Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Παρακολουθώντας από έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό της Θεσσαλονίκης μια παλιά ελληνική ταινία, από εκείνες που γυρίζονταν κατά συρροή τη δεκαετία του '50 και που τα αθηναϊκά κανάλια θεωρούν προφανώς «μπασκλασαρίες» και απαξιούν να τις εντάξουν στο πρόγραμμά τους, η μνήμη μου με έφερε σε ένα… «μαιευτήριο» κινηματογραφικών ταινιών εκείνης της εποχής, προκαλώντας μου την έντονη επιθυμία ν' αναφερθώ τιμής ένεκεν σ' έναν κόσμο που συνέβαλε αποφασιστικά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Αφού ζητήσω, φυσικά, ταπεινά συγγνώμη από τον εκλεκτό συνεργάτη της εφημερίδας Γιώργο Λαζαρίδη που μπαίνω αυθαίρετα στα αδιαμφισβήτητα οικόπεδά του, ξεκινώ μια νοερή επίσκεψη σε έναν «ιερό χώρο». Στα Εξάρχεια των μεταπολεμικών χρόνων, που τότε ήταν μια καθαρά αστική γειτονιά, με διώροφα νεοκλασικά σπίτια, όπου ανάμεσά τους κυριαρχούσαν η περίφημη μπλε πολυκατοικία, το θερινό σινεμά «Βοξ», και το γυμνάσιο αρρένων στην οδό Σουλτάνη. Εκεί, κατά καιρούς, σε περιόδους σχολικών διακοπών, συνήρχετο το «περιοδεύον» στρατολογικό συμβούλιο και έκρινε τους έφηβους Αθηναίους αν ήσαν ικανοί προς στράτευση. Κάπου στα ενδότερα της περιοχής, σε ένα ημιυπόγειο, στον αριθμό 5 της οδού Νοταρά, στεγαζόταν ένα στούντιο, ένα εργαστήριο στην πραγματικότητα επεξεργασίας κινηματογραφικών ταινιών, όπου γίνονταν οι σχετικές εργασίες, από την εμφάνιση-εκτύπωση του φιλμ, τις απαραίτητες φωνοληψίες και ηχογραφήσεις ως το τελικό μοντάζ, για να παραδοθούν μες στα κουτιά τους οι τελικές κόπιες πανέτοιμες για προβολή. Κατά τη θεωρία «μικρό-μεγάλο παστρεύει», σε κανενός είδους ταινία δεν απέστρεφε τους οφθαλμούς η διεύθυνση και πάντοτε ήταν πρόθυμη να την εκτελέσει, και μάλιστα με ευκολίες πληρωμής.
Αφού ζητήσω, φυσικά, ταπεινά συγγνώμη από τον εκλεκτό συνεργάτη της εφημερίδας Γιώργο Λαζαρίδη που μπαίνω αυθαίρετα στα αδιαμφισβήτητα οικόπεδά του, ξεκινώ μια νοερή επίσκεψη σε έναν «ιερό χώρο». Στα Εξάρχεια των μεταπολεμικών χρόνων, που τότε ήταν μια καθαρά αστική γειτονιά, με διώροφα νεοκλασικά σπίτια, όπου ανάμεσά τους κυριαρχούσαν η περίφημη μπλε πολυκατοικία, το θερινό σινεμά «Βοξ», και το γυμνάσιο αρρένων στην οδό Σουλτάνη. Εκεί, κατά καιρούς, σε περιόδους σχολικών διακοπών, συνήρχετο το «περιοδεύον» στρατολογικό συμβούλιο και έκρινε τους έφηβους Αθηναίους αν ήσαν ικανοί προς στράτευση. Κάπου στα ενδότερα της περιοχής, σε ένα ημιυπόγειο, στον αριθμό 5 της οδού Νοταρά, στεγαζόταν ένα στούντιο, ένα εργαστήριο στην πραγματικότητα επεξεργασίας κινηματογραφικών ταινιών, όπου γίνονταν οι σχετικές εργασίες, από την εμφάνιση-εκτύπωση του φιλμ, τις απαραίτητες φωνοληψίες και ηχογραφήσεις ως το τελικό μοντάζ, για να παραδοθούν μες στα κουτιά τους οι τελικές κόπιες πανέτοιμες για προβολή. Κατά τη θεωρία «μικρό-μεγάλο παστρεύει», σε κανενός είδους ταινία δεν απέστρεφε τους οφθαλμούς η διεύθυνση και πάντοτε ήταν πρόθυμη να την εκτελέσει, και μάλιστα με ευκολίες πληρωμής.
Κατόπιν τούτου λογικόν ήτο να κατακλύζεται από διαφημιστές του… ποδαριού, που «έκλειναν δουλειές» με μικρομεσαίους της σειράς για την παραγωγή διαφημιστικής ταινίας. Τα περαιτέρω που ακολουθούσαν ήταν νομοτελειακά. Παρά την πλατεία Κάνιγγος, υπήρχε κατάστημα ξηρών καρπών, ο ιδιοκτήτης του οποίου, εκτός από τα «φρέσκα, αλμυρά, καβουρντισμένα», διέθετε και κινηματογραφική μηχανή 35mm Arriflex, την οποίαν χειριζόταν ο ίδιος ως οπερατέρ με τιμή λογική. Στην πιάτσα ήταν γνωστός ως «φιστικάνθρωπος». Για να καταλάβει κάποιος τη σοβαρότητα των διαφημιστικών παραγωγών, αρκεί να διηγηθώ σαν παρένθεση ένα μικρό παράδειγμα. Διαφημιστής του ποδαριού συμφώνησε με έναν τσαγκάρη στον Βύρωνα να του διαφημίσει το μαγαζί. Αφού γράφτηκε το σενάριο όπου θα πρωταγωνιστούσε νεαρά ολίγον τσεβδίζουσα, με τροφαντά όμως μπούτια, επιστρατεύτηκε ο φιστικάνθρωπος, έγινε το σχετικό «γύρισμα» και έφτασε η ώρα του σπικάζ. Ετοιμάστηκε ο μακαρίτης Σταυρόπουλος, αλλά, λίγο πριν αρχίσει η ηχογράφηση, κατέφθασε απεσταλμένος του υποδηματοποιού και ζήτησε να σταματήσουν, για να αναθεωρηθεί το κείμενο. Ύστερα από μερικές αναβολές, επειδή τα κείμενα δεν πληρούσαν τις αισθητικές αντιλήψεις του τσαγκάρη, ανέλαβε τελικά ο ίδιος να συγγράψει την εκφώνηση. Κλείστηκε πάλιν ώρα στο στούντιο, ήρθε ο Σταυρόπουλος, καθάρισε τα μικρά εκείνα γυαλιά του, που τα στερέωνε στην άκρη της μύτης, και προσπάθησε να βρει «τι θέλει να πει ο συγγραφέας», καθότι από τις γραμμένες με μολύβι ανορθογραφίες δεν έβγαινε νόημα. Την ώρα που πάσχιζε να κάνει διορθώσεις, κατέφθασε… αυτοπροσώπως ο συγγραφέας, φοβούμενος μην του γίνει… λογοκλοπή. Άκουσε τη βελτιωμένη εκδοχή, εξαγριώθηκε που λογόκριναν τα γραφτά του, έβρισε σκαιώς τους παρισταμένους και έφυγε αφήνοντας απλήρωτους τους πάντες. Ο φουκαράς ο Τάκης Γεωργόπουλος, που είχε αναλάβει την εκτέλεση της παραγωγής, τράβαγε τα μαλλιά του, ο δε διαφημιστής, μετά ταύτα, άλλαξε επάγγελμα κι έγινε… λαχειοπώλης. Χρόνια μετά, εθεάθη σταθμάρχης με πηλίκιο και σφυρίχτρα στην Ακαδημίας...
Στο υπόγειο της Νοταρά συστεγάζονταν η εικόνα και ο ήχος. Απόλυτος άρχοντας της εικόνας και του σχετικού εργαστηρίου ήταν ο συμπαθέστατος κύριος Δρίτσας, του δε ήχου ο Γιάννης Δριμαρόπουλος. Ο Δρίτσας, που συν τοις άλλοις ήταν και σκηνοθέτης, χρησιμοποιούσε στην ομιλία του συνεχώς μια λέξη, που ήταν τότε στους κινηματογραφιστές πολύ της μόδας. Τη λέξη «άσχετος», την οποία έκλινε σε όλες της τις πτώσεις. Κατά τα άλλα ήταν ευγενέστατος και, σύμφωνα με την πρώτη εντύπωση, ήταν και ολίγον αλλήθωρος. Το μικρό αυτό ελάττωμα, εάν υπήρχε, πρέπει να οφειλόταν στις πολλές ώρες που καθόταν στη μουβιόλα για το μοντάζ. Κατά τα κουτσομπολιά του σιναφιού, τα πλάνα που επρόκειτο να γυρίσει, τα είχε γραμμένα στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων του, και, αν τύχαινε και το πετούσε αφηρημένος, κατέφευγε στην αλάνθαστη μέθοδο του «απόψε αυτοσχεδιάζομε» Με τις εμφανίσεις και εκτυπώσεις των φιλμ ασχολούνταν δυο πάρα πολύ καλά παιδιά, που δούλευαν με κέφι και μεράκι. Ο Κίμωνας και η Μαργαρίτα. Ανέπνεαν και απέπνεαν ολημερίς τις μυρωδιές των αναθυμιάσεων από τα χημικά του εμφανιστηρίου και ήταν πάντα έτοιμοι για πλακίτσα με το πλήθος που ξημεροβραδιάζονταν στο στούντιο. Στην άλλη πλευρά, στον ήχο, αφεντικό ήταν ο Δριμαρόπουλος. Ψηλός, ολιγόλογος, σπουδασμένος στην Εσπερία, εξέπεμπε ανωτερότητα. Οι φωνοληψίες τότε δεν ήταν απλή υπόθεση. Σύγχρονη λήψις δεν υπήρχε και τους διαλόγους ηχογραφούσαν στο στούντιο εκ των υστέρων. Κάθονταν οι ηθοποιοί στην ηχομονωμένη αίθουσα, έβλεπαν τα πλάνα που προβάλλονταν από την «κόπια εργασίας» σε μια οθόνη και λέγανε τα «λόγια τους» όπως τα κατέγραψε στο γύρισμα το «σκριπτ». Τα λάθη, φυσικά, ήταν συνηθέστατα, που προσπαθούσαν να τα καλύψουν με… πατέντες. Και τα κάλυπταν. Γιατί οι πρωτεργάτες ήταν δημιουργοί που προσέφεραν και την ψυχή τους. Όταν ένα έργο ολοκληρώνετο, ακολουθούσε τσιμπούσι πριν από τη δοκιμαστική προβολή στους συντελεστές και στους προσκείμενους φιλικά… δημοσιογράφους. Σε ένα τέτοιο τραπέζωμα, ο σκηνοθέτης, που ήταν και παραγωγός της ταινίας, άρχισε να επαίρεται ότι η ταινία του είναι «η καλύτερη που γυρίστηκε ποτέ…». Με το άγριο πρόγκισμα που ακολούθησε έβαλε νερό στο κρασί του και παραδέχθηκε πως είναι μια ταινία ανάμεσα «στις καλύτερες.» Καθώς τα «ου» πήγαιναν κρεσέντο, οι «εκπτώσεις του» γίνονταν όλο και μεγαλύτερες, για να καταλήξει στο τέλος να πει με θλίψη: «Εντάξει, ρε παιδιά. Πάντως, δεν είναι και η… χειρότερη!».
Στο υπόγειο της Νοταρά συστεγάζονταν η εικόνα και ο ήχος. Απόλυτος άρχοντας της εικόνας και του σχετικού εργαστηρίου ήταν ο συμπαθέστατος κύριος Δρίτσας, του δε ήχου ο Γιάννης Δριμαρόπουλος. Ο Δρίτσας, που συν τοις άλλοις ήταν και σκηνοθέτης, χρησιμοποιούσε στην ομιλία του συνεχώς μια λέξη, που ήταν τότε στους κινηματογραφιστές πολύ της μόδας. Τη λέξη «άσχετος», την οποία έκλινε σε όλες της τις πτώσεις. Κατά τα άλλα ήταν ευγενέστατος και, σύμφωνα με την πρώτη εντύπωση, ήταν και ολίγον αλλήθωρος. Το μικρό αυτό ελάττωμα, εάν υπήρχε, πρέπει να οφειλόταν στις πολλές ώρες που καθόταν στη μουβιόλα για το μοντάζ. Κατά τα κουτσομπολιά του σιναφιού, τα πλάνα που επρόκειτο να γυρίσει, τα είχε γραμμένα στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων του, και, αν τύχαινε και το πετούσε αφηρημένος, κατέφευγε στην αλάνθαστη μέθοδο του «απόψε αυτοσχεδιάζομε» Με τις εμφανίσεις και εκτυπώσεις των φιλμ ασχολούνταν δυο πάρα πολύ καλά παιδιά, που δούλευαν με κέφι και μεράκι. Ο Κίμωνας και η Μαργαρίτα. Ανέπνεαν και απέπνεαν ολημερίς τις μυρωδιές των αναθυμιάσεων από τα χημικά του εμφανιστηρίου και ήταν πάντα έτοιμοι για πλακίτσα με το πλήθος που ξημεροβραδιάζονταν στο στούντιο. Στην άλλη πλευρά, στον ήχο, αφεντικό ήταν ο Δριμαρόπουλος. Ψηλός, ολιγόλογος, σπουδασμένος στην Εσπερία, εξέπεμπε ανωτερότητα. Οι φωνοληψίες τότε δεν ήταν απλή υπόθεση. Σύγχρονη λήψις δεν υπήρχε και τους διαλόγους ηχογραφούσαν στο στούντιο εκ των υστέρων. Κάθονταν οι ηθοποιοί στην ηχομονωμένη αίθουσα, έβλεπαν τα πλάνα που προβάλλονταν από την «κόπια εργασίας» σε μια οθόνη και λέγανε τα «λόγια τους» όπως τα κατέγραψε στο γύρισμα το «σκριπτ». Τα λάθη, φυσικά, ήταν συνηθέστατα, που προσπαθούσαν να τα καλύψουν με… πατέντες. Και τα κάλυπταν. Γιατί οι πρωτεργάτες ήταν δημιουργοί που προσέφεραν και την ψυχή τους. Όταν ένα έργο ολοκληρώνετο, ακολουθούσε τσιμπούσι πριν από τη δοκιμαστική προβολή στους συντελεστές και στους προσκείμενους φιλικά… δημοσιογράφους. Σε ένα τέτοιο τραπέζωμα, ο σκηνοθέτης, που ήταν και παραγωγός της ταινίας, άρχισε να επαίρεται ότι η ταινία του είναι «η καλύτερη που γυρίστηκε ποτέ…». Με το άγριο πρόγκισμα που ακολούθησε έβαλε νερό στο κρασί του και παραδέχθηκε πως είναι μια ταινία ανάμεσα «στις καλύτερες.» Καθώς τα «ου» πήγαιναν κρεσέντο, οι «εκπτώσεις του» γίνονταν όλο και μεγαλύτερες, για να καταλήξει στο τέλος να πει με θλίψη: «Εντάξει, ρε παιδιά. Πάντως, δεν είναι και η… χειρότερη!».
Από τους ηχολήπτες που εργάζονταν στον Δριμαρόπουλο, ένας από τους πρώτους ήταν ο Σταύρος, του οποίου δεν θυμάμαι το επίθετο. Όταν κάποια στιγμή «τα μούντζωσε» και τράβηξε για το εξωτερικό, τον αντικατέστησε στην κονσόλα ο Αργύρης Λαζαρίδης ο «Silver», που είχε μια λαμπερή πορεία στο επάγγελμα, με τελευταίον στα Δριμαροπουλαίικα τον Χρίστο Κίτσο. Όλα όσα συνέβαιναν στην ευρύτερη 7η Τέχνη ήταν πολύ γραφικά. Νέοι, πλούσιοι σε ιδανικά και ιδέες, αλλά πτωχοί σε… πεκούνια, προσπαθούσαν να εκφραστούν εκ των ενόντων. Και τα μικρά στούντιο τους προσέφεραν αυτή τη δυνατότητα. Πότε με ταινίες μικρού μήκους, άλλοτε με ντοκιμαντέρ και τέλος με τη μεγάλη βουτιά. Ταινία κανονική με ηθοποιούς και υπόθεση.
Ο επίλογος ήταν ένα έντονο χτυποκάρδι στις 10 το πρωί κάποιας Δευτέρας, όταν έσβηναν τα φώτα και άρχιζε η πρώτη προβολή…
Ο επίλογος ήταν ένα έντονο χτυποκάρδι στις 10 το πρωί κάποιας Δευτέρας, όταν έσβηναν τα φώτα και άρχιζε η πρώτη προβολή…
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=72184&colid=64&dt=2011-11-27%200:0:0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου