Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Φάνης Κωστόπουλος : Ένα χωρίο του Πλουτάρχου σε κείμενα του Μπάιρον και του Σατομπριάν


           
 Ένα χωρίο του Πλουτάρχου σε κείμενα του Μπάιρον και του Σατομπριάν

Γράφει ο Φάνης Κωστόπουλος

Από το 1559 που ο Jacques Amyot (1513-1593) –καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βοurges και αργότερα δάσκαλος στα παιδιά του Ερρίκου Β’– μετάφρασε τους Παράλληλους βίους του Πλουτάρχου, κανένας ίσως από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς δεν διαβάστηκε και δεν αγαπήθηκε τόσο στη Γαλλία, όσο ο ιστορικός από τη Χαιρώνεια. Είναι, άλλωστε, γνωστός ο ενθουσιασμός του Ναπολέοντα για τον Πλούταρχο και τους βίους των μεγάλων ανδρών της ιστορίας. «Διαρκώς τους ονειρεύεται», μας λέει στο βιβλίο του Ναπολέων [1] ένας από τους σημαντικότερους βιογράφους του μεγάλου Κορσικανού, ο Emil Ludwig. Είναι επίσης πολύ γνωστό το περιστατικό στις Εξομολογήσεις (Confessions) του Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), σύμφωνα με το οποίο ο μικρός Ρουσό κατατρόμαξε τους γονείς του προσπαθώντας να μιμηθεί τον Σκαιόλα, βάζοντας το χέρι του στη φωτιά. [2] «Je me croyais Grec ou Romain», λέει ο ίδιος αναφερόμενος σ’ αυτό το περιστατικό. Τα παραδείγματα αυτά, καθώς και άλλα που μπορεί κανείς να προσθέσει, δείχνουν με ανάγλυφο τρόπο την έντονη επίδραση που άσκησε ο αρχαίος αυτός Έλληνας συγγραφέας σε μεγάλες προσωπικότητες της πολιτικής και πνευματικής ζωής της Γαλλίας. Και για να γυρίσουμε πάλι στον Amyot, ας προσθέσουμε ακόμη ότι είναι αρκετοί εκείνοι που πιστεύουν πως η μετάφραση των Βίων του Πλουτάρχου στα γαλλικά έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην πνευματική ιστορία της Γαλλίας, αλλά και στην εξέλιξη της γαλλικής πεζογραφίας.
Μολονότι και στην Αγγλία υπήρξαν άνθρωποι, όπως ο Francis Bacon, για παράδειγμα, που διάβασαν και αγάπησαν τους Παράλληλους βίους του Πλουτάρχου, η επίδραση του Έλληνα ιστορικού σ’ αυτή τη χώρα –παρά τη θαυμάσια μετάφραση των Βίων από τον Thomas North, που δημοσιεύτηκε το 1579– ήταν έμμεση, γιατί ο Πλούταρχος έγινε γνωστός και αγαπήθηκε από το αγγλικό κοινό κυρίως από τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι τα έργα του Ιούλιος Καίσαρ, Κοριολανός και Αντώνιος και Κλεοπάτρα τα εμπνεύστηκε από τους Βίους του Πλουτάρχου. Ιδιαίτερα, μάλιστα, στο τελευταίο, ο Σαίξπηρ έμεινε τόσο κοντά στον Βίο του Αντωνίου, ώστε –όπως λένε οι μελετητές του έργου– δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να μετατρέπει τη θαυμάσια πρόζα του North σε στίχο χωρίς ρίμα (blank verse).
Ύστερα από όσα ειπώθηκαν αναφορικά με τη δημοτικότητα αλλά και την επίδραση που άσκησαν οι Βίοι του Πλουτάρχου σε δύο από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι δύο μεγάλα ονόματα της ρομαντικής λογοτεχνίας των χωρών αυτών, ο Lord Byron (1788-1824) και ο François-Auguste de Chateaubriand (1768-1848), αναφέρονται, σε έργα τους, σε ένα φημισμένο χωρίο του Πλουτάρχου. Δεν είναι, βέβαια, σπάνιο το φαινόμενο ότι ένα απόσπασμα αρχαίου συγγραφέα υπάρχει σε κείμενα μεταγενέστερων συγγραφέων που ανήκουν σε λογοτεχνίες διαφορετικής εθνικότητας. Επομένως, δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτό ο κύριος λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το σημείωμα. Αν υπάρχει σ’ αυτή την περίπτωση κάτι που είναι ενδιαφέρον και στο οποίο αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας είναι ότι οι δύο αυτοί μεγάλοι λογοτέχνες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού χρησιμοποίησαν αυτό το χωρίο των Βίων όχι μόνο με διαφορετικό τρόπο, αλλά και για διαφορετικό σκοπό.
Ας αρχίσουμε από την πηγή, τον Πλούταρχο. Στον Βίο του Νικία, όπως είναι γνωστό, γίνεται λόγος για την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία (415-413 π.Χ.), που είχε γι’ αυτούς ολέθριο τέλος. Στη συνέλευση των νικητών, δηλαδή των Συρακουσίων και των συμμάχων τους, που έγινε στις Συρακούσες μετά την οδυνηρή ήττα των Αθηναίων, αποφασίστηκε οι υπηρέτες και οι σύμμαχοι των Αθηναίων να πουληθούν ως δούλοι. Όσο για τους ίδιους τους Αθηναίους και τους Σικελιώτες, πήραν την απόφαση να τους ρίξουν, για τιμωρία και ασφάλεια, στα λατομεία των Συρακουσών για το υπόλοιπο της ζωής τους. Εξαίρεση έκαναν μόνο για τους στρατηγούς. Και αυτό γιατί ήθελαν να τους θανατώσουν. Στα λατομεία οι πιο πολλοί από τους Αθηναίους πέθαναν από τις αρρώστιες και την κακή διατροφή. Από τους λίγους που είχαν την τύχη να σωθούν ήταν και μερικοί που όφειλαν τη σωτηρία τους στον Ευριπίδη (νιοι δε καί δι’ Εριπίδην σώθησαν). Και ο λόγος ήταν, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ότι από όλους τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, εκείνοι που αγαπούσαν περισσότερο τα χορικά αυτού του ποιητή ήταν οι Σικελοί. Έχοντας διηγηθεί ο Πλούταρχος όλα αυτά, φτάνει στο απόσπασμα στο οποίο αναφέρονται ο Μπάιρον και ο Σατομπριάν.
Στο απόσπασμα αυτό, η σκέψη του Πλουτάρχου φεύγει από τη Σικελία και πηγαίνει στην Αθήνα. Και αυτό για να μας διηγηθεί την επιστροφή στο «κλεινόν άστυ» των λίγων Αθηναίων που σώθηκαν: «Τότε λοιπόν λένε ότι πολλοί από τους συλληφθέντες που σώθηκαν και γύρισαν στην πατρίδα ασπάζονταν με ευγνωμοσύνη τον Ευριπίδη και διηγούνταν άλλοι πως, όταν έγιναν [λόγω της αιχμαλωσίας τους] δούλοι, ελευθερώθηκαν, επειδή δίδαξαν [στους κυρίους τους] όσα θυμούνταν από τα χορικά του, και άλλοι πως, όταν μετά τη μάχη περιπλανιόνταν εδώ και κει, τους έδιναν τροφή και νερό, επειδή τραγουδούσαν χορικά του Ευριπίδη».[3] Όπως καταλαβαίνει κανείς, είναι αδύνατο για τον αναγνώστη του Βίου του Νικία να μην προσέξει αυτό το απόσπασμα και να μη συγκινηθεί διαβάζοντάς το. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα φιλελεύθερο πνεύμα, όπως ήταν ο ποιητής του Childe Harold’s Pilgrimage. Σ’ αυτό ακριβώς το ποίημα και συγκεκριμένα στο τέταρτο άσμα, βλέποντας ο Μπάιρον την άλλοτε θαλασσοκράτειρα Βενετία υπόδουλη, η συγκίνησή του είναι μεγάλη, γιατί είναι μια πόλη που την αγαπούσε από παιδί («I loved her from my boyhood», λέει στο ίδιο άσμα, στροφή 18), και θα ήθελε η δύναμη της ποιητικής φωνής να κάνει ακόμη μια φορά το θαύμα της και να δώσει σ’ αυτή την όμορφη πόλη των δόγηδων την ελευθερία της, όπως την έδωσε κάποτε στους Αθηναίους, όταν ήταν αιχμάλωτοι στα λατομεία των Συρακουσών. Αυτός ο συλλογισμός όχι μόνο τού έφερε στη μνήμη το εν λόγω χωρίο του Πλουτάρχου, αλλά και τον ανάγκασε ν’ αφιερώσει μια ολόκληρη στροφή, για να το διατυπώσει με τη δική του εκφραστική δύναμη και φαντασία:

When Athens’ armies fell at Syracuse,
And fetter’d Thousands bore the yoke of war,
Redemption rose up in the Attic Muse,
Her voice their only ransom from afar:
See! as they chant the tragic hymn, the car
Of the o’ermaster’d victor stops, the reins
Fall from his hands – his idle scimitar
Starts from its belt – he rends his captive’s chains
And bids him thank the bard for freedom and his strains.[4]

Προς ευκολία του αναγνώστη, παραθέτω σε ελεύθερη και έμμετρη μετάφραση την ωραία αυτή στροφή του Μπάιρον:

Τον πόλεμο σαν έχασαν εκεί στις Συρακούσες
Και σε ζυγό υπέκυψαν βαρύ οι Αθηναίοι,
Η λύτρωση ανέτειλε στην Αττική τους Μούσα,
Που η φωνή της στάθηκε γι’ αυτούς τα μόνα λύτρα:
Δέστε! καθώς το χορικό ακούγεται, το άρμα
Του γοητευμένου νικητή άξαφνα σταματάει,
Τα γκέμια αφήνει, το σπαθί τινάζεται απ’ τη ζώνη,
Κι αμέσως του αιχμάλωτου σπάζει τις αλυσίδες,
Για να του πει: Τον ποιητή σύρε να φχαριστήσεις
Για τη δική σου λευτεριά και για τα χορικά του.

Όπως παρατηρεί κανείς, αυτό που ενδιαφέρει τον Άγγλο ποιητή εδώ να τονιστεί είναι η στιγμή της απελευθέρωσης, η στιγμή, δηλαδή, κατά την οποία ο κύριος του αιχμάλωτου Αθηναίου, συγκινημένος βαθιά από το όμορφο χορικό του Ευριπίδη που τον ακούει να τραγουδάει, του βγάζει τις αλυσίδες και του χαρίζει τη λευτεριά του. Και ακόμη κάτι: πριν τον αφήσει να φύγει, του υπενθυμίζει να ευχαριστήσει τον συμπατριώτη του ποιητή για την ελευθερία που του δόθηκε χάρη στην ποίησή του. Μολονότι εδώ είναι ολοφάνερο ότι ο Μπάιρον έχει στη μνήμη του το χωρίο του Πλουτάρχου, όχι μόνο η διατύπωση διαφέρει, αλλά και ο τρόπος που αφηγείται αυτό το γεγονός. Πράγματι, στον Πλούταρχο το γεγονός αναφέρεται, όταν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι βρίσκονται πια ασφαλείς στην πατρίδα τους και εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον συμπατριώτη τους ποιητή, είτε γιατί τα χορικά του τους χάρισαν την ελευθερία τους, είτε γιατί στην περιπλάνησή τους μετά τη μάχη τούς έδιναν τροφή και νερό, επειδή τα τραγουδούσαν. Επομένως, η αφήγηση του γεγονότος γίνεται σε διαφορετικό χρόνο και τόπο, όταν δηλαδή το γεγονός είναι παρελθόν και οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι βρίσκονται ασφαλείς στην πατρίδα τους και μακριά από τη Σικελία. Στην αφήγηση του Μπάιρον, ο τόπος είναι η Σικελία και ο χρόνος που συμβαίνει το γεγονός είναι το παρόν. Επίσης, από τις δυο περιπτώσεις λύτρωσης που αναφέρει ο Πλούταρχος και που οφείλονται στην αγάπη των Σικελών για τα χορικά του Ευριπίδη, ο Μπάιρον κάνει λόγο μόνο για εκείνη την περίπτωση που τον ενδιαφέρει, δηλαδή την πρώτη. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι στους βυρωνικούς αυτούς στίχους που, ενώ λέγεται, δεν γίνεται εκείνη τη στιγμή. Πράγματι, η ευγνωμοσύνη που πρέπει να εκφράσει ο Αθηναίος αιχμάλωτος στον ποιητή της πατρίδας του για την απελευθέρωσή του είναι μια πράξη που, ενώ αναφέρεται, θα γίνει σε μελλοντικό χρόνο, όταν δηλαδή αυτός γυρίσει στην πατρίδα του. Και η χρονική αυτή αντίθεση, είναι αλήθεια, δεν επιτρέπει στον ποιητή να αφηγηθεί και αυτό το γεγονός σε παρόντα χρόνο, αλλά μόνο σε μέλλοντα. Και όμως, αυτό το γεγονός είναι κάτι που ο Μπάιρον δεν ήθελε να παραλείψει, γιατί τονίζει ακόμη περισσότερο αυτό που θέλει να εκφράσει σ’ αυτή τη στροφή: την τεράστια δύναμη που κρύβει ο έμμετρος λόγος, όταν αγγίξει την ανθρώπινη ψυχή, μια δύναμη που άλλους λυτρώνει και άλλους εξευγενίζει και μεταμορφώνει, όπως εδώ. Για να μην το παραλείψει, λοιπόν, τελείως, καταφεύγει σε ένα τέχνασμα που του επιτρέπει τουλάχιστον να το αναφέρει. Φαντάζεται, δηλαδή, τον ελευθερωτή του Αθηναίου αιχμαλώτου να του υπενθυμίζει ή πιο σωστά να του επιβάλλει (γιατί το ρήμα «bid» που χρησιμοποιεί ο ποιητής έχει και την έννοια του διατάζω) την ευγνωμοσύνη που οφείλει να εκφράσει στον μεγάλο τραγικό ποιητή της πατρίδας του. Κλείνοντας ο Άγγλος ποιητής με αυτόν τον τρόπο αυτή την ωραία στροφή, είναι βέβαιος πως ο πληροφορημένος αναγνώστης θα θυμηθεί το σχετικό χωρίο του Πλουτάρχου και θα καταλάβει ότι ο Αθηναίος αιχμάλωτος, που αναφέρεται στους στίχους του, δεν δείχτηκε αγνώμων προς τον συμπατριώτη του ποιητή.
Ας έλθουμε τώρα στον άλλο μεγάλο ρομαντικό, που ανήκει στη γαλλική λογοτεχνία. Ο Σατομπριάν δεν ήταν μόνο σύγχρονος του λόρδου Μπάιρον, ήταν, μπορεί να πει κανείς, και η απαρχή του γαλλικού ρομαντισμού. Στα περίφημα, πάντως, Πέραν του τάφου απομνημονεύματα (Mémoires d’Outre-Tombe) ισχυρίζεται ότι ο Μπάιρον επισκέφτηκε μετά απ’ αυτόν τα ερείπια της σκλαβωμένης Ελλάδας και ότι μέσα στον Childe Harold αυτός φαίνεται να εξωραΐζει με δικά του χρώματα τις περιγραφές του Οδοιπορικού (Dans Childe Harold, il semble embellir de ses propres couleurs les descriptions de l’Itinéraire)[5]. Επίσης, τον κατηγορεί ότι, ενώ στα έργα του αναφέρει όλους σχεδόν τους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς, αυτόν τον αγνοεί τελείως. Δεν είναι βέβαια εδώ το θέμα μας να αποδείξουμε αν ο Σατομπριάν έχει πράγματι δίκιο σε ό,τι λέει. Ωστόσο, ό,τι ειπώθηκε εδώ έχει σκοπό να δείξει στον αναγνώστη ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς μεγάλους του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, αφού δυο αποσπάσματα, ένα του Μπάιρον και ένα του Σατομπριάν, αποτελούν το θέμα αυτού του σημειώματος.
Ένα από τα πιο ωραία αποσπάσματα των Απομνημονευμάτων του Σατομπριάν είναι αυτό που οι πιο πολλοί γνωρίζουν με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός στη νιότη». Το παραθέτω εδώ πρώτα στα γαλλικά, τη γλώσσα του πρωτοτύπου, για να μπορεί ο γαλλομαθής αναγνώστης να έχει μια άμεση επαφή με το περιεχόμενο του αποσπάσματος:
«La jeunesse est une chose charmante; elle part au commencement de la vie couronnée de fleurs comme la flotte athénienne pour aller conquérir la Sicile et les délicieuses campagnes d’Enna. La prière est dite haute voix par le prtrede Neptune; les libations sont faites avec des coupes d’οr; la foule, bordant la mer, unit ses invocations à celle du pilote; le paean est chanté, tandis que la voile se déploie au rayons et au souffle de l’aurore. Alcibiade, vêtu de pourpre et beau comme l’Amour, se fait remarquer sur les trirèmes, fier des sept chars qu’il a lancés dans la carrière d’Olympie. Mais peine l’île d’Αlcinoüs est-elle passée, l’illusion s’évanouit: Alcibiade banni va vieillir loin de sa patrie et mourir percé de flèches sur le sein de Timandra. Les compagnons de ses premières espérances, esclaves Syracuse, n’ont pour alléger le poids de leur chaînes que quelques vers d’Euripide».[6]
Ακολουθεί η μετάφραση, που προσπάθησα να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πρωτότυπο:
«Η νιότη είναι κάτι το γοητευτικό. Ξεκινάει στην αρχή της ζωής στεφανωμένη με λουλούδια, όπως ο αθηναϊκός στόλος, για να πάει να κατακτήσει τη Σικελία και τις υπέροχες εξοχές της Έννας. Ο ιερέας του Ποσειδώνα λέει μεγαλόφωνα την προσευχή. Οι σπονδές γίνονται με χρυσές κούπες. Το πλήθος του κόσμου, πλημμυρίζοντας την ακροθαλασσιά, ενώνει τις επικλήσεις του με εκείνη του πιλότου: ψέλνουνε τον παιάνα, ενώ το πανί στα πλοία ξεδιπλώνεται στις πρώτες αχτίδες του ήλιου και στην αύρα της αυγής. Ο Αλκιβιάδης, ντυμένος με πορφύρα και ωραίος σαν τον Έρωτα, ξεχωρίζει στις τριήρεις, περήφανος για τα επτά άρματα που έριξε νικηφόρα στο στάδιο της Ολυμπίας. Μόλις όμως πέρασαν το νησί του Αλκίνοου, η αυταπάτη εξαφανίζεται: Ο Αλκιβιάδης εξόριστος θα γεράσει μακριά από την πατρίδα του και θα πεθάνει κατατρυπημένος από τα βέλη στην αγκαλιά της Τιμάνδρας. Οι σύντροφοι των πρώτων του ελπίδων, σκλάβοι στις Συρακούσες, δεν έχουν για να ελαφρώσουν το βάρος από τις αλυσίδες τους παρά λίγους στίχους του Ευριπίδη».
Στο όμορφο αυτό απόσπασμα, όπου η νιότη του ανθρώπου παραλληλίζεται με το ξεκίνημα του αθηναϊκού στόλου για την κατάκτηση της Σικελίας, ο Σατομπριάν, του οποίου η σκέψη τρέχει στα γεγονότα εκείνης της εποχής, θυμάται ξαφνικά στο τέλος του αποσπάσματος το περίφημο χωρίο του Πλουτάρχου. Και το θυμάται, αν προσέξει κανείς, όχι για τον ίδιο σκοπό που το έγραψε ο Πλούταρχος ή το θυμήθηκε ο Μπάιρον. Σ’ αυτό το απόσπασμα, και συγκεκριμένα στις τελευταίες γραμμές, ο Γάλλος συγγραφέας θέλει να εκφράσει όχι μόνο την αποτυχία της αθηναϊκής εκστρατείας, αλλά και το άσχημο τέλος που είχε η ζωή του Αλκιβιάδη και των άλλων Αθηναίων, που ήταν φίλοι του και είχαν συμμετοχή σ’ αυτή την πολεμική επιχείρηση. Επομένως, το κλίμα είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο που βρίσκουμε στο χωρίο του Πλουτάρχου και στους στίχους του Μπάιρον. Καμία λύτρωση και καμία ελπίδα δεν υπάρχουν εδώ. Όλα είναι μαύρα και θλιβερά. Γι’ αυτό και ο Σατομπριάν, όταν ανατρέχει στο χωρίο του Πλουτάρχου, η μνήμη του επιλέγει ό,τι του χρειάζεται. Το υπόλοιπο το παραλείπει ή καλύτερα το αποσιωπά. Και αυτό που επιλέγει είναι κάτι που δεν λέγεται ξεκάθαρα στο απόσπασμα του Πλουτάρχου ή στους στίχους του Μπάιρον. Πράγματι, το γιατί τραγουδούσαν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι δεν μας το λέει ούτε ο ιστορικός της Χαιρώνειας ούτε ο ποιητής του Δον Ζουάν. Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, το καταλαβαίνει κανείς τόσο εύκολα, ώστε να μη χρειάζεται καμία εξήγηση. Και έτσι είναι, διότι προφανώς οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι δεν τραγουδούσαν τα χορικά του μεγάλου τραγικού ποιητή, παρά για ν’ αντέξουν τα δεσμά της δουλείας ή, όπως λέει ο Σατομπριάν, «για να ελαφρώσουν το βάρος από τις αλυσίδες τους».
Ύστερα από όσα ειπώθηκαν σ’ αυτό το σημείωμα, διαπιστώνουμε ότι οι δυο μεγάλοι αυτοί λογοτέχνες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, ενώ αναφέρονται στο ίδιο χωρίο του Πλουτάρχου, το χρησιμοποιούν, ωστόσο, ελεύθερα και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, αλλά και για διαφορετικό σκοπό. Και αυτό το φαινόμενο δεν είναι, νομίζω, κάτι συνηθισμένο, όταν χωρία αρχαίων Ελλήνων ή Λατίνων συγγραφέων αναφέρονται από άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εμίλ Λούντβιχ, Ναπολέων (μτφρ. Λένα Σακελλαρίου, Εκδ. Βίπερ, Αθήνα, 1972), τ.1, σ.9.
[2] J.-J. Rousseau, Confessions (Édit. Gallimard, Paris, 1963), t.1, p.27.
[3] «Τότε γον φασι τν σωθέντων οκαδε συχνούς σπάζεσθαί τε τον Εριπίδην φιλοφρόνως, και διηγεîσθαι τούς μέν τι δουλεύοντες φείθησαν, κδιδάξαντες σα τν κείνου ποιημάτων μέμνηντο, τούς δτι πλανώμενοι μετά την μάχην τροφης και δατος μετελάμβανον τν μελν σαντες». Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι: Νικίας 29.
[4] Lord Byron, Childe Harold, canto 4, xvi.
[5] F.-Au. Chateaubriand, Mémoires d’Outre-Tombe (Édit. Gallimard, Paris, 1951), t.I, p.431.
[6] Chateaubriand, ό.π., t.II, p.5.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: