21η
Απριλίου 1967
21 Απριλίου σήμερα και η
σκέψη μας γυρίζει χρόνια πίσω στα 1967, την μέρα που βγήκαν τα τανκς στους
δρόμους, για να καταλύσουν το κοινοβουλευτικό «δημοκρατικό» πολίτευμα της
χώρας. Ένα πολίτευμα και μια δημοκρατία που έπνεαν τα λοίσθια, κάτω από
στρατιωτικές και παρακρατικές συνωμοσίες και προ πάντων κάτω από την
ανικανότητα των πολιτικών να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να βγάλουν
την χώρα από το αδιέξοδο των λαθεμένων αποφάσεων ενός άπειρου βασιλιά, που
παρασυρόταν από την δυναμική μητέρα του.
Θα μπορούσαν άραγε οι
πολιτικοί να εμποδίσουν το πραξικόπημα ; Πιθανότατα ναι αν είχαν την δυνατότητα
να ανυψώσουν εαυτούς πάνω από τα μικροπολιτικά παιγνίδια και αν είχαν νου και
γνώση ώστε να ενωθούν και να αντιμετωπίσουν σαν γροθιά την επερχόμενη
καταιγίδα.
Όμως στάθηκαν μικροί και
παίζοντας παιγνίδια εξουσίας, μέσα σε ένα σκηνικό όπου πρωταγωνιστούσαν το
παλάτι, το παρακράτος, οι ξένες μυστικές υπηρεσίες και οι υστερόβουλες σκέψεις
βρέθηκαν δεμένοι, χωρίς να το καλοκαταλάβουν από τους συνταγματάρχες, και μαζί
με αυτούς και ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Η τραγωδία μόλις άρχιζε..
Παραθέτω παρακάτω
απόσπασμα από την «Σύγχρονη πολιτική ιστορία» του Σπύρου Μαρκεζίνη και δύο
άρθρα από το τομίδιο των «Ιστορικών της Ελευθεροτυπίας» όπου περιγράφεται το τι
επικρατούσε στον χώρο των πολιτικών και των στρατιωτικών τις παραμονές της
εκδήλωσης του Απριλιανού πραξικοπήματος.
ΑΠΟ
ΤΟΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟ ΣΤΟΝ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ
Η Κυβέρνηση Ι.
Παρασκευοπούλου, προϊόν, όπως εσημειώθη, της μυστικής συμφωνίας Παπανδρέου -
Κανελλοπούλου, θα ορκισθεί στις 21 Δεκεμβρίου 1966. Ο Βασιλεύς έδειχνε
ιδιαιτέρως ευχαριστημένος για τη σύνθεση της, αφού πολλά από τα μέλη της ανήκαν
στο προσωπικό του περιβάλλον.
Η Κυβέρνηση με τις
προγραμματικές δηλώσεις της θα ασχοληθεί περί πάντων. «Κατακλυσμόν υποσχέσεων
εις έρημον ιδεών» θα χαρακτηρίσει ο συγγραφεύς (σημ. kgrek - - του
Σ.Β.Μαρκεζίνης) από τού βήματος της Βουλής τις προγραμματικές εκείνες δηλώσεις,
οι οποίες άφηναν την αίσθηση ότι η Κυβέρνηση, κατά τις διακηρύξεις της
υπηρεσιακή, θα προσπαθούσε να παρατείνει τον βίο της επί μακρόν.
Εκτιμούσα ότι τα πράγματα
οδηγούσαν σε ανώμαλες εξελίξεις και εξέφρασα δημοσίως τις ανησυχίες μου. Σε
πρόγευμα στο ξενοδοχείο "Μ. Βρετανία", στις 2 Φεβρουαρίου 1967,
ομιλών προς τους πολιτικούς συντάκτες των εφημερίδων και τους ξένους
ανταποκριτάς, εδήλωσα ότι το Κόμμα των Προοδευτικών δεν επρόκειτο να
συμμετάσχει στις εκλογές, διότι εκλογές δεν επρόκειτο να διεξαχθούν. «Φθάνει η
ώρα του Αγνώστου Συνταγματάρχου», είπα.
Η δήλωση προεκάλεσε μεν
εντύπωση, αλλά ήταν προφανές ότι κανείς την ώρα εκείνη δεν συμφωνούσε. Την
απέδιδαν σε απαισιοδοξία για την τύχη τού Κόμματος μου στις προσεχείς εκλογές,
οι οποίες προεβλέποντο, αλλά δεν είχαν ακόμη καθορισθεί.
Από τις συνομιλίες μου με
τον Ι. Παρασκευόπουλο διεπίστωσα την πρόθεση του να αναβάλει τις εκλογές. Δεν
απέκρυπτε και εκείνος τις ανησυχίες του, γι' αυτό και απέβλεπε στην επιβράδυνση
τής εκλογικής αναμετρήσεως. Αλλά τα πράγματα θα σημειώσουν ραγδαία εξέλιξη.
Η Κυβέρνηση
Παρασκευοπούλου θα ανατραπεί από τον Π. Κανελλόπουλο, ο οποίος διεκδίκησε την
Κυβέρνηση για τον ίδιο. Ο Γ. Παπανδρέου θα διαφωνήσει, χωρίς αποτέλεσμα και η
προκληθείσα κυβερνητική κρίση θα φέρει, στις 3 Απριλίου 1967, σε κυβέρνηση τής
ΕΡΕ υπό τον Π. Κανελλόπουλο.
Στην κυβέρνηση εκείνη θα
μετάσχει και ο Π. Πιπινέλης. Όταν τον ρώτησα τι ήταν εκείνο που τον οδήγησε,
αυτόν αμετακίνητο βασιλόφρονα, να μετάσχει στην κυβέρνηση και ενώ ήταν προφανής
ο κίνδυνος στρατιωτικής επεμβάσεως, η οποία θα καθιστούσε δεινή θέση τού
Βασιλέως, μού είπε: «Ο Κανελλόπουλος με διαβεβαίωσε ότι, αν συνέβαινε να
κερδίσει τις εκλογές ο Γ. Παπανδρέου, θα ήρχετο η ώρα των Στρατηγών».
Παρετήρησα πώς εκείνος, γνώστης τής νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, δεν ενεθυμείτο
τι είχε πει ο Γεώργιος Κονδύλης: «Κίνημα μπορείς να κάνεις την παραμονή των
εκλογών. Την επομένη, όσον και αν θέλεις, δεν μπορείς».
Η νέα κυβέρνηση δεν
ενεφανίσθη στη Βουλή, κατέβαλε όμως επίμονη προσπάθεια, δια τού Σπ. Θεοτόκη, να
πείσει τους περί τον Στ. Στεφανόπουλο τουλάχιστον να μετάσχουν στις εκλογές,
πράγμα που επέτυχε. Οι ανάλογες προσπάθειες προς τον Αρχηγό των Προοδευτικών
απέτυχαν παρά την έντονη πίεση της Κάθριν Σ. Βενιζέλου, η οποία υπέσχετο ότι
όλοι οι περί τον Στεφανόπουλο θα έδιναν μάχη για την εκλογική μου επιτυχία.
Συνέβη μάλιστα το τηλεφώνημα εκείνο της κυρίας Βενιζέλου να γίνει το βράδυ,
όταν είχα συμπληρώσει δύο άρθρα για την «Εστία» και υπελείπετο το τρίτο, όπου
εξηγείτο ακριβώς ο κίνδυνος τού «Αγνώστου Συνταγματάρχου».
Τις ημέρες εκείνες, σε
γεύμα, στο σπίτι τού άλλοτε Πρωθυπουργού Δ. Κιουσσοπούλου, εζήτησα από τον
αντιστράτηγο Παπαγεωργόπουλο τη γνώμη του για το πνεύμα που κυριαρχούσε στον
Στρατό. Ο Αρχηγός της ΚΥΠ απάντησε ότι οι στρατηγοί ήταν νομοταγείς. «Δεν με
ενδιαφέρουν αυτοί που έχουν πλάκα τα γαλόνια, διότι δεν τα ριψοκινδυνεύουν
εύκολα, με ενδιαφέρουν οι άλλοι, οι συνταγματάρχες και οι κατώτεροι
αξιωματικοί» παρετήρησα. Δεν ήταν κατηγορηματικός στην απάντηση του ο
Παπαγεωργόπουλος, αλλά δεν εφαίνετο και να ανησυχεί. Όπως δεν ανησυχούσε και ο
Υπουργός Εθνικής Αμύνης, ο έμπειρος Π. Παπαληγούρας, ο οποίος, στις ανάλογες
ανησυχίες τού Χρ. Ζαλοκώστα, είχε χαρακτηρίσει συγκεκριμένο συνταγματάρχη, από
τους έν συνεχεία πρωταγωνιστάς τής 21ης Απριλίου, «κορίτσι». Ο Χρ. Ζαλοκώστας,
ο οποίος είχε τις περισσότερες, από κάθε άλλον συνεργάτη μου, επαφές με τους
στρατιωτικούς, μού μετέφερε την πληροφορία του υποστρατήγου Παπαδάτου ότι
«έχουν γνώσιν οι φύλακες». Ο Παπαδάτος, αρμόδιος την εποχή εκείνη για την Αθήνα,
ήταν ο υποστράτηγος που εμνημόνευσα ήδη, όταν κατά τη μετάβαση μου στα Ανάκτορα
τον είδα να συνομιλεί με ιδιαίτερη οικειότητα με τον ταγματάρχη Αρναούτη (σημ.
kgrek – του υπασπιστή του Κωνσταντίνου).
Η Κυβέρνηση Κανελλοπούλου
θα ζήσει δεκαοκτώ ακριβώς ημέρες. Θα την καταργήσουν οι Συνταγματάρχες στις 21
Απριλίου 1967.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Π. Κανελλόπουλος,
αναφερόμενος στα γεγονότα της Αποστασίας και σε όσα επακολούθησαν1,
βεβαιώνει ότι μετά την παραίτηση Παπανδρέου, τον Ιούλιο τού 1965, εύρε τον
Βασιλέα ανήσυχο2, παρεπονέθη ότι επί τρεις μήνες δεν είχε ζητήσει να
δει ούτε τον Πρωθυπουργό ούτε τον ίδιο ως Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως.
Παρατηρεί εν τούτοις ότι ο Βασιλεύς είχε κινηθεί εντός των συνταγματικών και
κοινοβουλευτικών πλαισίων, αλλά εκτιμά ότι θα ήταν περισσότερο ορθόδοξη λύση
μια κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως ή ένα κυβερνητικό σχήμα υπό τον ίδιο και, εφόσον
αυτό δεν εψηφίζετο στη Βουλή, η λύση ήταν οι εκλογές.
Ως προς την απόφαση του να
στηρίξει την Κυβέρνηση Παρασκευοπούλου και εν συνεχεία να διεκδικήσει για το
Κόμμα του την κυβέρνηση και τη διενέργεια εκλογών, διευκρινίζει ότι η
συνεννόηση τού Βασιλέως με την Ένωση Κέντρου και τον ίδιο, τον Δεκέμβριο τού
1966, απέβλεπε στον σχηματισμό υπηρεσιακής Κυβερνήσεως, η οποία, θα προσέφευγε
σε εκλογές εντός εξαμήνου. Επειδή όμως η λαϊκή ένταση συνεχίζετο, έκρινε ότι
εχρειάζετο νέα δράση.
Βεβαιώνει ότι συνέβαιναν
περίεργα επεισόδια στον Στρατό στην περιοχή της Θράκης και ενημέρωσε τον
Υπουργό Ασφαλείας Στρατηγό Τζανετή καθώς και τον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι.
Υπήρχαν επίσης έντονες φήμες ότι ορισμένοι ηγέτες τού Στρατού εσχεδίαζαν να
πιέσουν τον Βασιλέα να μην προχωρήσει σε εκλογές, αλλά να αναλάβει εκείνος την
ευθύνη της συνταγματικής εκτροπής. Τότε επρότεινε στον Βασιλέα να ανατεθεί η
Κυβέρνηση στην ΕΡΕ, για να προστατεύσει και αυτόν και το Πολίτευμα και, φυσικά,
να διενεργήσει εκλογές.
Ο Κανελλόπουλος εκφράζει
τη βεβαιότητα ότι, αν οι εκλογές είχαν διεξαχθεί τον Μάιο 1967, δεν θα
εσημειώνοντο ταραχές και πάντως, μόνον, αν εσημειώνοντο σοβαρά επεισόδια κατά
την προεκλογική περίοδο, θα εισηγείτο την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και τη
σύγκληση τής Βουλής κατά τις διατάξεις του Συντάγματος. Ήταν βέβαιος επίσης ότι
το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου 1967 θα ήταν διαφορετικό από εκείνο που
είχαν φέρει οι εκλογές τού Φεβρουαρίου 1964. Εκτιμούσε ότι όσοι οπαδοί της ΕΡΕ
είχαν τότε ακολουθήσει την Ένωση Κέντρου, τώρα, τρομαγμένοι από τα Ιουλιανά τού
1965, θα επανήρχοντο, σε σημαντικό ποσοστό, στην ΕΡΕ. Δεν ανέμενε αυτοδύναμη
πλειοψηφία, αλλά ήταν βέβαιος ότι θα εμειώνετο η δύναμη τής Ενώσεως Κέντρου και
θα ήταν δυνατή μία Κυβέρνηση συνεργασίας, γεγονός που θα αποτελούσε νίκη τής
Δημοκρατίας και ήττα τού φανατισμού.
1. Από την ανέκδοτη
συνέντευξη Κανελλοπούλου προς τον Βασ. Σπ. Μαρκεζίνη, έ.α.
2. Ο συγγραφεύς Σπ. Β.
Μαρκεζίνης αντιθέτως εύρε τον Βασιλέα ικανοποιημένον από την παραίτηση
Παπανδρέου,
1963: ΟXΙ
- 1967: ΝΑΙ
Φιλική
εκδρομή στο Νευροκόπι για κυνήγι αγριογούρουνου του Γ. Παπαδόπουλου με τον Ελληνοαμερικανό πράκτορα
της CIA Τζορτζ Στίβενς
Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
δημοσιογράφου-ερευνητή
Τον Απρίλιο του 1963 η
ακροδεξιά στρατιωτική συνωμοτική ομάδα ζήτησε το πράσινο φως από την
αμερικανική πρεσβεία για να πραγματοποιήσει ένα πραξικόπημα.
Στην πρεσβεία έγιναν τότε γνωστά
τα ονόματα τριών πρωτεργατών του σχεδιαζόμενου πραξικοπήματος: του Γεώργιου
Παπαδόπουλου, του Οδυσσέα Αγγελή (που έγινε αρχηγός ΓΕΣ μετά την 21η Απριλίου
1967) και του Αλέξανδρου Χατζηπέτρου (που ανέλαβε αρχηγός της ΚΥΠ μετά την
επιτυχία του πραξικοπήματος).
Το 1963 οι Αμερικανοί
είχαν δώσει αρνητική απάντηση στο αίτημα της ομάδας Γ. Παπαδόπουλου. Το 1967
όμως φαίνεται να έχουν αλλάξει οι αμερικανικές διαθέσεις και η υπηρεσία
πληροφοριών των ΗΠΑ προτρέπει εκπρόσωπο της στρατιωτικής μυστικής οργάνωσης να
προχωρήσουν σ' ένα πραξικόπημα στην Ελλάδα.
Το δεύτερο δεκαήμερο του
Μαρτίου 1967, περίπου ένα μήνα πριν από την εκδήλωση του πραξικοπήματος, ο
ταξίαρχος Πανουργίας, αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών του ΓΕΣ, δέχτηκε ένα
τηλεφώνημα από το βουλευτή της ΕΡΕ Χρ. Κιτσίδη, ο οποίος τον προσκάλεσε σε
φιλικό πάρτι στο σπίτι του, όπου του προανήγγειλε ότι θα παρευρίσκεται ένας εκπρόσωπος
της CΙΑ καθώς και ο ταξίαρχος Στ. Παττακός.
Ο Πανουργίας συνδεόταν
φιλικά με τον Παττακό από μακρού χρόνου. Είχαν αποφοιτήσει μαζί από τη σχολή
Ευελπίδων. Ο Παττακός είχε προσπαθήσει επανειλημμένα να μυήσει τον Πανουργία
στη συνωμοτική ομάδα, αλλά εκείνος αρνούνταν. Οι συζητήσεις του Πανουργία με
τον Παττακό περιστρέφονταν και στις πιθανές αντιδράσεις του διεθνούς παράγοντα
σε περίπτωση επιβολής μιας δικτατορίας στην Ελλάδα. Ο Παττακός υποστήριζε ότι
«οι Αμερικανοί θα μας υποστηρίξουν».
Στις 17 Μαρτίου 1967, σε
ενημερωτικό σημείωμα προς τον αρχηγό ΓΕΣ Γρ. Σπαντιδάκη, ο Πανουργίας ανέφερε
την ενδιαφέρουσα συνομιλία του στην οικία Κιτσίδη: «... Το ανωτερω αναφερθεν
στέλεχος της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, μετά του οποίου είχον μακράν
συζήτησιν μετά του συναδέλφου Παττακού και του βουλευτού Κιτσίδη, ανέπτυξε τα
κάτωθι δύο θέματα: Ήδη από το 1961 είχε συστήσει εις υπουργόν της τότε
κυβερνήσεως να ανατεθεί εις Αμερικανόν γερουσιαστήν η αντιπροσώπευσις της
Ελλάδος ως είχεν πράξει η Τουρκία... Ηρωτήθη ποία θα ήτο κατά τη γνώμη του η
αντίδρασις των ΗΠΑ εις περίπτωσιν εκτροπής. Απήντησεν ότι δεν δύναται να λάβει
θέσιν εκ μέρους της υπηρεσίας του αλλά ως Αμερικανός γνωρίζων την νοοτροπίαν
πιστεύει ότι αν δεν επήρχετο μεταβολή εις την εξωτερικήν πολιτικήν και εάν δεν
οξύνετο η σχέσις προς την Τουρκίαν αι ΗΠΑ θα υποστήριζον. Επιπλέον, εις
περαιτέρω συζήτησιν... υπεστήριξεν ότι εάν η εκ της εκτροπής κυβέρνησις
επίεζεν, θα ήτο δυνατόν να λάβει πλήρη βοήθειαν των ΗΠΑ ώστε να μη προλαβαίνουν
να ξεφορτώνουν πλοία εις τα λιμάνια μας...».1
Ο τρόπος διατύπωσης των
θέσεων της ηγεσίας των ΗΠΑ ως προσωπική γνώμη εκπροσώπου της CΙΑ ήταν παρόμοιος
με ανάλογες «προσωπικές γνώμες» του Σοβιετικού πρεσβευτή προς την ηγεσία του
ΚΚΕ, που στην πραγματικότητα εξέφραζαν τις θέσεις της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ. Περί
τα μέσα του 1944, αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στο Κάιρο απευθύνθηκε στην εκεί
σοβιετική πρεσβεία ζητώντας τη γνώμη της «πάνω στα ελληνικά ζητήματα». Λίγες
μέρες αργότερα ο σύμβουλος της πρεσβείας κάλεσε τον αντιπρόσωπο της Αριστεράς
και του είπε ότι «η σοβιετική κυβέρνηση δεν απάντησε επί του θέματος», αλλά «ο πρεσβευτής»
της ΕΣΣΔ «σας διαβιβάζει» την «προσωπική του γνώμη» που ήταν υπέρ της συμφωνίας
του Λιβάνου και υπέρ της εισόδου του ΕΑΜ στην κυβέρνηση υπό τον Γ. Παπανδρέου.
Για τη συνάντηση με τον
εκπρόσωπο της CΙΑ, το 1967, ο Πανουργίας ενημέρωσε εν συντομία και τον Κ.
Καραμανλή μετά την επιβολή της δικτατορίας γράφοντας:
«Μίαν ημέραν είχομεν
συνάντησιν μεθ' ενός ελληνικής καταγωγής αξιωματικού της Αμερικανικής Υπηρεσίας
Πληροφορούν... Κατ' αυτήν συνεζητήθη ποία η ενδεχομένη αντίδρασις των ΗΠΑ εις
περίπτωσιν δικτατορίας. Ο εν λόγω Αμερικανός ενίσχυσεν κατά κάποιον τρόπο την
άποψιν Παττακού, ειπών ότι αι ΗΠΑ εφ' όσον τηρούσαμε την αυτήν εξωτερικήν
πολιτικήν, παραμέναμε εις το ΝΑΤΟ... θα μας εβοήθουν. Ο Παττακός
ενεντυπωσιάσθη».
Μόλις ο εκπρόσωπος της CΙΑ
διαβεβαίωσε για την υποστήριξη των ΗΠΑ σε μια δικτατορική λύση στην Ελλάδα, ο
Παττακός, στέλεχος της «Μικρής Χούντας» στράφηκε προς τον Πανουργία και του
είπε: «Τα είδες;».
Ο αντιπρόσωπος της
μυστικής συνωμοτικής ομάδας ένιωθε δικαιωμένος από τις θέσεις που διατύπωσε ο
αξιωματούχος της CΙΑ στην Ελλάδα.
1. Σημειώσεις 2ου
Επιτελικού Γραφείου δια ενημέρωσιν Α/ ΓΕΣ, 17.3.1967· Φ. Οικονομίδης, Το
σύνδρομο του Οδυσσέα. σσ. 493-494
ΟΙ
ΑΓΓΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ 21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΝΙΑΠΤΗ
δημοσιογράφου, ανταποκρίτριας της «Ε» (Λονδίνο, Αγγλία)
Πουθενά στην επίσημη
αλληλογραφία της περιόδου μεταξύ βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα και Φόρεϊν
Οφις δεν υπάρχουν αναφορές για την πιθανότητα πραξικοπήματος από τους συνταγματάρχες.
Η βρετανική διπλωματία θεωρεί ότι ανατροπή του κοινοβουλευτικού καθεστώτος
μπορεί να επιχειρήσουν μόνο οι στρατηγοί και μόνο με έγκριση του βασιλιά.
Έγγραφα του αρχείου
υποδεικνύουν όμως ότι άλλοι Βρετανοί ήταν περισσότερο διορατικοί από τον
πρέσβη. Από τις 23 Δεκεμβρίου 1965 ώς τις 4 Ιανουαρίου το 1966 επισκέφθηκε την
Αθήνα, ως ιδιώτης, ο αρχιπλοίαρχος Πάκαρντ, που ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα. Ο
Πάκαρντ, υποδιοικητής της ναυτικής αντικατασκοπίας στη Μάλτα, είχε διατελέσει το
1963-64 σύνδεσμος στην Κύπρο. «Έχει εκτεταμένες διασυνδέσεις, ιδιαίτερα στους
κύκλους της αθηναϊκής κοινωνίας που χαρακτηρίζονται "τζετ σετ του
Ψυχικού"» αναφέρει υπόμνημα του Φόρεϊν Οφις.
Ο Πάκαρντ θεώρησε καθήκον
του να μεταφέρει στο Λονδίνο ανασκόπηση της κατάστασης στην Αθήνα,
υποστηρίζοντας ότι είχε προσβάσεις σε ανθρώπους που δεν μιλούσαν στην πρεσβεία.
Αναφέρει στην έκθεση του:
«Είναι δύσκολο να βρεις
κάποιον που να μην είναι αντίθετος στην παρούσα κυβέρνηση, το βασιλιά και τους
συμβούλους του. Μεταξύ των διανοουμένων υπάρχει ένα αίσθημα αηδίας για τη σαπίλα
που χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Πολλοί νέοι, μορφωμένοι και ευκατάστατοι
Έλληνες λένε ότι θα υποστηρίξουν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Θεωρούν ότι είναι ο
άνθρωπος που μπορεί να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Αν πεθάνει ή χάσει το
μεταρρυθμιστικό του ζήλο, οι υποστηρικτές του θα στηρίξουν την Αριστερά. Υπάρχουν
αντικρουόμενες απόψεις για τις αρετές του, αλλά ένα πολύ σημαντικό ποσοστό νέων
και καλά ενημερωμένων Αθηναίων πιστεύει ότι είναι λογικός διάδοχος του πατέρα
του και ότι η πολιτική του κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση».
Καταλήγει η αναφορά:
«Πρώτη φορά οι Έλληνες
είναι τόσο απρόθυμοι να προβλέψουν το πολιτικό μέλλον. Υπάρχει η γενική
πεποίθηση ότι πρέπει να γίνουν εκλογές. Αλλά και έντονες αμφιβολίες αν θα
γίνουν. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο βασιλιάς έχει στόχο να σπρώξει τη χώρα
προς δικτατορικές μορφές διακυβέρνησης. Δέχονται επίσης ότι αργά ή γρήγορα θα
υπάρξει βία. Η κοινωνική ζωή στην Αθήνα είναι λαμπρή, όπως πάντα. Πολιτικά όμως
υπάρχει απαισιοδοξία χωρίς προηγούμενο».
Το Φόρεϊν Οφις έστειλε την
έκθεση Πάκαρντ στον Μάρεϊ, που την απέρριψε σχεδόν ανεπιφύλακτα. «Χωρίς να θέλω
να αγνοήσω τους κινδύνους του λαϊκού μετώπου και της δικτατορίας, θεωρώ ότι οι
φιλοπαπανδρεϊκές απόψεις που απηχούνται είναι μάλλον επιφανειακές παρά
ουσιαστικές. Το ενδεχόμενο εξωκοινοβουλευτικής λύσης ή στρατιωτικού καθεστώτος
συζητιέται. Το ενδεχόμενο του πραξικοπήματος, πάντως, τείνω να το αποκλείσω,
εκτός και αν η Βουλή καταρρεύσει τελείως ή αν η κατάσταση σε ό,τι αφορά την ασφάλεια
ξεφύγει από κάθε έλεγχο».
Το Μάιο του 1966, οι
Εργατικοί βουλευτές Φρίσον και Τζάκσον έλαβαν μέρος στην πορεία ειρήνης του
Μαραθώνα. Επιστρέφοντας, προειδοποίησαν τον υπουργό Εξωτερικών Μάικλ Στιούαρτ
ότι στην Ελλάδα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εκδηλωθεί δεξιό πραξικόπημα.
Ο Στιούαρτ ζήτησε από το
Φόρεϊν Οφις ανάλυση της κατάστασης στην Ελλάδα. Η απάντηση που έλαβε από τον
Μάρεϊ (4 Ιουλίου 1966) συνοψίζεται ως εξής:
• Ο κίνδυνος δεξιού
πραξικοπήματος κατά του παρόντος καθεστώτος έχει υποχωρήσει. Τον κίνδυνο αυτόν
υπερβάλλει η άκρα Αριστερά για ίδιους σκοπούς. Το ενδεχόμενο πραξικοπήματος θα
προκύψει μόνο εάν οι παπανδρεϊκοί σε συνεργασία με τους κομμουνιστές ξαναπάρουν
την εξουσία.
• Δεν υπάρχουν ενδείξεις
ότι ο βασιλιάς έχει εγκαταλείψει την αντίθεση του στην ιδέα ενός δεξιού
πραξικοπήματος ή εξωκοινοβουλευτικής λύσης.
• Δεν υπάρχουν ενδείξεις
ότι οι Αμερικανοί υποστηρίζουν αντιδραστικά στοιχεία στην Ελλάδα ή ότι η CΙΑ
μελετά το ενδεχόμενο επέμβασης.
Με βάση αυτό, στις 20
Ιουλίου ο Στιούαρτ απάντησε εγγράφως στους βουλευτές: «Σε γενικές γραμμές,
πιστεύω ότι ο κίνδυνος ανατροπής του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα
είναι μικρότερος από ό,τι εκτιμάτε».
Στο ερώτημα «πως ήταν
δυνατό να έπεφτε τόσο έξω στις εκτιμήσεις του ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα», η
απάντηση είναι ότι ήδη είχε αρχίσει η μείωση της βρετανικής επιρροής στην
Ελλάδα, ενώ αυξανόταν η αμερικανική. Παράλληλα η αντιπάθεια του Μάρεϊ για τους
Παπανδρέου τον έκανε να εθελοτυφλεί.
Πηγή: “Ε” ΙΣΤΟΡΙΚΑ.
ΟΙ
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΧΟΥΝΤΙΚΩΝ
Διαβάσαμε παραπάνω το πώς,
την νύκτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967, καταλύθηκε η Δημοκρατία από μια
ομάδα αξιωματικών που, συνωμοτώντας, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να βγάλουν την
Ελλάδα από το πολιτικό αδιέξοδο και από τον κίνδυνο διχασμού, με ένα
πραξικόπημα.
Το τι δεινά έφερε τελικά η
δικτατορία αυτή στην πατρίδα μας είναι σε όλους μας γνωστό.
Ποιες όμως ήταν οι
δικαιολογίες που προβλήθηκαν από τους πραξικοπηματίες για την εγκαθίδρυση του
δικτατορικού καθεστώτος;
Αυτές αναφέρονται σε ένα
έντυπο που σας παρουσιάζω παρακάτω.
Πρόκειται για ένα
ντοκουμέντο που προέρχεται από το τότε Γενικό Επιτελείο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Είναι το έντυπο της 4ης Διάλεξης (από μια σειρά εντύπων διαλέξεων) που δίδοντο
στους αξιωματικούς που είχαν επιφορτιστεί με την διαφώτιση των στρατιωτών σε
Θέματα Εθνικής Ενημερώσεως. Η διάλεξη είχε τίτλο «Τα αίτια της 21ης Απριλίου».
Όσοι ασχολούνται ιστορικά με το θέμα της 21ης Απριλίου νομίζω ότι θα το βρουν
ενδιαφέρον.
21
Απριλίου 1967 - Οι κινηματίες καταλαμβάνουν την Ελλάδα
Ημέρα
«D» - Ώρα ««ΗΤΑ»
Το πραξικόπημα της 21ης
Απριλίου καθεαυτό έχει επανειλημμένα περιγραφεί από πολλές πλευρές, και στο παρόν δεν θα επιμείνουμε στις
επιχειρησιακές του λεπτομέρειες. Δίνοντας το βασικό περίγραμμα όπως
εφαρμόστηκε, θα υποδείξου την κρίσιμη σημασία κάποιων ενεργειών» .
Οι συνωμότες διέθεταν
αξιόλογες δυνάμεις, αλλά μόνο στο λεκανοπέδιο Αθηνών, οι οποίες κινήθηκαν
συντονισμένα στις 02.00 εκείνης της νύκτας. Το 505 Τάγμα Πεζικού του Ντερτιλή
κατέλαβε επίκαιρα σημεία του διοικητικού
κέντρου της πρωτεύουσας (Βουλή» Ανακτορική Φρουρά, ΑΣΔΕΝ κ.τ.λ), ενώ το
572 Τάγμα Πεζικού του Μέξη εξασφάλισε τις δυτικές προσβάσεις της πόλης
από το Μεταξουργείο, μέχρι τις πλατείες Ομονοίας, Βάθη και Αττικής (όπου έπεσε νεκρός ο 15χρονος Βασίλειος Πεσλής από
τα πυρά του λοχία Λυμπέρη Ανδρικόπουλου). Οι ευέλπιδες του Ιωαννίδη
αναπτύχθηκαν μεταξύ της Σχολή τους και του λόφου του Στρέφη, μέχρι την
Πατησίων.
Ουλαμοί τεθωρακισμένων
κατέλαβαν το λιμάνι του Πειραιά και απέκλεισα τα αεροδρόμια του Ελληνικού, της
Ελευσίνας, του Τατοΐου και της Τανάγρας ενώ άλλες τεθωρακισμένες περίπολοι
αναπτύχθηκαν στην περίμετρο και στο κέντρο της πόλης, ελέγχοντας τους
Αμπελοκήπους, το Λυκαβηττό και τη διασταύρωση του Χίλτον και εκτελώντας
αδιάκοπες διελεύσεις κατά μήκος τω μεγάλων αξόνων από την Καισαριανή και το
Βύρωνα ως τις Τζιτζιφιές, τον Κηφισό και τα Πατήσια (όπου ο ανθυπίλαρχος
Ιωάννης Αλμπάνης σκότωσε την 24χρονη Μαρία Καλαβρού). Άλλες δυνάμεις εισέβαλαν στον Πύργο του ΟΤΕ
στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, ενώ μικρές καταδρομικές ομάδες έθεσαν διαδοχικά εκτός
λειτουργίας τα τοπικά τηλεφωνικά κέντρα· ταυτόχρονα κατελήφθη και ο κεντρικός
ραδιοσταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αλλά οι κύριοι στόχοι ήταν
δύο, το Γενικό Επιτελείο και τα Ανάκτορα Μια μικρή ομάδα της ΕΣΑ, υπό τους Λαδά
και Μπαλόπουλο, διείσδυσε στο Πεντάγωνο, το οποίο στη συνέχεια καταλήφθηκε από
την 2η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών του Κωνσταντόπουλου και κυκλώθηκε από μία ίλη
τεθωρακισμένων του Παττακού. Αμέσως
αξιωματικοί των διαβιβάσεων νέκρωσαν το ασύρματο δίκτυο «λίαν υψηλής
συχνότητας» του Στρατού (Λ.Υ.Σ.Ε.), ούτως ώστε το ΓΕΣ να πάψει να επικοινωνεί
με τη Στρατιά, τα Σώματα Στρατού και τις υπόλοιπες μονάδες σε όλη την επικράτεια. Τη σπουδαιότητα
αυτής της ενέργειας εξηγεί ο στρατηγός
Τσολάκας: «Απεφάσισαν να εκδηλωθούν όταν οι Αντιστράτηγοι όλοι ευρίσκοντο εδώ εις το Ανώτατον
Στρατιωτικόν Συμβούλιον. Αυτό ως συνωμοτική ενέργεια ήτο ορθή. Συνεπώς
αχρηστεύονται όλοι οι Αντιστράτηγοι, οι διοικηταί μεγάλων μονάδων. Ευρίσκοντο
μακράν του σταθμού της διοικήσεως των, ήσαν αχρηστευμένοι. Εφ’ όσον διέκοψαν
τις επικοινωνίες ακόμη χειρότερο, για να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με τις
μονάδες των. Κατόπιν οι αξιωματικοί βλέπουν ότι κοινοποιείται ένα σχέδιον και
το κοινοποιεί ο ίδιος ο Αρχηγός του ΓΕΣ».
Πράγματι, συρόμενος από το
σπίτι του στο Πεντάγωνο, αφού επί ημίωρο του
είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα τον εκτελέσουν, ο Σπαντιδάκης
δέχθηκε να προσχωρήσει στο κίνημα.
Αμέσως ήρθη η σιγή ασυρμάτου και δόθηκε επισήμως πλέον από τον ίδιο η
εντολή εφαρμογής του σχεδίου «Προμηθεύς».
Με τον τρόπο αυτό, χωρίς να ελέγχουν ευθέως ούτε μια μονάδα της
περιφέρειας, οι συνωμότες παραλύσανε κάθε αντίδραση. Οι αγουροξυπνημένοι
επιτελείς στις επαρχιακές έδρες τους, στην αρχή μεν δεν μπορούσαν να
επικοινωνήσουν με τους διοικητές τους, και στη συνέχεια άκουσαν τον αρχηγό του ΓΕΣ
να τους διατάσσει να προχωρήσουν. Η προηγηθείσα προπαγάνδα της προηγουμένης
περιόδου και οι διαρκείς αναφορές σε επικείμενη επέμβαση του στρατού τους
τελευταίους μήνες είχαν άλλωστε δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα ώστε όλα αυτά
να μην ηχούν παράλογα.
Στο μεταξύ, το μεικτό
απόσπασμα «Αετός», με δυνάμεις πεζικού και τεθωρακισμένων (υπό τον Λέκκα) είχε
κυκλώσει τα Ανάκτορα Τατοΐου, όπου διανυκτέρευε ο βασιλιάς, απομονώνοντας έτσι
τον Κωνσταντίνο, μέχρι την ώρα που θα
τον επισκέπτονταν οι «πρωτεργάτες της Επαναστάσεως» για να του θέσουν ρους
όρους τους. Πράγματι, μετά από κάποιους δισταγμούς και παλινωδίες, ο βασιλιάς
υποχώρησε και δέχθηκε να ορκίσει την πρώτη δικτατορική κυβέρνηση στις 5 το
απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Τη νύκτα και τα ξημερώματα
της 21ης Απριλίου 1967 συνελήφθησαν σε όλη τη χώρα 8.270 άτομα. Οι συλλήψεις αυτές πραγματοποιήθηκαν από την
Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή, χωρίς την ανάμειξη του Στρατού, βάσει
καταστάσεων που είχαν συνταχθεί από τις αρχές ασφαλείας, κυρίως επί των
κυβερνήσεων Καραμανλή. Η ενέργεια αυτή περιλαμβανόταν ως παράρτημα στο ήδη
υπάρχον επιχειρησιακό σχέδιο εσωτερικής ασφαλείας «Προμηθεύς», το οποίο είχε
καταρτιστεί την δεκαετία του 1950 από το Γενικό Επιτελείο (και όχι από την
ομάδα Παπαδόπουλου), με στόχο την αποτροπή «εσωτερικών κινδύνων και ταραχών».
Συνεπώς, αυτές οι χιλιάδες ανθρώπων ήταν προγραμματισμένα να συλληφθούν, όποιος
και αν πραγματοποιούσε την «εκτροπή» (βασιλιάς, στρατηγοί, κυβέρνηση
κτλ.).
Η προσθήκη που έκαναν στο
σημείο αυτό οι απριλιανοί συνωμότες, συνίστατο στη σύλληψη άλλων 68 προσώπων
που δεν προβλέπονταν από το σχέδιο «Προμηθεύς», με στόχο «να παραλύσει το
καθεστώς». Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν
μέλη της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου (Π. Κανελλόπουλος, Π. Παπαληγούρας, Γ.
Ράλλης, Γ. Παπανδρέου, Α. Παπανδρέου, Κ· Μητσοτάκης, Ηλ. Ηλιου, Λ. Κύρκος, Γ.
Σταμάτης, Κ. Ράλλης, Π. Κατσώτας, Σπ. Κατσώτας, Ι. Αλευράς, Μ. Παπακωνσταντίνου
κ.ά.), ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί (οι
αντιστρατηγοί Σπαντιδάκης, Αρμπούζης και Παπαδάτος, οι αντιναύαρχοι
Αυγέρης και Εγκολφόπουλος, ο αντιπτέραρχος Αντωνάκος, ο ταξίαρχος
Ζαφειρόπουλος, οι συνταγματάρχες Μπούρας και Μπρούμας, ο ταγματάρχης Αρναούτης
και ο αρχηγός της Αστυνομίας Αρχοντουλάκης), ορισμένοι εκδότες και
δημοσιάγράφοι (Μ. Γλέζος, Δ. Ψαθάς, Γ. Ανδρουλιδάκης, Δ. Πουρνάρας και -αντί του απόντος Πάνου
Κόκκα- ο πατέρας του), καθώς και δύο απόστρατοι στρατηγοι (Γ. Ιορδανίδης, Αρ.
Βλάχος). Για τη σύλληψη αυτών των επιπλέον ατόμων οι συνωμότες συγκρότησαν 68 ομάδες συλλήψεων
(«προληπτικής εξουδετερώσεως») αποτελούμενες από ΕΣΑτζήδες και αλεξιπτωτιστές,
με επικεφαλής έναν ή περισσότερους μυημένους στο κίνημα αξιωματικούς. Αυτοί,
συνεπώς, είναι οι μόνοι που συνελήφθησαν
εκείνη τη νύκτα από στρατιωτικούς.
Οι μεν συλληφθέντες
πολίτες και πολιτικοί (πλην του πρωθυπουργού ο οποίος οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο)
μεταφέρθηκαν αρχικά στο Γουδί και από εκεί την επομένη στο ξενοδοχείο
«Πικέρμι», απ' όπου οι δεξιοί αφέθησαν τμηματικά ελεύθεροι τις επόμενες ημέρες,
ενώ από τους υπόλοιπους κάποιοι εκτοπίστηκαν στη Φολέγανδρο. Οι στρατιωτικοί μεταφέρθηκαν στο Πεντάγωνο
όπου, όσοι μεν προσχώρησαν στο κίνημα
ανέλαβαν τη θέση τους, ενώ οι υπόλοιποι τέθηκαν υπό περιορισμό και στη συνέχεια
αποστρατεύθηκαν. Οι 8.270 συλληφθέντες του αρχικού «Προμηθέα» συγκεντρώθηκαν σε
γήπεδα και στον Ιππόδρομο του Φαλήρου (όπου ο ανθυπίλαρχος Κωνσταντίνος
Κώτσαρης εξετέλεσε εξ επαφής τον 46χρονο Παναγιώτη Ελή). Στη συνέχεια, οι 6.118
από αυτούς εξορίστηκαν τελικώς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Γυάρου.
Οι συνωμότες της 21ης
Απριλίου αρέσκονταν να καυχώνται ότι η επικράτηση του πραξικοπήματος τους υπήρξε αναίμακτη. Και
είναι γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο έδρασαν, αφενός εξαπατώντας τις μονάδες
που εκλήθησαν να κινηθούν πιστεύοντας
ότι εκτελούν εντολές της νόμιμης κυβέρνησης, και αφ’ ετέρου συλλαμβάνοντας την πολιτική και
στρατιωτική ηγεσία της χώρας - αλλά
ταυτόχρονα και χιλιάδες πολίτες που το παρελθόν τους άφηνε περιθώρια να υποθέσει κανείς ότι θα επιχειρούσαν να
κινητοποιηθούν- κατάφεραν τριπλό πλήγμα, στη δομή του στρατού, στην καρδιά του
κράτους και στις γραμμές του λαού, παραλύοντας έτσι κάθε δυνατότητα άμεσης
οργανωμένης αντίδρασης. Παρ' όλα αυτά, υπήρξαν ορισμένα θύματα, όπως είδαμε
παραπάνω, των οποίων ο αριθμός δεν είναι
μεν στατιστικά σημαντικός, εντούτοις δεν παύει κάθε μεμονωμένη περίπτωση να
αποτελεί μια συγκεκριμένη και απόλυτη τραγωδία, που δείχνει ότι η απουσία
εκατόμβης είναι πιθανότατα συμπτωματική και ότι οι πραξικοπηματίες δεν είχαν
κανένα ηθικό δισταγμό να προκαλέσουν αιματοκύλισμα, αν τους δινόταν η αφορμή.
Πηγή:
Λεωνίδας Καλλιβρετάκης «Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974»
ΑΡΧΙΚΗ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1967
Γιατί
έγινε 21η Απριλίου το κίνημα του 1967 - Πως συνδέεται εκείνη η απόφαση με το
σήμερα
Λίγοι γνωρίζουν ότι το
1967 αρχικά οι κινηματίες αξιωματικοί που πραγματοποίησαν το κίνημα
("πραξικόπημα" ή "επανάσταση" ανάλογα από το ποια
ιδεολογική σκοπιά το αντιμετωπίζει ο καθένας) προγραμμάτιζαν το εγχείρημα όχι
για την 21η Απριλίου, αλλά για την 25η Μαρτίου 1967.
Η πρόταση ήταν του ηγέτη
του κινήματος Γ.Παπαδόπουλου και βρήκε ενθουσιώδη αποδοχή από τους υπόλοιπους
της ομάδας αξιωματικούς του Στρατού.
Ο λόγος που αναβλήθηκε η
κατάληψη της εξουσίας διά των όπλων, ήταν πολύ συγκεκριμένος και ... φτάνει να
ισχύει μέχρι τις ημέρες μας: Στην τελική σύσκεψη στις αρχές Μαρτίου, ο
Σ.Παττακός εκτίμησε ότι, ενώ η διαδικασία μύησης διαφόρων αξιωματικών βρίσκεται
σε καλό δρόμο, ο αριθμός των αρμάτων μάχης που βρίσκονταν στο Κέντρο
Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στου Γουδή δεν επαρκούσαν για το πραξικόπημα, ενώ
όσα υπήρχαν δεν ήταν κατάλληλα.
Το πρόβλημα αναλαμβάνει να
λύσει ο ίδιος, πείθοντας τον Αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Σπαντιδάκη που αγνοούσε τους
σκοπούς των νέων αξιωματικών, να φέρει άρματα από τη Βόρεια Ελλάδα, με το
πρόσχημα της συμμετοχής τους στην παρέλαση. Τα άρματα μετά την παρέλαση
παρέμειναν στο στρατόπεδο στου Γουδή και έτσι με αυτό το τέχνασμα κατάφεραν οι
κινηματίες να έχουν την απαραίτητη μηχανοκίνητη δύναμη που χρειάζονταν.
Στα πρώτα χρόνια της
Μεταπολίτευσης, μετά την πτώση της τελευταίας στρατιωτικής κυβέρνησης το 1974,
υπήρχαν ειδικά σχέδια και ειδική παρακολούθηση των τεθωρακισμένων μονάδων, έτσι
ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε ανάλογη ενέργεια.
Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση το 1976 στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, όταν ο κινητήρας ενός άρματος
έσβησε ακριβώς μπροστά τη εξέδρα των επισήμων και προκλήθηκε αναταραχή, καθώς
πολλοί φοβήθηκαν ότι ο πύργος θα γύριζε προς την πλευρά του προέδρου της
Δημοκρατίας Δ.Τσάτσου και του πρωθυπουργού Κ.Καραμανλή, του υπουργού Εθνικής
Άμυνας Ε.Αβέρωφ κλπ που παρακολοθούσαν την παρέλαση, αλλά ευτυχώς κάτι τέτοιο
δεν έγινε και ήρθε το άρμα που βρισκόταν από πίσω, το έσπρωξε και έφτασε μέχρι
ένα σημείο για την περισυλλογή του.
Αυτό για όσους θεωρούν ότι
τα μηχανοκίνητα τμήματα έχουν κοπεί μετά την επιβολή των Μνημονίων από τις
παρελάσεις των εθνικών επετείων "για λόγους οικονομίας". Κάποιοι
γνωρίζοντες απόστρατοι αξιωματικοί του περιβάλλοντος του Γ.Παπανδρέου φρόντισαν
να τον ενημερώσουν το 2010 για "τους κινδύνους" που \ενείχε μια
ενέργεια και έτσι έλαβε απόφαση ο ίδιος
ο Γ.Παπανδρέου να καταργηθούν τα μηχανοκίνητα από τις παρελάσεις...
Νωρίτερα, για να
επανέλθουμε στην 21.4.1967, οι μυημένοι αξιωματικοί είχαν φροντίσει να
μετατεθούν στην περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής κάποιοι έμπιστοι αξιωματικοί
για να μπορέσει να στηριχθεί το κίνημα και να επανδρωθούν οι μονάδες των
τεθωρακισμένων, αν και γενικά ελάχιστοι αξιωματικοί του Στρατου δεν συμφωνούσαν
με το όλο εγχείρημα, όπως αποδείχθηκε...
Τμήμα
ειδήσεων defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου