Δεν είναι από τα επώνυμα νεοκλασικά,
ούτε από τα χαρακτηριζόμενα «φιλέτα» του δημοσίου. Είναι όμως ένα
όμορφο διώροφο ψηλοτάβανο κτίριο με υπόγειο και σοφίτα, που διαθέτει και
ακάλυπτο χώρο μ’ έναν πανύψηλο φοίνικα.
Πρόκειται για το νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Σολωμού 51, δίπλα και πίσω από το κεντρικό κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου, που μέχρι να το «χτυπήσει» ο καταστροφικός για την Αθήνα σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, στέγαζε τα τμήματα πώλησης ΦΕΚ και φωτοαντιγράφων, το αναγνωστήριο, τη βιβλιοθήκη και διάφορες άλλες υπηρεσιακές μονάδες του Εθνικού Τυπογραφείου.
Εκτός από τους υπαλλήλους, πλήθος πολιτών και επαγγελματιών (δικηγόρων, μηχανικών κ.λπ) διάβαιναν μέχρι τότε καθημερινά οχτώ με μία τα σκαλοπάτια του για να αγοράσουν ένα ΦΕΚ από το ισόγειο ή να παραλάβουν μια φωτοτυπία παλαιών ΦΕΚ από τον πρώτο όροφο. Αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς κι ένα κομβικό κτίριο για τις δραστηριότητες της περιοχής, εφόσον κάθε πρωί, επί χρόνια και σε σταθερή βάση εξυπηρετούσε εκατοντάδες πολίτες. Πολλά καταστήματα συναρτούσαν τις δραστηριότητές τους από την ύπαρξη και την κίνησή του. Η γειτονιά κι ο δρόμος εκεί είχαν ζωή, σουβλατζίδικα, ουζερί, ποδηλατάδικα, υδραυλικά, κουρεία, γραφεία. Μετά τον σεισμό το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για χρήση και σφραγίστηκε. Το Εθνικό Τυπογραφείο αναγκάστηκε ν’ αναζητήσει και να μισθώσει –από το 2000– χώρο στην οδό Μάρνη 8, όπου στέγασε το τμήμα αναγνωστηρίου και παλαιών ΦΕΚ, ενώ ταυτόχρονα διέθετε από εκεί και το τεύχος προκηρύξεων ΑΣΕΠ, το οποίο λόγω της δωρεάν διανομής του, αλλά κι εξαιτίας της πληθώρας των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ που χρόνο με το χρόνο πολλαπλασιάζονταν, αποτέλεσε μια νέα αρκετά απαιτητική κι εξειδικευμένη για την εποχή της δραστηριότητα.
Κατά γενική ομολογία ο νέος χώρος και το προσωπικού που τον στελέχωσε ανταποκρίθηκαν διαχρονικά με υπευθυνότητα και συνέπεια στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των αρμοδιοτήτων τους. Το δημόσιο όμως αναγκάστηκε να καταβάλει πλέον ενοίκιο μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ για τη διατήρηση του χώρου αυτού.
Το
εγκαταλειμμένο νεοκλασικό έκτοτε ρημάζει παρακολουθώντας χρόνο με τον
χρόνο την υποβάθμιση της γύρω περιοχής. Οι περίοικοι διαμαρτύρονται,
εφόσον τα σκαλοπάτια του χρησιμοποιούνται πότε από αστέγους και πότε από
χρήστες ουσιών, ενώ ο χώρος στα πεζοδρόμια κάθε άλλο παρά θυμίζει ότι
βρισκόμαστε μια ανάσα από το κέντρο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.
Το νεοκλασικό μπορεί να μην είναι πολύ μεγάλο, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τη στέγαση π.χ. του μουσείου τυπογραφίας (ΝΠΔΔ που ιδρύθηκε το 2006 και πρόσφατα καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε στο Εθνικό Τυπογραφείο αποτελώντας πλέον οργανική μονάδα του) και παράλληλα θα ήταν δυνατόν να στεγάσει υπηρεσίες εξυπηρέτησης των πολιτών.
Ενδεχομένως –οι μηχανικοί γνωρίζουν αυτά τα θέματα καλύτερα– θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλοι όροφοι ή να διαμορφωθούν κατάλληλα οι υπάρχοντες, ώστε να στεγαστούν κι άλλες υπηρεσίες του Εθνικού Τυπογραφείου και ασφαλώς να δημιουργηθούν χώροι πολιτιστικών δραστηριοτήτων για εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, εργαστήρι τυπογραφίας κ.λπ.
Ακόμα και έξοδο προς την Γ’ Σεπτεμβρίου θα μπορούσε ν’ αποκτήσει αν αγοραζόταν το παρακείμενο εγκαταλειμμένο κι ερειπωμένο ξενοδοχείο, το οποίο αν μη τι άλλο απειλεί να παρασύρει σε ενδεχόμενη πτώση του λόγω της διάβρωσης από της βροχές –η σκεπή του έχει καεί ολοσχερώς– και το εφαπτόμενό του νεοκλασικό.
Με τον τρόπο αυτό, θα εξοικονομούνταν δημόσιοι πόροι από την κατάργηση των εξόδων για μισθώματα, θα ενιαιοποιούνταν οι υπηρεσίες του Εθνικού Τυπογραφείου εξασφαλίζοντας καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού, θα ήταν δυνατόν ν’ αναπτυχθούν από το Εθνικό Τυπογραφείο δραστηριότητες πολιτισμού και τέχνης, οι οποίες –γιατί όχι;– θα μπορούν να εισφέρουν και κάποια έσοδα στο δημόσιο, το σπουδαιότερο όμως είναι ότι θα προσφερόταν και πάλι ένα ισχυρό κίνητρο, ώστε να ξαναζωντανέψει μια απονεκρωμένη σήμερα οδός (Σολωμού) σ’ ένα «κρίσιμο» για τη ζωή της πόλης τμήμα της μεταξύ Γ’ Σεπτεμβρίου και Πατησίων, κι έτσι θα δινόταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιστρέψουν δραστηριότητες και κόσμος στην περιοχή και να γίνει ένα βήμα –μικρό έστω αλλά σημαντικό– για την αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας σ’ ένα εξαιρετικά ευαίσθητο σημείο.
Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν αν τολμήσουμε να ξεφύγουμε από τη γκρίνια και το κανάκεμα κι αναζητήσουμε οργανωμένα και μεθοδικά τρόπους, ώστε κάποια μέρα να δούμε τη ζωή μας σ’ αυτήν την πόλη, σ’ αυτό το κράτος και σ’ αυτήν την χώρα ν’ αλλάζει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου