Οι
αναμνήσεις μου από τον Μαέστρο
Ως
πιανίστας, ο Αρθούρος Ρουμπινστάιν θάμπωνε τον κόσμο - ως άνθρωπος, καταγοήτευε
τους φίλους του
TOY
HlROYUKI IWAKI
Πρωτογνώρισα τον Αρθούρο Ρουμπινστάιν
στα 1962 στο Τόκυο. Είχε τότε προσκληθεί για να παίξει με την Συμφωνική
Ορχήστρα Γιομιούρι Νιππόν, κι εγώ θα διηύθυνα. Τη μέρα πριν από την πρώτη
πρόβα, έμαθα ότι ήθελε να με δει. Πήγα στη σουίτα του ξενοδοχείου του, πήρα μια
βαθιά ανάσα και χτύπησα την πόρτα του Μαέστρου. Η πόρτα άνοιξε - εμφανίστηκε το
πρόσωπο που ήξερα τόσο καλά από τα εξώφυλλα δίσκων.
«Σας περίμενα, κ.
Ιγουάκι,» είπε με δυνατή φωνή. Ανήμπορος ακόμα και να του σφίξω το χέρι από το
πολύ «τρακ», έκανα μια βαθιά υπόκλιση.
Μέσα στη σουίτα του
βρίσκονταν δυο πιάνα Στάινγουαιη, κι ένιωσα το πρόσωπο μου να γίνεται άσπρο σαν
πανί με τη σκέψη ότι μπορεί να μου ζητούσε να προβάρουμε το ορχηστρικό μέρος.
Ευτυχώς, τα προσπέρασε και μπήκε στο διπλανό δωμάτιο.
«Παρακαλώ πέστε μου ό,τι
σχόλια θα θέλατε σχετικά με το παίξιμο μου,» είπε ο Ρουμπινστάιν μόλις καθίσαμε.
«Μαθαίνω τόσα πολλά από τους αρχιμουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι.»
Έμεινα εμβρόντητος. Ήταν
ανήκουστο ένας μεγάλος μαέστρος να ζητάει συμβουλές από έναν απλό «πρωτάρη»,
ακόμη κι αν το έκανε μόνο από ευγένεια. Για αρκετά λεπτά, κουβεντιάσαμε για
φαγητά και κρασιά. Τελικά, κατάλαβα ότι ο Ρουμπινστάιν δεν είχε σκοπό να
συζητήσει για τις συναυλίες. Απλώς ήθελε να γνωρίσει τον νεαρό αρχιμουσικό του.
Όσο πλησίαζε η ώρα της
πρόβας, τόσο πιο τεντωμένα ήταν τα νεύρα μου. Μέσα σε τρεις μέρες θα
μελετούσαμε ένα κοντσέρτο του Τσαϊκόφσκυ, το Αυτοκρατορικό, το Τρίτο και το
Τέταρτο κοντσέρτο του Μπετόβεν, το Δεύτερο του Σοπέν, το Δεύτερο του Σαιν-Σανς,
το κοντσέρτο σε Φα Ελάσσονα του Μότσαρτ και το κοντσέρτο του Σούμαν σε Ντο
Ελάσσονα. Αυτά αντιπροσώπευαν ένα μικρό μόνο μέρος του ρεπερτορίου του Ρουμπινστάιν. Χωρίς να σταθεί
καν να το σκεφτεί, θα μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε απ' αυτά. Αντίθετα, εγώ
δεν είχα ποτέ διευθύνει ούτε Σοπέν ούτε Σαιν-Σανς. Το
κομμάτι του Σοπέν ήταν ιδιαίτερα
δύσκολο και ποτέ μου, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, δεν είχα φανταστεί ότι, με
τον Αρθούρο Ρουμπινστάιν στο πιάνο, θα διηύθυνα κάποια μέρα μουσική που είχα
τόσο επιμελώς αποφύγει! Έπειτα, ήταν και η περιφρονητική στάση του Μαέστρου
απέναντι στις πρόβες. Έλεγε ότι δεν του άρεσε να «παίζει μόνος του» και δεν
μπορούσε να δουλέψει σοβαρά χωρίς ακροατήριο. Για τον Ρουμπινστάιν, η κάθε
συναυλία ήταν απλώς μια πρόβα για την επόμενη. «Όσο πιο γεμάτο το θέατρο, τόσο
πιο σοβαρά μπορούμε να εξασκηθούμε,» μου είπε.
Έφτασα νωρίς στην Αίθουσα
Συναυλιών Ουένο Μετροπόλιταν του Τόκυο, το πρωί της πρώτης μας πρόβας, και
γεμάτος άγχος ξαναδιάβαζα τις παρτιτούρες, όταν ακούστηκε ένας χτύπος στην
πόρτα, και μπήκε ο Ρουμπινστάιν λέγοντας χαρωπά, «Γκούτεν Μόργκεν, Μαέστρο».
Μετά την πρόβα, κάναμε ένα
διάλειμμα. Ο Ρουμπινστάιν ήθελε καφέ, έτσι κάποιος έριξε την ιδέα να
χρησιμοποιήσουμε την καντίνα του θεάτρου. Είχε πολύ κόσμο και θόρυβο, αλλά ο
Ρουμπινστάιν δεν ενοχλήθηκε. Ενώ όλοι τριγύρω δεν έπαιρναν από πάνω του τα
μάτια τους, εκείνος κουβέντιαζε ανέμελα.
Μετά από δυο συναυλίες
στην Αίθουσα Ουένο, κάναμε πρόβες για την εμφάνιση μας στην πελώρια Αίθουσα
Συναυλιών Νιππόν Μπουντοκάν. Μέσα στο κτίριο, ένα σμήνος κουνούπια επετέθη σ'
ολόκληρη την ορχήστρα, στον Ρουμπινστάιν και σ' εμένα.
Ξεκινήσαμε το Αυτοκρατικό
κοντσέρτο του Μπετόβεν, που αρχίζει με μια συγκινητική καντέντσα του πιάνου.
Μετά, προχωρεί η ορχήστρα και το πιάνο παραμένει σιωπηλό για κάμποση ώρα. Όσο
έπαιζε η ορχήστρα, άκουγα έναν ήχο σαν σποραδικό χειροκρότημα να έρχεται από
κάπου κοντά στο πιάνο. Όταν η ορχήστρα έπαιζε δυνατά, τα παλαμάκια ήταν δυνατά,
όταν η ορχήστρα έπαιζε απαλά, τότε και τα παλαμάκια ήταν απαλά. Είχα ακόμα τόσο
«τρακ», ακόμα και στις πρόβες, που δεν τόλμησα να τραβήξω τα μάτια μου από την
ορχήστρα, για να δω τι ήταν αυτός ο θόρυβος.
Λίγο πριν από τη στιγμή
που θα «έμπαινε» το πιάνο, σταμάτησα την ορχήστρα για να τους ζητήσω κάτι. Ο
Ρουμπινστάιν ήρθε κοντά μου. «Δεν έχω σκοτώσει περισσότερα κουνούπια στη ζωή
μου,» ανήγγειλε κατενθουσιασμένος. «Τριάντα!»
Εκείνο το βράδυ ο
Ρουμπινστάιν έπαιξε μπροστά σε 15.000 θεατές. Όλες οι θέσεις ήταν γεμάτες. Όταν
φεύγαμε από το Μπουντοκάν, εκατοντάδες ενθουσιασμένων θαυμαστών του που ήθελαν
αυτόγραφα τριγύρισαν τ' αυτοκίνητα μας, και δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε επί
μισή ώρα.
Έξι χρόνια αργότερα, όταν
διηύθυνα την Ορχήστρα της Χάγης, ζήτησα από τον Ρουμπινστάιν να παίξει μαζί
μας. Μου είχαν πει ότι μετά από μια παλιά εμφάνιση με την ορχήστρα αυτή, είχε
ορκιστεί να μη ν ξαναπαίξει ποτέ μαζί της. Κολακεύτηκα, λοιπόν, όταν δέχτηκε
την πρόσκληση μου. Το πρόγραμμα - που περιλάμβανε μια ουβερτούρα, το Δεύτερο
κοντσέρτο του Σοπέν και το Αυτοκρατορικό του Μπετόβεν - ήταν το ίδιο και για τα
δυο βράδια.
Στα χρόνια που είχαν
μεσολαβήσει από τότε που είχαμε πρωτογνωριστεί με τον Ρουμπινστάιν, το παίξιμο
του είχε συνεχίσει να εξελίσσεται και να καλυτερεύει. Η μουσική του μπορούσε να
περιγραφεί μόνο ως ένα θαύμα. Και όμως, καμιά φορά, ακόμα κι εκείνος έκανε
λάθη.
Σε μια από τις συναυλίες
στην Χάγη, το παίξιμο
του άρχισε να «κομπιάζει» στο δεύτερο μέρος του
κοντσέρτου του Σοπέν. Το πρόβλημα άρχισε να γίνεται πιο φανερό στο τρίτο μέρος.
Όταν τελείωσε, υποκλίθηκε βαθιά στο ακροατήριο μουρμουρίζοντας: «Λυπάμαι πολύ.»
Φυσικά, το ακροατήριο δεν το άκουσε αυτό, και μάλιστα σηκώθηκαν όρθιοι για να
τον χειροκροτήσουν.
Πίσω, στο καμαρίνι του, ο
Ρουμπινστάιν ήταν έξαλλος, τα μάτια του πετούσαν φωτιές.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.
«Δεν είναι ανάγκη να θυμώνουμε.»
«Φέρε μου καφέ - πέντε
φλυτζάνια!» ούρλιαξε. Συνέχιζε να ωρύεται όσο προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Με τα
πολλά, έμαθα ότι είχε συμπτώματα συναχιού από το πρωί. Η γυναίκα του, ανήσυχη,
είχε φωνάξει γιατρό.
«Αυτός ο γιατρός
ακροάστηκε την καρδιά μου, κοίταξε το λαρύγγι μου και είπε ότι έχω ένα κοινό
συνάχι,» μούγκρισε ο Ρουμπινστάιν. «Μετά μου έρριξε κάτι χάπια στο στόμα κι
έφυγε.»
Ο Μαέστρος απεχθανόταν τα
φάρμακα. Μερικά φάρμακα για το συνάχι φέρνουν υπνηλία, και αυτός θα πρέπει να
ήταν ο λόγος που ο Ρουμπινστάιν «κόμπιαζε». Εκείνος, τουλάχιστον, ήταν σίγουρος
ότι αυτή ήταν η αιτία.
Τα πέντε φλυτζάνια καφέ
χωρίς γάλα έφθασαν, τελικά. Τα ρούφηξε το ένα μετά το άλλο.
«Πιείτε μόνο δυο,
Μαέστρο,» τον ικέτευα, αλλά εκείνος δεν με άκουσε.
«Ο κόσμος θα πρέπει να
νομίζει ότι ξόφλησα, μετά απ' αυτό τον φρικτό Σοπέν που άκουσαν,» είπε. «Θα
τους δείξω εγώ.»
Μετά το διάλειμμα, ο
Ρουμπινστάιν άρχισε τον Μπετόβεν. Η εκτέλεση του ήταν εξαίσια. Έπαιξε λες και
ήταν 40 χρόνια νεώτερος. Τον κοίταζα με κομμένη την ανάσα καθώς άφηνε τη σκηνή,
και ξαναγύριζε - ξανά και ξανά - καθώς το κοινό τον καλούσε με δυνατές κραυγές
«Μπράβο».
Κάθε φορά που ξαναγύριζε
στο πιάνο για ένα «ανκόρ» καθόταν ακίνητος, ψάχνοντας να βρει τι να παίξει. Οι
περισσότεροι πιανίστες ξέρουν ακριβώς ποια θα είναι τα ανκόρ, και μάλιστα
προετοιμάζονται γι' αυτά. Ο Ρουμπινστάιν έπαιζε ό,τι του ερχόταν στο μυαλό
εκείνη την στιγμή.
Καθώς ο Μαέστρος ήταν
έτοιμος να ξαναβγεί στη σκηνή για πέμπτη φορά, ο μάνατζερ του του φόρεσε ένα
παλτό, για να δείξει στο κοινό ότι η παράσταση είχε πια τελειώσει. Αλλά το
ακροατήριο δεν πτοήθηκε. Έτσι ο Ρουμπινστάιν έπαιξε και μια νοκτύρν του Σοπέν,
φορώντας το παλτό του.
«Τα κατάφερα,» είπε
ευτυχισμένος όταν επιτέλους η συναυλία τέλειωσε.
Πήγαμε σ' ένα πάρτυ σε
κάποιο εστιατόριο, κι ο Ρουμπινστάιν μιλούσε ακατάπαυστα. Ήταν τόσο χαρούμενος,
που ήμουν σίγουρος ότι θα μου έδινε ένα από τα αγαπημένα του πούρα Αβάνας.
Αφήνοντας την καρέκλα μου, πήγα κρυφά από πίσω του και σούφρωσα ένα απ' την
τσέπη του. Ήταν πολύ απασχολημένος με την κουβέντα για να το πάρει είδηση.
Hiroyuki Iwaki
Όταν είχα γυρίσει στην
καρέκλα μου, κούνησα επιδεικτικά το πούρο μπροστά του. Ξέσπασε σε γέλια και
είπε: «Ήξερα ότι θα συνέβαινε αυτό, κι έτσι έφερα μερικά παραπανίσια!» Σε λίγο,
όλοι είχαν κι από ένα πούρο. Επί περισσότερα από 60 χρόνια, ο Ρουμπινστάιν είχε
μαγέψει τους λάτρεις της μουσικής ολόκληρου του κόσμου. Η γυναίκα μου και εγώ
τον επισκεφθήκαμε για τελευταία φορά πριν τρία χρόνια. Διηύθυνα μια ορχήστρα
στην Ζυρίχη κι έμαθα ότι έμενε εκεί, σ' ένα ξενοδοχείο. Όταν μας άνοιξαν την
πόρτα του, είδα μπροστά μου έναν πολύ αδύναμο και μικρόσωμο άντρα να κάθεται
μόνος του στον καναπέ. Μας κοίταξε με θυμό, τους ενοχλητικούς αυτούς
επισκέπτες, που δεν μπόρεσε αμέσως να αναγνωρίσει. Ο Ρουμπινστάιν είχε
αποσυρθεί πριν πέντε χρόνια, γιατί η όραση του μειωνόταν όλο και πιο πολύ. Τα
κάποτε μεγάλα του χέρια, είχαν τώρα ζαρώσει.
Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο
μου, καθώς του έσφιγγα το χέρι. Ήθελα να τα σκουπίσω πριν προλάβει να τα δει,
αλλά και τα δυο μου χέρια ήταν δυνατά μαγκωμένα μέσα στα δικά του. Ένα δάκρυ έπεσε πάνω στο χέρι του.
Χαμογελώντας, είπε: «Είμαι πάνω από ενενήντα πέντε χρονών, και δεν μου κάνει
ούτε κρύο ούτε ζέστη!» Ένας
επισκέπτης δεν πρέπει
να κλαίει, έτσι προσπάθησα να το ξεπεράσω λέγοντας του αστεία συμβάντα
από τη διάρκεια της μακροχρόνιας γνωριμίας μας.
Η γυναίκα μου είχε φέρει
μαζί της ένα άλμπουμ για αυτόγραφα. Πριν φύγουμε, ο Ρουμπινστάιν έγραψε αργά
-αργά τ' όνομα του, και χωρίς δισταγμό κατέγραψε και την ημερομηνία. Εγώ
συνήθως πρέπει να ρωτήσω τους άλλους πόσο έχει ο μήνας, αλλά εκείνος ήξερε
ακριβώς. Ίσως να μετρούσε τις μέρες του, ξέροντας πολύ καλά ότι όντως ήταν μετρημένες.
Ο Αρθούρος Ρουμπινστάιν, ο
βιρτουόζος με το λαμπερό ταλέντο, ο άνθρωπος που ήταν η προσωποποίηση της
ευτυχίας, πέθανε μετά 10 μήνες, στις 20 Δεκεμβρίου του 1982.
*O Hiroyuki Iwaki (6.9.1932-13.6.2006) ήταν
διάσημος ιάπωνας διευθυντής ορχήστρας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Hiroyuki Iwaki “Conductor’s Cafeteria”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου