Η
«Μεγάλη Βρετανία» σήμερα συνεχίζει αδιάκοπα να εκπέμπει την ίδια μεγαλοπρέπεια,
που είναι ιδρυτικό συστατικό της ταυτότητάς της από τον 19ο αιώνα.
Ο
θρύλος της «Μεγάλης Βρεταννίας»
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Είναι αδύνατον να
φανταστεί κανείς την Αθήνα χωρίς τη «Μεγάλη Βρεταννία» και δύσκολα θα έβρισκε
κανείς ένα κτίριο που να έχει τόσο πυκνό και ανθεκτικό συμβολισμό. Πριν από 100
χρόνια, τον Νοέμβριο του 1919, ιδρύεται –με την προτροπή του Ελευθερίου Βενιζέλου–
η Ανώνυμος Εταιρεία «Εταιρεία Ελληνικών Ξενοδοχείων Λάμψα», με συμμετοχή
μεγάλων τραπεζών. Η Εθνική Τράπεζα έχει τον προεξάρχοντα ρόλο. Είναι η αρχή
μιας σειράς διαρκών επεκτάσεων και διακυμάνσεων που εξέβαλλαν στον μεταπολεμικό
κόσμο και στην ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου ως βασικού πυλώνα της εθνικής
οικονομίας. Οι σκέψεις γύρω από τον αθηναϊκό θεσμό της «Μεγάλης Βρεταννίας»
εκτείνονται πίσω στον χρόνο για να μιλήσουν εντέλει για το δυναμικό παρόν.
Για να κατανοήσει κανείς
τη «Μεγάλη Βρεταννία», θα πρέπει να σκεφτεί το μεγάλο κάδρο της Αθήνας ήδη από
τα χρόνια του Όθωνα αλλά και τους πολλούς παραποτάμους της επιχειρηματικής ζωής
σε συνδυασμό με τις πολιτικές ελίτ, τις γεωστρατηγικές συνθήκες και την πίεση
για εκσυγχρονισμό. Όλα αυτά και ακόμη πιο πολλά συμπλέουν με τον μύθο της
«Μεγάλης Βρεταννίας», που στην ουσία είναι συνυφασμένος με την ιστορία του
ελληνικού τουρισμού, από τον 19ο αιώνα, και την προσπάθεια της διεθνούς
δικτύωσής του. Το ξενοδοχείο που βλέπουμε σήμερα, στη νέα εποχή υπό την επιχειρηματική
σκέπη της οικογένειας Λασκαρίδη, είναι το αποτέλεσμα της εκ βάθρων ανακαίνισης
του 2002, κόστους 80 εκατ. ευρώ, με την προοπτική των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ενσωματώθηκαν όλα όσα είναι συνυφασμένα με τη «Μεγάλη Βρεταννία» και της
χαρίζουν μοναδικότητα.
Η ίδια η ιστορία του
ξενοδοχείου είναι μια σειρά από επεκτάσεις και κατεδαφίσεις. Πολλές φορές όλες
αυτές τις δεκαετίες, η Αθήνα έμοιαζε ότι δυσκολευόταν, λόγω περιορισμένων
υποδομών ή ιστορικών συνθηκών, να υπηρετήσει τα φιλόδοξα οράματα των ιδιοκτητών
της για μια ξενοδοχειακή ναυαρχίδα εφάμιλλη των πολυτελέστερων ξενοδοχείων της
Ευρώπης. Η «Μεγάλη Βρεταννία», όμως, και σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών (αρκεί
να σκεφτεί κανείς ότι το πρόβλημα της ύδρευσης στην Αθήνα επιλύεται με το
φράγμα του Μαραθώνα το 1929) από νωρίς –στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της, ήδη
από την εποχή του Ευσταθίου Λάμψα (μετά το 1878)– προστίθεται ως ένας αστέρας
στον χάρτη των ευρωπαϊκών ξενοδοχείων.
Η
σημερινή οδός Γεωργίου Α΄ στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Αριστερά, το Μέγαρο
Σκουλούδη (μετέπειτα Κινγκ Τζωρτζ) και δεξιά η παλιά «Μεγάλη Βρεταννία».
Έχουν όλα αλυσιδωτή
εξέλιξη. Ο αρχικός πυρήνας της «Μεγάλης Βρεταννίας» είναι το Μέγαρο Δημητρίου,
ένα νέο-αναγεννησιακό παλάτσο που σχεδιάζει ο Θεόφιλος Χάνσεν το 1842 διαγωνίως
απέναντι από τα Ανάκτορα, που αποπερατώνονταν σε αυστηρό κλασικό ρυθμό. Η γωνία
αυτή, μετέπειτα Γεωργίου Α’ και Πανεπιστημίου, συμπυκνώνει τις διαδρομές
Ελλήνων με ανήσυχο πνεύμα, με το βλέμμα στην καινοτομία, στην πρόοδο, στην
παροχή υπηρεσιών, στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, στην καλλιέργεια ενός
εργασιακού ήθους υψηλών προδιαγραφών.
Ως το 1873, το κτίριο
χρησιμεύει ως κατοικία των πρώτων ιδιοκτητών που ζούσαν κυρίως στην Τεργέστη,
ως χώρος φιλοξενίας για τις ανάγκες των Ανακτόρων και ως στέγη της Γαλλικής
Αρχαιολογικής Σχολής (πριν μεταφερθεί στη σημερινή οδό Διδότου). Όταν
εκκενώνεται είναι η ευκαιρία για τον Σάββα Κέντρο να επεκτείνει τις
ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του. Ξενοδοχείο με την επωνυμία «Μεγάλη Βρεταννία»
υπήρχε ήδη αλλά στη γωνία της Σταδίου με τη νυν Καραγεώργη της Σερβίας. Ο
Κέντρος λίγο αργότερα (1878) γνωρίζει τον Ευστάθιο Λάμψα, πρώην μάγειρα και
δαιμόνιο πνεύμα, που διεκδικεί μετεκπαίδευση στο Παρίσι και ανοίγει τους
ορίζοντές του.
Κεντρική
τραπεζαρία του ξενοδοχείου με πλήρη διάκοσμο και στρωμένα τραπέζια, έτοιμη για
την υποδοχή των καλεσμένων κατά τον Μεσοπόλεμο.
Η «Μεγάλη Βρεταννία», όπως
την καταλαβαίνουμε σήμερα, συνδέεται με το πνεύμα του Ευστάθιου Λάμψα και
κυρίως με το πνεύμα του ιδιοφυούς δημοσιογράφου, αρχικά, Θεόδωρου Πετρακόπουλου
(1880-1963), τον οποίον ο ίδιος ο Λάμψας έπεισε και έφερε στην επιχείρηση το
1910. Ο Πετρακόπουλος είχε ήδη διεθνή πείρα και τον απασχολούσε η τέχνη των
ξενοδοχείων. Η σύμπραξη των δύο ανδρών απογείωσε το φαινόμενο «Μεγάλη
Βρεταννία».
Στη δεκαετία του 1910, των
Βαλκανικών, του Μεγάλου Πολέμου και του εθνικού διχασμού, η «Μεγάλη Βρετανία»
επιζητεί τη συνδρομή του Ελευθερίου Βενιζέλου, διεκδικώντας διαρκώς μια κρατική
πολιτική υπέρ της τουριστικής ανάπτυξης. Ο Πετρακόπουλος κατορθώνει στο τέλος
αυτής της ταραγμένης δεκαετίας να ιδρύσει τη νέα Α.Ε. στην οποία περνούσαν όλα
τα περιουσιακά στοιχεία της ως τότε «Μεγάλης Βρεταννίας». Σημαντική ήταν η
συμβολή του Ιωάννη Δροσόπουλου, διοικητή της ΕΤΕ και του επιχειρηματία Επαμ.
Χαρίλαου. Ο Ευστάθιος Λάμψας παρέμενε τιμής ένεκεν στο Δ.Σ. Η νέα εταιρεία είχε
φιλοδοξίες ευρύτερες του ξενοδοχείου. Ήθελε να σχεδιάσει επί της ουσίας την
τουριστική πολιτική της χώρας.
Η
αρχιτεκτονική μοναδικότητα και η λάμψη του «παλιού κόσμου»
Υπάρχει μια φωτογραφία από
το αρχείο Βοβολίνη, στο λεύκωμα του ερευνητή της ιστορίας του τουρισμού Άγγελου
Βλάχου «Μεγάλη Βρεταννία. Ενα ξενοδοχείο σύμβολο» (εκδ. Κέρκυρα, 2003), που
έχει έντονη θεατρικότητα. Χρονολογείται από το 1957 και δείχνει την κατεδάφιση
του παλαιού κτιρίου της «Μεγάλης Βρεταννίας». Σε πολλούς Αθηναίους δεν είναι
σαφές ότι το αρχικό Μέγαρο Δημητρίου, που εξελίχθηκε σε «Μεγάλη Βρεταννία», το
έργο του Χάνσεν, κατεδαφίστηκε πλήρως για να γεννηθεί ένας νέος οικοδομικός
κολοσσός που ενοποίησε και τις επεκτάσεις του Μεσοπολέμου στη Βουκουρεστίου και
στην Πανεπιστημίου σε ένα ενιαίο μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο, που από τότε που
εγκαινιάστηκε (Νοέμβριος 1959) συμβολίζει την άνοδο της Αθήνας σε άλλη
κατηγορία τουριστικής υποδομής.
Το
ξενοδοχείο σε διαδοχικές φάσεις της ιστορίας του. Επεκτάθηκε προς τη
Βουκουρεστίου και την Πανεπιστημίου και το 1959 εγκαινιάστηκε το ενιαίο
οικοδόμημα.
Η «Μεγάλη Βρεταννία» έχει
το ίδιον να συνδέεται με όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζύμωσης, των πολιτικών
ανταγωνισμών και των οικονομικών διακυμάνσεων. Στη δεκαετία του ’40 συνδέθηκε
με την Κατοχή, με τους Άγγλους και τα Δεκεμβριανά, αλλά λίγα μόλις χρόνια μετά
έρχεται να συμβολίσει την εκτόξευση της Αθήνας στα διεθνή δίκτυα του τουρισμού
εκπροσωπώντας την υψηλή αισθητική του «παλαιού κόσμου», η οποία διεθνώς είναι
προϊόν σε διαρκή ζήτηση.
Πολλές προσωπικότητες
συνδέθηκαν ιστορικά με την ανάπτυξη του ξενοδοχείου από τις οικογένειες Λάμψα,
Πετρακόπουλου και Δοξιάδη, και αναλογίζεται κανείς πώς θα ήταν η εξέλιξη του
τουρισμού στην Ελλάδα αν είχαν ευοδωθεί τα όνειρα για δραστηριοποίηση της Α.Ε.
πανελλαδικά, με ανάπτυξη υποδομών, με παραρτήματα ξενοδοχείων, με αναμόρφωση
του ιαματικού τουρισμού κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων… Το όνειρο
να χτιστεί ένα ξενοδοχείο με την επωνυμία Acropole Palace στη σημερινή
Βασιλίσσης Σοφίας (όπου σήμερα η βρετανική πρεσβεία στην οικία Βενιζέλου) δεν
προχώρησε για επιχειρηματικούς και ευρύτερους κοινωνικο-πολιτικούς λόγους, αλλά
τα σχέδια (που είχε εκπονήσει ο Ελβετός αρχιτέκτων Εμίλ Βογκτ το 1918-19)
έδειξαν εν μέρει τον δρόμο για την κλασικιστική ευρεία σύνθεση και αναβίωση του
1957-59, που εφάρμοσε σαράντα χρόνια μετά ο αρχιτέκτων Κώστας Βουτσινάς.
Ήδη, οι επεκτάσεις του
Μεσοπολέμου (που άφησαν βέβαια έκθετες τις μεσοτοιχίες τους πάνω από το παλαιό
μέγαρο του Χάνσεν) ήταν στο ίδιο πνεύμα της κλασικιστικής αναβίωσης, που
βασιζόταν στο ύφος που εξαρχής εξέπεμπε η «Μεγάλη Βρεταννία». Αυτή ήταν η
σταθερή ταυτότητα από τον 19ο αιώνα έως τώρα: υψηλή αισθητική του παλιού
αστικού κόσμου. Υπάρχει μυστήριο γύρω από κάτι κατανοητό, υπάρχει αίγλη γύρω
από κάτι καθησυχαστικό. Η «Μεγάλη Βρεταννία» προχωράει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου