ΑΠΟ
ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Μέρες
που είναι σας μεταφέρω τρεις ιστοριούλες από τα παραλειπόμενα της ιστορίας του
τόπου μας που δημοσιεύθηκαν στο ένθετο ημερολόγιο του 1937 της εφημερίδας
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ της Νέας Υόρκης
Ο
Κανάρης και το τελεσίγραφο του Σουλτάνου
Πώς
αποκάλεσαν τον γενναίο θαλασσινό δειλό
Στην πρώτη Ελληνική
Γερουσία, επί Όθωνος, γινόταν κάποτε συζήτηση για ένα τελεσίγραφο του Σουλτάνου
προς την 'Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο
όποιος ήταν τότε αντιπολιτευόμενος Γερουσιαστής, συνέστησε να συνταχτεί
μετριοπαθής απάντηση στο τελεσίγραφο, για να μη διακοπούν οι Ελληνοτουρκικές
σχέσεις.
Η φρόνιμη όμως αυτή σύσταση
του θαλασσομάχου αποδόθηκε από τους κυβερνητικούς Γερουσιαστές σε δειλία και
κάποιος απ' αυτούς τον ρώτησε:
— Μήπως φοβάσαι τους
Τούρκους Κανάρη; Μα τότε ό γενναίος πυρπολητής του απάντησε:
— Ναι, ειν' αλήθεια πως
τους φοβάμαι τώρα για να μη τους φοβηθώ αργότερα όταν δεν θα πρέπει να τους φοβάμαι.....
Στη
ναυαρχίδα του Ντεριγνύ
Μια
μοιραία συνάντηση του Καραϊσκάκη με τον Κιουταχής και ένας χαρακτηριστικός διάλογος
Όταν, κατά την επανάσταση,
έφτασε ο Γάλλος ναύαρχος Ντεριγνύ στον Πειραιά, κατέβηκε να τον χαιρετήσει ο
συμπατριώτης του στρατηγός Φαβιέρος. Σε λίγο όμως έφτασαν κι' οι δυο Τούρκοι
στρατηγοί Κιουταχής και Ρεσίτ πάσας, για να επισκεφθούν κι' αυτοί τον ξένο
ναύαρχο.
Ό Φαβιέρος τότε βιάστηκε να
φύγει, μη θέλοντας να συναντηθεί με τους αντιπάλους του.
Όταν οι δυο Τούρκοι, ύστερα
από κάμποσην ώρα ετοιμαζόντουσαν να φύγουν, ο Καραϊσκάκης, μη ξέροντας με
ποιους βρισκόταν την ώρα εκείνη ό Γάλλος ναύαρχος, πήγε κι' αυτός να τον χαιρετήσει.
Μα τη στιγμή πού ό
Καραϊσκάκης ανέβαινε τις σκάλες της ναυαρχίδας, ο Κιουταχής κατέβαινε. Η
μοιραία και τόσο δυσάρεστη συνάντηση ήταν πια αδύνατο ν' αποφευχθεί.
Την στιγμή, λοιπόν, πού ο
Καραϊσκάκης κι' ο Κιουταχής ανπκρύστηκαν, απόμειναν κι' οι δυο τους
εμβρόντητοι. Δεν τα ‘χασαν. Ο Καραϊσκάκης «χαιρέτησε πρώτος τουρκικά τον Κιουταχή
κι' έκανε να προσπέραση. Ο αγέρωχος όμως Τούρκος στρατάρχης κούνησε το κεφάλι
του και είπε στον Καραϊσκάκη:
— Τί κάνεις, ωρέ
Καραϊσκάκη; Εγώ σε περίμενα στα Βιτώλια ναρθείς να με προσκύνησης και να σου
δώσω όλα τα βιλαέτια από την 'Αθήνα ως την Άρτα.
—·Πολύ ψηλά τον πήρες τον
αμανέ σου, απάντησε ο Καραϊσκάκης με το ντόμπρο ύφος του και χαμογελούσε.
— Τί θέλεις να πεις;
ρώτησε ό Κιουταχής.
— Θέλω να πω ότι αν εσύ
λες πώς είσαι στρατάρχης της Ρούμελης, είμαι κι' εγώ στρατάρχης της Ελλάδος.
— Μπα! Και ποιος σού την έδωκε αυτήν την αρχηγία;
— Πάντως δεν μού την έδωκε ο Σουλτάνος. Μού την
έδωκε η Πατρίδα κι' εγώ άπλωσα το χέρι μου και την πήρα.
— Και ποια ειν' αυτή η
Πατρίδα; Δεν μας λες, ωρέ Καραϊσκάκη;
—'Εκείνη πού αν μάθει πώς τώρα μιλάω μαζί σου, θα
με κρέμαση κι' εμένα και τ' ασκέρι μου πού τώχα στην 'Ελευσίνα.
— Μπα! έκανε ο Κιουταχής.
Μπορεί να σε κρέμασει ή Πατρίδα;
— Μήπως εσένα δεν σε
κρεμάει όταν θέλει ο Σουλτάνος;
— Ναι, απάντησε ό
Κιουταχής, γιατί εγώ τον έχω βασιλιά.
— Και μένα λοιπόν με
κρεμάει όταν θέλει ή Πατρίδα, γιατί την έχω βασίλισσα μου!
Ο Κιουταχής τότε σηκώθηκε
κι' έφυγε λέγοντας:
— Δεν θα βάλεις ποτέ
μυαλό, Καραϊσκάκη!.. Αυτό βλέπω!..
Ο
χωρικός και τα...... παιδιά του αγά
Ένας Ρουμελιώτης χωρικός
γέμισε κάποτε ένα καλάθι ωραιότατα αχλάδια και πήγε στον πύργο του αγά της περιφέρειας για να του τα προσφέρει. Στη σκάλα όμως του πύργου συνάντησε δυο
μαϊμούδες ντυμένες σαν μικρά παιδιά. Τα φορέματα τους ήταν χρυσοκεντημένα, είχαν
σπαθί ζωσμένο στη μέση και φέσι στο κεφάλι. Τα κωμικά αυτά ζώα μόλις μυρίστηκαν
φρούτα, ρίχτηκαν στο καλάθι του χωρικού, ο όποιος τα χαιρέτησε με σεβασμό
βγάζοντας το καπέλο του· και τα άφησε να πάρουν όσα αχλάδια ήθελαν.
Όταν όμως κατόπιν ο αγάς
είδε το καλάθι σχεδόν αδειανό, ρώτησε το χωρικό:
— Μα γιατί δεν το γέμιζες το
καλάθι;
—Άρχοντα μου, απάντησε ο
χωρικός. Το έφερα εντελώς γεμάτο. Αλλά τα.... παιδιά σας, πού ο Θεός να τα φυλάει,
με σταμάτησαν στη σκάλα και μού έφαγαν τα πιο πολλά αχλάδια....
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ 1937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου