεται με δύο πλατείες συνδεόμενες με μια λεωφόρο κάθετη στη θάλασσα και διαμέσου αυτού του δρόμου μπορεί να δει κανείς τον Όλυμπο. Στην «πολιτική πλατεία» θα συγκεντρώνεται το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και τα κτίρια των δημόσιων υπηρεσιών. Η δεύτερη πλατεία, η σημερινή Αριστοτέλους, τόπος λιανικού εμπορίου και αναψυχής υπογράμμιζε, σύμφωνα με το πρότυπο της Piazzetta της Βενετίας, το άνοιγμα της πόλης προς τη θάλασσα.
Για τα κτίρια, που βρίσκονταν στις δύο πλατείες και στο συνδετικό άξονα, επιβλήθηκε το λεγόμενο «νεοβυζαντινό» στυλ, ώστε σε συνδυασμό με τα δημόσια κτίρια να λειτουργήσουν ως μνημειακό σύνολο για την πόλη. Για να γίνει ελκυστικότερο το νέο σχέδιο και να αποκτήσει η πόλη τους ελεύθερους χώρους που δεν υπήρχαν στο παρελθόν, ο Εμπράρ χρησιμοποίησε τα βυζαντινά μνημεία της πόλης ως εστιακά σημεία ενός δικτύου δημοσίων χώρων.
Η Επιτροπή Σχεδιασμού της Θεσσαλονίκης δεν περιορίστηκε στη σύνταξη πολεοδομικών σχεδίων, αλλά προχώρησε και σε πολλές επιμέρους προτάσεις, που αφορούσαν ιδιαίτερες πτυχές της ανοικοδόμησης της πόλης. Για παράδειγμα σχέδια για το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, για του εργατικούς συνοικισμούς και το λιμάνι.
Η εκπόνηση και σύνταξη του νέου σχεδίου κράτησε εννέα μήνες, όμως το ιστορικό εκείνο έργο, έργο πνοής, ζωής και προοπτικής για την πόλη, έμπνευση και πρόταση κυρίως του Ερνέστ Εμπράρ, δεν έμελλε να υλοποιηθεί και να εφαρμοστεί στο ακέραιο, γιατί το παροιμιώδες ελληνικό πολιτικό παρασκήνιο, τα οικονομικά συμφέροντα, τα “μέσα”, οι παρεμβάσεις και άλλα τινά, γνωστή μάστιγα της ελληνικής κοινωνίας, έγιναν αιτία ο νέος πολεοδομικός σχεδιασμός να τροποποιηθεί κατ’ επανάληψιν. Η Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να επωφεληθεί “από το νέο σχέδιο και έτσι έχασε την ευκαιρία να γίνει μια σύγχρονη πόλη, αντάξια της μακραίωνης ιστορίας της. Ας σημειωθεί ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πρώτη πόλη που οικοδομήθηκε βάσει πολεοδομικού σχεδιασμού και ακολούθησε το 1920 η Αθήνα”.
Σημειώσεις και παραπομπές:
- Η Ελλάδα διατηρούσε ακόμη το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν υιοθετήσει το νέο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο. Έτσι οι ελληνικές πηγές για την πυρκαγιά αναφέρουν την παλιά ημερομηνία, ενώ οι ξένες πηγές (που αποτελούν την πλειονότητα) αναφέρουν τη νέα ημερομηνία. Στο άρθρο αναφέρονται και οι δύο για την αποφυγή σύγχυσης.
- Γενική Διοίκησις Θεσσαλονίκης, Έκθεση πεπραγμένων μετά απολογισμού της Κεντρικής Επιτροπής Εράνων υπέρ των θυμάτων της Πυρκαϊάς Θεσσαλονίκης διά τα έτη 1917-1918 του Α. Α. Πάλλη προς τον Γενικό Διοικητή κ. Α. Αδοσίδη, της 1/14 Φεβρουαρίου 1919, όπως παρατίθεται στο Παπαστάθη, 1978. Χειρόγραφο και αντίτυπο (τυπογραφείο Άγκυρα, Ι. Κουμένου) της έκθεσης βρίσκονται στον φάκελο Ε.17 του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας.
Πηγές:
1. Earthly footsteps of the Man of Galilee. Toronto Daily Star, 1958
2. Θεσσαλονίκη Ιστορία και Πολιτισμός. Ι.Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα 1997, Παρατηρητής
3. Θεσσαλονίκη – Τουρκοκρατία & μεσοπόλεμος, Ευάγγελος Χεκίμογλου, Εκφραση 1996
4. Εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ": 90 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, Στράτος Σιμιτζής
5. Καραδήμου Γερολύμπου Αλέκα, «Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς», University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2002
6. Παπαστάθη Χαραλ., «Ένα υπόμνημα για την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στα 1917 και την περίθαλψη των θυμάτων», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1978
7. Παπαστάθη Χ. – Χεκίμογλου Ε., «Η Θεσσαλονίκη της πυρκαγιάς: 18-19 Αυγούστου 1917», περ. Θεσσαλονικέων Πόλις τευχ.11, Σεπτέμβριος 2003
8. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ : Ημεγάλη πυρκαγια της Θεσσαλονίκης 1917
Ο ποιητής Γ. Θ. Βαφόπουλος για την πυρκαγιά (“Σελίδες Αυτοβιογραφίας”)
“Εκεί όπου άλλοτε απλώνονταν οι λαβύρινθοι των εβραϊκών συνοικιών, υπήρχαν τώρα μονάχα πέτρες και πυρωμένη στάχτη. Στην άλλη περιοχή, όπου υψώνονταν τα μεγάλα καταστήματα και τα ξενοδοχεία, τραγικά ερείπια θύμιζαν την παλιά τους δόξα. Κι όλα τούτα τα θλιβερά κατάλοιπα μιας πλούσιας μεγάλης πολιτείας, ήσαν τυλιγμένα σε βαριά σύννεφα καπνού. Στα βαθιά τους υπόγεια η χόβολη είχε συντηρηθεί για πολλούς μήνες μετά τη φωτιά. Και καθώς διαπιστώθηκε αργότερα, τόση ήταν η δύναμη τούτης της φωτιάς, ώστε όλα τα γυάλινα είδη είχαν λιώσει, και μέσα στα χαλάσματα των ζαχαροπλαστείων μπορούσε κανείς να διακρίνει τα βάζα με τις καραμέλες, πούχανε μεταβληθεί σε μια μάζα από καμένη ζάχαρη και γυαλί. Η τεράστια αυτή έκταση της συμφοράς πήρε το όνομα τα ‘Καμένα’. Τούτα τα ‘καμένα’ είχαν μεταβληθεί σε μια καινούρια Πομπηία, όπου την ημέρα δούλευαν συνεργεία ανασκαφών και τις νύχτες βρίσκανε άσυλο οι αλήτες, οι κακοποιοί κι οι ερωτευμένοι”.
«Η Σαλονίκη. Πφ!»
Ο Στρατής Μυριβήλης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: στρατιώτης - πολεμιστής και δημοσιογράφος - ανταποκριτής τιτλοφορείται η πραγματεία της Νίκης Λυκούργου που δημοσιεύεται στο περιοδικό Κονδυλοφόρος (University Studio Press) που αναφέρεται στη δεκαετή θητεία του.
Απόσπασμα
Η Σαλονίκη. Πφ! Ανοστότερη από όλες τις φορές που την είδα. Ξένοι, ξένοι, ξένοι! Σέρβοι αξιωματικοί με ωραία κορμιά. Εγγλέζοι αξιωματικοί και φαντάροι κομψότατοι. Γάλλοι όλων των όπλων. Ιταλιάνοι που μας κοιτάζουν με ενδιαφέρον ευκολοεξήγητο. Αράπηδες, Τογκινέζοι, Ιντιάνοι, Ρούσοι καλόκαρδοι και ευγενικοί, Εβραίοι, Έλληνες. Αυτοκίνητα, αυτοκίνητα, αυτοκίνητα! Θόρυβοι άγριοι, βάρβαροι και αναιδείς. Σκόνη. Ζέστη. Νταβατούρι.
Γλώσσες όλων των φυλών. Χρώματα όλων των εθνοσήμων. Χάβρα και αναμπαμπούλα εθνών, γλωσσών, οχημάτων. Γυναίκες γελοίες και λίγες. Κέντρα άθλια. Λιμάνι βρόμικο. Πέντε πτώματα αλόγων πλέουν κοντά κοντά στην προκυμαία.
Παίζει μια φανφάρ στο «Λευκό Πύργο» και το μόνο που ακούς είναι οι τρόμπες των αυτοκινήτων και οι στριγγές σκληριές του τραμ που περνά θορυβώδες σαν κινητό τενεκετζίδικο.
Στις 23 Απριλίου, σε τελετή, παρουσία του Βενιζέλου και των μελών της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους παραλαμβάνει τη σημαία του και αναχωρεί από την πόλη, «μέσα εις ένα γενικόν συναγερμόν των κατοίκων».
Πρώτος σταθμός, μετά από πορεία τεσσάρων ημερών και υπαίθριες διανυκτερεύσεις, ο Γιδάς (= Αλεξάνδρεια Ημαθίας), το χωριό με τους «γνήσιους Ρωμιούς», τον «άφθονον ίσκιο», τα «νόστιμα κορίτσια», τα «πλούσια νερά», το «άσπρο τυρί» και τα «δροσερότατα σαλατικά». Ολος σχεδόν ο ανδρικός πληθυσμός του λείπει στον στρατό και στα έργα των Συμμάχων.
Οι γυναίκες του χωριού, με το παράστημα και την τοπική αμφίεσή τους, δεν αφήνουν αδιάφορο τον Μυριβήλη, ο οποίος σημειώνει: Το κομψότερο γυναικείο κοστούμι, που συνήντησα στη Μακεδονία και οι ευγενικότερες φυσιογνωμίες. Ξεχωρίζεις αμέσως τις παντρεμένες από τις λεύτερες.
Οι πρώτες φοράνε στο κεφάλι το «σαμούδι» τους, όπως το λένε, δεμένο σαν αψηλή μαύρη πανένια περικεφαλαία με αργυρή αλυσίδα στολισμένο.
Στο πίσω μέρος έχει ένα λοφίσκον άσπρο, κι αυτός είναι το σημείον της παντρειάς.
Των κοριτσιών είναι χωρίς αυτόν τον λοφίσκον, και δένεται κομψότατα ως είδος καπελίνο μαύρο με μικρό μπορ στο μέτωπο. [...]
Είναι όλες μελαχρινές, με θαυμάσια μάτια, άσπρα δόντια, λυγερότατο σώμα, πολύ συμμετρικό, κινήσεις και πόζες που προξενούν κατάπληξιν για την κομψότητά των.
[...] Είναι όλες πολύ θαρραλέες μαζί μας, με πνεύμα εύστροφον, και όχι σπανίως ειρωνικό, και πολύ χαρούμενες που βλέπουν ελληνικό στρατό.
Σε τρεις μέρες, στις 29 Απριλίου, αργάζει πάλι η πορεία. Γράφει:
Τ’ αντίσκηνα στη ράχη και δρόμο. Μια μεγάλη παρέα κορίτσια μας προβοδάνε. [...] Οι φαντάροι τραγουδούν. [...] Στο δρόμο, ύστερα απ’ τον ήλιο, αστραπές, βροντές, αστροπελέκια, και ύστερα βροχή με το τουλούμι. Βαδίζουμε τυλιγμένοι στ’ αντίσκηνα. [...]
Το βράδυ κατασκήνωση κοντά σ’ ένα χωριουδάκι. Επιτάσσεται το χόρτο μιας αποθήκης και στρώνεται πάνου στη λασπωμένη γη. [...] Περιμένω το εγερτήριο ακούγοντας τη βροχή να δέρνει τ’ αντίσκηνο και πλάθοντας όνειρα με ανοιχτά μάτια...»
Σοφία Ταράντου
http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=4546
http://poseidon20.anatolia.edu.gr/history_web_final_s03/pirkagia_tis_thessalonikis.htm
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=24702949
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου