Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Ayan Rand, η συγγραφέας που λάτρευε τον καπιταλισμό


Η καλτ της Άυν Ραντ



Ayan Rand
η συγγραφέας που λάτρευε τον καπιταλισμό

Το μυθιστορημα της «Ο Άτλας επαναστάτησε», που μεταφράστηκε και στα ελληνικά, έχει επιλεγεί από πάμπολλους Αμερικανούς αναγνώστες ως το σημαντικότερο της ζωής τους. Ποια είναι αυτή η γυναίκα που θαυμάζεται τόσο στις ΗΠΑ;

Της ΓΩΓΩΣ ΚΑΡΚΑΝΗ

Όταν ρωτήθηκε από το περιοδικό Playboy γιατί φορούσε στο πέτο της καρφίτσα με το σήμα τοπ δολαρίου, η Ραντ απάντησε ότι είχε διαλέξει το σύμβολο μιας «ελεύθερης χώρας και άρα το σύμβολο κάθε ελεύθερου πνεύματος». Αρκετά χρόνια αργότερα ένα δολάριο τεράστιων διαστάσεων στόλισε την κηδεία της...
Η Αϊν Ραντ μετανάστευσε στις ΗΠΑ από τη σοβιετική Ρωσία το 1926. Είχε ελάχιστες γνώσεις αγγλικών αλλά και τη φιλοδοξία να γίνει συγγραφέας και ιδρύτρια μιας καπιταλιστικής ουτοπίας. Κατάφερε εν μέρει το πρώτο: δεν κέρδισε ποτέ την αποδοχή των έγκριτων κριτικών, αλλά απέκτησε φανατικό κοινό. Μάλιστα σε δημοσκόπηση που διεξήχθη το 1991 από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και την αναγνωρισμένη λέσχη ανάγνωσης Book-of-the Month οι Αμερικανοί αναγνώστες αποφάνθηκαν ότι το μυθιστόρημα της «O Ατλας επαναστάτησε» είναι το δεύτερο σημαντικότερο βιβλίο μετά τη Βίβλο. Με  αφορμή την κριτική αυτή προσπαθήσαμε να αντλήσουμε περισσότερα στοιχεία για την προσωπικότητα και το έργο της από τη βιογραφία «Ayn Rand and the world she made» της δημοσιογράφου Αν Χέλερ.



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΔΟΣ: ΔΥΣΗ

Από τότε που ονομαζόταν Αλίσα Ζινόβιεβνα Ρόζενμπαουμ η Αϊν Ραντ μισούσε τη Ρωσία και τον κομμουνισμό. Ίσως επειδή γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1905, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία ο αντισημιτισμός βρισκόταν σε έξαρση στην πατρίδα της. Αυτό το μίσος παγιώθηκε πάντως στα 12 χρόνια της μελλοντικής συγγραφέως, όταν το φαρμακείο του πατέρα της λεηλατήθηκε από τον στρατό των μπολσεβίκων και η ευυπόληπτη οικογένεια κατέφυγε φτωχή και πεινασμένη στην Κριμαία, που τότε βρισκόταν στην κατοχή του Λευκού Στρατού.
Η Αλίσα επέστρεcε στη γενέτειρα πόλη της λίγα χρόνια αργότερα, εντάχθηκε στην πρώτη φουρνιά Ρωσίδων που μπήκαν στο πανεπιστήμιο και άρχισε να σπουδάζει ιστορία, φιλοσοφία και κινηματογράφο. Έτσι ανακάλυψε στη μεγάλη οθόνη τον κόσμο της Αμερικής, τον μοναδικό, όπως ένιωσε, στον οποίο θα μπορούσε να ζήσει. Ύστερα η επιστολή μιας θείας από το Σικάγο έδωσε στη νεαρή Ρωσοεβραία τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί ένα παραθυράκι του σοβιετικού νόμου και να φύγει στα 21 της για τις ΗΠΑ. Μόλις πάτησε το πόδι της εκεί, άλλαξε μάλιστα το όνομα της σε Αϊν Ραντ, καθώς πίστευε ότι έτσι θα γλίτωνε από πολλές οχλήσεις της Αμερικανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης όταν θα έληγε η βίζα της.
Πώς απέφυγε τα μπλεξίματα με τον νόμο; Μετά από ολιγόμηνη παραμονή στο Σικάγο, πήγε στο Χόλιγουντ και εκεί-τη δεύτερη μόλις μέρα της-γνώρισε υπό απροσδιόριστες συνθήκες τον Σέσιλ Ντε Μιλ. Σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, ο διάσημος σκηνοθέτης πέρασε τυχαία από δίπλα της με το αυτοκίνητο, σταμάτησε, κουβέντιασε μαζί της, έμαθε ότι η άγνωστη κοπέλα έψαχνε για δουλειά και την πήρε μαζί του στο στούντιο. Σύμφωνα με μια πιο πειστική εκδοχή, η Ραντ προσέγγισε τον Ντε Μιλ. Σε κάθε περίπτωση, η νεαρή τυχοδιώκτρια προσελήφθη ως κομπάρσος και βοηθός σεναριογράφου, kai γνώρισε τον ηθοποιό Φρανκ Ο'Κόνορ στα γυρίσματα της ταινίας «Ο βασιλεύς των βασιλέων» (1927) και τον παντρεύτηκε το 1929, λίγο πριν από τη λήξη της βίζας της.

Με τον σύζυγό της Φρανκ Ο΄Κοννορ


ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Κανένα από τα πρώτα κινηματογραφικά σενάρια της δεν έγινε ταινία, αλλά ένα έργο της ανέβηκε το 1934 στο θέατρο, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και έκανε έναν παραγωγό να προτείνει ανέβασμα στο Μπρόντγουεϊ. Ετσι οι Ο'Κόνορ μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη και εκεί η Ραντ έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα και το μοναδικό που εκτυλίσσεται στη Ρωσία, το «Εμείς οι ζωντανοί». Το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά το 1936 και εξασφάλισε ένα καλό κομπόδεμα στη συγγραφέα, προκειμένου να αφοσιωθεί στη δημιουργία του δευτέρου μυθιστορήματος της «Κοντά στον ουρανό» («The fountainhead »). Για να προλάβει μάλιστα την προθεσμία που είχε τεθεί από τον εκδοτικό οίκο, άρχισε να παίρνει αμφεταμίνες, οι οποίες τον πρώτο καιρό τη βοήθησαν να δουλεύει ακούραστα-μάλιστα μια φορά δεν σταμάτησε να γράφει επί 30 ώρες-αλλά μακροπρόθεσμα την έκαναν πολύ ευερέθιστη.
Το μυθιστόρημα «Κοντά στον ουρανό» είναι μια αλληγορία για τη δύναμη της ατομικής βούλησης: στο κέντρο του έχει τον υπερήρωα Χάουαρντ Ρόαρκ, έναν αρχιτέκτονα που τα βάζει με τους κομφορμιστές και τους μηχανορράφους που στέκονται εμπόδιο στην υλοποίηση των πρωτοποριακών αρχιτεκτονικών σχεδίων του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1943 και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις - από έκπληξη μέχρι εχθρότητα. Πάντως οι πωλήσεις του έφτασαν σε τέτοιο ύψος, ώστε η εταιρεία Warner Bros πρόσφερε στη Ραντ παχυλή αμοιβή για την απόκτηση των κινηματογραφικών δικαιωμάτων και συμβόλαιο που προέβλεπε ότι το σενάριο θα γραφόταν από τη συγγραφέα. Έτσι το ζεύγος Ο'Κόνορ επέστρεψε στην Καλιφόρνια μετά βαΐων και κλάδων και αγόρασε το ράντσο που είχε στεγάσει τον έρωτα της Μαρλέν  Ντίτριχ και του σκηνοθέτη Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ.



ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΑ ΠΑΘΗ

Η Ραντ εκμεταλλεύτηκε τη φήμη που είχε αποκτήσει ως συγγραφέας, δίνοντας διαλέξεις κατά του κομμουνισμού. Στο Χόλιγουντ, μάλιστα, η προσπάθεια της να τον πατάξει πήρε διαστάσεις σταυροφορίας. Κατ' αρχάς ίδρυσε μαζί με τον Γουόλτ Ντίσνεϊ, τον Τζον Φορντ και άλλους τη -σφόδρα αντικομμουνιστική- Ένωση Κινηματογραφιστών για τη Διατήρηση των Αμερικανικών Ιδεωδών. Επίσης συνέταξε έναν οδηγό για κινηματογραφικούς παράγωγους, προκειμένου να τους «προστατεύσει» από επιρροές της Αριστεράς. Τέλος, το 1948 υπέδειξε πρόθυμα στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών ταινίες που θεωρούσε ότι είχαν κομμουνιστικό προσανατολισμό και συνέβαλε στη φυλάκιση δέκα δημιουργών.
Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου «Κοντά στον ουρανό» βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες το 1949 (στην Ελλάδα το φιλμ διανεμήθηκε με τον τίτλο «Χαλύβδινες ψυχές») με πρωταγωνιστή τον Γκάρι Κουπερ, αλλά δεν συγκίνησε ούτε το κοινό ούτε την κριτική. Ωστόσο το μυθιστόρημα είχε μέχρι τότε διαβαστεί από δέκα εκατομμύρια Αμερικάνους! Ένας δε από αυτούς, ο 19χρονος Νέιθαν Μπλουμενταλ, αφού το διάβασε γύρω στις 40 φορές, βρήκε το θάρρος να στείλει επιστολή θαυμασμού στην αγαπημένη του συγγραφέα. Και δικαιώθηκε: η Ραντ εντυπωσιάστηκε τόσο από την ευστοχία των σχολίων του, ώστε του τηλεφώνησε και τον προσκάλεσε στο ράντσο της.


 Gary Cooper and Ayn Rand.

Στα 45 της η Ραντ ήταν ακριβοντυμένη και λαμπερή. Είχε κοντά μαύρα μαλλιά σε στυλ '20s και περιφερόταν με την αναγνωρισιμότητά της σαν αόρατο στέμμα. Ήταν όμως και βαθιά ανικανοποίητη από τον γάμο της, καθώς ο Φρανκ αδυνατούσε να την καλύψει σε πολλά επίπεδα- ήταν υποτονικός εραστής, άβουλος χαρακτήρας, αδέξιος συνομιλητής. Η Ραντ απολάμβανε λοιπόν να φλερτάρει τους άντρες που την περικύκλωναν για να επιχειρηματολογήσουν επάνω στις προκλητικές απόψεις της.
Διόλου τυχαία, στην πρώτη της συνάντηση με τον Νέιθαν η συζήτηση τους διήρκεσε πάνω από εννιά ώρες, με αποτέλεσμα ο νεαρός θαυμαστής να φύγει από το ράντσο στις πεντέμισι το πρωί. Μια εβδομάδα αργότερα εκείνος επέστρεψε, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από την όμορφη φίλη Μπάρμπαρα Γουίντμαν, η οποία αργότερα έγινε ερωμένη του και τελικά σύζυγος του. Όσο για τη Ραντ, δέθηκε τόσο με το νεαρό ζευγάρι, ώστε κατέληξε να το ορίζει ως «τα παιδιά». Έχρισε μάλιστα τον Νέιθαν προστατευόμενο και πνευματικό κληρονόμο της. Όταν λοιπόν «τα παιδιά» πήγαν στη Νέα Υόρκη για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, η Ραντ δεν άντεξε την απουσία τους και έσυρε τον Φρανκ πίσω στο Μεγάλο Μήλο. Εκεί ο Νέιθαν και η Μπάρμπαρα εγκατέστησαν γύρω από τη Ραντ θαυμαστές που κρέμονταν από τα χείλη της καθώς εκείνη τους ανέλυε τη φιλοσοφία της. Αργότερα (1954) ο Νέιθαν Μπλουμενταλ άλλαξε το όνομα του σε Ναθάνιελ Μπράντεν. Έγινε Ναθάνιελ για να πάρει τα χαρίσματα ενός χαρακτήρα του τότε εν προόδω μυθιστορήματος της Ραντ «Ο Άτλας επαναστάτησε» και Μπράντεν λόγω της εβραϊκής φράσης «Μπεν Ραντ» που σημαίνει «Ο γιος της Ραντ». Λίγες ημέρες μετά ο «γιος» έγινε εραστής της κατά 25 χρόνια μεγαλύτερης του «μητέρας». Οι δυο τους ομολόγησαν μάλιστα τον έρωτά τους στον Φρανκ και στην Μπάρμπαρα και ζήτησαν την άδεια να συνευρίσκονται ερωτικά δυο φορές την εβδομάδα. Επιπλέον, χρησιμοποίησαν το επιχείρημα «η ζήλια είναι παράλογη και εμείς, οι ανώτεροι άνθρωποι, είμαστε υπεράνω αυτής». Τότε ο σύζυγος της Ραντ και η σύζυγος του Μπράντεν συναίνεσαν, αλλά σύντομα παρουσίασαν ενδείξεις ψυχικού κόστους: ο Φρανκ έγινε αλκοολικός και η Μπάρμπαρα άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού.



Η ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΗ ΡΑΝΤ

Η Ραντ, από την άλλη, ζούσε το όνειρο της. Μαζί με τον εραστή της ονόμασε το σύστημα των ιδεών της αντικειμενισμό (objectivism) και αποφάσισε να το διαδώσει με τη συγκρότηση ενός ιδρύματος, του Nathaniel Branden Institute (ΝΒΙ), στο οποίο ο Μπράντεν θα παρέδιδε διαλέξεις. Ευτυχώς για κείνη, ο μαθητής αποδείχτηκε δεινός ρήτορας και γρήγορα προσέλκυσε πλήθος ακροατών. Στο τέλος κάθε διάλεξης έπαιρνε λοιπόν τη σκυτάλη η Ραντ και απαντούσε με άνεση στις ερωτήσεις του καλά ρυθμισμένου κοινού.
Την ίδια εποχή (1957) ολοκλήρωσε το τρίτο μυθιστόρημα της «Ο Ατλας επαναστάτησε» («Atlas shrugged»), το οποίο θεωρείται σήμερα το πιο αντιπροσωπευτικό της. Σε 1.168 σελίδες η Ραντ έπλασε μια κοινωνία που στενάζει από τον κρατικό παρεμβατισμό και αναγκάζει τα πιο δημιουργικά (και βεβαίως επιτυχημένα) μέλη της να δραπετεύσουν σε μια ερημική κοιλάδα, προκειμένου να δημιουργήσουν τη δική τους ουτοπία. Ο δε κεντρικός ήρωας (Τζον Γκαλτ) πλέκει σε μια πολυσέλιδη ομιλία του το εγκώμιο του καπιταλισμού.


Παρ' ότι η Ραντ ήταν άθεη, υπερασπιζόταν τις ιδέες της με θρησκευτικό πάθος. Όταν λοιπόν ένας επιμελητής τόλμησε να της προτείνει να περιορίσει την έκταση της ομιλίας του Γκαλτ, η συγγραφέας είπε: «θα κόβατε τη Βίβλο;». Στο μεταξύ το ίδρυμα ΝΒΙ είχε ήδη μετατραπεί σε άτυπη αίρεση. Κατ' αρχάς, όσοι δήλωναν συμμετοχή στις διαλέξεις έπρεπε να δηλώσουν γραπτώς την πίστη τους στο δόγμα του Γκαλτ. Και όσοι τολμούσαν στη συνέχεια να ψελλίσουν την παραμικρή διαφωνία αποπέμπονταν πάραυτα. Ένας δημοσιογράφος που βρέθηκε σε διάλεξη του ΝΒΙ έγινε δε μάρτυρας της ακόλουθης σκηνής: όταν ένας άντρας υπέβαλε στη Ραντ ένα ερώτημα που τη δυσαρέστησε, εκείνη τον κατακεραύνωσε για αρκετά λεπτά αποκαλώντας τον «απατεώνα» και παράλληλα οι θαυμαστές της δεν έπαψαν να την παρακολουθούν αμέτοχοι. Ο ίδιος δημοσιογράφος περιέγραψε τη Ραντ ως σύγχρονη ιέρεια, λόγω της ικανότητας της να υπνωτίζει το πλήθος.
Ο «Ατλας» της πάντως επικρίθηκε άγρια από τον Τύπο. Οι βιβλιοκριτικοί εστίασαν στις αφοριστικές δηλώσεις του βιβλίου και εξόρισαν τη συγγραφέα από τους κόλπους της έλλογης Δεξιάς. Η δε αλαζονεία της Ραντ δεν βοήθησε στη δημόσια εικόνα της. Με κάθε ευκαιρία πρόβαλλε τη βεβαιότητα ότι κατείχε την αλήθεια και δεν δίσταζε να επιτίθεται στους «αντιφρονούντες» με γραφικό τρόπο - τους αποκαλούσε μυστικιστές, βαρβάρους, κακοποιούς, επαίτες, παράσιτα, φαφλατάδες, κοράκια, ανθρώπους των σπηλαίων, κυνηγούς κεφαλών. Παρ' όλα αυτά, το καινούργιο μυθιστόρημα της σκαρφάλωσε στα ευπώλητα της εφημερίδας New York Times και εγκαταστάθηκε εκεί για επτά ολόκληρους μήνες.



Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΚΑΙ Η ΟΡΓΗ

Το διάστημα 1958-1963 η Ραντ πέρασε μια περίοδο κλινικής κατάθλιψης -ενδεχομένως και εξαιτίας της μακροχρόνιας χρήσης ψυχοδιεγερτικών φαρμάκων- και εκείνη την εποχή έκοψε εντελώς τις ερωτικές επαφές της με τον Μπράντεν. Όταν ανάρρωσε, άρχισε να πιέζει τον Μπράντεν να ξαναγίνει εραστής της, αλλά πολλά είχαν πλέον αλλάξει. Εκείνη ήταν 58 ετών. Εκείνος ήταν 33 και είχε μόλις μπει σε νέες εξωσυζυγικές περιπέτειες, με ένα 23χρονο μοντέλο. Προσπάθησε λοιπόν να την αποφύγει επινοώντας διάφορες δικαιολογίες. Η Ραντ συνέχισε ωστόσο την πολιορκία και έτσι το 1968 ο Μπράντεν, όταν οι δικαιολογίες του είχαν πλέον στερέψει, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η ηλικιακή διαφορά τον εμπόδιζε να ανταποκριθεί σεξουαλικά. Η Ραντ έγινε τότε έξω φρενών. Σύντομα πληροφορήθηκε δε την ύπαρξη του μοντέλου, έκοψε αμέσως κάθε επαφή με τον Μπράντεν και διέλυσε το ΝΒΙ. Στη συνέχεια οι οπαδοί του αντικειμενισμού κλήθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα στους δύο ηγέτες του και περιέργως ο κύκλος της Ραντ έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο να περιλαμβάνει πέντε-έξι πιστούς οπαδούς.


Τα επόμενα χρόνια η Αϊν Ραντ δεν ξεπέρασε ποτέ την προδοσία από τον πρώην προστατευόμενο της. Σταδιακά αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή και εγκατέλειψε τη συγγραφή. Τα τελευταία χρόνια της περιορίστηκε στο να γράφει πύρινα άρθρα ενάντια στους χίπις, στην επιδότηση των φτωχών, στην κρατική χρηματοδότηση της τέχνης, στις διεθνείς αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας.
Πέθανε στις 6 Μαρτίου του 1982, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Φρανκ Ο' Κόνορ. Μέχρι τέλους δεν ενέδωσε ούτε στιγμή στη μετριοπάθεια. Όπως συνήθιζε να λέει: «Μαζί με εμένα θα τελειώσει και ο κόσμος».  
Τα μυθιστορήματα της Αϊν Ραντ «Εμείς οι ζωντανοί», «Κοντά στον ουρανό», «Ο Άτλας επαναστάτησε» έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
ΓΥΝΑΙΚΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια: