Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Ειρήνης Οράτη : Η Αθήνα του Σπύρου Βασιλείου




Η Αθήνα του Σπύρου Βασιλείου

Γράφει η Ειρήνη Οράτη
Ιστορικός Τέχνης

Το ημερολόγιο του 2001 της Ολυμπιακής Αεροπορίας ήταν αφιερωμένο στην Αθήνα, και πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα, όπως τη ζωγράφισε ο Σπύρος Βασιλείου (1902-1985). Είναι η πόλη που ο ζωγράφος αγάπησε κι αποθανάτισε περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα καλλιτέχνη.
Η Ολυμπιακή Αεροπορία, η εταιρεία που άνοιξε τα φτερά της πετώντας πάνω από την Αθήνα, πλησίασε μ' ευαισθησία τα έργα του δημιουργού, που την περιγράφουν κι επέλεξε με γνώση και σεβασμό, εκείνα που καθρεφτίζουν την πόλη και τις λεπτομέρειες της.
Ο Δημήτρης Τσίτουρας, αγαπημένος φίλος και συνεργάτης τον Σπύρου Βασιλείου ανέλαβε τη συνολική επιμέλεια κι επιλογή των έργων του ημερολογίου, πραγματώνοντας έτσι αποτελεσματικά τις αρχικές σκέψεις κι αποφάσεις.
Ο Σπύρος Βασιλείου ανήκει στους δημιουργούς, που βίωσαν τις μεγάλες πολιτισμικές αλλαγές του μεσοπολέμου και δημιούργησαν ένα καλλιτεχνικό ρεύμα, το οποίο στηρίζεται στην ελληνική παράδοση, αλλά ταυτόχρονα και στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Στην προσπάθεια τους να συνθέσουν επιρροές τόσο αντίθετες μεταξύ τους, έδωσαν στην τέχνη τους μια προωθητική δύναμη, που επηρέασε άμεσα τη μεταπολεμική αισθητική και διαμόρφωσε καταλυτικά για περισσότερα από τριάντα χρόνια την αντίληψη για τη νεότερη τέχνη στην Ελλάδα.    
Η παρουσία του έχει σημαδέψει το μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα. Τα δεκαπέντε χρόνια, που μεσολάβησαν από το θανατά του, το 1985, προσφέρουν το χρονικό περιθώριο, το οποίο απαιτείται για αντικειμενικότερη αξιολόγηση τον συνολικού του έργου, που εκτείνεται σε διάρκεια μεγαλύτερη των εξήντα ετών. Ο όγκος της παραγωγής του Βασιλείου είναι εντυπωσιακός κι απίστευτη η ποικιλία των εκφραστικών μέσων, που χρησιμοποίησε.


Η απόπειρα να μελετήσει κανείς το πολύμορφο έργο του Βασιλείου μοιάζει με ατελείωτο παιχνίδι, αφού το έργο του, καταλυτικό κι απόλυτα ελληνοκεντρικό, έπαιξε με τις εντυπώσεις αγαπημένων θεμάτων σε πίνακες ταυτισμένους με την αθωότητα, τις αποθηκευμένες παιδικές μνήμες, τη γεμάτη ευαισθησία πρόκληση για μεταφορά σε ιδεατές πραγματικότητες.
Πολυδιάστατος και παροδικότατος, με αδιάκοπη δημιουργία, είναι, ίσως, ο πιο εύκολα αναγνωρίσιμος καλλιτέχνης της νεοελληνικής ζωγραφικής. Από τη φύση του άνθρωπος αισιόδοξος, συνδύαζε δύο παραμέτρους, που σπάνια συνυπάρχουν: τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή με την αδιάκοπη δημιουργική δουλειά. Άτομο κοινωνικό και ευπροσήγορο, με πλήρη συμμετοχή στα κοινά, κατάφερνε, ταυτόχρονα, να δουλεύει πάντα με μεγάλο κέφι, χωρίς ποτέ ν' αναγκαστεί να υποβιβάσει την ποιότητα του καλλιτεχνικού του έργου. Στους πίνακες του φωτογραφίζεται η οικογένεια, οι φίλοι, οι επέτειοι, οι λαϊκές γιορτές, οι θρησκευτικές συνήθειες, όλα ιδωμένα με την αίσθηση της δικής τον συμμετοχής και γι' αυτό, σε πολλά έργα του, ζωγραφίζει και τον ίδιο του τον εαυτό.

Δεν είναι μόνο το πλήθος των έργων, η ποικιλία απεικονίσεων κάθε είδους, το κέφι του να πειραματίζεται επιλεκτικά με νέες τεχνικές και να ενστερνίζεται τις καινοτομίες με τρόπο, που μόνο εκείνος γνώριζε. Είναι πάνω απ' όλα η καθαρή, ανεπηρέαστη ματιά του, που παρέμεινε διαφανής και πεισματικά ιδιαίτερη, καθώς και η ικανότητα του να φιλτράρει την επικαιρότητα και να την αναγάγει σε προσωπική ποίηση.
Η Αθήνα εμφανίζεται στα περισσότερα έργα του σαν κυρίαρχο σημείο αναφοράς και πόλη αγαπημένη. Ο Βασιλείου ζωγραφίζει, κυρίως, τη βορειοανατολική πλευρά της, που βλέπει προς τον Υμηττό. Είναι, άλλωστε, η θέα που αντίκριζε καθημερινά από το παράθυρο του σπιτιού του, στην οδό Ουέμπστερ. Ο Υμηττός είναι, σχεδόν, πάντα η φυσική απόληξη στις συνθέσεις, που περικλείουν την Αθήνα. Ο σκούρος όγκος του χωρίζει τον ουρανό από την πόλη και την αναδεικνύει. Ο χώρος, συχνά, μοιάζει μισός φανταστικός, μισός πραγματικός. Η πόλη σαν φόντο στις περισσότερες συνθέσεις του, μικραίνει και μένει στο βάθος. Εμφανίζεται το ενιαίο χρώμα, ή οι μεγάλες επιφάνειες ενιαίου χρώματος στον ουρανό.


Από τη ρεαλιστική απεικόνιση της «θέας», με τη συμβατική προοπτική και την απόδοση τον αθηναϊκού τοπίου, ο Βασιλείου φθάνει στην αποσπασματική χρησιμοποίηση στοιχείων από το νεοκλασικό αρχιτεκτονικό τοπίο (όψεις νεοκλασικών σπιτιών, σιδερένιες στριφτές σκάλες, μπαλκόνια, ακροκέραμα, αετώματα, ξύλινες πόρτες) και από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική (ξύλινοι σκελετοί, τετράγωνοι τοίχοι, υφή του μπετόν).
Άλλα πολύ σημαντικά μοτίβα, που απομονώνει ο ζωγράφος στα χρόνια, τα οποία ακολουθούν, είναι ο νησιώτικος καθρέφτης, η κρεμαστή λάμπα, η ξύλινη ψάθινη καρέκλα, η σκαλωσιά, η ομπρέλα, η ραπτομηχανή, τα αποκόμματα των εφημερίδων, η ζυγαριά, το ματόχαντρο. Τα περισσότερα είναι αντικείμενα καθημερινά, φθαρμένα, λίγο περασμένα, μιας εποχής, που απλά επιβιώνει μέσα στα σπίτια γνωρίζοντας το «τέλος εποχής της»...



Η διάθεση δεν είναι ποτέ μελοδραματική. Ο Βασιλείου διαλέγει. πολύ προσεκτικά τ’ αντικείμενα και η σχέση του μαζί τους δεν είναι μόνο συναισθηματική. Στις επιλογές του πολύ σημαντική είναι η δύναμη του κάθε σχήματος, η συνολική εικόνα που προβάλλει το αντικείμενο στην επιφάνεια τον πίνακα. Ποτέ ο ζωγράφος δεν απεικονίζει τ' αγαπημένα του αντικείμενα σε χώρο προβλεπτό. Σ' ένα συμβατικό περιβάλλον, τα αντικείμενα του φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους και αδιάφορα ν' ανταποκριθούν στις αναζητήσεις του. Τα ξεχωρίζει, τ' απομονώνει κι ανασυνθέτει τη λειτουργία τους μέσα από τη φαντασία του. Τα τοποθετεί, δημιουργώντας ένα απρόβλεπτο περιβάλλον και μετατρέποντας τις διαστάσεις τους, στους μεταξύ τους συσχετισμούς. Μέσα από τη ζωγραφική του διηγείται τη σχέση του ανθρώπου με τα γνωστά αγαπημένα του αντικείμενα, δεν σχολιάζει την επιρροή τους πάνω του, ούτε υπογραμμίζει αδυναμίες. Τ’ αντικείμενα, σκορπισμένα στο χώρο, φαίνονται τόσο ζωντανά, που ο συμβολισμός τους δεν προϋποθέτει και τη μεταξύ τους λογική σχέση. Στα περισσότερα έργα δεν δηλώνεται συγκεκριμένος χώρος. Το φόντο υπάρχει όπου εκείνος το χρειάζεται και τότε οι ρόλοι μεταξύ των επιπέδων, σχεδόν, πάντα αντιμετατίθενται: το φόντο γίνεται κύριο θέμα και γεμίζει τον πίνακα, τ' αντικείμενα περιορίζονται και λειτουργούν συμπληρωματικά.



Συγκεκριμένος χώρος δεν δηλώνεται. Ακόμα κι όταν οι ελεύθερες επιφάνειες γεμίζουν από γαλάζιο χρώμα, δεν υπονοείται η παρουσία θάλασσας ή ουρανού ή και των δύο. Το ουδέτερο φόντο εισχωρεί παντού, ανατρέπει τις αναλογίες και μεταδίδει την αίσθηση του απέραντου. Ο ιδιότυπος κι αφηρημένος αυτός χώρος αφήνεται σαν πλαίσιο στα αιωρούμενα αντικείμενα αναζητώντας την κρίση του θεατή: η ερμηνεία γίνεται προσωπική και τα έργα αποπνέουν μία φυσικότητα, που δεν αμφισβητεί κανείς.


Το γεγονός, ότι ο Βασίλειου ασχολήθηκε τόσο με το αντικείμενο, δεν αφαιρεί από το σύνολο του έργου του την έντονη ποιητική διάθεση και το στοιχείο του υπερρεαλισμού. Η εκλεκτικιστική επιλογή των αντικειμένων, η μετατροπή τους σε κομμάτια μιας νέας προσωπικής πραγματικότητας και η πλαισίωση τους από ένα αφηρημένο φόντο ποιητικής διάθεσης, ανάγει τη σύνθεση σε μια νέα πραγματικότητα.


Στη συνομιλία του με τη φύση, ο Βασιλείου εκφράζει άφοβα τις προτάσεις του, κάνει επεμβάσεις στην επιβεβλημένη ισορροπία, δίνει απαντήσεις σε παλιές αμφισβητήσεις, αλλά το ένστικτο του διατηρεί πάντα την αίσθηση του μέτρου. Ακόμα και σε μερικά έργα του, ιδίως των τελευταίων ετών, δεν καταφεύγει ποτέ σε καταχρήσεις στην ισορροπία των επιμέρους στοιχείων.


Τ' αγαπημένα του αντικείμενα βρίσκονται πάντα μέσα στους πίνακες του, πολλές φορές σχεδιασμένα με μια νέα ματιά. Ποτέ, όμως, δεν μοιάζουν κουρασμένα, ούτε διεκδικούν νέους ρόλους. Από καιρό έχουν γίνει πια σύμβολα για τη ζωγραφική του, κομμάτια αναπόσπαστα της δύναμης του, μορφές αναγνωρίσιμες πρώτα μέσα στα έργα του και μετά μπροστά στα μάτια μας. Το καινούριο βλέμμα που μας δίνει η ζωγραφική του Βασιλείου, για να "διαβάσουμε" τα πράγματα, πολλές φορές τα κάνει οικεία για λογαριασμό μας μόνο σε σχέση με τον πίνακα, που απεικονίζονται. Και η δύναμη της σχέσης που έχουν με τον πίνακα είναι τέτοια, που δένει, τον θεατή και' αρχήν με το έργο και μετά με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα της κάθε μέρας καταξιώνεται αισθητικά και τα κομμάτια που αποτελούν το ημερολόγια της, μετατρέπονται σε σύμβολα ζωής.



Κείμενο και φωτογραφίες
από το Ημερολόγιο του 2001 
της Ολυμπιακής Αεροπορίας

Σπύρος Βασιλείου



Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξίδι, 16 Ιουνίου 1903 − Αθήνα, 22 Μαρτίου 1985) ήταν Έλληνας καλλιτέχνης, ένας από τους πλέον παραγωγικούς, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς. Ζωγράφος, αγιογράφος, χαράκτης, σκηνογράφος, γραφίστας, διακοσμητής, συγγραφέας-κριτικός, δάσκαλος, έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 5.500 έργα. Την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων. Ήταν νυμφευμένος με την Αγγελική (Κική) Κωνσταντακόπουλου από τις 27 Απριλίου του 1941 (την ημέρα της κατάληψης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα). Μαζί είχαν δύο παιδιά, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ


Ο Σπύρος Βασιλείου σπούδασε στην Αθήνα με υποτροφία, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, από το 1921 έως το 1926 έχοντας ως δασκάλους τους Καλούδη και Λύτρα. Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα του σε εκθέσεις αμέσως μετά την αποφοίτησή του (το 1926 εκθέτει στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών μαζί με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη, στην «Έκθεση των Τεσσάρων» όπως την αποκάλεσαν). Ο Βασιλείου έκανε την πρώτη ατομική έκθεσή του το 1929 στην γκαλερί Στρατηγοπούλου.


Το 1930 απέσπασε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Κολωνάκι. Με τα χρήματα του βραβείου κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, όπου είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί μουσεία και συλλογές. Η αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1936 και 1939. Υπήρξε μέλος τον καλλιτεχνικών ομάδων Τέχνη και Στάθμη και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις, στην Μπιενάλε της Βενετίας (1934, 1964), στην Αλεξάνδρεια το 1957 και στο Σάο Πάολο το 1959 ενώ έργα του παρουσιάστηκαν στο Ντιτρόιτ το 1955 (με την αφορμή της εικονογράφησης του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ντιτρόιτ) και το 1960 στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη (για το έργο του "Φώτα και Σκιές" συγκεκριμένα, απέσπασε τότε το βραβείο Guggenheim του ελληνικού τμήματος της AICA). Έργα του Βασιλείου βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα ευρισκόμενα στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου έργα του αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές δεκαετίες της δουλειάς του. Στην Εθνική Πινακοθήκη ο Βασιλείου πραγματοποίησε αναδρομική έκθεση το 1975 και παρουσίασε ένα βασισμένο στο έργο του πολυθέαμα το 1983. Ο Σπύρος Βασιλείου δίδαξε στην Παπαστράτειο Σχολή και αργότερα στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Χαρακτηριστικά έργου



O Βασιλείου κινήθηκε πάνω στον άξονα του αιτήματος της επιστροφής στις ρίζες της ελληνικής τέχνης, προκειμένου να συναντήσει τάσεις των κινημάτων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τον τρόπο που προσλαμβάνονταν από την καλλιτεχνική ζωή στην Αθήνα. Τα έργα του, τα οποία απεικονίζουν το φυσικό και αστικό τοπίο καθώς και σκηνές της κοινωνικής ζωής, προσεγγίζουν και περιγράφουν την καθημερινότητα με λυρική και ονειρική διάθεση συνδυάζοντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και την παράδοση με τον νεωτερισμό. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος κατά τον οποίο στη ζωγραφική του αποτυπώνεται η εξέλιξη του αθηναϊκού τοπίου από τη μεσοπολεμική περίοδο στις δεκαετίες της αντιπαροχής.

Μουσείο "Atelier" Σπύρου Βασιλείου


Το σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη στον αριθμό 5 της οδού Γουέμπστερ έχει μετατραπεί από το 2004 σε μουσείο. Φιλοξενεί έργα του Βασιλείου προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές, τα οποία σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλάζουν[15] και η έκθεση ανανεώνεται. Το 2014 τη διεύθυνση του μουσείου ανέλαβαν δυο από τις εγγονές του ζωγράφου. To Atelier διοργανώνει διαλέξεις, σεμινάρια, ομιλίες, μουσικές βραδιές, εκπαιδευτικά προγράμματα, εικαστικά εργαστήρια και επίσης μεριμνά για την οργάνωση και την ψηφιοποίηση του αρχείου του καλλιτέχνη.

Από το Ημερολόγιο του 2001 της Ολυμπιακής Αεροπορίας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



Δεν υπάρχουν σχόλια: