Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Tyree Glenn : Ο αξέχαστος «Σάτσμο»


Ο αξέχαστος «Σάτσμο»

Και μόνο η λέξη «τζαζ» φέρνει αμέσως στο νου τον Λούις Άρμστρονγκ και την κορνέτα του. Ήταν θεότρελος, υπέροχος, μοναδικός - ο μεγαλύτερος μουσικός της τζαζ. Κι όμως, όσοι τον γνώρισαν, τον θυμούνται κυρίως σαν ένα σπάνιο άνθρωπο που κέρδιζε την αγάπη χαρίζοντας την. Για τον αξέχαστο «Σάτσμο» μας μιλάει ένας άλλος μουσικός ο Tyree Glenn , που για πολλά χρόνια ήταν διευθυντής της ορχήστρας του Λούις Άρμστρονγκ

Γράφει ο Tyree Glenn

Θεέ μου, πώς φύσαγε την κορνέτα! Σκούπιζε το μέτωπο του, που γυάλιζε απ' τον ιδρώτα, μ' ένα άσπρο μαντήλι, έφερνε στα χείλη του εκείνη τη μεγάλη χρυσή τρομπέτα, την έστρεφε προς τον ουρανό και φυσούσε - κι οι νότες ξεχύνονταν όμορφες σαν δαχτυλίδια καπνού. Κι όταν έλεγε κάποιο τραγούδι, μ' εκείνη τη βαριά του φωνή, με τα κάτασπρα δόντια του ν' αστράφτουν, με το κορμί να λικνίζεται και την τρομπέτα να συνοδεύει στις πιο απίθανα ψηλές νότες, δεν υπήρχε κανείς σαν κι αυτόν σ' ολόκληρο τον κόσμο. Όποιος μουσικός έπαιξε κάποτε με τον Λούις Άρμστρονγκ, ή έστω τον άκουσε κάποτε να παίζει, έπαιρνε κάτι από τον «Σάτσμο» που έμενε για πάντα στη μουσική του.
Πριν ο «Ποπς», όπως τον φώναζαν οι περισσότεροι φίλοι του, έρθει στο θορυβώδες Σικάγο της δεκαετίας του '20, η τζαζ παιζόταν συνήθως από ορχηστρικά σύνολα. Αλλά η εκπληκτική δεξιοτεχνία του νεαρού Λούις άρχισε γρήγορα να ελευθερώνει το πεδίο για τους σολίστες. Κάτω από την επιρροή του, όλο το φάσμα της τζαζ άλλαξε και διευρύνθηκε. Έγινε μια μοναδικά αμερικάνικη μορφή τέχνης κι αυτός ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της. Ταξίδεψε σ' ολόκληρο τον κόσμο, κι ήταν εξίσου δημοφιλής στην πατρίδα του και στο εξωτερικό. Εμφανίστηκε σε 36 ταινίες, υπήρξε κορυφαία ατραξιόν στα τηλεοπτικά σώου κι έγραψε κάπου 2.500 δίσκους, που πολλοί έγιναν κλασικές επιτυχίες.
Όμως, όσοι τον γνώρισαν δεν τον θυμούνται τόσο ως μουσικό, ούτε ως αστέρι του κόσμου του θεάματος, αλλά μάλλον σαν έναν άνθρωπο που κέρδιζε την αγάπη χαρίζοντας την. Η φιλοσοφία του ήταν: «Αν δεν μου φερθείς σωστά, ντροπή σου.» Ξεπέρασε τη φτώχεια, την περιφρόνηση και τη σκληρότητα της φυλετικής μισαλλοδοξίας χωρίς ποτέ να τους επιτρέψει ν' αφήσουν τα σημάδια τους στο χαρακτήρα του. Απλούστατα, παραήταν καλός κι ευγενικός άνθρωπος - τόσο διασκεδαστικός, μ' ένα αστείο πάντα στα χείλη - που δεν μπορούσε να κρατήσει κακία. «Αυτός χαμογελάει ακόμα κι όταν ξυπνάει,» έλεγε η γυναίκα του Λουσίλ.

  Tyree Glenn και Λούις   Άρμστρονγκ
 
Άκουσα για πρώτη φορά τον ιδιαίτερο ήχο του Λούις από δίσκους, όταν ήμουν ακόμη παιδί στην Κορσικανά του Τέξας κι έπαιζα τρομπόνι σε μια ορχήστρα. Εκείνες οι χαρούμενες νότες της τρομπέτας, τόσο αγνές και λαμπερές, εκείνη η βραχνή φωνή, μας άφηναν όλους έκθαμβους. Αρχίσαμε να βγάζουμε τα κεφάλια μας έξω από το παράθυρο του λεωφορείου για ν' αρπάξουμε κανένα κρύωμα και να τραγουδάμε  σαν  τον  Λούις   Άρμστρονγκ - αλλά κανείς μας δεν το πέτυχε. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήρθα στην Νέα Υόρκη για να συνοδεύσω την Έθελ Ουώτερς στο «Κόττον Κλαμπ», έτυχε να βρεθώ με τον Λούις σε μερικές απ' αυτές τις ανεπίσημες συναντήσεις που συνηθίζουν οι μουσικοί της τζαζ αποκλειστικά για δική τους ευχαρίστηση. Αισθάνθηκα ότι πέταγα στον έβδομο ουρανό. Όταν τελικά μου ζήτησε να μπω στην ορχήστρα του, είχα την πολύτιμη εμπειρία να παίξω και να ταξιδέψω μαζί του σ' όλο τον κόσμο.
Ήταν ένα μάθημα όχι μόνο μουσικής, αλλά και τρόπου ζωής. Το να παίζεις με μια ορχήστρα σε περιοδεία, να σταματάς σε μια πόλη ίσα για μια παράσταση, να κοιμάσαι λίγο και να τρως άσχημα, είναι μια εξοντωτική ρουτίνα, αλλά ο Ποπς είχε το χάρισμα να τα καταφέρνει όλα τούτα σαν να ήταν παιχνιδάκι. Μπορούσε να κουλουριαστεί σαν γάτα και να πάρει έναν υπνάκο οπουδήποτε. «Δεν θέλω να συγχύζομαι για τίποτα,» έλεγε. «Είσαι πιο υγιής κι ευτυχισμένος όταν τα παίρνεις όλα αψήφιστα.»
Louis and Lucille

Πάντα προχωρώντας. 
Ο Λούις γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου του 1900 στη φτωχική νέγρικη συνοικία της «Παλιάς Πίσω Πόλης» της Νέας Ορλεάνης. Μεγάλωσε σ' έναν κόσμο οίκων ανοχής, χαρτοπαικτών, ηθών και εθίμων των Κρεολών, καβγάδων με ξυράφια και τζαζ. Η μητέρα του, που τη λάτρευε, ήταν υπηρέτρια κι ο πατέρας του, που γρήγορα τους εγκατέλειψε, εργάτης. «Η μαμά μου μ' έμαθε ότι κάτι που δεν μπορείς να τ' αποκτήσεις - ξέχνα το,» συνήθιζε να λέει. Ο μικρός Λούις έβγαζε ένα φτωχικό μεροκάματο κουβαλώντας κάρβουνο στους οίκους ανοχής. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τζαζ: μεγάλους μουσικούς όπως ο Τζέλλυ Ρολλ Μόρτον, ο Μπανκ Τζόνσον κι ο Τζο «Κινγκ» Όλιβερ.
Στα 13 του, σε μια έκρηξη ενθουσιασμού, ο Λούις ρίχνει μερικές πιστολιές στον αέρα μ' άσφαιρα φυσίγγια, για να γιορτάσει την Πρωτοχρονιά. Τον στέλνουν σ' ένα άσυλο για έγχρωμα αλητάκια. Πράγμα που τελικά του βγήκε σε καλό, γιατί εκεί έμαθε να παίζει σάλπιγγα και τρομπέτα. Όταν βγήκε, ο Κινγκ Ολιβερ, το είδωλο του, του χάρισε μια παλιά κορνέτα και του έκανε μερικά μαθήματα. Ο Λούις έπαιξε για μια περίοδο στα ποταμόπλοια που ταξίδευαν από την Νέα Ορλεάνη στο Σαιν Λούις, ώσπου ο Όλιβερ τον κάλεσε στην ορχήστρα του στο Σικάγο. «Ήμουν παιδί ακόμη,» έλεγε ο Λούις. Σχεδόν δεν υποψιαζόμουν τι θα πει δουλειά και ζωή.»
Πριν ωστόσο περάσει πολύς καιρός, ο «Μικρός Λούις» (ζύγιζε 102 κιλά) έκανε τους άλλους μουσικούς να προσέξουν το θαυμαστό του παίξιμο. Είχε τα ιδανικά φυσικά προσόντα του μεγάλου κορνετίστα: πλατύ στήθος, ισχυρό διάφραγμα και το μεγάλο στόμα με τα χοντρά χείλη που του χάρισαν το παρατσούκλι «Satchel-mouth» (στόμα σακκούλι), και που τελικά έγινε «Σάτσμο». Το φυσήμα του ήταν τόσο δυνατό που, όταν η ορχήστρα του Ολιβερ ηχογραφούσε δίσκους, οι ηχολήπτες έπρεπε να βάλουν τον «Σάτσμο» πέντε ή έξι μέτρα πιο πίσω από τους άλλους μουσικούς, ώστε να ισορροπήσουν την ένταση του δικού του ήχου με την υπόλοιπη ορχήστρα.
Αλλά ο Λούις μπορούσε να κάνει πολλά παραπάνω από το να φυσάει με απίστευτη ένταση. Προχωρούσε πάντα μπροστά, δοκιμάζοντας καινούριους ήχους, καινούριες ιδέες. «Όλοι παίζουμε το ντο-ρε-μι,» έλεγε, «αλλά τις υπόλοιπες νότες πρέπει να τις βρεις μόνος σου.» Ο Λούις τις βρήκε μέσα από την ίδια την πολυτάραχη ζωή του. «Οταν παίζω σκέφτομαι στιγμές απ' τον παλιό καιρό,» είπε κάποτε στο συγγραφέα Λάρρυ Κινγκ. «Μια πόλη, κάποια κοπέλα, κάποιο ανώνυμο γέρο που είδες κάποτε σ' έναν τόπο που δεν θυμάσαι. Να! Αυτό είναι που ακούς να βγαίνει απ' την κορνέτα.»
Στα 1924 ο Λούις πήγε στην Νέα Υόρκη για να μπει στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, την πρώτη μεγάλη μαύρη ορχήστρα. Ο Χέντερσον άφησε τον Λούις να παίζει όπως ήθελε, και σύντομα το παίξιμο του μετέβαλε το συγκρότημα Χέντερσον από χορευτική ορχήστρα στην πρώτη αληθινή μπάντα τζαζ.


Η σκοτεινή πλευρά. 
Καθώς η δημοτικότητα του Λούις μεγάλωνε, έγινε ο ίδιος «επιχείρηση». Το 1932 έκανε το πρώτο από τα πολλά ταξίδια του εκτός Αμερικής, προσελκύοντας τεράστια πλήθη όπου εμφανιζόταν. Διασκέδαζε να μου διηγείται για τα ταξίδια που είχε κάνει προτού γίνω εγώ μέλος της ορχήστρας. «Είχαμε 120.000 κόσμο στο Κογκό,» θυμήθηκε κάποτε. «Καμιά πενηνταριά απ' αυτούς τους φιλαράκους με πήγαν στο βασιλιά τους. Ο βασιλιάς με βλέπει και φωνάζει ενθουσιασμένος: "Σάτσμο!" Τότε κι εγώ του φώναξα: "Τι χαμπάρια, βασιλιά;"» Μια άλλη φορά, στην Ρώμη, ο Λούις κι η γυναίκα του έγιναν δεκτοί από τον Πάπα Πιο IB'. Ο Πάπας τους ρώτησε αν είχαν παιδιά. «Όχι ακόμη,» είπε ο Λούις, «αλλά προσπαθούμε.» «Ωραία,» αποκρίθηκε ο Πάπας, «θα προσευχηθώ για σας.» Ενώ στο εξωτερικό τον επευφημούσαν βασιλιάδες και διασημότητες, ο Λούις, στα χρόνια του ' 30 και του '40, γνώρισε και τη σκοτεινή πλευρά της Αμερικής στις ατέλειωτες περιοδείες του στις Νότιες Πολιτείες. Αυτός κι οι μουσικοί του ταξίδευαν με μια μεγάλη Πακάρ και, μερικές φορές, κοιμόντουσαν μέσα στ' αυτοκίνητο, γιατί τα ξενοδοχεία των λευκών δεν δεχόντουσαν μαύρους. «Έπαιξα σ' αναρίθμητα ξενοδοχεία όπου δεν μπορούσα να μείνω,» συνήθιζε να λέει ο Λοϋις τις σπάνιες φορές που δεν είχε κέφια. «Αλλά αργότερα, όταν απέκτησα ένα όνομα, τους υποχρέωνα να βάζουν στο συμβόλαιο μου ότι δεν θά ' παιζα σε μέρη όπου δεν θα μπορούσα να μείνω. ' Ήμουν ο πρώτος νέγρος στο επάγγελμα που έβαλε το πόδι του στα μεγάλα ξενοδοχεία των λευκών.» Παρ' όλη αυτή τη μεταχείριση, ο Λούις παρέμενε ένας ήρεμος, φιλοσοφημένος άνθρωπος. Κάποτε καθόταν στο καμαρίνι του όταν μπήκε ο πιανίστας Έρρολ Γκάρνερ. «Γεια σου Ποπς, τι νέα;» είπε ο Γκάρνερ. Ο Λούις σήκωσε τα μάτια και χαμογέλασε αχνά. «Οι λευκοί έχουν ακόμα το πάνω χέρι,» είπε. Όμως, μπορούσε και να θυμώσει σοβαρά. Ακύρωσε μια προγραμματισμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών περιοδεία στην Σοβιετική Ενωση, εξαιτίας της αντίδρασης κατά των μεικτών (λευκών-εγχρώμων) σχολείων στο Λιτλ Ροκ του Αρκάνσας. «Όταν βλέπω στην τηλεόραση ένα τσούρμο λευκών να φτύνει μια ; μαύρη μαθητριούλα, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να θυμώσω,» είπε τότε εξοργισμένος. «Στο κάτω-κάτω, η Αμερική είναι και δική μου πατρίδα.»


Ο πιο πονόψυχος. 
Παρ' όλα τα πλούτη και τη φήμη του, ο Λούις έμεινε ένας απλός άνθρωπος. «Ποτέ δεν θέλησα νά 'μαι μεγάλη βεντέτα,» συνήθιζε να λέει. «Όλα αυτά τα ταξίδια, μ' όλη αυτή τη μεγαλοπρέπεια, είναι ωραία, αλλά δεν είμαι εγώ που τα επιζήτησα. Ήμουν εξ ίσου ευτυχισμένος στην Νέα Ορλεάνη.» Ζούσε απλά, σ' ένα παλιό σπίτι 11 δωματίων σε μια ήσυχη γειτονιά της Νέας Υόρκης, με τη γυναίκα του Λουσίλ. Το αγαπημένο του φαΐ ήταν τα φασόλια με το ρύζι. Αγαπούσε τα παιδιά της γειτονιάς κι αυτά τον λάτρευαν. Πολλές φορές το αυτοκίνητο της ορχήστρας μας, που περνούσε να τον πάρει από το σπίτι του, έπρεπε να περιμένει ώσπου ο Λούις ν' αγοράσει παγωτό για τα πιτσιρίκια.
Ο Ποπς ήταν ο πιο πονόψυχος άνθρωπος του κόσμου και κόντευε να τρελάνει με τη γενναιοδωρία του τον λευκό διαχειριστή του, τον Τζο Γκλαίηζερ. «Ο Ποπς ουσιαστικά χαρίζει -σκεφτείτε, χαρίζει - 500 με 1.000 δολλάρια κάθε βδομάδα, που να πάρει η οργή!» ξέσπασε κάποτε ο Γκλαίηζερ. «Δεν εννοώ κάθε μήνα. Εννοώ κάθε βδομάδα.» Κι εγώ τον είδα αρκετές φορές να χαρίζει την τρομπέτα του σε κάποιον μικρό που δεν είχε τα λεφτά να αγοράσει δική του.
Ο Λούις ήταν, όπως έλεγε ο ίδιος, «υπο-ΧΟΝ-δρια-κός». Πριν από κάθε εμφάνιση του έκανε μια ολόκληρη σειρά από γιατροσόφια- σωστή ιεροτελεστία. Μια γουλιά μέλι και γλυκερίνη «για να ξεπλυθούν οι σωλήνες» (ο λαιμός), μια αλοιφή για τα χείλη από την Γερμανία «για τα σκασίματα». Μετά μια αλοιφή για το λαιμό, το στήθος και το στομάχι, για να τον προφυλάσσει από τα κρυολογήματα, και πέρασμα του προσώπου με νιτρικό αιθύλιο, «για να πάρει τον πυρετό». Τέλος, κάθε βράδυ έπαιρνε ένα φάρμακο που το έλεγαν Swiss Kriss. Ήταν αστείο να τον βλέπεις μ' ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι, σαν τις μαύρες υπηρέτριες του παλιού καιρού, να κάνει όλα αυτά τα γιατροσόφια. Του έκαναν όμως καλό.
«Κάνε πέρα, Γαβριήλ.» 


Πάνω από πενήντα χρόνια ταξιδιών και κορνέτας εξάντλησαν τελικά τον Λούις. Στη διάρκεια μιας περιοδείας στην Ιταλία, κατέρρευσε. Αργότερα, στην Νέα Υόρκη, χρειάστηκε να μπει στο νοσοκομείο, αλλά το πνεύμα του παρέμενε ακμαίο. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μη γιατρεύεται με λίγη μουσική,» είπε όταν τον επισκέφτηκα. Κι επέμεινε να προβάρουμε ένα ντουέττο που ήθελε να προσθέσει στην επόμενη εμφάνιση του.
Η τελευταία εμφάνιση του Λούις έγινε τον Μάρτιο του 1971, στο Ουώλντορφ Αστόρια της Νέας Υόρκης. Παρ' όλο που είχε αδυνατίσει πολύ, ο Ποπς ήταν πάντα έτοιμος να δώσει «μπόλικη μουσική στον κόσμο». Οι γιατροί τού είχαν συστήσει να μην παίξει τρομπέτα, αλλά αυτός έπαιξε, πιάνοντας ξανά τις ίδιες ψηλές νότες, όπως τον παλιό καιρό.
Μετά απ' αυτό ξαναμπήκε στο νοσοκομείο, κι ύστερα τον υποχρέωσαν σε ανάπαυση στο σπίτι του. Αυτός, όμως, κάθε απόγευμα έκανε εξάσκηση στην τρομπέτα. Καμιά φορά μίλαγε για το θάνατο, αλλά είχε παίξει σε τόσες απ' αυτές τις άγριες κηδείες της Νέας Ορλεάνης, που δεν τού 'κάνε εντύπωση. «Νομίζω ότι πέρασα όμορφη  ζωή,» έλεγε.  «Δεν επιθύμησα τίποτα που δεν μπορούσα ν' αποκτήσω, κι έφτασα πολύ κοντά σ' όσα ήθελα, θα το ευχαριστηθούν να παίξουν πάνω από τον τάφο μου -θα μαζευτούν οι φανατικοί της τζαζ από παντού. Ωραία θά 'ναι αν πάω στον Παράδεισο. Θα παίξω ένα ντουέττο με τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Ναι. Θα παίξουμε το Sleepy Time Down South.»
Αλλά ο Ποπς δεν βιαζόταν γι' αυτό το ντουέττο. Δεν έβλεπε την ώρα να ξαναπάρει τους δρόμους. «Τα χείλη μου είναι εντάξει,» με βεβαίωνε. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι περισσότερη δύναμη στα ποδάρια μου.»' Έπειτα παίξαμε μαζί το Sleepy Time Down South. Μερικές μέρες αργότερα, στις 6 Ιουλίου 1971, ο Λούις πέθανε ήσυχα στον ύπνο του.
Η κηδεία του έγινε με απλότητα σε μια μικρή εκκλησία, στην ήσυχη γειτονιά όπου έμεινε τόσα χρόνια, αλλά την παρακολούθησαν πλήθος διασημότητες και μεταδόθηκε, μέσω δορυφόρου, από τα τηλεοπτικά δίκτυα 16 ευρωπαϊκών χωρών. Η Πέγκυ Λη έψαλε το «Πάτερ Ημών» στον αργό ρυθμό των νεκρικών πομπών της Νέας Ορλεάνης. Ο τυφλός τραγουδιστής Αλ Χίμπλερ τραγούδησε το πασίγνωστο Nobody Knows the Trouble I've Seen, και ο ντισκ-τζόκεϋ Φρέντυ Ρόμπινς έβγαλε ένα σύντομο επικήδειο, καταλήγοντας: «Κάνε πέρα, Αρχάγγελε Γαβριήλ. Άσε τη σάλπιγγα σου - έρχεται ο Σάτσμο!»
Τέλος, καθώς η πομπή ξεκινούσε για το νεκροταφείο, μερικά παιδιά σήκωσαν ένα πανώ που έγραφε: «Σ' αγαπούσαμε όλοι Λούις.» Πράγματι, όλοι τον αγαπούσαμε.

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΙΟΥΝ. 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια: