Αφιέρωμα στα Θερινά σινεμά
Ένα πανί κάτω απ’ τα άστρα
Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε πρώτος να κρεμάσει ένα πανί στον τοίχο της αυλής και να ρίξει πάνω του φως. Ίσως κάποιος ποιητής που δεν ήξερε ότι είναι ποιητής. Ίσως κάποιος που, απλώς, ήθελε να ξεφύγει από τη ζέστη του δωματίου και τα βάσανα της καθημερινότητας. Έτσι γεννήθηκε ο θερινός κινηματογράφος — όχι σαν επιχείρηση, μα σαν ανάγκη να μοιραστούμε όνειρα.
Θυμάμαι εκεί στην παλιά μου γειτονιά, στην Αντωνίου Καμπάνη κοντά στην Αγίου Μελετίου, το αγαπημένο μου «ΚΑΠΙΤΟΛ» με την απλωμένη γιασεμιά να ακουμπάει στο πλάι της οθόνης, σαν να ήθελε κι αυτή να δει την ταινία. Τις καρέκλες να τρίζουν με κάθε μετατόπιση, και το παγωτό ξυλάκι να λιώνει πριν τελειώσουν οι τίτλοι αρχής. Θυμάμαι το φως του προβολέα που έσκιζε τη νύχτα σαν πυροτέχνημα αργό και σταθερό. Κι εμείς, μαθητούδια, με τον Αργύρη, τον Ντίνο, τον Βασίλη, και τις κρυφές αγαπημένες μας την Κική, την Ελισάβετ, την Λίλιαν, την Ελένη, καθισμένοι στο ημίφως, θεατές και ήρωες μαζί, γελούσαμε, αγωνιούσαμε και ερωτευόμασταν..
Δεν ήταν ποτέ μόνο το φιλμ. Ήταν και ο γεράκος που έφερνε μαζί του το ραδιόφωνο — μην τυχόν και χάσει το σκορ. Ήταν και το παιδάκι που ρωτούσε "πού πήγε ο κακός;" με κάθε αλλαγή σκηνής. Ήταν τα φιλιά που δίνονταν στο σκοτάδι και τα όνειρα που πλάθονταν σε πρώτο πλάνο.
Και πάντα, κάπου εκεί, μια γάτα περνούσε μπροστά από την οθόνη, μαυρίζοντας για λίγο τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή τον Αυλωνίτη και την Καρέζη.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά, περπατάω καμιά φορά μπροστά από εκεί αναζητώντας το εξαφανισμένο σινεμά. Το πανί δεν υπάρχει πια. Ούτε η γιασεμιά. Μα αν γείρεις λίγο το κεφάλι, αν σταθείς ακίνητος, μπορεί να ακούσεις ένα απόσπασμα διαλόγου, ένα τραγούδι από τα παλιά και το τρίξιμο μιας καρέκλας που δεν υπάρχει.
Βλέπετε ο θερινός κινηματογράφος δεν ήταν ποτέ κτήριο. Ήταν κατάσταση ψυχής. Ήταν ο τρόπος που μαθαίναμε να βλέπουμε τον κόσμο φωτισμένο — έστω και για λίγη ώρα — με τα χρώματα της ταινίας.
ΚΑΓ
Ο Παύλος Τζήμας θυμάται τα θερινά σινεμά των ‘80ς
Η μαγεία του σινεμά κάτω απ’ τα άστρα
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες στα θερινά τα σινεμά.
Νύχτες που περνούν,
που δεν θα ξαναρθούν,
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά...
Το φως των παιδικών μου χρόνων ήταν αυτό το μαγικό, κοκκινωπό χρώμα μιας «αμερικάνικης νύχτας». Σε μια γωνία του τοίχου, στο παιδικό μου δωμάτιο, παιζόταν αυτό το παιχνίδι του φωτός, καθρέφτισμα μιας κινηματογραφικής προβολής, και στ' αυτιά μου, αντί νανούρισμα, η φωνή του Κάρυ Γκραντ, το πιστολίδι στο Γκαν Χιλλ, το νιαούρισμα της Ντόρις Νταίη, με μάτια γοητευμένα από τον μακαρίτη τον Ροκ Χάτσον, η μουσική του ερωτικού χάππυ-εντ, όταν ο Γκάρυ Κούπερ κέρδιζε για πάντα την αγάπη της Μαρίας Σελλ.
Μέναμε στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στην οδό Κυψέλης, δίπλα στο τότε θερινό σινεμά Ριάλτο. Από το μπαλκόνι του δωματίου μου μπορούσα να διακρίνω το μεγαλύτερο μέρος της οθόνης, όχι όμως τους υπότιτλους. Για να δω ολόκληρη την οθόνη έπρεπε να σκαρφαλώσω στην ταράτσα. Κι αυτό ήταν το πρόβλημα: η μητέρα μου μου απαγόρευε να περνώ όλα μου τα βράδια μαγνητισμένος από την οθόνη του Ριάλτο, και μου το απαγόρευε με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν το έργο ήταν ακατάλληλο. Έπρεπε λοιπόν να βάζω σε κίνηση έναν πολύπλοκο μηχανισμό από κόλπα για να ξεφύγω προς την ταράτσα, έστω και για μισή ώρα, μέχρι να πάρουν είδηση την απουσία μου και να έρθουν να με βρουν ζαρωμένο σε μια γωνία, κολλημένο στα κάγκελα, να τρέμω από τον φόβο που μου προκαλούσε η σκιά του Γκρέγκορυ Πεκ κυνηγημένου στην ομίχλη του λιμανιού της Νέας Υόρκης, ή μαγεμένος από το βάδισμα αυτών των κατάξανθων κοριτσιών που περνούσαν ανάλαφρες από την οθόνη. Τις περισσότερες φορές έπρεπε να περιοριστώ στην μισή οθόνη που έβλεπα από το μπαλκόνι, ξαπλωμένος μπρούμυτα στο μωσαϊκό, για να έχω μεγαλύτερη θέα.
Πόσα χρόνια λειτούργησε το Ριάλτο ως θερινό σινεμά; Πόσα χρόνια διάρκεσε αυτό το κρυφτούλι κάθε βράδυ, η αγωνία της ταράτσας, η αποσπασματική μαγεία μιας ταινίας που δεν είχα δει παρά μόνο τη μισή - και χωρίς υπότιτλους - και ανασυγκροτούσα την υπόλοιπη στη φαντασία μου; Αδύνατον να θυμηθώ. Μπορεί να μην ήταν πάνω από τρία χρόνια. Μα αυτές οι άπειρες ταινίες που μισοείδα, οι άλλες που κατόρθωσα να απολαύσω ολόκληρες -μερικές φορές με την πολυτέλεια μιας πάνινης πολυθρόνας στην ταράτσα - τα πρόσωπα των αστραφτερών εκείνων γυναικών, ο τρόμος του μισοσκόταδου, το μυστήριο των αισθηματικών σκηνών, όλα αυτά συγκροτούν την πιο έντονη, την πιο ζωηρή ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Και τα χρόνια εκείνα μου άφησαν κάμποσα κουσούρια: τη μανιώδη κινηματογραφοφιλία, τη συνήθεια να μη μου αρέσει το καλοκαίρι μακριά από την Αθήνα, και προπάντων μια ακαταμάχητη έλξη για τα θερινά σινεμά.
Έλξη που καλλιεργήθηκε άλλωστε σε πάμπολλες «αίθουσες», όταν το Ριάλτο έπαψε να λειτουργεί ως θερινό σινεμά, και συνδέθηκε με τη συναρπαστική περιπέτεια να πείσεις τον ταμία ότι έχεις περάσει το όριο του «ανηλίκου», για τον οποίο είναι ακατάλληλη η ταινία, που μπλέχτηκε με κάποιες πρώτες απόπειρες ραντεβού, απόπειρες μεταφοράς των ρομαντικών περιπετειών του Τόνυ Κέρτις στο περιβάλλον του Άννα Ντορ στην Γλυφάδα, με τα αεροπλάνα να διακόπτουν τον διάλογο, εντός και εκτός οθόνης.
Ας λένε λοιπόν ό,τι θέλουν. Ας λένε ότι γέρασαν τα θερινά τα σινεμά, πως οι κόπιες είναι υπερβολικά φθαρμένες, πως ο ήχος είναι κακός, πως οι γύρω πολυκατοικίες ενοχλούν και ενοχλούνται, πως η επανάληψη των χειμερινών ταινιών και κάποιες μόνιμες πια επαναλήψεις κουράζουν, πως ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης, με παντόφλες στη βεράντα, είναι θανατηφόρος. Η μαγεία του θερινού σινεμά είναι αθάνατη. Και ανανεώνεται μόλις βρεθείς, κάποιες νύχτες με φεγγάρι, σ' αυτές τις ψευδείς οάσεις, ιδανικούς χώρους για τον υπέροχο, ψεύτικο κόσμο του σινεμά.
Τα προβλήματα βέβαια υπάρχουν. Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια στα 1971, η Ελλάδα, ο μοναδικός εν Ευρώπη παράδεισος του θερινού κινηματογράφου, αριθμούσε πάνω από 1.500 θερινούς, που δόξαζαν κυρίως το δάκρυ και το γέλιο της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου. Τώρα πια το 1986, δεν ξεπερνούν τους 400. Κάθε χρονιά, κάποιοι κινηματογράφοι κατεβάζουν για πάντα τα ρολά. Φέτος ήταν η σειρά του Φιλίπ και της Ρέας. Η Αττική των 750 θερινών κινηματογράφων στις αρχές της δεκαετίας του '70, ξέμεινε πια με όχι περισσότερα από 140 σινεμά en plein air.
Η «κάτω βόλτα» άρχισε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του '70. Συμπίπτει με τη διάδοση της τηλεόρασης, την οριστική παρακμή της ανθούσας εγχώριας κινηματογραφικής βιομηχανίας και ακολουθεί την πορεία απότομης όξυνσης των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων στις μεγάλες πόλεις.
Κάθε χρόνο στην αρχή του καλοκαιριού, η μοίρα των θερινών γίνεται θέμα μιας όλο και πιο αγωνιώδους συζήτησης. Οι επαγγελματίες των θερινών σινεμά παρουσιάζουν κάποια αιτήματα, ορισμένοι από αυτούς κάνουν κάποιες προσπάθειες ανανέωσης - και κάθε φορά η σαιζόν κλείνει με λιγότερα εισιτήρια από την προηγούμενη και με κάποιους επιχειρηματίες αποφασισμένους να μην ξαναδοκιμάσουν.
Η Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Θερινών Κινηματογράφων έχει τα αιτήματα της και τα παράπονα της. Παραπονείται ότι τα γραφεία διανομής ταινιών περιορίζουν το στοκ των προς διανομή ταινιών σε μικρούς αριθμούς, υποχρεώνοντας τα θερινά να γυρίζουν «στα ίδια και στα ίδια». Ζητούν να απαλλαγούν από τον φόρο δημοσίων θεαμάτων, να πάψει η τηλεόραση να μεταδίδει πρόσφατες κινηματογραφικές παραγωγές, επαγγελματική προστασία, προστασία των χώρων που φιλοξενούν θερινούς κινηματογράφους από τον κίνδυνο της ανοικοδόμησης, μείωση του ορίου για το δικαίωμα εισόδου σε «ακατάλληλες» ταινίες... Αιτήματα υπάρχουν πολλά. Δίκαια και κατανοητά τα περισσότερα, ανεδαφικά μερικά από αυτά. Αλλά το πρόβλημα δεν λύνεται με αυτά και μόνον. Ακόμη και αν η Πολιτεία τα ικανοποιούσε όλα.
Οι επαγγελματίες και οι ειδικοί έχουν, βέβαια, τη δική τους υπεύθυνη άποψη. Όμως, με το μάτι ενός απλού εραστή, το πρόβλημα των θερινών κινηματογράφων ξεπερνά το πλέγμα των οικονομικών, νομικών και τεχνικών προβλημάτων που ταλανίζουν τους αιθουσάρχες. Είναι κυρίως πρόβλημα ανασυγκρότησης εκείνου του ιδιαίτερου αρώματος, της γοητείας και της μαγείας του θερινού, του υπαίθριου κινηματογράφου - που τραυματίζεται πολλές φορές θανάσιμα κάπου ανάμεσα σε απαράδεκτα φθαρμένες και άβολες καρέκλες, σε κακά μηχανήματα προβολής και μια μονοτονία στην επιλογή ταινιών και την οργάνωση αφιερωμάτων. Ο θερινός κινηματογράφος πρέπει να επιβεβαιώσει το αναντικατάστατο του. Αυτό είναι το πρωτεύον. Και -πολιορκημένος καθώς είναι από τόσους εχθρούς και ανταγωνιστές - δεν αρκεί να παίζει όποια ταινία, όπως νά 'ναι, για να το πετύχει.
Μα - με το μάτι πάντα του εραστή και όχι του ειδικού - δεν μπορεί παρά να αισιοδοξούμε. Ο θερινός κινηματογράφος είναι πράγματι κάτι μοναδικό και αναντικατάστατο. Και δεν μπορεί παρά να το αποδείξει. Έχει άλλωστε υπέρ του μια ολόκληρη ιστορία:
Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα έγινε θερινός, συνδέθηκε με τον ανοιχτό ουρανό, τα άστρα, το φεγγάρι και τις μυρωδιές της γαρδένιας, του γιασεμιού και του αγιοκλήματος, από τα πρώτα του βήματα. Το 1909 έγιναν οι πρώτες προβολές κινηματογραφικών ταινιών στην Αθήνα, στο Θέατρον του κόσμου στη γωνία των οδών Σταδίου και Γεωργίου Σταύρου. Ένα χρόνο αργότερα άρχισαν να λειτουργούν δύο ακόμη κλειστές αίθουσες. Και δύο-τρία χρόνια μόλις μετά, ο βουβός κινηματογράφος έκανε την εμφάνιση του σε υπαίθριες μάντρες στο Φάληρο, με πρόχειρους πάγκους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα στη δεκαετία του '20, οι θερινοί κινηματογράφοι γνώρισαν μεγάλη άνθιση. Εξαπλώθηκαν σ' όλες σχεδόν τις τότε συνοικίες της Αθήνας, απέκτησαν μόνιμες εγκαταστάσεις, και κατέκτησαν ένα σταθερό και αυξανόμενο κοινό που απολάμβανε τις μεγάλες βεντέτες του βωβού κινηματογράφου. Εκείνα τα χρόνια, δημιουργήθηκαν και μερικοί από τους θερινούς που ζουν μέχρι και σήμερα (1986). Η Αίγλη στο Ζάππειο, που μετά από πολλά χρόνια ξαναλειτούργησε ως κινηματογράφος. Το Βοξ στην πλατεία Εξαρχείων, η Μπομπονιέρα στην Κηφισιά, η Γκρέκα στο Παλιό Φάληρο.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, ο ομιλών κινηματογράφος έφτασε και στα αθηναϊκά καλοκαιρινά βράδια. Τσάρλυ Τσάπλιν, Λώρελ και Χάρντυ, Μαρξ Μπράδερς χάριζαν γέλιο από την Κηφισιά μέχρι τα Πατήσια - όπου ανθούσε επίσης ο θερινός. Ο Πωλ Μιούνι έκλεβε τις καρδιές των Ατθίδων και τα κορίτσια του Χόλλυγουντ άρχισαν να φιγουράρουν τακτικά στα εξώφυλλα των λαϊκών περιοδικών της εποχής.
Ο πόλεμος έφερε τη μοιραία ανάπαυλα, τα θερινά σινεμά επιτάχθηκαν, μερικά υποχρεώθηκαν να προβάλλουν έργα της ναζιστικής προπαγάνδας. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια. Κι έπειτα, τα χρόνια της καταπληκτικής άνθισης. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και ολόκληρη τη δεκαετία του '60, οι θερινοί κινηματογάφοι «σάρωναν». Πολλαπλασιάζονταν χρόνο με τον χρόνο, απλώνονταν σ' όλη την Ελλάδα, έφτασαν πρωτοφανείς για τα παγκόσμια δεδομένα αριθμούς και έκοβαν πάνω από 200.000 εισιτήρια. Αγαπημένη διασκέδαση ενός μεγάλου κοινού, ο θερινός, με εισιτήριο ένα τάληρο, με το κωκ, τα φυστίκια «νέας εσοδείας» και το «Ταμ-ταμ», έγινε ο τρόπος της θερινής μας ζωής...
Να ονειρευτεί κανείς μια επιστροφή;
Ασφαλώς θα ήταν ανεπίτρεπτα ρομαντικό. Κανείς από τους κοινωνικούς όρους που επέβαλαν την εκπληκτική άνθιση - στην Ελλάδα, χώρα μοναδική σ’ όλο τον κόσμο - του θερινού σινεμά, δεν είναι δυνατό να ανασυγκροτηθούν. Το θερινό δεν πρόκειται ποτέ πια να έχει εκείνη την - αναγκαστική - μοναδικότητα ως τρόπος διασκέδασης προσιτός σε κάθε βαλάντιο.
Μπορεί, ωστόσο, να διατηρήσει και να αναζωογονήσει την ουσιαστική του μοναδικότητα, που συνίσταται στη μαγεία μιας νυκτερινής υπαίθριας προβολής κάτω από τα άστρα. Αυτή τη μοναδική μαγεία, την τόσο διαφορετική από την υποβολή της κλειστής, σκοτεινής χειμερινής αίθουσας, που επιτρέπει μια άλλου είδους επαφή με τη μεγάλη οθόνη και τον θαυμαστό της κόσμο. Και πρέπει να είναι πανίσχυρη αυτή η μαγεία, που με καθήλωνε τα χρόνια εκείνα, ώρες ολόκληρες, στην πιο άβολη θέση του κόσμου - μπρούμυτα στα πλακάκια ενός στενού μπαλκονιού - και με παρέσυρε σε περιπέτειες που είχαν βέβαιη κατάληξη τη χειροδικία κατά του ξαναμμένου από τα κινηματογραφικά όνειρα σβέρκου μου. Είναι η ίδια μαγεία, που νιώθω να συμμερίζομαι με τους συνενόχους που κάθονται γύρω μου, ρουφώντας τα αναψυκτικά τους, κάθε φορά που ξαναγυρίζω στους τόπους του μοναδικού παιδικού μου εγκλήματος. Κάθε φορά που, με φεγγάρι ή χωρίς, ξαναβλέπω μια ταινία που έχω οπωσδήποτε ξαναδεί κάμποσες φορές, μόνο και μόνο επειδή μου αρέσει να τη βλέπω κάτω από τα άστρα.
ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ
Ο θεσμός των θερινών σινεμά (ή θερινών κινηματογράφων) αποτελεί ένα ξεχωριστό πολιτιστικό φαινόμενο, ιδιαίτερα στις χώρες με ήπιο και θερμό κλίμα, όπως η Ελλάδα, όπου έχει συνδεθεί με το καλοκαίρι, τη νοσταλγία και τη λαϊκή ψυχαγωγία.
Ιστορικά στοιχεία
Προέλευση: Ο θερινός κινηματογράφος εμφανίστηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά στην Ελλάδα άρχισε να γνωρίζει ευρεία διάδοση τη δεκαετία του 1930 και ιδίως μεταπολεμικά, τις δεκαετίες του 1950-1960.
Συνδυάστηκε με την αστική κουλτούρα της εποχής, όταν οι κάτοικοι αναζητούσαν δροσιά, διασκέδαση και κοινωνική συνεύρεση.
Χαρακτηριστικά
Ανοικτός χώρος: Προβάλλονται ταινίες σε υπαίθριες αυλές, ταράτσες ή ειδικά διαμορφωμένους χώρους, με καρέκλες, τραπεζάκια και συχνά φυτά (γιασεμιά, βασιλικούς, μπουκαμβίλιες).
Ήχος και εικόνα: Οι προβολές γίνονται σε μεγάλες οθόνες ή λευκούς τοίχους, με ήχο που πολλές φορές «μοιράζεται» και με τη γειτονιά – χαρακτηριστικό που δημιουργεί μια οικεία, συλλογική ατμόσφαιρα.
Ρεπερτόριο: Συχνά προβάλλονται ταινίες επανέκδοσης, κλασικά έργα του παγκόσμιου και ελληνικού σινεμά, αλλά και σύγχρονες παραγωγές. Ο θερινός σινεμάς είναι ιδανικός για δεύτερες προβολές.
Κοινωνική σημασία
Σημείο συνάντησης: Ο θερινός κινηματογράφος υπήρξε για δεκαετίες σημείο ραντεβού, φλερτ και παρέας.
Λαϊκή ψυχαγωγία: Σε μια εποχή που η τηλεόραση ήταν ανύπαρκτη ή περιορισμένη, οι θερινοί κινηματογράφοι κάλυπταν μια βασική ανάγκη διασκέδασης.
Νοσταλγία: Στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων, οι θερινοί κινηματογράφοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του καλοκαιριού, σχεδόν συνώνυμο με την εποχή.
Σήμερα
Παρά τις πιέσεις της ψηφιακής εποχής, εξακολουθούν να λειτουργούν δεκάδες θερινά σινεμά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και τουριστικές περιοχές.
Πολλοί από αυτούς έχουν ανακαινιστεί ή προστατεύονται ως πολιτιστικά μνημεία (π.χ. Σινέ Θησείον, που θεωρείται ένας από τους ομορφότερους θερινούς κινηματογράφους στον κόσμο).
Ο θεσμός διατηρείται χάρη στην αγάπη του κοινού, αλλά και την υποστήριξη από Δήμους, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες.
Στην ελληνική λογοτεχνία και τέχνη
Οι θερινοί κινηματογράφοι έχουν απαθανατιστεί σε τραγούδια, ταινίες, πίνακες, ποιήματα και διηγήματα, ως σύμβολα ενός πιο αθώου και ρομαντικού κόσμου.
Θυμίζουν «ένα πανί κάτω από τα άστρα» — ένα σινεμά της ψυχής, όπως έχει λεχθεί.
ChatGPT TEXT







Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου