Όταν διάβασα την παρακάτω ανάρτηση της διαδικτυακής μου φίλης είπα ότι πρέπει να την αναδημοσιεύσω γιατί ίσως βοηθήσω κάποια γυναίκα που θα βρεθεί στην ίδια κατασταση γιατί θα πρέπει να πάρει θάρρος. Ξέρω πολύ καλά τις καταστροφικές επιπτώσεις της αρνησης να δεχθεί κάποιος την πραγματικότητα μιας και το αντιμετώπισα με ένα πολυαγαπημένο μου πρόσωπο που χάθηκε ξαφνικά στα 1983 από πολλαπλές μεταστάσεις καθώς δεν μπορούσε να αποδεχθεί την πραγματικότητα και να δεχθεί να της αφαιρέσουν το στήθος. Βέβαια αυτή η έλλειψη αποφασιστικότητας της έγινε σε εμένα μάθημα και όταν μου διαπιστώθηκε καρκίνος ήξερα ότι μόνο με θάρρος και κουράγιο θα μπορούσα να ξεπεράσω τον σκόπελο που παρουσιάστηκε αναπάντεχα μπροστά μου και επεδίωξα να εγχειριστώ άμεσα για να μην χάνω πολύτιμο χρόνο. Ευχαριστώ λοιπόν πολύ Χρύσσα για το κείμενό σου και εύχομαι ειλικρινά να βοηθήσει.... Κ.Γ.
(Πέρασαν
πέντε χρόνια από τότε που συνέβη, μα είναι σαν χθες. Το αφιερώνω με
πολλή –πολλή αγάπη σε όλες τις γυναίκες που βρέθηκαν στη θέση μου…)
«ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΤΗΘΟΣ»
-Ξέρεις, Νάσο, από βδομάδα θα λείψω μερικές μέρες απ’ το σπίτι…
-Πού θα πας; είπε εκείνος αδιάφορα χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από την εφημερίδα του.
-Να…, πρέπει να κάνω μια επέμβαση στο στήθος, τίποτε σπουδαίο, μην ανησυχείς… ψέλλισε η Μαίρη με χαμόγελο που φαινόταν από μακριά ότι ήταν ψεύτικο.
-Τι συμβαίνει; ρώτησε εκείνος θορυβημένος, κατεβάζοντας την εφημερίδα και κοιτάζοντάς την έντονα στα μάτια, που ξάφνου έγιναν κοίτες δακρύων.
-Πήγα στο γιατρό πριν έξι μήνες, θυμάσαι, όπως πάω πάντα στα γενέθλιά μου για τις ετήσιες γυναικολογικές μου εξετάσεις. Βρήκε κάτι στο στήθος μου, ανάξιο λόγου, μισό χιλιοστό, μου είπε, αλλά συνέστησε να ξανακάνω μαστογραφία σε τρεις μήνες. Έκανα κι «αυτό» έγινε ενάμιση εκατοστό .Είπε να περιμένουμε άλλους τρεις μήνες. Χθες, λοιπόν, που ξαναπήγα, έδειξε ότι μεγάλωσε κι άλλο, είναι δυόμιση εκατοστά πλέον… Πρέπει να αφαιρεθεί άμεσα…
-Αμάν, βρε κορίτσι μου! Εγώ γιατί το μαθαίνω τώρα, μου λες;
-Εσύ είσαι πάντα απασχολημένος με τη δουλειά… Είπα να μη σε φορτώσω κι άλλο…
-Να, αυτά τα χαζά να μην είχες! Εσύ να με φορτώσεις, βρε; Και το κουβαλούσες μόνη σου τόσο καιρό; Γιατί, γιατί;… Έλα, μη φοβάσαι, τίποτε δεν θα είναι, να δεις, όλα θα τα αντιμετωπίσουμε μαζί! την πήρε αγκαλιά μετά από πολύ καιρό, ενώ εκείνη έκλαιγε με παράπονο, μισό γι’ αυτό που τη βρήκε και μισό για την αγκαλιά του που της είχε λείψει.
Παντρεμένοι πολλά χρόνια, κοντά εικοσιπέντε, αφοσιώθηκαν εκείνη στο μεγάλωμα των παιδιών κι εκείνος στη δουλειά. Πολιτικός μηχανικός ο Νάσος, αναλάμβανε διάφορα έργα που τον ήθελαν πολλές ώρες μακριά απ’ την οικογένεια. Όταν όμως επέστρεφε αργά τα βράδια στο σπίτι, έβρισκε το όμορφο και καθαρό περιβάλλον που είχε δημιουργήσει και φρόντιζε σχολαστικά η Μαίρη, όταν σχολνούσε από τη δουλειά της ως ιδιαιτέρα γραμματέας διευθυντή μεγάλης εταιρίας. Τα τρία παιδιά τους μεγάλωναν κι έβλεπαν τον πατέρα λίγο, αλλά η μάνα τον εκπροσωπούσε ή τον αντικαθιστούσε σε όλα επάξια. Όταν τα παιδιά ενηλικιώθηκαν, πήρε το καθένα το δρόμο του. Τα αγόρια ζούσαν ο καθένας σε δικό του διαμέρισμα, η δε κόρη τους παντρεύτηκε και χάρισε στη Μαίρη τη μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής της, όταν γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Με τον καιρό η Μαίρη κι ο Νάσος απομακρύνθηκαν, χωρίς ωστόσο να έχουν διαφορές. Κρατούσαν μια γλυκιά σχέση χωρίς πάθος, αλλά και χωρίς προστριβές. Εξάλλου ήταν πια σαράντα επτά χρονών. Εκείνος ήταν πάντα πολύ κουρασμένος κι εκείνη δεν ήθελε να τον επιβαρύνει κι άλλο, γι’ αυτό και δεν του ανέφερε τίποτε για το πρόβλημα υγείας της, μέχρι ο κόμπος να φτάσει στο χτένι.
Την παραμονή της επέμβασης, στον τέταρτο όροφο του Θεαγενείου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, μια παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη που ο Βαρδάρης είχε την τιμητική του, ο γιατρός τους καθησύχασε λέγοντας ότι κατά την άποψή του επρόκειτο για ιναδένωμα όχι επικίνδυνο, που έπρεπε ωστόσο να αφαιρεθεί, επειδή η ταχεία ανάπτυξή του ήταν ύποπτη. Η Μαίρη αφού τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο με τις οκτώ κλίνες, είπε στο Νάσο πως δεν τον χρειαζόταν εκεί , αφού η εγχείρηση θα γινόταν την επόμενη το πρωί, έτσι εκείνος έφυγε κι εκείνη έμεινε στο θάλαμο μαζί με άλλες εφτά γυναίκες. Γνωρίστηκαν με τον γρήγορο κι άμεσο τρόπο που γνωρίζονται οι άνθρωποι στα δύσκολα. Η διπλανή της, η Γωγώ, κίτρινη σαν λεμόνι, ήταν μια πολύ συμπαθητική και πρόσχαρη γυναίκα συνομήλική της, από το Κιλκίς.
-Έχω ίκτερο, της εξήγησε. Έτσι ξαφνικά, χωρίς πόνο, άρχισα να κιτρινίζω , έκανα εξετάσεις αίματος και μ’ έστειλαν εδώ. Άντε να εγχειριστώ σήμερα, να τελειώνω, να ξαναβρώ το χρώμα μου, να ξαναπάω σπιτάκι μου! Έρχονται και Χριστούγεννα, να συνέλθω και να κάνω όπως πάντα το τραπέζι σε όλη την οικογένεια! Ήρθαν και τα παιδιά μου από Γερμανία, να τα χαρώ λίγο! Πώς θα τα χαρώ; Από εδώ μέσα; Δεν τα θέλω καθόλου τα νοσοκομεία!
-Ποιος τα θέλει; συμφώνησε η Μαίρη.
-Παιδιά έχεις;
-Αμέ! Τρία! Και μια υπέροχη εγγονή εννιά μηνών! είπε όλο καμάρι η Μαίρη.
-Α, εγώ έχω εγγονό δύο χρονών! Άντε, να συμπεθερέψουμε τότε! γέλασε η Γωγώ.
Έτσι πέρασε η ώρα. Μίλησε η καθεμιά για την περίπτωσή της, γέλασαν, ξέχασαν το πρόβλημά τους, έδειξαν φωτογραφίες της οικογένειάς τους. Όταν ήρθαν να πάρουν τη Γωγώ για το χειρουργείο, εκείνη ήταν ευδιάθετη πολύ.
- Άντε, καλή επιτυχία, Γωγώ μου! Σε περιμένουμε γερή και άσπρη! ευχήθηκε η Μαίρη και γέλασαν.
Η φρεσκοεγχειρισμένη γυναίκα επέστρεψε στο θάλαμο μετά από πολλές ώρες και ήταν συνδεδεμένη με πολλά μηχανήματα, ανήμπορη να κινηθεί και να μιλήσει. Με τα μάτια, που μετά βίας κράτησε ανοιχτά, επικοινώνησε για ένα δευτερόλεπτο με τη Μαίρη.
-Βαριά περίπτωση! Κίρρωση του ήπατος είπε ο γιατρός! ψιθύρισε κάποια από το θάλαμο περίλυπη. Ας τη βοηθήσει ο Θεός!
Η Μαίρη σοκαρίστηκε. Τότε συνειδητοποίησε γιατί είχαν έρθει τα παιδιά της Γωγώς από το εξωτερικό. Δεν της είχαν πει τίποτε για να μην ανησυχεί η καημένη. Μέχρι το απόγευμα, δεν πήρε τα μάτια από πάνω της. Πόσο την ήξερε; Μία μόλις μέρα κι όμως την ένοιωθε τόσο οικεία.
Το βράδυ, όταν οι άλλες κοιμήθηκαν, η Μαίρη βγήκε στο σαλόνι. Χάζεψε απ ’το παράθυρο την πόλη που συνέχιζε κανονικά τους ρυθμούς της, χωρίς ίσως να υποπτεύεται τι πόνος βρίσκεται συμπυκνωμένος ένα βήμα απ’ τον κεντρικό δρόμο. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν κουμπωμένος μέχρι επάνω. Τα κατάστημα με τα Χριστουγεννιάτικα είδη απέναντι από το Νοσοκομείο, δίπλα στο μαγαζί με τις περούκες, είχε την τιμητική του. Φωτάκια πολύχρωμα παντού και μουσική απ’ το μεγάλο ηχείο θύμιζε το πόσο χαρούμενοι υποτίθεται πως πρέπει να είναι όλοι αυτή την εποχή του χρόνου. Δεν της κολλούσε ύπνος. Ούτε αυτήν χωρούσε ο τόπος ούτε οι σκέψεις μέσα της. Πήρε μια κόλλα χαρτί κι άρχισε να γράφει ένα γράμμα χωρίς παραλήπτη, ένα γράμμα παράξενο, που μόνο σκοπό είχε να τη βοηθήσει να αποφορτιστεί.
«Αγαπημένο μου στήθος,
εσένα που σε ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θέλω απόψε να σου μιλήσω κι ας ακούγεται τρελό! Να θυμηθούμε πόσα περάσαμε μαζί, να κλάψουμε επειδή αύριο ίσως αποχωριστούμε… Πονάει η ψυχή μου, φοβάμαι, τρέμω, έχω παραλύσει από φόβο κι ας μην το ομολογώ σε κανέναν! Δεν ξέρω, δεν έχω μάθει να ζω χωρίς εσένα. Μια ζωή άκουγα τους άλλους να λένε πως είσαι συνώνυμο της θηλυκότητας και της γοητείας. Μια ζωή έπαιρνα κολακευτικά σχόλια για σένα. Εσύ κοίμισες πάνω σου με τρυφερότητα τους συντρόφους μου, εσύ ρίγησες στις πιο μεγάλες στιγμές του έρωτά μου, εσύ τάισες τα βλαστάρια μου. Θα’ ταν αλλιώς αν μου’ λεγαν ότι πρέπει να μου αφαιρεθεί ένα κομμάτι από το πόδι ή το χέρι μου. Ναι, αλήθεια λέω! Η δική σου απώλεια πονάει πιο πολύ, επειδή σημαίνει απώλεια θηλυκότητας, που για μια γυναίκα είναι κάτι αβάσταχτο. Τι είναι μια γυναίκα χωρίς στήθος; Ό,τι κι ένα αρσενικό λιοντάρι δίχως χαίτη. Ό,τι κι ένα γιασεμί δίχως άνθη. Ό,τι κι ένα σπίτι δίχως παράθυρα. Δεν θέλω να σε χάσω, τρέμω στην ιδέα ότι αύριο θα με ευνουχίσουν, νομίζω ότι θα είμαι μισός άνθρωπος. Δεν ένοιωσα ούτε στο ελάχιστο έτσι όταν αφαίρεσαν τη χολή μου. Εσύ είσαι για μένα εγώ η ίδια! Η εφηβεία μου, η νιότη μου, η μητρότητά μου, παρόν σ’ όλες τις υπέροχες στιγμές της ζωής μου! Κάποτε, όταν άρχισες να μεγαλώνεις, σ’ έκρυβα γεμάτη ενοχές κι ερωτηματικά. Τώρα θα σε κρύβω πάλι γεμάτη ντροπή που λείπεις;… Εδώ απέναντι υπάρχουν μαγαζιά με ειδικούς στηθόδεσμους, ξέρω, αλλά αυτά είναι για το θεαθήναι. Στις προσωπικές μου στιγμές, πες μου, τι θα κάνω; Πώς να κρυφτώ απ’ το Νάσο τα βράδια που θα ξεντύνομαι, πώς να του δείξω το στέρνο μου που θα είναι πια αγορίστικο, πώς θα με ξαναπλησιάσει ερωτικά, πώς;… Φοβάμαι, τρέμω, εδώ μέσα μυρίζει θάνατο κι εγώ θέλω να ζήσω ακόμη! Να χαρώ την εγγονή μου, να δω κι άλλα εγγόνια, να παντρέψω τα αγόρια μου, να ξαναβρώ τη σχέση μου με τον άντρα μου, να διαβάσω κι άλλα βιβλία, να ταξιδέψω, να χαλαρώσω τα χρόνια της σύνταξης. Δεν έχω τρόπο διαφυγής, γαμώ το, είμαι παγιδευμένη, με στρίμωξε στη γωνία η αρρώστια! Είμαι πολύ θυμωμένη! Είναι άδικο! Μια ζωή τρέξιμο και ποια η κατάληξη;… Καρκίνος;! Ούτε τη λέξη λέγαμε κάποτε. Τώρα ξέρω ότι ίσως είναι κλεισμένος μέσα μου και μ’ έχει πιάσει όμηρο για πάντα! Χριστέ μου, πόσο αβοήθητη νοιώθω! Βοήθα με, σε παρακαλώ! Ποτέ δεν έχω νοιώσει έτσι μικρή κι αδύναμη! Φρίκη, θάνατος, φθορά, απελπισία, πόνος, όλα εδώ μέσα, στον υπέρτατο βαθμό! Μέχρι πριν μια βδομάδα ήμουν απασχολημένη με τα τετριμμένα και τώρα κλαίω μόνη στο διάδρομο ενός νοσοκομείου. Το αύριο ίσως δεν είναι ίδιο με το χθες και εγώ δεν θέλω να το δεχτώ αυτό! Θέλω πίσω την υγεία μου, το σώμα μου όπως ήταν, την ελπίδα μου! Αχ, βρε ευτυχία!... Σε κανέναν σε χαρίζεσαι για πολύ… Αγαπημένο μου στήθος, κουράστηκα απ’ το κλάμα, απόκαμα. Πρέπει να κοιμηθώ νωρίς απόψε , μου είπανε. Ίσως τα πούμε αύριο. Ίσως όχι. Ο Θεός ξέρει. Εγώ αδυνατώ να καταλάβω… Καληνύχτα! Ή αντίο!...»
Δίπλωσε το φύλλο και το καταχώνιασε στο βάθος της τσέπης της ζακέτας της. Επέστρεψε στο θάλαμο προσεκτικά μη ξυπνήσει τις άλλες, έριξε μια τελευταία ματιά απ’ το τεράστιο παράθυρο στα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια, χώθηκε μέσα στις κουβέρτες και κοιμήθηκε βαριά.
Κατά τα χαράματα ξύπνησε άγρια κι απότομα από ένα σωρό γιατρούς που εισέβαλλαν στο θάλαμο, άναψαν τα φώτα και συγκεντρώθηκαν στο διπλανό της κρεβάτι, για να κρατήσουν στη ζωή τη Γωγώ.
Τράβηξαν τις κουρτίνες γύρω τους για να μην είναι σε κοινή θέα.
-Τη χάνουμε! φώναξε ένας και η καρδιά της Μαίρης πήγε να σπάσει.
-Πάρτε την έξω, στην εντατική γρήγορα! φώναξε άλλος.
Ακαταλαβίστικες κουβέντες, ιατρικοί όροι ,εκνευρισμός, αγωνία γέμισαν το δωμάτιο μέχρι το ταβάνι και οι εφτά γυναίκες κοιταζόντουσαν έντρομες και σιωπηλές. Η Γωγώ μεταφέρθηκε στην Εντατική, όπου το πρωί ξεψύχησε. Έτσι απλά, έτσι γρήγορα. Όταν το έμαθε η Μαίρη, πήρε το Νάσο τηλέφωνο.
-Η Γωγώ πέθανε! είπε με αναφιλητά που την τράνταζαν.
-Ποια; ρώτησε εκείνος που δεν κατάλαβε.
-Η Γωγώ, η διπλανή μου!
-Έρχομαι!
Σε λίγη ώρα ήταν εκεί και η Μαίρη έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς όχι τόσο για τη γυναίκα που χάθηκε, όσο για τον ίδιο της τον εαυτό και γι’ αυτό που έτρεμε ότι θα μπορούσε να της συμβεί.
-Σε παρακαλώ, αγάπη μου, ηρέμησε! της έδινε κουράγιο ο Νάσος φιλώντας της τα χέρια. Σε λίγο θα σε πάρουν στο χειρουργείο. Έλα, ψυχή μου!
Η τρυφερότητά του την γαλήνεψε. Γύρισε στο κρεβάτι της και κρατούσε σφιχτά το χέρι του μέχρι να την πάρουν κι εκείνη για την επέμβαση.
-Μαμά, καλή επιτυχία! της ευχήθηκαν τα παιδιά της με θέρμη, αγκαλιάζοντάς την.
-Όλα θα πάνε καλά! Σε περιμένω νικήτρια! Σ’ αγαπώ! της είπε συγκινημένος ο Νάσος, που τη χαιρέτισε τελευταίος.
-Κι εγώ σ’ αγαπώ! Και γι’ αυτό θα γυρίσω γρήγορα κοντά σου! του υποσχέθηκε.
Κρύωνε πολύ στο χειρουργείο. Έχει χαμηλή θερμοκρασία εκεί, αλλά ήταν ο φόβος της που την έκανε να τρέμει. Κάρφωσε τα μάτια στα δυνατά φώτα πάνω της κι έκανε υπομονή μέχρι να την ετοιμάσουν. Σαν το Χριστό στο σταυρό ένοιωθε έτσι όπως την έδεσαν με τα χέρια ανοιχτά. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά. Στο μυαλό της έφερνε και ξανάφερνε τα λατρεμένα πρόσωπα του Νάσου, των παιδιών και της εγγονής της.
‘Θεέ μου, σε παρακαλώ, βοήθα να τους ξαναδώ!’ παρακαλούσε με όλη της τη δύναμη.
-Ηρεμήστε, κυρία Παπακώστα! Όλα θα πάνε καλά! Ξεκινάμε! της έσφιξε το χέρι ο γιατρός με εγκαρδιότητα και σε λίγο εκείνη «χάθηκε» στη νάρκωση.
Όταν ξύπνησε, δυόμιση ώρες μετά, άκουσε τη φωνή του γιατρού να της λέει χαμογελαστός:
-Όλα πήγαν καλά, ιναδένωμα ήταν όπως σας έλεγα, το αφαιρέσαμε και απ’ ό,τι έδειξε η πρώτη βιοψία δεν είναι κακόηθες.
Μέσα στη ζάλη της έφερε με δυσκολία το χέρι της στο στήθος και ψηλάφισε. Ήταν εκεί! Κομμένο κατά το ήμισυ, αλλά εκεί! Η ανακούφισή της δεν περιγραφόταν! Όταν πέρασε κάμποση ώρα και μπορούσε πια να κινηθεί άνετα, άνοιξε τη νυχτικιά της και είδε την πληγή. Ήταν μεγάλη, φαινόταν ότι έλειπε το μισό από το αριστερό της στήθος, όμως δεν έλειπε όλο. Ξέχασε τον πόνο αμέσως! Ήταν ευτυχισμένη!
Μια βδομάδα έμεινε στο Θεαγένειο. Η ανάρρωσή της ήταν ταχύτατη, λόγω της καλής ψυχολογικής της κατάστασης. Τώρα που είχε πάει μια βόλτα στην αντίπερα όχθη, τώρα που συνειδητοποίησε πως τίποτε δεν είναι δεδομένο, αποφάσισε πως τίποτε δεν θα ήταν πια ίδιο στη ζωή της. Η τύχη ήταν εξαιρετικά καλή μαζί της. Σκόπευε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη δεύτερη ευκαιρία που της δόθηκε.
Λίγο πριν πάρει εξιτήριο, πήγε να δει το γιατρό στο γραφείο του και να τον ευχαριστήσει για τη φροντίδα και την περιποίηση.
-Είστε πολύ τυχερή! Ευτυχώς που κάνετε εξετάσεις κάθε χρόνο! Ήδη σας αφαιρέσαμε μεγάλο κομμάτι του στήθους σας. Μη κοιτάτε που στη μαστογραφία φαινόταν μόνο δυόμισι εκατοστά. Ο χειρουργός είναι υποχρεωμένος να αφαιρέσει όσο μέρος φαίνεται ύποπτο. Φανταστείτε να ερχόσασταν αργότερα!... Ξέρετε ότι από τα εικοσιοκτώ περιστατικά που φιλοξενεί ο όροφος αυτός, μόνο δύο-τρία θα φύγουν όρθια και δεν θα ξανάρθουν ποτέ; Είστε μέσα σ’ αυτά! Καλή ανάρρωση σας εύχομαι! Και μην παραμελείτε ποτέ τις γυναικολογικές εξετάσεις σας!
Στηρίχτηκε στο μπράτσο του Νάσου της γεμάτη ευτυχία και βγήκαν έξω από το «Κολαστήριο», όπως άκουσε να αποκαλούν το Νοσοκομείο αυτό. Το ηχείο έπαιζε πάλι χαρούμενους Χριστουγεννιάτικους σκοπούς κι έπιασε τον εαυτό της να σιγοτραγουδά μαζί του. Ο άντρας της γύρισε και την κοίταξε με αγάπη.
-Είσαι η πιο όμορφη γιαγιά του κόσμου, στο έχω πει ποτέ αυτό; τη ρώτησε κεφάτος.
Πήγαν στην αγορά αργοπερπατώντας, χέρι-χέρι. Εκείνη, αν και αδύναμη, έκανε κουράγιο κι αγόρασε δώρα για όλους. Ακόμη και για κείνη την ξαδέρφη της που είχαν χρόνια να μιλήσουν εξαιτίας μιας ανόητης παρεξήγησης. Η Μαίρη την πήρε τηλέφωνο, της ζήτησε συγγνώμη και συναντήθηκαν με πολλή συγκίνηση.
Ο Νάσος έβλεπε με χαρά τη γυναίκα του να τον περιμένει ξανά με λαχτάρα τα βράδια να συζητήσουν, να πιουν ένα κρασάκι δίπλα στο τζάκι, ν’ ακούσουν απαλή μουσική, να πάνε σινεμά, να κοιμηθούν αγκαλιασμένοι. Η Μαίρη έγινε πάλι η ανέμελη κοπέλα που ερωτεύτηκε, που δε νοιαζόταν μόνο για ένα σχολαστικά καθαρό σπίτι, αλλά για τους ανθρώπους μέσα σ’ αυτό. Που δεν την ενδιέφερε η επιφάνεια, αλλά η ουσία. Ξανάνιωσε. Χαλάρωσε. Δεν γκρίνιαζε με το παραμικρό. Χαμογελούσε διαρκώς. Εξομολογήθηκε. Συγχωρούσε πιο εύκολα. Ήρθε ξανά κοντά στη φύση. Δεν ήταν διαρκώς με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Αποφάσισε να γραφτεί στο χορευτικό σύλλογο της γειτονιάς. Και να βλέπει συχνά τους συγγενείς που είχαν χάσει επαφή. Και να ταξιδέψει μέχρι την Κρήτη για να ξαναβρεθεί με τις συμμαθήτριές της τριάντα χρόνια μετά. Έκανε δώρο στο Νάσο το σκύλο που τόσα χρόνια επιθυμούσε κι εκείνη δεν συμφωνούσε να αγοράσουν, για να μη της λερώνει τον τέλειο κήπο της.
Την ημέρα των Χριστουγέννων ετοίμασε με τη βοήθεια της κόρης της ένα υπέροχο γιορτινό τραπέζι. Χρόνια είχαν να τη δουν έτσι καλόκεφη οι δικοί της. Με το Νάσο αντάλλασσαν συνεχώς ερωτευμένες ματιές, πράγμα που έκανε τα παιδιά τους να τους κοιτούν χαρούμενα. Αυτές οι γιορτές ήταν οι πιο ωραίες για όλη την οικογένεια.
Βλέπεις, καμιά φορά πρέπει να χάσεις κάτι από τον εαυτό σου, για να ανακαλύψεις αυτό που πραγματικά έχει αξία για σένα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου