Γ.
Θεοτοκάς – Γ. Σεφέρης
Όταν τον Ιούνη του 1940 βεβηλώθηκε το Παρίσι
Στις αρχές Ιουνίου 1940,
τα γερμανικά τεθωρακισμένα πέρασαν τους ποταμούς Σηκουάνα και Μάρνη. Τα γαλλικά
στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί στο Παρίσι για την υπεράσπισή του. Όταν όμως
διαδόθηκε η είδηση ότι οι Γερμανοί πέρασαν τη γραμμή Σηκουάνα-Μάρνη, οι Γάλλοι
φοβήθηκαν ότι θα τους περικύκλωναν. Τότε, το Γαλλικό Στρατηγείο ανακοίνωσε στην
κυβέρνηση ότι δεν θα συνέχιζε να αμύνεται και συνέστησε να εκκενωθεί η πόλη για
την ασφάλεια των κατοίκων. Το πρωί της 13ης Ιουνίου αναγγέλθηκε πως το Παρίσι
ήταν ανοχύρωτη πόλη, καθώς τα γαλλικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του στρατηγού
Ερέν υποχωρούσαν προς τον νότο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, οι εισβολείς
βομβάρδισαν όλα τα πολεμικά εργοστάσια της βιομηχανικής ζώνης της
πρωτεύουσας....
Στις 14 Ιουνίου, τα
γερμανικά στρατεύματα παρέλασαν στους άδειους δρόμους της πόλης. Περίπου 2
εκατομμύρια Γάλλοι είχαν φύγει από την πόλη και όσοι έμειναν πίσω, δεν
προέβαλαν καμία αντίσταση στους εισβολείς. Στις 21 Ιουνίου, ο Χίτλερ
συναντήθηκε με τους Γάλλους εκπροσώπους για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τη
σύναψη ειρήνης. Επέλεξαν να υπογραφεί η παράδοση στο Compiegne της Γαλλίας, στο
ίδιο σημείο και στο ίδιο βαγόνι τρένου, που το 1918, οι Γερμανοί είχαν
παραδοθεί στους Γάλλους. Ο Φύρερ, αποχώρησε πριν από το τέλος των διαδικασιών,
θέλοντας να προσβάλει περαιτέρω την αντίπαλη πλευρά. Στις 23 Ιουνίου
φωτογραφιζόταν μπροστά από τον πύργο του Άιφελ, με τον αρχιτέκτονα Άλμπερτ
Σπέερ και τον γλύπτη Άρνο Μπρέκερ. Οι γερμανικές δυνάμεις χρειάστηκαν μόλις έξι
εβδομάδες για να καταλάβουν τρεις χώρες, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.
Η ταχύτητα της εισβολής ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και η τακτική της ταυτόχρονης
επίθεσης, αεροπλάνων, πυροβολικού και τανκς, έμεινε γνωστή ως «blitzkrieg»,
δηλαδή «αστραπιαίος πόλεμος»....
Παρακάτω θα διαβάσετε πως
έζησαν την πτώση του Παρισιού οι δύο λογοτέχνες μας, Γιώργος Θεοτοκάς και
Γιώργος Σεφέρης, που το λάτρευαν και πως
περιγράφουν τις μέρες αυτές στα ημερολόγιά τους.
Γ.
Θεοτοκάς – Γ. Σεφέρης Αθήνα 1941
Παρασκευή, 14 Ιουνίου 1940 (ΓΣ)
Την περασμένη Δευτέρα πρωί
γύρισα από το Βελιγράδι.
Τα’ απόγεμα τηλεφώνημα από
το Υπουργείο : μιλούσε ο Μουσσολίνι. 'Έφυγα βιαστικά και πρόφτασα τις
τελευταίες φράσεις του και τα μουγκρίσματα του πλήθους. 'Έτσι, η αρρώστια του
φόβου πού διάλυσε τον οργανισμό τόσων εθνών, πού έβοσκε κι εδώ τους τελευταίους
μήνες, παίρνει τώρα και για μας
καλπάζουσα μορφή...
Κυριακή 16 'Ιουνίου 1940 (ΓΘ)
Χτες το βράδυ (σημ. Σάβατο
15 Ιουνίου 1940) συνάντηση με το Σεφέρη ύστερα
από καιρό. Καθήσαμε στην πλατεία του Συντάγματος, κάτω από τα κυπαρίσσια. Μας
βάραινε και τους δύο αύτη η σκέψη (για την οποία δε μιλούσαμε πολύ) ότι
βεβηλώθηκε το Παρίσι.
Παρατήρησα και σε άλλες
περιστάσεις ότι συνεννοούμαι καλύτερα με το Σεφέρη στις ώρες της δυστυχίας, όταν
κλονίζονται τα πράματα πού αγαπήσαμε στα νιάτα μας, τα πράματα πού μας
διαμόρφωσαν, νομίζω, οριστικά: μια ορισμένη αντίληψη της ελευθερίας του
πνεύματος, μια ορισμένη αίσθηση του Ελληνισμού και μια παράλληλη αίσθηση της
Ευρώπης και κυρίως της Γαλλίας, μια πνευματικότητα σύνθετη, πλουτισμένη από
πολλές μεριές, άλλα βασικά ελληνογαλλική. Όταν αυτά κινδυνεύουν αισθανόμαστε σα
συγγενείς, σα μέλη μιας οικογένειας πού τη χτύπησε ή συμφορά, ενώ σε άλλες
εποχές επικρατούν ανάμεσα μας τα στοιχεία πού μας κάνουν διαφορετικούς και
αποξενωνόμαστε ο ένας από τον άλλον.
Οι άνθρωποι πού αγάπησαν
το Παρίσι όπως εμείς, αισθάνθηκαν τις μέρες αυτές κάτι πού έμοιαζε μ' έναν
ισχυρό σωματικό πόνο.
Ομολόγησα στο Σεφέρη
ότι δεν μπορώ την εποχή
αυτή να πάρω στα σοβαρά τη συγγραφική μου εργασία, ότι όλα αυτά μού φαίνονται
τελείως ασήμαντα και έχω όρεξη να παραιτηθώ. Μου είπε:
— Εγώ, πού ξανατυπώνω τις
μέρες αυτές τα ποιήματα μου, αισθάνουμαι πώς είμαι απλούστατα -γελοίος. 'Αλλά
ύστερα συλλογίζουμαι ότι είναι κάτι σα μια διαθήκη.
Διαθήκη όμως προς τί; Δεν
ξέρει ούτε αυτός. Στο σημείο πού φτάσαμε δεν ξέρουμε πια πολλά πράματα.
Διαπιστώσεις μας:
Όλη αυτή η κίνηση της
λεγόμενης γενεάς του 1930 πρέπει να θεωρηθεί ότι τελείωσε. Το ομαδικό εκείνο
πνεύμα, πού για να ολοκληρωθεί θα είχε ανάγκη τουλάχιστο από μια εικοσαετία,
σταματά εδώ, δηλαδή έζησε ακριβώς δέκα χρόνια. Τώρα ο Πόλεμος σπάνει κάθε
συνέχεια, ο καθένας μένει μόνος αντίκρυ στη μοίρα του όπως στην αρχή. Κάτι
πήγαμε να κάνουμε, αλλά οι περιστάσεις δε μας ευνόησαν και διαλυόμαστε στα μισά
τού δρόμου. Θα θέλαμε να υποσχεθούμε στον εαυτό μας ότι θα ξαναρχίσουμε, θα
ξαναπροσπαθήσουμε κ.τ.λ. αλλά βέβαια δεν είναι σήμερα η ώρα για τέτοιες
υποσχέσεις.
Μιλήσαμε και για τη γενική
πολιτική κατάσταση και βρεθήκαμε σύμφωνοι, όπως πάντα.
Λίγες ώρες πριν, στο ίδιο
μέρος, στην πλατεία του Συντάγματος, είχε αυτοκτονήσει ο Arnold Smith*. Το είχα ακούσει χτες το απόγευμα πώς ένας Άγγλος
είχε πέσει από το μπαλκόνι του «King George» μα δεν είχα φανταστεί πώς μπορούσε
να ήταν φίλος μου. 'Όλοι οι Άγγλοι φίλοι μου λείπουν, ο θεός ξέρει πού. Ο ίδιος
ο Smith νόμιζα πώς ήταν στη Χίο. Σήμερα μόλις έμαθα πώς ήταν αυτός.
Πήγα στην κηδεία. Μού
κόστισε. Θέλησε να έρθει και η μαμά, τον συμπαθούσε.
Ήμασταν ελάχιστοι
άνθρωποι. Έκανε ζέστη. Μια άγνωστη γριούλα έκλαιε σε μια άκρη την ώρα πού
σκέπαζαν τον τάφο. Δεν φαντάζουμαι να γνώριζε το νεκρό. Έκλαιε γιατί υπάρχει
θάνατος, τόσο πολύς θάνατος παντού σ' όλο τον κόσμο.
Αυτή η κηδεία μες στη
ζέστη της 'Αθήνας, αυτός ο ξανθός φίλος 28 χρονώ, μες στα αίματα, στην πλατεία
τού Συντάγματος, και οι ποιητές πού παραιτούνται από την ποίηση, και οι
Γερμανοί πού παρελαύνουν στο Παρίσι με το βήμα της χήνας, κι αυτή η μεγάλη
απογοήτευση πού σκεπάζει τον κόσμο...
(*) Ό Arnold Smith σπούδασε αρχιτεκτονική στο Καίμπριτζ και
μετά τις σπουδές του εργάστηκε στη Βρετανική Σχολή της Αθήνας αναλαμβάνοντας τη
μελέτη της αρχιτεκτονικής της Χίου. Στην περίοδο 1936-39 πέρασε αρκετό χρόνο στη
Χίο προετοιμάζοντας τη μελέτη του, η οποία εκδόθηκε μετά το θάνατο του με
τίτλο: The Architecture of Chios, επιμ. Philip P. Argenti, London: Alec Tiranti
1962.
Κυριακή 16 'Ιουνίου 1940 (ΓΣ)
Το πρωί με τον Κ. Τσάτσο στου
Κατσίμπαλη, στο Μαρούσι, για να ιδούμε ένα οικόπεδο πού θέλει ν' αγοράσει.
Ζέστη αρκετή. Μόλις καθίσαμε στο πλαϊνό καφενεδάκι για να πιούμε κάτι, δυο νέοι
ως είκοσι χρονώ, ο ένας γνωστός μου, ήρθαν αποφασιστικοί κατά πάνω μας. «Θα σας
φανεί παράξενο αυτό πού θα σας ρωτήσω, κύριε Σεφέρη» είπε ο γνώριμός μου.
«Πέστε μου είναι ή δεν είναι ό 'Όμηρος ποιητής;»
Δύσκολα μπόρεσα να κρατήσω
τα γέλια μου. Ο νέος είχε όρεξη ν' ανοίξει, μεγάλη συζήτηση. Απαντούσε κιόλας
μόνος του στο ερώτημα του — άλλα έπρεπε να πάρουμε το αυτοκίνητο.
Όμως το περιστατικό μου
άφησε ένα μικρό συναίσθημα ικανοποίησης. Να σε ρωτούν στο δρόμο για τον 'Όμηρο,
στις ώρες πού ζούμε, όπως και να το πάρεις, είναι κάτι τελοσπάντων πού
ανακουφίζει.
Δευτέρα, 17 Ιουνίου (ΓΣ)
Κυβέρνηση Petain. Ο
γερο-στρατηγός προτείνει ειρήνη. Το μεγάλο ερώτημα : άραγε θα τα παραδώσουν Όλα· και το στόλο, και τις
αποικίες;
Ποτισμένος με αηδία όλες
αυτές τις μέρες. Κάθε τόσο λογαριάζει κανείς με τι πράγματα είναι φτιαγμένο
αυτό το υπέρογκο γκρέμισμα. Σύγχυση ιδεών·
ευνουχισμένοι διανοούμενοι·
μικροί, ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες·
λαοί πού αυτοκτονούν ομαδικά, λες κι έχουν μέσα τους την παραδοχή του θανάτου,
όπως ό άρρωστος πού ήρθε η ώρα του να ξεψυχήσει.
Προσωπικά συναισθήματα : μια
στεγνή, σκληρή πικρία. Θέση για συγκίνηση δεν υπάρχει. Αίσθημα του
φυλακισμένου, ή του άνθρωπου πού είναι δεμένος πιστάγκωνα, και τον
προπηλακίζουν τα πλήθη. Κοιτάζει γύρω του χωρίς να βρίσκει ένα σύντροφο. Τάχα
μπορούν να υπάρξουν ακόμη προσωπικά συναισθήματα; Αποκάρδιωμα μπροστά σ’ αυτό το
θέαμα των αυτοκρατοριών πού λιώνουν σαν αλάτι· αποκάρδιωμα μπροστά στα λάθη πού επαναλαμβάνουνται με
τον ίδιο μοιραίο ρυθμό χωρίς να χρησιμεύουν σε τίποτε. Αυτά πού γίνουνται
σήμερα είναι η υλική πραγματοποίηση μιας μάχης πού χάθηκε το Σεπτέμβρη του '38.
Τα ίδια κάνει τώρα η Αμερική δίνοντας λόγια εκεί πού θα έπρεπε να δώσει όλη της
τη δύναμη, πιστεύοντας πώς το δόγμα του Μονρόε θα την προστατέψει. Η μάχη της
Φλάντρας, η μάχη της Γαλλίας είναι δικές της μάχες πού χάνουνται.
Σήμερα το πρωί ένας Άγγλος
στο γραφείο μου : αξούριστος, βρώμικος, ελεεινός· ψυχή εξουθενωμένη·
εικόνα της φυγής και της προσφυγιάς.
Τρίτη, 18 'Ιουνίου (ΓΣ)
Ποτέ μου δεν είδα τους Άγγλους
όπως μου παρουσίαζουνται τώρα. Ένας άλλος σήμερα, με τή γυναίκα του, μιαν
εύσωμη με ξενική προφορά. Έρχεται από τη Ρώμη : μετά την κήρυξη του πολέμου.
Καμιά συγκράτηση·
θέλει να μιλήσει, οπωσδήποτε. Μοιάζει μ' έναν άνθρωπο που ο φίλος του του
έπαιξε ό,τι είχε και δεν είχε στις κούρσες :
«Τι ήταν ο Χίτλερ;— τίποτε
— εμείς τον κάναμε. Οι Αμερικάνοι βιομήχανοι
μας προσφέρνανε, πριν δυο χρόνια, αεροπλάνα — δεν τα δεχτήκαμε. Κι έπειτα — κι
όταν ακόμη άρχισε ό πόλεμος — δούλευαν οι εργάτες στην Αγγλία εφτά ώρες. Από την
πρώτη στιγμή πού έσπασε το μέτωπο στα γαλλικά σύνορα, ο Laval και σύντροφοι του
Laroque ήρθαν στη Ρώμη ρωτώντας με ποιόν τρόπο θα ήταν δυνατό να κάνει η Γαλλία
χωριστή ειρήνη. Οι Ιταλοί — τους
δέχτηκαν θαυμάσια — κατάλαβαν φυσικά πώς ήρθε η στιγμή να βγουν στον πόλεμο : το
σύνθημα τους το 'δωσαν οι Γάλλοι.»
Μαινότανε· αν τους μείνει καιρός, δεν
είναι απίθανο να ξυπνήσουν οι Εγγλέζοι. Ο Mr Χ., μέλος της πρεσβείας και άλλοτε
στο Civil Service, παρακολουθούσε χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, μ' ένα
ύφος κυριολεκτικά sinistre.
Μετά το μεσημέρι στο
τυπογραφείο. Οι λαϊκοί αυτοί άνθρωποι είναι αποφασιστικοί και απελπισμένοι
(αλλά βλέπουν καθαρά). «Κύριε», μου έλεγε ο στοιχειοθέτης μου, ((θα πέσουν
απάνω μας αυτοί οι πειναλέοι, πού είναι καλύτερα να ιδούμε Κινέζους να μας
κυβερνούνε παρά αυτούς τους Ιταλούς.»
Τετάρτη, 19 'Ιουνίου (ΓΣ)
Σ' έναν πόλεμο όπου, για
μένα, πραγματικός νικητής δεν μπορεί να υπάρξει, δεν
μπορώ να συγκινηθώ
αληθινά για τούτο ή εκείνο το περιστατικό. 'Αλλά θλίβομαι σήμερα που
βλέπω τα ελεεινότερα ψεγάδια των Γάλλων και τα χειρότερα ανθρώπινα αποβράσματα να
έρχουνται στον αφρό σ' αυτό τον τόπο πού μ’ ανάθρεψε και πού πραγματικά αγάπησα· θλίβομαι ν' ακούω πώς δυο
χιλιάδες Πολωνοί πολεμούν καλύτερα μπροστά στα γερμανικά τανκ με μπουκάλες
πετρέλαιο και σκοτώνουνται όλοι — καλύτερα από τους δαφνοστεφανωμένους αλλά κρονόληρους στρατηγούς.
«Έμέ
δε Ανυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ου.»
('Επίκτητος,
Έγχειρίδων, νγ' 4)
Τρίτη, 25 'Ιουνίου (ΓΘ)
Παρακμή της Γαλλίας;
Πηγή:
·
Γιώργος Σεφέρης : Μέρες Γ’ (16
Απριλίου 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940)
·
Γιώργος Θεοτοκάς : Τετράδια
Ημερολογίου (1939-1953)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου