ΡΕΜΠΡΑΝΤ "Ο ΓΕΡΟΣ"
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
...Κι είναι στ’ αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι!
Tου Νίκου Αμμανίτη
Μπορεί
να κάθεται ο σοφός φιλόσοφος ατενίζοντας το άπειρο, έχοντας ένα τσούρμο
λευκά χαρτιά μπροστά του, και κρατώντας ένα «μπικ» στο χέρι, που κάθε
τόσο ξερνάει μελάνι και του μουτζουρώνει τα δάκτυλα, να αγωνίζεται να
συλλάβει σε όλο τους το εύρος τις «μεγάλες αλήθειες» της ζωής, που τώρα
προσπαθεί να τις αποτυπώσει με βαρυσήμαντες φράσεις στο «αθώο λευκό
χαρτί» που στοιβάζεται σε κόλλες πάνω στο γραφείο του. Καθώς αγωνίζεται με όλο αυτό το πρεσάρισμα της
σκέψεώς του να γεννήσει μια καινούργια φιλοσοφική θεωρία περί «ζωής και
θανάτου», που αμέτρητες συζητήσεις επαϊόντων θα προκαλέσει, εκατοντάδες
επιφυλλίδες θα δημοσιευθούν σε στήλες εξειδικευμένων εντύπων φημισμένων
στο να «διυλίζουν τον κώνωπα», μέχρι που κάποιος άλλος σοφός φιλόσοφος,
υπό τις ίδιες συνθήκες και επί του αυτού αντικειμένου «ξενυχτιαζόμενος»,
θα απορρίψει την παραπάνω θεωρία του συναδέλφου του χαρακτηρίζοντάς τη,
μονολεκτικά, «τρίχες», για να προβάλλει τη δική του νεότευκτη
φιλοσοφική μελέτη, η οποία θα έχει την αυτή πορεία και το αυτό θλιβερό
τέλος, όπως όλα τα σχετικά φιλοσοφήματα από υπάρξεως κόσμου μέχρι
τελευτήσεως της Γης.
Και μπορεί να έρθει ο πρώτος τυχόν βουλευτής, ο
οποίος, λογοκλέπτων μερικές «πιασάρικες» φράσεις από φιλοσοφική
διατριβή, θα τις χρησιμοποιήσει σαν «τσιτάτα» σε κάποια αγόρευσή του στη
Βουλή. Υπάρχει εντούτοις ο λαϊκός ποιητής, ο αποκαλούμενος -απαξιωτικά-
«στιχοπλόκος», που με λίγες λέξεις αποδίδει υψηλότατα νοήματα που ο
σοφός θα χρειαζόταν δέκα καντάρια χαρτιού ώστε να τις διατυπώσει σε
εμπεριστατωμένη κοσμοθεωρία. Και έρχεται πράγματι ο στιχουργός, που
κατεχόμενος από συγγραφικό οίστρο και γράφοντας στίχους για ένα τραγούδι
για λαϊκή κατανάλωση, διατυπώνει μεταξύ άλλων τη μεγάλη αλήθεια πως
έχουνε την εύνοια της τύχης όσοι, φεύγοντας, δεν προφταίνουν να γίνουν
θλιβερά γερόντια εν ζωή, με ό,τι τούτο σημαίνει. Και ήταν συγγραφεύς ο
καταξιωμένος στο πανελλήνιο Πυθαγόρας Παπασταματίου, ο αγαπημένος
Πυθαγόρας των συνθετών, που θαρρείς πως με τον στίχο του προσκάλεσε
προσωπικά τον χάρο να έλθει να τον πάρει, αφού πέθανε νεότατος, σε
ηλικία μόλις 49 ετών.
Παραβλέποντας προς στιγμήν την οδύνη που αφήνουν
πίσω τους εκείνοι που «φεύγουνε νέοι» και πόση αδικία Θεού αισθάνονται
όσοι «χώνουν στο χώμα» κάποιον δικό τους πάνω στα καλύτερά του και στα
πιο δημιουργικά του χρόνια, υπάρχει και η άλλη πλευρά, με τον κάθε
Μαθουσάλα που καταδικάστηκε να ζει χωρίς να λέει να τα τινάξει, λες και
απεργούνε γι' αυτόν οι αρμόδιοι της Αχερουσίας.
Σε μεγάλη φόρμα ήταν ο παππούς, αναπτύσσοντας την κοσμοθεωρία πως η μακροβιότης είναι μια τιμωρία με την οποία ο Θεός τιμωρεί τους αμαρτωλούς. Και εξηγεί ότι γενικά ο άνθρωπος γεννιέται, ζει, μεγαλώνει και πεθαίνει μέσα σε ένα «κοινωνικό κουκούλι», το κουκούλι της γενιάς του. Έτσι και εγώ -λέει ο παππούς- ζω υπερήλικας μέσα στο κουκούλι της δικιάς μου γενιάς. Μπορεί κάποτε τα κουκούλια, με τους ανθρώπους που περιείχαν, να μοιάζανε μεταξύ τους, καθώς οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τα ίδια ήθη, τις ίδιες αξίες και τα ίδια ιδανικά. Τώρα όλα άλλαξαν. Ζώντας τη φρικτή μοναξιά μου, στο τρύπιο μου, ερειπωμένο παλαιικό κουκούλι, κουβεντιάζω, αν βρεθεί συνομιλητής, αλλά κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέω. Μόλις ανοίξω το στόμα μου ακούω το στερεότυπο «τι μας τσαμπουνάς, ρε γέρο». Αλλά ούτε κι εγώ καταλαβαίνω τη χυδαία γλώσσα που μιλάνε αυτοί. Βγαίνω στον δρόμο να πάρω λίγο αέρα κι ακούω γνωστούς να αναρωτιούνται γεμάτοι απορία: «Μωρ' ζει αυτός ακόμα;».
Είναι και οι ευγενέστεροι, που μου λένε: «Εσύ θα μας θάψεις όλους…». Με δυο λόγια, είμαι ένα σκουπίδι, ένα βάρος της γης. Κανένας τους δεν καταλαβαίνει πως ο γέρος θέλει αγάπη, λίγη στοργή. Του λείπει η συντροφιά, η επικοινωνία. Ατέλειωτες είναι οι ώρες που δεν περνούν και μοναχά οι μαύρες σκέψεις, που ποτέ δεν αδρανούν, σού τρώνε το «είναι». Νοσταλγείς, ματαίως, να ακούσεις τον λόγο τον καλό. Μια λέξη γεμάτη ζεστασιά, ένα χάδι στα αφτιά σου, μα το μόνο που ακούς είναι η φρικτή λέξη: «υπομονή».
Σου επιβάλλουν να ξεχάσεις πως όταν ήσουνα μωρό ερχότανε σιμά στο κρεβατάκι σου ο δικός σου ο παππούς και σου έλεγε παραμύθια, που κανένας δεν τολμά σήμερα να ξεστομίσει.
Σου μιλούσε για την κόκκινη μηλιά και πως «με χρόνια με καιρούς πάλιν δικιά μας θα 'ναι!». Σου έλεγε για τον στρατό μας, που «πολεμούσε για του Χριστού την πίστη την αγία», και ακόμα σου διηγούνταν για την Αγιά Σοφιά και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, που θα κοιμάται μέχρι την ώρα την καλή. Και με συγκίνηση αναφερόταν στο θωρηκτό Αβέρωφ, τότε που έριξε άγκυρα κάτω από το Σεράι του Σουλτάνου στην Πόλη. Του μιλούσε για το «κρυφό σχολειό», με τον γέρο τον παπά με το τριμμένο ράσο, που δίδασκε κρυφά στα παιδιά πατριδογνωσία, και όταν πια βάραιναν τα βλέφαρα του μωρού, το νανούριζε τραγουδώντας «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σχολειό / να μαθαίνω γράμματα…».
Τα θυμάται ο παππούς και δακρύζει ψιθυρίζοντας: «Είναι στ' αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι».
Σε μεγάλη φόρμα ήταν ο παππούς, αναπτύσσοντας την κοσμοθεωρία πως η μακροβιότης είναι μια τιμωρία με την οποία ο Θεός τιμωρεί τους αμαρτωλούς. Και εξηγεί ότι γενικά ο άνθρωπος γεννιέται, ζει, μεγαλώνει και πεθαίνει μέσα σε ένα «κοινωνικό κουκούλι», το κουκούλι της γενιάς του. Έτσι και εγώ -λέει ο παππούς- ζω υπερήλικας μέσα στο κουκούλι της δικιάς μου γενιάς. Μπορεί κάποτε τα κουκούλια, με τους ανθρώπους που περιείχαν, να μοιάζανε μεταξύ τους, καθώς οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τα ίδια ήθη, τις ίδιες αξίες και τα ίδια ιδανικά. Τώρα όλα άλλαξαν. Ζώντας τη φρικτή μοναξιά μου, στο τρύπιο μου, ερειπωμένο παλαιικό κουκούλι, κουβεντιάζω, αν βρεθεί συνομιλητής, αλλά κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέω. Μόλις ανοίξω το στόμα μου ακούω το στερεότυπο «τι μας τσαμπουνάς, ρε γέρο». Αλλά ούτε κι εγώ καταλαβαίνω τη χυδαία γλώσσα που μιλάνε αυτοί. Βγαίνω στον δρόμο να πάρω λίγο αέρα κι ακούω γνωστούς να αναρωτιούνται γεμάτοι απορία: «Μωρ' ζει αυτός ακόμα;».
Είναι και οι ευγενέστεροι, που μου λένε: «Εσύ θα μας θάψεις όλους…». Με δυο λόγια, είμαι ένα σκουπίδι, ένα βάρος της γης. Κανένας τους δεν καταλαβαίνει πως ο γέρος θέλει αγάπη, λίγη στοργή. Του λείπει η συντροφιά, η επικοινωνία. Ατέλειωτες είναι οι ώρες που δεν περνούν και μοναχά οι μαύρες σκέψεις, που ποτέ δεν αδρανούν, σού τρώνε το «είναι». Νοσταλγείς, ματαίως, να ακούσεις τον λόγο τον καλό. Μια λέξη γεμάτη ζεστασιά, ένα χάδι στα αφτιά σου, μα το μόνο που ακούς είναι η φρικτή λέξη: «υπομονή».
Σου επιβάλλουν να ξεχάσεις πως όταν ήσουνα μωρό ερχότανε σιμά στο κρεβατάκι σου ο δικός σου ο παππούς και σου έλεγε παραμύθια, που κανένας δεν τολμά σήμερα να ξεστομίσει.
Σου μιλούσε για την κόκκινη μηλιά και πως «με χρόνια με καιρούς πάλιν δικιά μας θα 'ναι!». Σου έλεγε για τον στρατό μας, που «πολεμούσε για του Χριστού την πίστη την αγία», και ακόμα σου διηγούνταν για την Αγιά Σοφιά και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, που θα κοιμάται μέχρι την ώρα την καλή. Και με συγκίνηση αναφερόταν στο θωρηκτό Αβέρωφ, τότε που έριξε άγκυρα κάτω από το Σεράι του Σουλτάνου στην Πόλη. Του μιλούσε για το «κρυφό σχολειό», με τον γέρο τον παπά με το τριμμένο ράσο, που δίδασκε κρυφά στα παιδιά πατριδογνωσία, και όταν πια βάραιναν τα βλέφαρα του μωρού, το νανούριζε τραγουδώντας «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σχολειό / να μαθαίνω γράμματα…».
Τα θυμάται ο παππούς και δακρύζει ψιθυρίζοντας: «Είναι στ' αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι».
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου