ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Θα
σε πάρω να φύγουμε...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Ο Έλληνας σήμερα είναι
κοσμογυρισμένος. Το δουκάτο του Λουξεμβούργου το γνωρίζει καλύτερα από την
κουζίνα του σπιτιού του. Ξέρει πώς ανεβαίνουν στον Άγιο Μαρίνο, πού θα παρκάρει
στο Νάρβικ της Νορβηγίας και ποια μπυραρία να προτιμήσει στην όχθη της λίμνης Τίτιζε
στον Μέλανα Δρυμό. Θα σου περιγράψει το πέρασμα του Άγιου Γοτθάρδου. Με δύο
λόγια, παίζει στα δάχτυλα την Ευρώπη - ούτε ο Τόμας Κουκ να ήταν…
Και όμως, κάποια χρόνια
πρωτύτερα, ο ίδιος αυτός Έλληνας ούτε την Ελλάδα δεν ήξερε και οι μόνες
γεωγραφικές του γνώσεις ταυτίζονταν με τα προϊόντα που παρήγαγε ο κάθε τόπος.
Το Άργος, να πούμε, σήμαινε πεπόνια, ο Βόλος μήλα φιρίκια, στην Υπάτη φτιάχνανε
τραχανά, και στα Φάρσαλα χαλβά Φαρσάλων. Ουαί και αλλοίμονο αν μαθευόταν τότε
πως πας ταξίδι.
Οι παραγγελίες πέφτανε
βροχή. Σε πιάνανε, π.χ., και σου λέγανε: «Να μου φέρεις σουτζούκια από το
Σουφλί. Φέρε μου τουτουμάκια, δηλαδή χυλοπίτες, από την Αμαλιάδα, σύγκλινο από
τη Σπάρτη, πορτοκάλια από την Πρέβεζα, αυγοτάραχο από το Μεσολόγγι. Και χαλβά
από τα Φάρσαλα». Και ξεποδαριαζόσουνα, και ξεπαραδιαζόσουνα, και γινόσουνα
χαμάλης για να εκτελέσεις τις παραγγελίες, άσε που ούτε ένα «ευχαριστώ» δεν
άκουγες, ούτε ρώταγαν ποτέ πόσο κάνει; Τα χρόνια εκείνα, οι μόνοι που ταξίδευαν
ήσαν οι παραγγελιοδόχοι και οι νεοσύλλεκτοι, που καλούνταν να καταταγούν σε
κάποιο κέντρο εκπαιδεύσεως μιας πόλης της επαρχίας.
Οι ταξιδιάρηδες πλασιέδες,
φτάνοντας ύστερα από οκτώ ή και παραπάνω ώρες ταξίδι σε κάποια κωμόπολη, αμέσως
πήγαιναν να κλείσουν δωμάτιο στο ξενοδοχείο που λεγόταν «των εμπόρων» ή Hotel
«Ερμής». Τους κοιτούσε καχύποπτα ο ξενοδόχος σαν να ήσαν φυγόδικοι και ύστερα
από λογική ανάκριση τους έκλεινε δωμάτιο, που ενίοτε τα σεντόνια του ήτανε
καθαρά.
Μετά ερχόταν η καμαριέρα
και ρωτώντας εάν θέλουν κι άλλη κουβέρτα εξακρίβωνε αν έχουνε γνωστούς στην
πόλη. Εάν από γνωριμίες ήσαν καθαροί, τους ενέπνεε ακάθαρτες σκέψεις και τελικά
τους όρκιζε να είναι εχέμυθοι, επειδή οι δικοί τους είναι πουριτανοί και δεν
σηκώνουνε ατιμίες…
Έκτοτε τα πράματα και οι
συνθήκες αλλάξανε. Έγιναν αυτοκινητόδρομοι. Αποκτήσανε όλοι ένα και δύο
αυτοκίνητα. Χτίστηκαν ξενοδοχεία και άλλα ανακαινίστηκαν, τα δε ταξίδια έγιναν
απολύτως προσιτά. Καβαλάς το αεροπλάνο για ψύλλου πήδημα, να πούμε, και ώσπου
να πεις κύμινο βρίσκεσαι στο Δελχί, στη Νέα Υόρκη ή στο Τιμπουκτού. Πάει η
εποχή που πέταξε για πρώτη φορά αεροπλάνο πάνω από το χωριό και το είδαν οι
χωριάτες και κατατρόμαξαν.
Αλλά τους καθησύχασε ο
δάσκαλος όταν συγκεντρώθηκαν στο καφενείο, όπου τους εξήγησε πως είναι «ή πουλί
του Θεού, που το έσκασε από τον παράδεισο, ή οχτακοσίων χρονών κουνούπι...».
Και στον Ρωμιό, που προόδευσε και έγινε κοσμοπολίτης, τα επιτακτικά «φέρε μου»
σταμάτησαν, μιας και το πιο απίθανο γέννημα από κάποιο άγνωστο κουτσοχώρι το
βρίσκει στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς του.
Στα χρόνια της χούντας
κυκλοφορούσε ένα τραγουδάκι που ο στίχος του έλεγε: «Μάνα μου, τον γιόκα σου
τον στείλανε ταξίδι». Το τραγουδούσε στις μπουάτ κάποιος οργισμένος καλλιτέχνης
με μαλλιαδούρα ίσα με ένα δάσος στο κεφάλι και τα μπιζαρίσματα έπεφταν βροχή.
Όμως δεν έγινε ποτέ σουξέ, ούτε και γυρίστηκε σε δίσκο, ίσως επειδή την επομένη
στην μπουάτ έμπαινε λουκέτο και ο οργισμένος καλλιτέχνης με τη μαλλιαδούρα
εξαφανιζόταν από την πιάτσα. Πάντως προσωπικά είχα την αίσθηση πως το τραγούδι
γράφτηκε για εμένα, μιας και όταν προγραμματίζανε εκδρομή, εκείνο «…τον
στείλανε ταξίδι» ερχόταν γάντι στην περίπτωσή μου, καθώς μόνον οι φυσιολάτρες
και άλλοι κουζουλοί λένε «ωραίο πράμα» τις εκδρομές.
Παρά ταύτα, αποφασίστηκε
να περάσουμε εφέτος το Πάσχα στην Καστοριά. Σήμερα, με την «Εγνατία», το ταξίδι
από τη Θεσσαλονίκη στην Καστοριά είναι ένας γοητευτικός περίπατος.
Ο δρόμος με τα συχνά και
αλλεπάλληλα τούνελ διατρέχει τις άλλοτε δυσπρόσιτες κακοτοπιές με απόλυτη
ασφάλεια. Και υπάρχουνε σημεία που είναι τόσο ψηλά πάνω στο βουνό, που θαρρείς
πως βρίσκεσαι σε αεροπλάνο. Μια περίφραξη με πυκνό συρματόπλεγμα εξασφαλίζει
από παρείσακτους το άβατο του αυτοκινητοδρόμου, διότι στην περιοχή κυκλοφορούνε
αρκούδες και αρκουδόπουλα, που, σαν να είναι «γιωταχήδες», αγνοούνε και τους
στοιχειώδεις κανόνες οδικής συμπεριφοράς.
Έτσι φορτώσαμε τα
μπαγκάζια στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Η θεία Σουμέλα, που κρυφοκοίταγε πίσω
από τις κουρτίνες, πετάχτηκε στο παράθυρο φωνάζοντας «να φέρετε φασόλια από την
Καστοριά…», ενώ ο θείος Αγαμέμνων, που ‘χε πλακώσει αξημέρωτα τα τσίπουρα,
σιγοντάριζε: «Και μπούκοβο. Να μην ξεχάσουν να φέρουν μπούκοβο…».
Πάντοτε εκτός εποχής
βρίσκεται αυτό το ζευγάρι.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου