19
ΜΑΙΟΥ: ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ...
ΔΕΝ
ΞΕΧΝΩ
Στις
19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη
δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των
γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922
οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι
ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Ένα εκλεκτό τμήμα του
Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη
διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους
Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι
ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το
40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής,
ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη
συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες
του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του
20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το
1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της
Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες,
λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά -
ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε
και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο.
Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις
στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες
τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο,
εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της
περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη
διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την
«ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην
αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ
Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν
κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη
δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα,
κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση
των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους,
οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να
περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι
τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό
μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο
Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με
τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου
προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό
ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να
προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαϊου 1919 ο
Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο
άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και
σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι
Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι
ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το
τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000
ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην
ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις
πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως,
καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την
ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού
Ελληνισμού.
[Πηγή sansimera.gr]
Τμήμα ειδήσεων
defencenet.gr
Ήταν
καλοὶ άνθρωποι…
Νοικοκυραίοι…
Ήταν
καλοὶ άνθρωποι…
Νοικοκυραίοι…
Σαν
σήμερα, προ 97 ἐτῶν
περίπου, ξεκίνησε…
Πολὺς
πόνος… Πολύ αίμα… Πολὺ
μεγάλο το τίμημα….
Σαν
σήμερα, 353.000 Τραντέλληνες χάθηκαν από
χέρι μογγόλου… Έτσι... Για να
σβήσουν την μνήμη του
πλανήτου οι απάτριδες…
Για να αποδείξουν
την καταγωγή τους… Για να παρακαλούν
σήμερα, πληρώνοντας με εκατομμύρια
επί εκατομμυρίων,
την μη αναγνώριση
των γενοκτονιών που
διέπραξαν…
Ακόμη
ανακαλύπτουν ομαδικοὺς
τάφους…
Πώς πετούσαν
κάποτε τα ροδάκινα;
Έτσι πετούσαν
κι αυτοὶ τους
ανθρώπους.. Σαν
σάπια ροδάκινα… Άχρηστα…
Απλήρωτα… Λες και
είχαν δικαιώματα επί της ζωής…
Τα κτήνη…
Σαν
σήμερα σχεδόν ξεκίνησε…
Ο παππούς
μου, παιδάκι 4-5 ετών, έφυγε
διωγμένος με την οικογένεια
του από την
Τραπεζούντα για Ρωσία.
Αυτοὶ
σώθηκαν… Τυχαίως…
Η γιαγιά
μου όμως επεβίωσε
βρέφος από μεγάλες σφαγές και πορείες
θανάτου… Κι αυτὴ από
11 αδέλφια, ίσα
που σώθηκε… Θήλαζε.. Για ετούτο…
Δύο άνθρωποι
που δεν
γνώρισα. Ο παππούς
μου σκοτώθηκε στον εμφύλιο
και η γιαγιά, πληρώνοντας τις
τόσες κακουχίες, πέθανε λίγες εβδομάδες
μετά τον
παππού…. Απὸ
καϋμὸ λένε… Ίσως….
Ζήσαμε… Κάποιοι από εμάς
ζήσαμε….
Ένας
γέρος, παιδικός φίλος του παππού μου, 102 ετών,
προ μερικών ετών
μου έλεγε
για τους δεκαεπτά
πολέμους που έζησε…
Δεκαεπτά… Λες και οι
πόλεμοι ήταν πανηγύρια… Δεκαεπτά!!!
Γενιὲς
ξεκληρισμένες… Τσακισμένες… Αλλά
πέρασαν μέσα από το
μαχαίρι και το ατσάλι…
Κι έζησαν…Έζησαν…
Και ζουμε κι εμείς…
Οι άνθρωποι
ζουν… Και κάπου κάπου θυμούνται…
Οι Πόντιοι θυμούνται
λίγο περισσότερο…
Ένας
θειος μου έχει
αφήσει έως και
χάρτη στα παιδιά
του για το
που θα
βρουν το
κάθε τί… Το κάθε τί… Η
μάνα του, έφτιαξε τους χάρτες
και τους μοίρασε… Επτά ή οκτώ
ετών ήταν
όταν έφυγε…
Αδελφή του
παππού μου… Πέθανε τυφλή με τον καημό πώς δεν είδε
Πατρίδα…
Ριζώσαμε
εδώ… Αλλά
λίγο… Οι μισές μας ρίζες
έμειναν πίσω… Δεν
ξέρω εὰν είναι
καλὸ ή
κακὸ αυτό…
Συχνά αναρωτιέμαι…
Μου τα έλεγε
η γριὰ
θεία, αδελφή του
παππού. Η γιαγιά
Πολυξένη.
Μίλαγε για τις
κραυγὲς και τα
μάτια της έτρεχαν ποτάμι… Όλα
τα κορίτσια του χωριού
ξέφυγαν, έλεγε… Όχι
όμως τα αγόρια…
Και σε όλα
τα άλλα
χωριὰ, από όπου
περνούσαν τις
νύκτες για να
ξεφύγουν, τα ουρλιαχτά δεν έπαυαν…
Ασταμάτητα…
Ήμουν
παιδάκι, κι εκείνη τυφλή… Μας έβαζε
εμπρός της κι έλεγε…
Και τα μάτια τα άδεια
έτρεχαν… Βρύσες…. «… Χάσαμε και τον θειο Ανέστη…
Και τον εξάδελφο
τον Κόλλια… Και τον
Χαρίτωνα του παπά… Πάνε
τα παλληκάρια μας… Στον
δρόμο σάπισαν τα κόκκαλα τους… Χάσαμε και το
Λενάκι, της θειας της
Κερεκής… Και την
Μαριούλα… Και παιδιά… Ούουουου… Πολλὰ
παιδιά δικά μας… Εμείς φύγαμε… Αλλά οι άλλοι
τί νὰ απέγιναν;
Πάνε… Χάθηκαν… Πόλεμος ήταν..
Κακό πράγμα
ο πόλεμος… Μα εμείς
πάντα πόλεμο είχαμε… Από
μωρά..
Μας
ξερίζωσαν…. Μας πέταξαν από τα
σπίτια μας… Και όλα μας τ παλληκάρια, από
μωρά, με τα όπλα
στα χέρια… Κι έτσι
σωθήκαμε… Με τα όπλα…
Αλλά οι άλλοι
χάθηκαν… Σχεδόν όλοι…
Πόνε… Ὢι,
ὤι, ὤι
μανούλα μου… όλοι… Χάθηκαν όλοι…
Τόσοι άνθρωποι… Καλοὶ άνθρωποι
όλοι… Και χάθηκαν…» Κι έτρεχαν
τα μάτια τα
σκοτεινά… Τα άδεια
από χαρὲς
μάτια… Συνέχεια… Ημέρα και νύκτα… Ένα
«χάσαμε» η ζωή της γιαγιάς
Πολυξένης…Ένα «χάσαμε»…
Κι εγὼ
παιδάκι μικρό την άκουγα…
Λίγα καταλάβαινα… Τα πιο πολλά ήταν
μοιρολόι… Δεν τα ήξερα…
Άλλη γενεά… Άλλα
χρόνια… Και οι εικόνες
μακρινές, άγνωστες, δίχως χρώματα.. Κάτι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες κάπου κάπου για να
μάθουμε ποιός ήταν
ο ένας
ή ο άλλος
χαμένος.. Πού να τα
θυμόμαστε όμως; Ασπρόμαυρα
ήταν… Ξεθωριασμένα…
Μεγαλώσαμε.. Πέθανε και η
γιαγιά… Ξεχαστήκαμε… Και μετά έπιασα
την ιστορία..
Έρωτας μεγάλος η ιστορία..
Απέραντος… Και τότε κατάλαβα όσα
η γιαγιὰ μας έλεγε…
Οι εικόνες
πήραν χρώμα…
Οι ζωγραφιὲς δεν έδειχναν
πλέον άγνωστα πρόσωπα… Και η
ζωή τους που έσβησε κάπου, δεν ήταν
κάτι που δεν με αφορούσε…
Ήταν ἡ ιστορία
των δικών μου ανθρώπων.
Αυτών που η γιαγιά
Πολυξένη, η αδελφή του
παππού μου, με τόση επιμονή έλεγε
και ξανάλεγε… Ήταν οι δικοί μου άνθρωποι
πλέον! Αυτοὶ που
τους έλεγαν θειο Ανέστη,
εξάδελφο Κόλλια, θεία Κερεκή, Λενάκι… Δικοί
μου άνθρωποι… Που σηκώθηκαν από το
τραπέζι για να
πιούν ένα
ποτήρι νερό και χάθηκαν.. Που μπήκε
ο φονιὰς
στὸ σπίτι τους και τους έκοψε…
Καλοὶ άνθρωποι…
Ήσυχοι… Νοικοκυραίοι..
Και κάποιος άγνωστος, ήλθε
κάποιαν στιγμή, κάποτε, έκατσε
στην αυλή
τους πεινασμένος και ζήτησε ψωμί. Και οι
καλοὶ άνθρωποι
του έδοσαν… Και ψωμί, και στρώμα
και δουλειά… Και πέρασαν χρόνους πολλοὺς έτσι…
Μα όταν
ὁ ξένος ένοιωσε
δυνατός, πήρε μαχαίρι κι έκοψε
τον νοικοκύρη. Του άρπαξε
το σπίτι, την
κόρη, την γυναίκα, το
κρεββάτι, τον κήπο,
το πηγάδι… Τα
πάντα.. Κι έγινε αυτός
νοικοκύρης.. Ψεύτικος νοικοκύρης… Κίβδηλος… Για ετούτο
και τριγυρνά ως επαίτης
σε κάθε αυλὴ και
παρακαλά για αναγνώριση…
Για αμνημοσύνη…
Για ακύρωση
της αναγνωρίσεως
της γενοκτονίας.. Ο
κίβδηλος…
Αυτὸς που
τώρα πάει να ξανακάνει τα ίδια…
Σὲ άλλες
γειτονιές μας… Γειτονιὲς που λέγονται Θράκη, Ήπειρος,
Μακεδονία, Κρήτη, Δωδεκάνησα.. Παντού… Ξέρει τον
τρόπο.. Το έχει
ξανακάνει τόσες και τόσες φορὲς το έγκλημα…
Και κάποιες ανίκανες κυβερνήσεις σήμερα, όπως
και τότε, αδυνατούν να
σταθούν όρθιες
και να τον αντιμετωπίσουν….
Είναι
καλοὶ άνθρωποι
οι άνθρωποι που ζουν σε αυτὲς τις
γειτονιές μας… Καλοὶ άνθρωποι…
Νοικοκυραίοι… Δίδουν και ψωμὶ και
νερὸ στον
κάθε διαβάτη. Και στρώμα εάν έχει ανάγκη..
Καλοὶ άνθρωποι…
Φιλόξενοι… Και είναι χιλιάδες οι διαβάτες
που περνούν από την
πόρτα τους.. Και δίδουν συνέχεια.. Αλλά δεν έχουν
μάθει από την ιστορία..
Δεν θυμούνται…
Δεν έχουν
ίσως δικούς τους ανθρώπους
μέσα στους ομαδικοὺς
τάφους… Κάτι λίγοι «γραφικοὶ» που φωνάζουν,
χαρακτηρίζονται με τίτλους όπως
«φασίστας, εθνικιστής, ακροδεξιός».
Όμως οι
«γραφικοὶ» ξέρουν… Έχουν
δικούς τους νεκροὺς απέναντι…
Και ξέρουν… Εκείνοι
οἱ τάφοι
δεν γέμισαν με αέρα
και νερό.. Με ανθρώπινα
κορμιά γέμισαν…..
Δεν
θέλω να σκέπτομαι άλλο…
Κουράστηκα… Δεν έχει
κάποιο νόημα να κλαίω τους νεκρούς μας ακόμη…
Δεν τους κλαίω άλλως
τε… Τους θυμήθηκα σήμερα, όπως κάνω συχνά... Αλλά δεν τους
κλαίω. Μόνον τους τιμώ! Διότι κάποιος πρέπει να το κάνει
κι αυτό…
Όμως
αυτὸ
θέλω να σταματήσει… Δεν έχει
κάποιο νόημα να περιμένουμε μία ακόμη
επανάληψι από
μογγολικοὺς περιπάτους στις γειτονιές
που απέμειναν ελεύθερες…
Κανένα… Κάποτε πρέπει αυτὸ το άλλο
τέρας που λέγεται ελληνικὴ
κυβέρνησις να ξυπνήσει και να προστατεύσει τους
πολίτες του...
Διότι αυτὴν την
φορὰ είναι
πολλοὶ αυτοὶ που
γνωρίζουν.. Δεν πρέπει να τους
αφήσουμε… Δεν μας
χρειάζονται κι άλλοι ομαδικοὶ τάφοι…
Και είναι στο
χέρι μας… Όχι στο
δικό τους… Πρέπει να το
καταλάβουμε.. Στο δικό μας χέρι Έλληνες…
Κι ας μην το
γνωρίζετε κάποιοι από εσάς ακόμη…
Φιλονόη εκ του
Πόντου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου