Θυμάμαι
την Χιροσίμα
Όταν
η πρώτη πυρηνική βόμβα έπεσε στην Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου 1945, ο Άγγλος
Έντουαρντ Σώγιερ ήταν αιχμάλωτος πολέμου και δούλευε στο λιμάνι της ιαπωνικής
αυτής πόλης. Σήμερα, μετά από 73 χρόνια παρουσιάζουμε εδώ την προσωπική του
μαρτυρία για εκείνη τη φοβερή ημέρα
του Edward Sawyer
ΜΕ ΜΙΑ ΚΛΩΤΣΙΑ, η πόρτα
ανοίγει και ο φρουρός ουρλιάζει «Σπΐντο! Τένκο!» Ύστερα διασχίζει κατά μήκος
την ξύλινη παράγκα, χτυπώντας το ραβδί του στις 80 κουκέτες του θαλάμου. Είναι
6 το πρωί, και μ' αυτόν τον άγριο τρόπο ξαναβυθίζομαι στην καθημερινή εξαθλίωση
της ζωής του αιχμάλωτου πολέμου, στα χέρια των Γιαπωνέζων -τριάμισι χρόνια μετά
την αιχμαλωσία μου στο νησί Τιμόρ, του Ειρηνικού, όπου υπηρετούσα λοχίας σε μια
αντιαεροπορική πυροβολαρχία.
Ανασηκώνομαι ανόρεχτα,
στηρίζομαι στον έναν αγκώνα, ξεδιπλώνω το πράσινο παντελόνι αγγαρείας που
χρησιμοποιώ για μαξιλάρι, το φοράω πάνω από το μακρύ βρωμερό μου σώβρακο και
βάζω μέσα το χακί μου πουκάμισο, που το φορούσα και στον ύπνο για να φυλαχτώ
από τους ψύλλους. Τυλίγω την αχυρένια ψάθα - το μοναδικό στρωσίδι που χωρίζει
τις ξύλινες σανίδες του κρεβατιού από το σκελετωμένο μου κορμί.
Όλες οι μέρες με τον ίδιο
τρόπο αρχίζουν, και δέχομαι πια με απάθεια το άγριο ξύπνημα, τη βασανιστική
πείνα, την αρρώστια, την αδυναμία, ακόμη και τους ξυλοδαρμούς.
Ο αέρας του πρωινού είναι
δροσερός κι ο ουρανός είναι καθαρός, καθώς τον φωτίζει ο ήλιος που βγαίνει πίσω
απ' τους λόφους που περιβάλλουν το στρατόπεδο.
Ο διοικητής βγαίνει από το
Διοικητήριο, χαιρετά τη σημαία του Ανατέλλοντος Ηλίου που κρέμεται χωρίς πνοή
από τον ιστό της, κι ύστερα στέκεται μπροστά στους παραταγμένους αιχμαλώτους
-Αμερικανούς, Αυστραλούς, Άγγλους, Κινέζους, Ολλανδούς, Ινδούς και Μαλαισιανούς.
Με τα μάτια να κοιτούν κατ' ευθείαν μπροστά, είμαστε υποχρεωμένοι να
υποκλιθούμε βαθιά. Μας χαιρετά, ύστερα περπατάει πάνω-κάτω ανάμεσα στις γραμμές
μας με την ακολουθία του, επιθεωρώντας μας, και επιστρέφει στο κτίριο.
Μας εφοδιάζουν με το
μεσημεριανό μας, μαύρο αναποφλοίωτο ρύζι, λίγα φασόλια σόγια, λίγα ραπανάκια
και δυο λεπτές φέτες ψάρι ξεραμένο στον ήλιο, στο μέγεθος μικρής σαρδέλας, όλα
μαζί πακεταρισμένα σε ξύλινα κουτιά. Μ' αυτά τα εφόδια, ξεκινάμε, 20 άντρες και
δύο ένοπλοι φρουροί σε κάθε φορτηγό, για μια σκληρή μέρα δουλειάς σε κάποιο
ανθρακωρυχείο, σε σιδηρουργείο, σε χωράφια να φυτεύουμε λαχανικά ή στο λιμάνι
να ξεφορτώνουμε εμπορεύματα.
Τραμπαλιζόμαστε για καμιά
τριανταριά χιλιόμετρα, σε δρόμους όλο στροφές και σπαρμένους με λακκούβες, μέσα
από τους λόφους, σταματώντας κάθε τόσο για να ξεφορτώσουμε μια ομάδα εργασίας,
μέχρι να φτάσουμε τελικά στις αποβάθρες του λιμανιού, στο δέλτα του ποταμού
Ότα.
Πηδάω κάτω από το φορτηγό
κι ένας Γιαπωνέζος χάντσο (εργοδηγός) μου δείχνει ένα σαπιοκάραβο, φορτηγό των
5.000 τόνων, δεμένο στο μουράγιο. Το ξέρω καλά. Εδώ και δυο μέρες ξεφορτώνω το
φορτίο του, μια αναθεματισμένη, βρωμερή μαύρη ζάχαρη. Είμαστε οχτώ που
δουλεύουμε
μαζί, οι τέσσερις κάτω στ'
αμπάρια και οι τέσσερις πάνω, που στοιβάζουν τα τσουβάλια στη διπλανή αποθήκη.
Το στρίβουμε για να δούμε ποιος θα πάει κάτω για τα δύο πρώτα φορτία. Χάνω, και
ανεβαίνω στο πλοίο μαζί με τον Κηθ, τον Μπλούι και τον Κέρλυ -όλοι τους
Αυστραλοί. Είμαι ο μοναδικός Άγγλος αιχμάλωτος στο πλοίο.
Κατεβαίνουμε από τη
μεταλλική σκάλα στο αποπνικτικό αμπάρι. Ένας ηλεκτρικός γλόμπος που κρέμεται
από ένα καλώδιο είναι το μοναδικό φως εδώ κάτω, μαζί με το μικρό κομμάτι
ουρανού που φαίνεται από την καταπακτή, δέκα μέτρα πάνω απ' τα κεφάλια μας.
Γυμνωνόμαστε από τη μέση και πάνω κι αρχίζουμε να σέρνουμε τα σακιά των 100
κιλών μέχρι την πλατφόρμα που έχει κατεβάσει ο γερανός. Όλες οι μύγες που ήταν
αραγμένες πάνω στη βρωμερή λινάτσα των σάκων, μεταφέρουν τα ενδιαφέροντα τους
πάνω στα ιδρωμένα μας κορμιά. Μόλις φορτώνουμε τέσσερα σακιά, ειδοποιούμε τον
αιχμάλωτο που περιμένει στο κατάστρωμα και κάνουμε πίσω, καθώς ο γερανός
αρχίζει ν' ανεβάζει, μπαλαντζάροντας, το φορτίο απ' τ' αμπάρι.
Μετά από ένα μικρό
διάλειμμα, ανεβαίνουν άλλα τέσσερα σακιά, κι είναι ώρα ν' αλλάξουμε βάρδιες. Καθώς
αρχίζουμε ν' ανεβαίνουμε τη σκάλα, ο χάντσο μάς διατάζει να δουλέψουμε για άλλο
ένα φορτίο. Τον βρίζουμε, του λέμε ότι κάναμε τη βάρδια μας, αλλά μας απειλεί,
κι έτσι αρχίζουμε να ξανακατεβαίνουμε.
Ξάφνου, ένα λαμπρό λευκό
φως πλημμυρίζει κάθε γωνιά στο αμπάρι. Τυφλωμένοι από τη λάμψη παραπατάμε,
πέφτουμε πίσω και βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στο πάτωμα, ενώ το πλοίο φαίνεται να
ρουφιέται προς τα κάτω. Ταρακουνιέται και κλυδωνίζεται ολόκληρο, σαν να το έχει
γραπώσει και να το τραντάζει μια τρομερή δύναμη. Ύστερα ξανασηκώνεται και
γέρνει απότομα προς τα δεξιά, χτυπώντας με δύναμη το πλευρό του πάνω στην
τσιμεντένια αποβάθρα. Μεγάλες φλούδες μετάλλου πέφτουν βροχή στα κεφάλια μας
από τα σκουριασμένα τοιχώματα του αμπαριού. Έξω, μια υπόκωφη βροντή γίνεται όλο
και πιο δυνατή.
Η θάλασσα τραντάζει το
πλοίο, κι ακούμε τα ξάρτια του στο κατάστρωμα να ξεριζώνονται από έναν άνεμο με
δύναμη κυκλώνα. Το ηλεκτρικό φως έχει σβήσει κι εμείς μένουμε στο σκοτάδι
έντρομοι, κολλημένοι πάνω στα βρώμικα
τσουβάλια, καθώς το πλοίο στριφογυρίζει
σαν καρυδότσουφλο και τ' αυτιά μας βομβαρδίζονται από έναν αλλόκοσμο θόρυβο που
συνεχίζει να βρυχάται.
Σιγά-σιγά, ο φρικτός
στροβιλισμός αρχίζει να μετριάζεται και το σκάφος μένει ακίνητο, γερμένο στο
ένα του πλευρό. Κοιτάζω επάνω, μέσα από την καταπακτή, και ο γαλάζιος ουρανός
έχει γίνει μολυβής. Τ' αυτιά μου κουδουνίζουν, αλλά ακούω στο βάθος ομιλίες
Αυστραλών.
«Διάολε. Τι ' ταν αυτό;»
«Μήπως έπεσε βόμβα στην
προκυμαία;»
«Δεν άκουσα έκρηξη.
Άκουσες εσύ;»
Αλλά κανείς μας δεν είχε
ακούσει έκρηξη. Άρα, δεν ήταν βόμβα.
«Μα τι 'ταν τότε;»
Αρχίζουμε να φωνάζουμε,
κάνοντας τα χέρια μας χωνί. Καμιά απάντηση. Η ζέστη μέσα στο αμπάρι έχει γίνει
αφόρητη. Αποφασίζουμε να βγούμε έξω. Ο Μπλούι πιάνεται από τη σκάλα για ν'
ανέβει, αλλά τραβάει το χέρι του με μια κραυγή. Το μέταλλο καίει. Αδύνατο να το
ακουμπήσεις. Ακόμη και οι μπουλμέδες κάτω από την ίσαλο γραμμή είναι ζεστοί.
Μένουμε, λοιπόν, σ' αυτό το αμπάρι-φούρνο.
Σε λίγο ακούμε το θόρυβο
βροχής, και βλέπουμε χοντρές μαύρες σταγόνες να πέφτουν μέσα απ' την καταπακτή.
Η όψη τους έχει κάτι το απειλητικό και τραβιόμαστε όσο πιο μακριά μπορούμε, ενώ
οι σταγόνες γίνονται πια κανονική βροχή, που μουσκεύει και λεκιάζει το σάκο που
βρίσκεται στην πλατφόρμα. Με μια μακάβρια περιέργεια, καθόμαστε και κοιτάμε
αυτή την αλλόκοτη μαύρη βροχή, μέχρις ότου σταματάει, το ίδιο απότομα όπως
άρχισε.
Τώρα, έξω βασιλεύει μια
περίεργη σιωπή, που τη διακόπτουν πότε-πότε το τρίξιμο και μετά ο γδούπος μαδεριών
που σωριάζονται. Αρχίζουμε πάλι να φωνάζουμε, αλλά δεν παίρνουμε άλλη απάντηση
από την ηχώ της φωνής μας μέσα στην πνιγηρή ζέστη και το σκοτάδι.
Περνάει ώρα πολλή. Ώσπου
ακούμε βήματα πάνω στο κατάστρωμα. Πεταγόμαστε πάνω και φωνάζουμε πάλι. Ένα
πρόσωπο σκεπασμένο με λευκή χειρουργική μάσκα προβάλλει και κοιτά κάτω.
«Περιμένετε! Περιμένετε! Μείνετε εκεί που είσαστε!» φωνάζει στα γιαπωνέζικα.
«Μα τι συνέβη;»
«Φοβερός κίνδυνος! Φωτιά!
Πολλοί νεκροί. Περιμένετε!»
Περιμένουμε, χωρίς να
ξέρουμε γιατί. Σε μια ώρα περίπου, ο ίδιος αξιωματικός του Λιμενικού
ξαναγυρίζει και μας κατεβάζει ένα καλάθι δεμένο με σχοινί. Έχει μέσα ένα
μπουκάλι νερό και ντολμάδες από ρύζι, τυλιγμένους με φύκια. Καθόμαστε και
τρώμε, ακούγοντας από μακριά το θόρυβο φτυαριών που σκάβουν και τις φωνές των
εργατών. Ύστερα, καινούρια βήματα ακούγονται στο κατάστρωμα.
Τρία μασκοφορεμένα πρόσωπα
μας κοιτάζουν. Μια φωνή στα αμερικάνικα μας πληροφορεί ότι είναι γιατρός κι ότι
έχει μαζί του άλλους δύο Γιαπωνέζους γιατρούς. Μας πετά τέσσερις νιτσεράδες και
μας λέει να τις φορέσουμε πριν ανέβουμε. Η σκάλα έχει κρυώσει, κι έτσι
βγαίνουμε έξω, σ' έναν κόσμο πυρπολημένο και κατεστραμμένο.
Πάνω απ' τα κεφάλια μας, ο
λυγισμένος βραχίονας του γερανού γέρνει επικίνδυνα. Ο οδηγός του είναι νεκρός μέσα
στην καμπίνα του. Το φουγάρο του πλοίου έχει πέσει στο πλάι. Το γερμένο
κατάστρωμα είναι γεμάτο με σπασμένα ξάρτια. Η γέφυρα είναι τσακισμένη. Ανάμεσα
απ' τα κάγκελα της αριστερής κουπαστής βλέπουμε το ποτάμι να κατεβάζει
ντουζίνες καμένα πτώματα προς τη θάλασσα, μερικά απ' αυτά ακόμα αγκαλιασμένα σε
μακάβρια συμπλέγματα.
Κοιτώντας προς την πάνω
μεριά του ποταμού, αντικρίζουμε αυτό που κάποτε ήταν η πόλη της Χιροσίμα. Σε
μια έκταση πέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, σχεδόν όλα τα κτίρια έχουν γίνει
σκόνη, ενώ πάνω απ' αυτό το βιβλικό τοπίο κρέμεται ένα μολυβί σύννεφο καπνού.
Ο γιατρός (ένας Αμερικανός
ταγματάρχης των πεζοναυτών, αιχμάλωτος από τις Φιλιππίνες) μας είπε ότι όλα
αυτά τα έκανε μία και μόνο βόμβα, αλλά είναι αδύνατο να το χωνέψουμε. Αντίθετα,
η απαίσια δυσοσμία γύρω μας είναι πολύ πειστική, και σπεύδουμε να φορέσουμε τις
μάσκες που φιλτράρουν κάπως τις οσμές της καμένης σάρκας, της στυφής καπνιάς
και του καυτού μέταλλου, που μας φέρνουν ναυτία. Το καρβουνιασμένο πτώμα του
χάντσο κείτεται κοντά στην πλώρη, κι ανάμεσα στα πεσμένα ξάρτια βρίσκεται το
πτώμα του αιχμάλωτου που μετέφερε τα σινιάλα μας στον οδηγό του γερανού. Τον
κοιτάζουμε μελαγχολικά κι αναλογιζόμαστε πώς έγινε και μείναμε εμείς κάτω. Ύστερα
βγαίνουμε στην προκυμαία, αναζητώντας τους άλλους τρεις.
Η οροφή της αποθήκης έχει
εξαφανιστεί. Το ρολόι, όμως, στον τοίχο παραμένει ανέπαφο, με τους δείκτες του
σταματημένους στις 8.15. Άντρες της πολιτικής αεράμυνας προσπαθούν να
μεταφέρουν τους νεκρούς που είναι σκορπισμένοι στην προκυμαία. Μα όταν πάνε να
τους σηκώσουν, το καμένο δέρμα ξεφλουδίζει και βγαίνει μονοκόμματο, σαν φανελάκι.
Το θέαμα μας αρρωσταίνει.
Πηγαίνουμε μέχρι την αποθήκη, κι εκεί βρίσκουμε τα πτώματα των άλλων τριών
αιχμαλώτων. Οι δύο έχουν πέσει μπρούμυτα, αλλά ο τρίτος έχει μείνει καθιστός,
με τα μάτια σ' ένα γκροτέσκο βλέμμα να λιώνουν σε κέρινα ρυάκια πάνω στο
κόκκινο πρησμένο του πρόσωπο. Τον κοιτάμε κι εμείς αποσβολωμένοι.
«Ελάτε,» μας φωνάζει ο
ταγματάρχης. Έχοντας βεβαιωθεί ότι είμαστε
οι μοναδικοί επιζώντες,
αρχίζει να ανυπομονεί. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Ας πηγαίνουμε.» Μας
αφήνει να καταλάβουμε ότι, με όσα είδε σήμερα, φοβάται κάποια αντίποινα από
τους επιζώντες Γιαπωνέζους. Τον ακολουθούμε κατά μήκος της προκυμαίας.
Ιδρώνοντας κάτω απ' τις νιτσεράδες που κρύβουν την ιδιότητα μας, προσπερνάμε
βιαστικά μια ομάδα Γιαπωνέζων στρατιωτών που ψάχνουν για επιζώντες μέσα στα
χαλάσματα, έπειτα ένα μαυρισμένο τοίχο που πάνω του έχει αποτυπωθεί, σαν
φάντασμα, το περίγραμμα μιας γκρίζας ανθρώπινης μορφής που στεκόταν εκεί δίπλα
όταν έγινε η έκλαμψη. Καθώς προχωράμε, ο ταγματάρχης, που το πρόσωπο του είναι
πληγωμένο και ματωμένο, μας διηγείται το πώς γλίτωσε σαν από θαύμα, όταν το
νοσοκομείο όπου εργαζόταν κατέρρευσε. Θάφτηκε κάτω από τα συντρίμμια, αλλά
κατάφερε να βγει έξω ανοίγοντας δρόμο με τα χέρια του, και να συναντήσει τα
συνεργεία διασώσεως. Μας διηγείται για δύο γυναίκες που έμπαιναν μαζί στο
νοσοκομείο την ώρα που έπεφτε η βόμβα. Η μία σκοτώθηκε από την έκλαμψη, της
άλλης τα ρούχα εξαφανίστηκαν κι απόμεινε ζωντανή, χωρίς ούτε ένα σημάδι στο
γυμνό της σώμα.
Στα προάστια, περνάμε από
μια πλατεία που έχει μετατραπεί σε πρόχειρο νοσοκομειακό σταθμό. Είναι
πλημμυρισμένη από ανθρώπους, που περιμένουν σε ουρές, πολλοί απ' αυτούς με
εγκαύματα, με αιμορραγίες, με λωρίδες δέρματος να κρέμονται από τα πρησμένα,
γυμνά σώματα τους. Δεν υπάρχει ούτε υστερία ούτε πανικός, μόνο η απόγνωση των
ομάδων παροχής πρώτων βοηθειών
και τα βλέμματα, πληγωμένα και
κατάπληκτα, εκείνων που περιμένουν. Για πρώτη φορά, αισθάνομαι λύπη και
συμπόνια για τους Γιαπωνέζους. «Κοιτάξτε όλα αυτά τα φρικτά μαρτύρια,» λέει ο
ταγματάρχης, κουνώντας το κεφάλι. «Τι χρειαζόντουσαν; Τους είχαμε πια σχεδόν
νικήσει, έτσι κι αλλιώς. Γιατί το έκαναν; Γιατί; Γιατί;» Αυτή είναι μια ερώτηση
που την κάνουν συχνά οι στρατιώτες.
Ο ταγματάρχης μάς οδηγεί
σ' ένα σημείο συγκέντρωσης όπου μερικά φορτηγά περιμένουν στη σειρά, και
συνεννοείται με τον επικεφαλής αξιωματικό. Κατόπιν, ένας νεαρός στρατιώτης,
κουβαλώντας το όπλο του, μας συνοδεύει σ' ένα απ' τα φορτηγά. Μπαίνουμε μέσα,
βγάζουμε τις νιτσεράδες και τις επιστρέφουμε στον ταγματάρχη. Δεν υπάρχουν
λόγια για να τον ευχαριστήσουμε για τη σωτηρία μας.
Ο Γιαπωνέζος στρατιώτης
σκαρφαλώνει μαζί μας και το φορτηγό ξεκινάει, στρίβοντας μια από δω και μια από
κει, αναζητώντας μια ανοιχτή διάβαση έξω από την ισοπεδωμένη πόλη. Ο
στρατιώτης, μισανοίγει το καραβόπανο που κλείνει το πίσω μέρος του φορτηγού για
να βλέπει έξω, κι από τις χαραμάδες βλέπουμε την πρόσοψη μιας χριστιανικής
εκκλησίας να έχει μείνει όρθια, με το γοτθικό τόξο της πόρτας της να οδηγεί
μονάχα σε ερείπια που καπνίζουν. Καθώς ανεβαίνουμε στους λόφους έξω από την
πόλη, βλέπουμε δέντρα καμένα, άλλα ξεριζωμένα κι άλλα απογυμνωμένα απ' όλο τους
το φύλλωμα.
Όταν φτάνουμε στο
στρατόπεδο, βλέπουμε ότι η μάντρα του έχει ισοπεδωθεί και η σκεπή μιας αποθήκης
έχει σαρωθεί. Μας λένε ότι τη ζημιά την έκανε ένας τρελός αέρας. Τους εξηγούμε
ότι ήταν βόμβα, αλλά κανείς δεν μας πιστεύει.
Πηγαίνουμε στη δεξαμενή
του νερού και καταβρέχουμε, ξανά και ξανά, το σώμα μας, προσπαθώντας να
πλύνουμε από πάνω μας όλες τις οσμές κι όλο το θέαμα της ημέρας. Ύστερα
πέφτουμε εξαντλημένοι στα κρεβάτια μας. Ο αρχαιότερος αιχμάλωτος αξιωματικός,
ένας Αμερικανός συνταγματάρχης, μπαίνει μέσα και μας στέλνει στο γιατρό για
έλεγχο. Μολονότι το ηθικό μας είναι τσακισμένο, είμαστε σώοι και υγιείς.
Στο βραδινό προσκλητήριο
τέσσερις άντρες λείπουν, και μόνον ο Κηθ, ο Μπλούι, ο Κέρλυ κι εγώ ξέρουμε τη
φρίκη του ακαριαίου θανάτου τους. Οι φρουροί μάς καλούν να παραταχθούμε στο
χώρο των παρελάσεων. Ο διοικητής εμφανίζεται με την ακολουθία του, κι εμείς
κάνουμε τη συνηθισμένη βαθιά υπόκλιση. Χαιρετά, διατάσσει ανάπαυση κι αρχίζει
να μιλάει στα αγγλικά.
«Σήμερα Αμερική έριξε
μεγάλη βόμβα Χιροσίμα...» Η φωνή του βράζει από οργή καθώς περιγράφει τις
καταστροφές και τις χαμένες ζωές. Ύστερα παίρνει έναν περιφρονητικό τόνο.
«Αμερική δεν θα έριχνε μεγάλη βόμβα, αν Ιαπωνία είχε μεγάλη βόμβα, γιατί αν
Ιαπωνία είχε μεγάλη βόμβα, Ιαπωνία θα βομβάρδιζε Σαν Φραντσίσκο...»
Το επαναλαμβάνει πολλές
φορές, αναφέροντας όσα ονόματα αμερικανικών πόλεων μπορεί να θυμηθεί, και τον
ακούμε με αγωνία, με το μάτι μας καρφωμένο στο οπλοπολυβόλο και το χειριστή
του. Αλλά, προς ανακούφιση μας, μας ανακοινώνει ότι το στρατόπεδο θα εκκενωθεί
και θα μεταφερθούμε με τραίνο στην Νιιγκάτα, στη βορειοδυτική ακτή του Χονσού.
Την ώρα που μας καλούν ν'
ανεβούμε στα φορτηγά για τον σιδηροδρομικό σταθμό, ανασηκώνω μια από τις
σανίδες της κουκέτας μου και ψάχνω για το κρυμμένο μικρό μου σημειωματάριο, που
μου χρησίμευσε σαν ημερολόγιο τα τελευταία τρισήμισι χρόνια. Το κρύβω μέσα στο
πουκάμισο μου, μαζί με την ταλαιπωρημένη φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς μου,
της Μαίρης. Μπαίνω κι εγώ στη σειρά για τα φορτηγά.
Το σκοτάδι αρχίζει να
πέφτει καθώς ξεκινάμε το μακρύ ταξίδι μας προς το βορρά. Ακούγοντας το ρυθμό
των τροχών πάνω στις ράγες, αρχίζω, μετά από λίγο, να νιώθω μια αχνή ελπίδα.
Αυτή είναι ίσως η αρχή του ταξιδιού της επιστροφής μου στην ελευθερία, η αρχή
του τέλους της πολύχρονης σκληρής σκλαβιάς μου.
Ο Έντουαρντ Σωγιερ είναι
σήμερα (1985) ένας υγιής και δραστήριος άντρας 67 χρονών, αλλά, όπως όλοι οι
αιχμάλωτοι πολέμου από την Άπω Ανατολή, χρειάστηκε πολύ καιρό μέχρι να ξαναβρεί
την υγεία του.
Όταν απελευθερώθηκε το
1945, το βάρος του είχε φτάσει τα 47κιλά και υπέφερε από δυσεντερία, μαλάρια
και νευρικές διαταραχές. Χρειάστηκαν δύο χρόνια ανάρρωσης πριν μπορέσει να
ξαναπιάσει δουλειά ως τυπογράφος. Τον Ιούλιο του 1947, παντρεύτηκε την Μαίρη.
Παρ' όλο που τους είχαν πει ότι δεν θα μπορούσαν μάλλον ποτέ να κάνουν
οικογένεια, μετά από 14 χρόνια γεννήθηκε το μοναχοπαίδι τους, ένα υγιέστατο
αγοράκι.
Ο 'Εντουαρντ Σώγιερ -
συνταξιούχος τώρα πια - μολονότι έχει γνωρίσει όσο λίγοι τη φρίκη των πυρηνικών
όπλων, δεν ανήκει στους οπαδούς του μονομερούς αφοπλισμού. «Τον πόλεμο τον
κάνουν οι άνθρωποι, όχι τα όπλα. Οι ισχυρότεροι θα κατακτούν πάντα όσα μπορούν
και οι αδύναμοι θα παραχωρούν όσα εξαναγκάζονται. Τα ζητήματα ηθικής και
δικαιοσύνης αρχίζουν να εμφανίζονται μόνον όταν οι δυνάμεις είναι ίσες. Με τον
σημερινό χωρισμό του κόσμου σε δύο στρατόπεδα, η ουδετερότητα είναι αυταπάτη
και ο μονομερής πυρηνικός αφοπλισμός μπορεί να μας οδηγήσει μόνο στη σκλαβιά.»
© 1979 by Emory Μ. Thomas. Condensed from "The Washimghton
Post" (August 15, 79).
Πηγή : ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου