ΑΛΦΑΔΙ ΚΑΙ ΜΥΣΤΡΙ
Από τα γνήσια στα νόθα
Γράφει ο
Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος
Λάιμπνιτς δογμάτιζε πως «ό,τι δεν κινείται δεν υπάρχει», κοπιάροντας
ανάλογη θέση του Αριστοτέλη, που θεμελίωσε την αιτιοκρατία, άρα και τη
συνεχή εξέλιξη, θετική ή αρνητική, ως την ουσία του γίγνεσθαι. Εξάλλου
«γίγνεσθαι» σημαίνει «εξελίσσεσθαι» και «γένεσις» η δημιουργική εξέλιξη. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, φτάνοντας στην αρχή των όντων, διατύπωσε
έναν παραλογισμό, αφού για κάθε τι που γίνεται υπάρχει ένα αίτιο που το
προκαλεί, άρα πρέπει να εφεύρουμε ένα πρώτο αίτιο που δεν υφίσταται τη
γενεσιουργό αιτία της ύπαρξής του, άρα θα είναι το «πρώτο, κινούν
ακίνητον». Οι έννοιες ύλη και είδος, περιεχόμενο και μορφή, έκτοτε
ρίζωσαν και κυριαρχούν ακόμη στην παγκόσμια σκέψη. Η συνάντηση ύλης και
μορφής γίνεται «ενέργεια» και έτσι τα φαινόμενα είναι διάφορες μορφές
που λαμβάνει η ύλη, ώστε να κατανοούμε το γίγνεσθαι ως εναλλαγές
σύνθεσης και αποσύνθεσης.
Αν προβαίνω σήμερα σε μια απλοϊκή εκλαΐκευση θεμελιωδών θεωριών
για τη δημιουργία και τη φθορά είναι για να εκλαϊκεύσω επίσης τον τρόπο
που εξελίχτηκε μια συγκεκριμένη μορφή της θεατρικής δημιουργίας.
Είναι γνωστό πλέον ότι τα διονυσιακά δρώμενα και κυρίως ο
Διθύραμβος, ύμνος για τη γέννηση, τη ζωή, το διαμελισμό και την ανάσταση
του Βάκχου, οδήγησε σε ένα ποιοτικό άλμα στην τραγωδία, η οποία
συνδύασε και ισορρόπησε επικά στοιχεία, λυρικά και διαλογικά-δραματικά
και οι ειδικοί στα λυρικά διευκρινίζουν ότι η τραγωδία εκμεταλλεύτηκε
και τα ταφικά έθιμα και τα μοιρολόγια, όπως και τους ύμνους στους
πανελλήνιους και τοπικούς ήρωες (ηρωολατρία). Ετσι στα χρόνια της ακμής
από τα σωζόμενα έργα του Αισχύλου και τα ράκη των αποσπασμάτων του
Φρυνίχου η δομή του αρχαίου δράματος, με μικρές ή μεγάλες παρεκκλίσεις,
έως τον έσχατο Ευριπίδη και τον Σοφοκλή, που τον νεκρολόγησε, καθιέρωσαν
«ο μέγιστος πάντων μύθος», η υπόθεση, να δομείται με δρώμενα,
αφηγήσεις, λυρικά άσματα, όρχηση, μιμική, εντός σημασμένης όψεως, δηλαδή
εικαστικού χώρου.
Αυτή τη λογική της δομής κληρονόμησαν οι Ρωμαίοι και αυτή η δομή
των συστατικών ποιοτικών στοιχείων έφθινε στους σκοτεινούς χρόνους με
την επέλαση των βαρβάρων. Στα πρώτα χρόνια της πρώιμης αναγέννησης, όταν
οι Ευρωπαίοι ανακαλύπτουν ξανά τις αρχαίες ελληνορωμαϊκές μορφές, η
φόρμα της τραγωδίας διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Ετσι αυτονομήθηκαν η
όψις στην αρχιτεκτονική, η μιμική, η μουσική, ο χορός και αποτέλεσαν
ξεχωριστά καλλιτεχνικά μορφώματα.
Η Αναγέννηση, γυρίζοντας πίσω στις πηγές του πολιτισμού μαζί με
τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη φυσική, την ουράνια μηχανική, τη
ρητορική, αναζήτησε και τις αρχές του θεάτρου και όπως και στα άλλα
προσπάθησε να μιμηθεί τις μορφές που είχαν πάθει έκλειψη. Ετσι αποπειράθηκε να ανασυνθέσει σε όλον τα αυτονομημένα
ποιοτικά συστατικά. Το νέο μόρφωμα που αποπειράθηκε να επαναδιατυπώσει
τη δομή και τη συγκίνηση της τραγωδίας ήταν η προκλασική όπερα. Ετσι
γέμισαν οι αίθουσες του μπαρόκ με «Ιφιγένειες», «Αλκήστιδες»,
«Οιδίποδες», «Ιππόλυτους» κ.τ.λ. Κυρίαρχος εδώ ο Γκλουκ. Την ίδια εποχή ο
Βολταίρος ξαναπιάνει τους αρχαίους τραγικούς μύθους και τους
επαναδιατυπώνει χωρίς την ακατανόητη για τους ορθολογιστές συνιστώσα:
χορός.
Η όπερα όμως διατηρεί πλήρως τα συστατικά του Αριστοτελικού
ορισμού: Μύθος, μέλος, όρχηση, ποίηση, όψις και φυσικά Ηθος (χαρακτήρες)
και Διάνοια (επιχειρήματα κ.τ.λ.). Δυστυχώς η όπερα δεν μπόρεσε να αναβιώσει την αρχαία λειτουργία
του τραγικού. Δημιουργήθηκε όμως ένα υβρίδιον, ένα νόθο τερατάκι, που
έμελλε να κυριαρχήσει και να αυτονομηθεί ως ιδιαίτερη νέα τέχνη στους
αιώνες του μοντερνισμού. Από κει και πέρα το τερατάκι εκείνο γέννησε, σαν γόνιμη κουνέλα,
εξαίσια νόθα, είδη ανθεκτικά και ροδαλά. Σε μια στατική μορφή γέννησε
τα ορατόρια, πηγαίνοντας πιο πίσω στις ρίζες, αφού υμνώντας γέννηση,
πάθη, ανάσταση του Χριστού ξανασυνάντησε τον Διθύραμβο.
Η ρομαντική όπερα ξαναβρήκε τους «Πέρσες» του Αισχύλου, δηλαδή
τον ιστορικό μύθο («Πουριτανοί», «Αΐντα», «Τροβατόρε» κ.τ.λ.) και τον
αστικό μύθο («Τραβιάτα», «Μποέμ» κ.τ.λ.) και η Μπελ Επόκ γέννησε την
«οπερέττα», την εύπεπτη όπερα για τα μεγάλα βουλεβάρτα. Η οπερέττα
οδήγησε στα μουσικά θεάματα, δηλαδή μετ' ασμάτων και αυτά στο
«Μιούζικαλ» και τα μουσικά δράματα ιδεολογικοποιημένα γέννησαν την
«Οπερα της πεντάρας», τον «Κύκλο με την κιμωλία», τη «Μάνα Κουράγιο»
κ.τ.λ. των Μπρεχτ - Βάιλ - Ντεσάου και σε μας εδώ «Το παραμύθι χωρίς
όνομα» των Καμπανέλλη - Μ. Χατζιδάκι.
Υπέροχα νόθα δισέγγονα του Ευριπίδη.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=406201
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου