Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι µπαλωµένο

 

Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι µπαλωµένο

Γράφει ο Κ. Γραικιώτης

Πριν πολλά χρόνια κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50 θυμάμαι που η καλοκαιρινή επίσκεψή μου στην Νεάπολη της Κρήτης κοντά στον παππού και στη γιαγιά συνοδευόταν με την μετάβαση στο παπουτσάδικο του Κριτσωτάκη για την αγορά ενός χειροποίητου ζευγαριού παιδικών παπουτσιών. Ήταν και αυτό ένα από τα πολλά «τσαγκαράδικα» που υπήρχανε στα διάφορα μέρη της Κρήτης  που κατασκευάζανε και πουλούσαν δερμάτινα παπούτσια, στιβάνια και πέδιλα. Αυτά που τα φτιάχνανε με μεράκι έμπειροι τσαγκάρηδες μετά από  παραγγελία για να εξυπηρετήσουν τους κατοίκους της πόλης τους και των γύρω χωριών.

Άλλωστε αρκετοί ήταν εκείνοι που προτιµούσαν να κάνουν για να τα παπούτσια που θα φορούσαν παραγγελία προκειμένου να έχουν καλύτερη εφαρµογή και αντοχή.  Από εμπειρία γνώριζαν ότι θα τα φορούσαν σχεδόν διπλάσιο χρόνο από τα ετοιματζίδικα, τα εργοστασιακά, που θα αγόραζαν. Πηγαίναν λοιπόν στον τσαγκάρη της προτίμησης τους και του λέγανε «θέλω να παραγγείλω να µου φτιάξεις  παπούτσια (ή στιβάνια ή πέδιλα ανάλογα με το τι επιθυμούσαν). Αυτός αμέσως τους έλεγε: βγάλε το δεξί σου παπούτσι και άφησε την κάλτσα. Σήκω όρθιος και πάτα το πόδι σου σε αυτό το χαρτόνι. Με το µολύβι του σηµάδευε γύρω - γύρω το πέλµα του ποδιού και  μετά µε το µέτρο του µετρούσε το µήκος και το πλάτος και έβγαζε το νούμερο παπουτσιού που θα του έφτιαχνε. Αφού τελείωνε η  ιεροτελεστία του έλεγε στον πελάτη την ημερομηνία που θα ήτανε έτοιµα για να τα παραλάβει. Στους συντοπίτες του συνήθως δεν ζητούσε χρήματα αλλά σε ορισμένους ξενομπάτηδες που του ήτανε τελείως άγνωστοι τους έλεγε «και µε τον παρά, ντούκου».

Συνήθως τα δέρµατα που χρησιμοποιούνταν προερχόντουσαν από κρητικά βυρσοδεψία που υπήρχανε σε διάφορα μέρη της Κρήτης όμως και όταν ο τσαγκάρης δεν εύρισκε τοπικά  φρόντιζε να  αγοράσει δέρματα από τον Πειραιά ή την Αθήνα.

Τα παπούτσια των κρητικών τσαγκάρηδων ήταν πάντοτε αντοχής αλλά από τον πολύ χρόνο που τα φορούσαν οι πελάτες τους το κάτω μέρος τους είχε μεγάλη φθορά οπότε οι πελάτες τα πηγαίνανε πάλι- συνήθως στον ίδιο τσαγκάρη-  να τους βάλει σόλες. Στο επάνω μέρος τους όταν τρυπούσε ή σχιζόταν τοποθετούσε το ανάλογο μπάλωµα που το έραβε µε σπάγκο αντοχής.

Για να διατηρηθούν ακόµα περισσότερο τα παπούτσια που έφτιαχναν οι τσαγκάρηδες τα βάφανε µε βερνίκι σε  χρώμα που είχαν στη διάθεσή τους. Οι πελάτες τους θεωρούσαν τα χειροποίητα του τόπου τους ότι ήταν καλύτερα από αυτά που ερχόντουσαν έτοιµα από τα εργοστάσια της Αθήνας ή του Πειραιά και γι’ αυτό τα προτιµούσαν και τα φοραγαν ακόµα ας ήταν και μπαλωµένα.

Την εποχή εκείνη μικροί και μεγάλοι φορούσανε τα ίδια παπούτσια κάθε μέρα χειµώνα - καλοκαίρι. Μόνο οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι είχανε και ένα παλιό ζευγάρι να το φορούν κατά τη διάρκεια των εργασιών τους. Όμως όσο περνούσανε τα χρόνια αυξανόταν και ο πληθυσµός του τόπου οπότε η κατασκευή των παπουτσιών από τους τσαγκάρηδες εκτός από τα στιβάνια γινόταν δυσκολότερη για όλους. Έτσι η ανάγκη προκάλεσε να εισάγονται παπούτσια και από άλλα μέρη της Ελλάδας κυρίως από την Αθήνα και τον Πειραιά. Με την πάροδο όμως του χρόνου αυτοί που φορούσανε εργοστασιακά παπούτσια διαπιστώνανε ότι όλα αυτά είχανε αντοχή για μικρότερο χρονικό διάστηµα και γι’ αυτό προτιµούσαν όσοι μπορούσαν να αγοράζουν αυτά που είχανε κατασκευαστεί στον τόπο τους από τους τοπικούς τσαγκάρηδες. Τότε ήταν που βρέθηκε και κάποιος τσαγκάρης της εποχής που είπε: Το παπούτσι όταν είναι δικής µας κατασκευής, και ας έχει ακόμα και μπαλώµατα, είναι το καλύτερο από όλα τα άλλα γιατί αντέχει περισσότερο. Αυτό ήταν κάτι που όλοι το διαπίστωναν και έτσι  επικράτησε αυτό να λέγεται όλο και πιο συχνά. Καθώς λοιπόν ήταν αυταπόδεικτο στην πράξη, έγινε αµέσως και παροιµία που την χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυραίοι ακόμα και μέσα στην οικογένεια όταν παντρεύανε τα παιδιά τους αγόρια και κορίτσια.

Είχανε άλλωστε διαπιστώσει ότι αυτοί που είχανε παντρέψει τα παιδιά τους από άλλα μέρη της χώρας έβλεπαν τους γάμους των παιδιών τους να μην είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο εκείνων που πάντρευαν τα παιδιά τους με παιδια συντοπιτών τους. Από τότε η παροιµία πήρε την πραγµατική της θέση  στην κοινωνία που επαναλάμβανε: το παπούτσι να είναι από τον τόπο σου και ας είναι και µπαλωµένο.  

Όµως πλέον σήμερα  η παροιµία αυτή, ως προς τους γάμους, δεν έχει και τόσο σημασία αν και για να είμαστε ειλικρινείς κάπου κάπου την ξαναθυμόμαστε όταν τα πράγματα σε ένα γάμο δεν πάνε τόσο καλά. Πάντως η  παροιµία «παπούτσι από τον τόπο σου ας είναι και µπαλωµένο» δεν φαίνεται να έχει την αξία και σημασία που είχε κάποτε. Άλλωστε και για του λόγου το αληθές, βλέπουμε σήµερα να έχουμε στην χώρα μας πολλούς γάμους ακόμα και μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από άλλες χώρες, θρησκείες και πολιτισμούς. Όμως μην πικραινόμαστε γιατί υπάρχουν και νύφες ή γαμπροί από άλλους τόπους που αξίζουν πολύ περισσότερο από τις ντόπιες ή τους ντόπιους και στήνουν όμορφες οικογένειες.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: